Το διάγγελμα Μητσοτάκη δεν ήταν τίποτε άλλο από μια αναπαραγωγή βαρύγδουπου λόγου, πατριωτικών κλισέ και κοινωνικής στοχοποίησης.

Ήταν μια προ­σπά­θεια με­τά­βα­σης από τον κοι­νω­νι­κό αυ­το­μα­τι­σμό στον κοι­νω­νι­κό κα­νι­βα­λι­σμό. Στην αυ­το­προ­στα­σία ως απο­τέ­λε­σμα επι­βο­λής και όχι ως εν­συ­ναί­σθη­τη επι­λο­γή. Και αυτό χρή­ζει προ­σο­χής.

Δέκα χρό­νια κρί­σης στην Ελ­λά­δα είναι αρ­κε­τά ώστε να απο­κω­δι­κο­ποι­ή­σει κα­νείς λέ­ξεις όπως «δη­μό­σιο συμ­φέ­ρον» ή «ση­κώ­νου­με το βάρος της πα­τρί­δας». Να κα­τα­νο­ή­σει ότι η συλ­λο­γι­κο­ποί­η­ση της ευ­θύ­νης που βα­ρύ­νει πρω­τί­στως την κυ­βέρ­νη­ση, απο­σκο­πεί στο να μας κα­τα­στή­σει συ­νε­νό­χους σε ένα χρό­νιο έγκλη­μα. Να στιγ­μα­τί­σει και να διαι­ρέ­σει το κοι­νω­νι­κό σύ­νο­λο σε «επι­πό­λαιους» και συ­νε­τούς, σε «ανεύ­θυ­νους» και υπεύ­θυ­νους. Να δη­μιουρ­γή­σει ένα νέο κα­θε­στώς άκρι­της υπα­κο­ής και πει­θάρ­χη­σης.

Την ώρα που τα δη­μό­σια νο­σο­κο­μεία κα­ταρ­ρέ­ουν, που οι για­τροί εξο­ντώ­νο­νται, που οι ΜΕΘ δεν επαρ­κούν, που μα­ζι­κά tests δε γί­νο­νται, ο Μη­τσο­τά­κης προ­τί­μη­σε να εξαγ­γεί­λει μια σειρά αστυ­νο­μι­κών μέ­τρων, αντί για μια σειρά μέ­τρων κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας. Και αυτό είναι μια εγκλη­μα­τι­κή ευ­θύ­νη. Ήταν απί­στευ­τα ει­λι­κρι­νής χρη­σι­μο­ποιώ­ντας τα λόγια του Ρού­σβελτ: «Ο έπαι­νος ανή­κει στον άν­θρω­πο που είναι πραγ­μα­τι­κά στην αρένα, με πρό­σω­πο γε­μά­το ιδρώ­τα και αίμα, που έχει όμως εν­θου­σια­σμό και αφο­σί­ω­ση, γιατί ξο­δεύ­ει τον εαυτό του σε έναν άξιο σκοπό».

Πράγ­μα­τι. Οι για­τροί, οι νο­ση­λευ­τές, οι τραυ­μα­τιο­φο­ρείς και όλο το προ­σω­πι­κό των νο­σο­κο­μεί­ων, έχει ρι­χθεί σε μια αρένα. Σε μια ρω­μαϊ­κή αρένα χωρίς πα­νο­πλία. Πράγ­μα­τι τα πρό­σω­πά τους είναι γε­μά­τα με ιδρώ­τα και αίμα. Και γι’ αυτό υπάρ­χουν ευ­θύ­νες από τους αρ­μό­διους. Πράγ­μα­τι έχουν πρω­το­φα­νή εν­θου­σια­σμό και αφο­σί­ω­ση. Και αυτό τους τιμά. Πράγ­μα­τι ξο­δεύ­ουν τον εαυτό τους σε έναν άξιο σκοπό. Και αυτό το τε­λευ­ταίο είναι η πιο αι­σχρή πα­ρα­δο­χή. Η πα­ρα­δο­χή ότι οι υγειο­νο­μι­κοί χωρίς καμία μέ­ρι­μνα και φρο­ντί­δα, θυ­σιά­ζουν τους εαυ­τούς τους γιατί δεν κάνει κάτι άλλο ο Μη­τσο­τά­κης και οι συν αυτώ.

Όταν ένας πρω­θυ­πουρ­γός είναι τόσο γεν­ναιό­δω­ρος στο ξό­δε­μα αν­θρώ­πων, μάλ­λον κάτι έχει πάει πολύ λάθος. Κά­ποιοι «ηρω­ο­ποιού­νται» για να κρυ­φτούν από πίσω τους κά­ποιοι άλλοι. Κά­ποιοι τόσο μι­κροί και υπο­κρι­τές, που ακόμη και τώρα προ­τι­μούν να δη­μιουρ­γή­σουν ένα πρό­πλα­σμα αστυ­νο­μι­κού κρά­τους, παρά να στη­ρί­ξουν έμπρα­κτα την κοι­νω­νία με μα­ζι­κά tests, με προ­σλή­ψεις για­τρών, με επι­τά­ξεις ιδιω­τι­κών νο­σο­κο­μεί­ων και κλι­νι­κών. Ξανά λοι­πόν: Δεν υπάρ­χουν άν­θρω­ποι για ξό­δε­μα. Δεν έχει ση­μα­σία αν κά­ποιος πε­θαί­νει από κο­ρω­νο­ϊό ή μη­τσο­τα­κι­σμό. Έχει ση­μα­σία ότι πε­θαί­νει. Δεν έχει ση­μα­σία αν πε­θαί­νει με δι­θυ­ράμ­βους ή με λυγ­μούς. Έχει ση­μα­σία ότι πε­θαί­νει.

Και όσο κό­σμος πε­θαί­νει, η επι­κοι­νω­νία ζει και βα­σι­λεύ­ει. Γιατί χρειά­ζο­νται «απο­θέ­μα­τα σθέ­νους και υπο­μο­νής για να ξε­πε­ρά­σου­με την κρίση». Γιατί «η πα­τρί­δα περνά στα χέρια μας». Γιατί «Ελ­λά­δα εί­μα­στε όλοι». Κλισέ, τσι­τά­τα, λα­μπι­ρί­ζου­σες αο­ρι­στί­ες. Και μαζί με αυτά και λίγη αγιο­ποί­η­ση του κυ­ρί­ου Τσιό­δρα που η ομο­λο­γου­μέ­νως ευ­γε­νι­κή φυ­σιο­γνω­μία του αξιο­ποιεί­ται στην επι­βο­λή αυτής της κοι­νω­νι­κής συ­ναί­νε­σης που απο­ζη­τού­σαν δε­κα­ε­τί­ες. Λίγο να δει κα­νείς τα ρε­πορ­τάζ που σκια­γρα­φούν το προ­φίλ του μει­λί­χιου επι­στή­μο­να αντι­λαμ­βά­νε­ται πολλά. Άλ­λω­στε και ο ίδιος ο Μη­τσο­τά­κης στο διάγ­γελ­μα ανα­φέρ­θη­κε στον Τσιό­δρα που πριν λίγες μέρες «μί­λη­σε με ένα κόμπο στο λαιμό».

Νο­μί­ζω αξί­ζει να στα­θού­με στο εξής. Δεν υπάρ­χουν πε­ρί­ο­δοι ανα­στο­λής της τα­ξι­κό­τη­τας των κοι­νω­νιών. Πε­ρί­ο­δοι που δύο κό­σμοι εκ δια μέ­τρου αντί­θε­τοι ενώ­νο­νται για το «συλ­λο­γι­κό καλό». Γιατί απλού­στα­τα υπάρ­χει δια­φο­ρε­τι­κή αντί­λη­ψη αυτού του συλ­λο­γι­κού καλού. Αντί­θε­τα, σε πε­ριό­δους όπως η ση­με­ρι­νή οι αντι­θέ­σεις αυτών των κοι­νω­νιών απο­κτούν νέα διά­στα­ση. Γιατί το δια­κύ­βευ­μα αυτών των αντι­θέ­σε­ων δεν είναι οι επι­μέ­ρους κα­τα­πιέ­σεις στη ζωή αλλά η ίδια η ζωή ως έν­νοια. Και αυτό δεν είναι δι­χα­σμός. Είναι η κα­λύ­τε­ρη συ­στρά­τευ­ση στην υπη­ρε­σία του αν­θρώ­που. Ο ελά­χι­στος αν­θρω­πι­σμός σε μια τε­ρα­τώ­δη κα­τά­στα­ση.

Και όποιος δεν το βλέ­πει αυτό, μάλ­λον φλερ­τά­ρει με το θά­να­το.

*Ο τί­τλος προ­έρ­χε­ται από στίχο του Γιάν­νη Αγ­γε­λά­κα και μάλ­λον θα χρη­σι­μο­ποι­η­θεί πολ­λές φορές στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες.