Η περίοδος της πανδημίας, για τους χιλιάδες πρόσφυγες που ζουν εγκλωβισμένοι σε όλη την Ελλάδα, άγγιξε τον απόλυτο εφιάλτη.
Άνθρωποι που ήταν ήδη εγκαταλειμμένοι από το κράτος, ξεχασμένοι από τη διεθνή κοινότητα και στοχοποιημένοι από την εγχώρια και διεθνή ακροδεξιά, βρέθηκαν να ζουν σε ακόμη πιο άθλιες συνθήκες χωρίς καμία εγγύηση αξιοπρεπούς διαβίωσης και επαρκούς πρόληψης απέναντι στον ιό. Για όλη αυτή την κατάσταση βέβαια υπάρχουν ευθύνες.
Άθλιες συνθήκες
Σε πρόσφατη συνέντευξη τύπου της πρωτοβουλίας «Εκκενώστε τα Κέντρα Υποδοχής» εκτέθηκε η κατάσταση σε όλο της το εύρος. Η Λυδία Λιοδάκη, γιατρός που δραστηριοποιείται στη Λέσβο και έχει δει από κοντά την κατάσταση στη Μόρια, αναφέρθηκε τόσο στις συνθήκες που επικρατούν εκεί, όσο και στα υποκριτικά μέτρα της κυβέρνησης. Τόνισε πως οι δομές στις οποίες είναι εγκλωβισμένοι οι πρόσφυγες αυτή τη στιγμή αποτελούν υγειονομικές ζώνες εξαίρεσης, όπου το οποιοδήποτε μέτρο πρόληψης είναι αδύνατον να είναι αποτελεσματικό, αφενός λόγω του υπερπληθυσμού και αφετέρου λόγω της χωροταξίας των δομών. Οι πρόσφυγες στερούνται στοιχειωδών αγαθών όπως το νερό σε πολλές περιπτώσεις, ενώ οι συνθήκες υγιεινής είναι σε απελπιστική κατάσταση με την έλλειψη ακόμη και σαπουνιού. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ελλιπή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κρίνονται εγκληματικά, ειδικά σε περίοδο πανδημίας.
Όπως ανέφερε η Λιοδάκη, τα πρώτα άμεσα μέτρα για το προσφυγικό που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, στερούνταν κάθε λογικής. Απαγόρευσε τις δραστηριότητες εντός των δομών ώστε να μη συνωστίζονται οι πρόσφυγες, τη στιγμή που καθημερινά σχηματίζουν τεράστιες ουρές για να καλύψουν βασικές ανάγκες όπως η σίτιση. Στο ίδιο μοτίβο τούς απαγορεύτηκε η έξοδος από τις δομές πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, πράγμα που οδήγησε στο να χρειάζεται να σχηματίζουν πρόσθετη ουρά για να εξέλθουν. Στα κυβερνητικά μέτρα δεν προβλεπόταν τίποτα για το πώς θα γινόταν επαρκής καταγραφή των κρουσμάτων και των πιθανών φορέων του ιού αφού η ιχνηλάτηση σε αυτές τις τραγικές συνθήκες συμβίωσης χιλιάδων ανθρώπων αποτελεί κενό γράμμα. Ο περιορισμός στα στρατόπεδα κρίνεται εγκληματικός και εξοντωτικός από τη στιγμή που η πλειοψηφία των προσφύγων δεν είχε καν πρόσβαση σε πρωτοβάθμια υγεία.
Ο Βασίλης Παπαστεργίου, μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας, τοποθετήθηκε επί των νομικών ζητημάτων εστιάζοντας σε συγκεκριμένα σημεία του νέου νομοσχεδίου της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα τόνισε, ότι ένα μείζον ζήτημα είναι αυτό της νομικής βοήθειας στους πρόσφυγες. Εστίασε στο γεγονός δηλαδή ότι αυτή, από υποχρέωση της πολιτείας, μετατρέπεται σε δυνατότητα του κάθε πρόσφυγα που θα πρέπει να κάνει μόνος του αίτηση στην Αρχή Προσφυγών εντός δύο ημερών της απορριπτικής επίδοσης και μόνο εφόσον η συγκεκριμένη Αρχή κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής αυτής.
Επιπρόσθετα ο Β. Παπαστεργίου έθεσε το ζήτημα της διερμηνείας. Ότι δηλαδή λαμβάνεται ως δεδομένο ότι ο κάθε πρόσφυγας ομιλεί την επίσημη γλώσσα της χώρας καταγωγής και υποχρεούται να συνεντευξιαστεί σε αυτή, γεγονός που σε πολλές περιπτώσεις δε συμβαίνει, όπως με Σεναγαλέζους που μιλούν τοπικές διαλέκτους και όχι γαλλικά. Παράλληλα, έκρινε ως προβληματική τη ρύθμιση που αποκλειστικά για τα πέντε νησιά στα οποία βρίσκονται τα Κέντρα Υποδοχής, προβλέπει ότι οι προσφυγές των αιτούντων άσυλο θα δικάζονται από μονομελή και όχι τριμελή σύνθεση της Αρχής, η οποία παρέχει και μεγαλύτερη εγγύηση αμεροληψίας. Τέλος σημείωσε ότι μέχρι τις 15 Απριλίου περίπου 300 ασυνόδευτοι πρόσφυγες ζούσαν υπό το καθεστώς «προστατευτικής φύλαξης» είτε σε ΑΤ είτε σε κέντρα όπως η Αμυγδαλέζα, γεγονός που παραβιάζει στοιχειώδη δικαιώματά τους.
Από τη μεριά της, η Ειρήνη Γαϊτάνου, εκ μέρους της Διεθνούς Αμνηστίας αναφέρθηκε τόσο στις συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων όσο και στα αντιπροσφυγικά μέτρα που είχε ήδη λάβει η κυβέρνηση πριν τον κορονοϊό. Σημείωσε ότι σε μια περίοδο που νομιμοποιείται ο ακροδεξιός λόγος και οι ρατσιστικές πρακτικές, οφείλουμε να στεκόμαστε στο πλευρό των προσφύγων -όχι μόνο σε περιόδους κρίσης αλλά διαρκώς. Ως προς αυτό, εστίασε στο πώς η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας συνέτεινε σε αυτή την κατεύθυνση δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο τη ζωή των προσφύγων.
Αναφέρθηκε στις ρυθμίσεις που είχε περάσει η ΝΔ στο περίφημο πολυνομοσχέδιο με το οποίο έμπαιναν πρόσθετα εμπόδια στις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, στο γεγονός ότι με αυτές κανονικοποιήθηκε μια ευρεία χρήση της κράτησης των προσφύγων που αιτούνται άσυλο ενώ με βάση το διεθνές δίκαιο αποτελεί ένα έσχατο μέτρο, καθώς και στην κυβερνητική στόχευση επαναπροωθήσεων χωρίς την απαραίτητη εξέταση των αιτημάτων των προσφύγων. Όπως η ίδια τόνισε, όλα τα παραπάνω επιδεινώθηκαν την περίοδο της πανδημίας με την αναστολή χορήγησης ασύλου καθώς και με τη θεσμοθετημένη ακύρωση της υγεινομικής κάλυψης των προσφύγων.
Νέο νομοσχέδιο
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έφερε στη βουλή το νέο νομοσχέδιο για το προσφυγικό, το οποίο και υπερψηφίστηκε στις αρχές Μαΐου. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που περιλαμβάνει μέτρα τα οποία καταπατούν το διεθνές δίκαιο, δεν σέβονται στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και περιορίζουν σημαντικά τις δυνατότητες αντίδρασης των προσφύγων. Αυτός είναι και ο λόγος που πλήθος αντιρατσιστικών οργανώσεων, πρωτοβουλιών αλληλεγγύης, μεταναστευτικών συλλογικοτήτων, ΜΚΟ, διεθνών οργανισμών και οργανώσεων της Αριστεράς εξέφρασαν την αντίθεσή τους.
Πιο συγκεκριμένα, το νομοσχέδιο θεσμοθετεί τη δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης στα νησιά, ενώ την ίδια στιγμή περιλαμβάνει μια σειρά από μέτρα που πλήττουν τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα. Διατηρεί την εξέταση των αιτήσεων ασύλου των ασυνόδευτων παιδιών με ταχύρρυθμες διαδικασίες, γεγονός που λειτουργεί επιβαρυντικά για τα ίδια, καταργεί την προτεραιότητα εξέτασης των αιτημάτων ασύλου ευάλωτων ομάδων (στις οποίες περιλαμβάνονται τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα) και καταργεί τη δυνατότητα έκδοση άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους πλήττοντας και τα ασυνόδευτα παιδιά. Επιπρόσθετα, συρρικνώνει τις προθεσμίες των προσφυγών στην αρμόδια αρχή, ενώ η διοικητική κράτηση από εξαίρεση με βάση το ενωσιακό δίκαιο, γίνεται κανόνας.
Κινηματική απάντηση
Είναι σαφές ότι την περίοδο της πανδημίας το προσφυγικό ζήτημα μπαίνει σε μια νέα φάση, χειρότερη από εκείνη στην οποία βρισκόταν ήδη. Αυτό αυξάνει τα καθήκοντα τόσο του αντιρατσιστικού κινήματος όσο και της Αριστεράς. Το αίτημα της εκκένωσης των Κέντρων Υποδοχής βρίσκεται στον πυρήνα αυτού του αγώνα, καθώς στις μέρες του κορονοϊού αυτές οι δομές κινδυνεύουν να μετατραπούν από αποθήκες ψυχών σε μαζικά νεκροταφεία. Σύσσωμο το αντιρατσιστικό κίνημα, από κοινού με πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και την Αριστερά πρέπει να στηρίξει τα αιτήματα των προσφύγων για αξιοπρεπή διαβίωση και προστασία απέναντι στην πανδημία. Τόσο η συλλογή υπογραφών και οι διαδικτυακές πρωτοβουλίες όσο και το πραγματικό κίνημα στο δρόμο, πρέπει να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση διεκδικώντας τα αυτονόητα. Μόνο τότε το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε θα καταργηθεί στην πράξη.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά