Οι δημοσκοπήσεις στο τελευταίο τρίμηνο του 2020 αποτυπώνουν, ως συνήθως, «φωτογραφικά» και σε ένα βαθμό στρεβλά τους πολιτικούς συσχετισμούς στην τρέχουσα συγκυρία.

Ενάμιση χρόνο μετά την πολιτική και εκλογική νίκη στις εκλογές του Ιούλη του 2019, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει βγει από την αρχική περίοδο «χάριτος». Οι μυλόπετρες της υγειονομικής κρίσης, της οικονομικής κρίσης και της διαχείρισης του γεωπολιτικού ανταγωνισμού με την Τουρκία, αναπτύσσουν ήδη σημαντικές πολιτικές πιέσεις πάνω στη ΝΔ.

Αυτό αποτυπώνεται σε δημοσκοπικές απώλειες: ένα μικρό, αλλά σταθερά επαναλαμβανόμενο από μέτρηση σε μέτρηση, τμήμα της επιρροής της μετατοπίζεται προς την «αδιευκρίνιστη ψήφο». Η ΝΔ έχει ήδη υποχωρήσει από τα ποσοστά αυτοδυναμίας (περίπου 45%) όπου είχε σκαρφαλώσει στα μέσα του 2020 και δείχνει ότι δεν θα είναι ικανή να σχηματίσει κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές απλής αναλογικής, όποτε αυτές γίνουν.

Σε αυτήν την εικόνα είναι απαραίτητες δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, η δυναμική αυτού του φαινομένου μπορεί ανά πάσα στιγμή να επιταχυνθεί (πχ με την έκρηξη των οικονομικών ανισοτήτων, κατά τη στιγμή «ανοίγματος» της κοινωνίας εάν και όταν ελεγχθεί η πανδημία…), οδηγώντας τη ΝΔ σε πολύ βαθύτερα προβλήματα. Σε αυτή τη διαπίστωση λογοδοτεί το ξεκίνημα της συζήτησης περί κυβέρνησης «έκτακτης ανάγκης» στις σελίδες του καθεστωτικού Τύπου. Δεύτερον, είναι ολοφάνερο για κάθε έμπειρο παρατηρητή ότι οι περιορισμένες απώλειες του Μητσοτάκη ερμηνεύονται, σε μεγάλο βαθμό, μέσω της πολιτικής ανικανότητας της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ας δούμε την «ανάγνωση» του συνόλου των δημοσκοπήσεων από το Ινστιτούτο Ν. Πουλατζάς, με επικεφαλής τον υπεύθυνο δημοσκοπήσεων του ΣΥΡΙΖΑ, Κ. Πουλάκη: «Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αποσυσπειρωμένος, εμφανίζοντας νέα “μικρή κάμψη” στη συσπείρωσή του… εξακολουθεί να μην καρπώνεται την έστω μικρή φθορά της κυβέρνησης… η ψαλίδα στην πρόθεση ψήφου παραμένει χαοτική μεταξύ ΝΔ (35,9%) και ΣΥΡΙΖΑ (20,4%)… αντίστοιχη είναι η εικόνα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό: ο Κυρ. Μητσοτάκης εμφανίζει ποσοστό 45,5% έναντι 20,5% του Αλ. Τσίπρα… η γκρίζα ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου εμφανίζεται αυξημένη (21,3% έναντι 19% το Μάιο-Οκτώβριο του ’20)… το μεγαλύτερο μερίδιο (25,4%) όσων σήμερα ανήκουν στη γκρίζα ζώνη προέρχεται από τον ΣΥΡΙΖΑ…».

Ένας στους τέσσερις ανθρώπους που το 2019 ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ έχει σήμερα μετατοπιστεί στην «αδιευκρίνιστη ψήφο»! Και αυτό μας το λέει το Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς! Πρόκειται για μια εκκωφαντική ομολογία αποτυχίας.

Η ερμηνεία πρέπει να αναζητηθεί στην πραγματική/εφαρμοσμένη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ηγετική ομάδα του Αλ. Τσίπρα επιχειρεί μια πολυσυλλεκτική «προγραμματική» αντιπολίτευση, που καταλήγει να μην έχει καμιά σαφήνεια στις κοινωνικές αναφορές της, να μην μπορεί να συγκροτήσει πολιτικά το κοινωνικό στρατόπεδο που δέχεται τα άγρια χτυπήματα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής του Μητσοτάκη. Ο Τσίπρας εμφανίζει στη Βουλή διάφορες εκδοχές «νέων ιδεών» που υπόσχονται να ικανοποιήσουν, τάχα, τους… πάντες: Και τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, και τους πλούσιους και τους φτωχούς. Συσσωρεύοντας στο τέλος της ημέρας απώλειες («αποσυσπείρωση») και από τις δύο πλευρές: Γιατί οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι το «καταλληλότερο» κόμμα για αυτές είναι η ΝΔ (εάν και για όσο μπορεί να επιβάλει τις αντιμεταρρυθμίσεις…), ενώ οι εργαζόμενοι έχουν από καιρό «χωνέψει» το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει φιλεργατική πολιτική εάν αυτή δεν συγκρούεται συγκεκριμένα με τον κόσμο των επιχειρήσεων. Αυτό το πρόβλημα βασικής αναξιοπιστίας ενισχύεται από την «ανάμνηση» της περιόδου 2015-19. Όταν ο Τσίπρας εκτοξεύτηκε στην κυβέρνηση για να ανατρέψει τα μνημόνια και κατέληξε να υλοποιήσει το μνημόνιο 3.

Δίπλα σε αυτό το βασικό ζήτημα ταξικής αναφοράς, ξεδιπλώνονται άλλες ακραίες εκδηλώσεις μιας τάχα πολυσυλλεκτικότητας, που στην πραγματικότητα είναι αποδείξεις βαθιάς ένταξης στα καθεστωτικά όρια: Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε στη Βουλή υπέρ της σύμβασης για την αγορά των Ραφάλ, δήλωσε ένα αμήχανο «παρών» μπροστά στο κολοσσιαίο πρόγραμμα εξοπλισμών του προϋπολογισμού, ενώ επιχειρεί να «βγει» από δεξιά στον Μητσοτάκη, κατηγορώντας τον για άρνηση να κηρύξει μονομερώς την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν. μίλια στο Αιγαίο κ.ο.κ.

Αυτές οι πραγματικές πολιτικές κινήσεις ξεδοντιάζουν κάθε προσπάθεια να ανασυνταχτεί μια δραστηριότητα των κομματικών οργανώσεων και μελών, με άξονες την κριτική για την πανδημία, τον αντιφασισμό, τον αντρατσισμό και μια -έστω- φιλειρηνική αντιμετώπιση των γεωπολιτικών ανταγωνισμών…

Αυτά είναι τα πραγματικά υλικά που επιταχύνουν τα φαινόμενα-βαβέλ στο εσωτερικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η κομματική ανασύνταξη, μετά από μια σοβαρή εκλογική/πολιτική ήττα όπως εκείνη του 2019, είχε ως προϋπόθεση μια σοβαρή αυτοκριτική συζήτηση που θα έβγαζε συμπεράσματα, θα άλλαζε προοπτικές και συνήθως (ακόμα και στα αστικά κόμματα) θα άλλαζε τη σύνθεση της ηγετικής ομάδας. Αυτή η συζήτηση δεν έγινε ποτέ στον ΣΥΡΙΖΑ, παρά την παταγώδη διάψευση της πολιτικής του 2015. Ο Αλ. Τσίπρας «έκατσε» πάνω στο ποσοστό που απέσπασε το 2019, και έφυγε προς τα μπροστά επιβάλλοντας μονομερώς ένα ανεξέλεγκτο «άνοιγμα» του ΣΥΡΙΖΑ προς τη σοσιαλδημοκρατία, μέσω του οποίου υπόσχεται το «δεύτερη φορά» στην κυβέρνηση.

Η αύξηση του βάρους και του ρόλου των εκ του ΠΑΣΟΚ προερχόμενων στελεχών και ομάδων είναι για τον ΣΥΡΙΖΑ δίκοπο μαχαίρι. Αφενός, η απόλυτη στασιμότητα στα συνδικάτα και στην αυτοδιοίκηση, αποδεικνύει ότι αυτές οι «μεταγραφές» ήταν κυρίως μετακινήσεις πολιτευτών και όχι πραγματική διεύρυνση προς ένα κάποιο κοινωνικοπολιτικό ρεύμα. Αφετέρου, οι ομάδες στελεχών που μέσα σε ελάχιστα χρόνια έχουν μετατοπιστεί από την κυβέρνηση του ΓΑΠ ή του Παπαδήμου στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, έχουν αποδείξει ένα πρόβλημα «μπέσας». Ασφαλώς όχι κυρίαρχα στο προσωπικό επίπεδο, αλλά στο πολιτικό: μετακινήθηκαν προς την πλευρά που θεωρούσαν ότι κερδίζει, και εάν αλλάξουν εκτίμηση δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να μετακινηθούν ξανά.

Αυτό το στοιχείο ρίχνει λάδι στη φωτιά της εσωκομματικής εξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ ενόψη του συνεδρίου του.

Κατά τη γνώμη μου, η πιο εντυπωσιακή είδηση στο γαϊτανάκι των «τάσεων» είναι η διάσπαση των «προεδρικών». Είτε με την ίδρυση της ΡΕΝΕ του Αντ. Κοτσακά (του, κάποτε, υπαρχηγού του Άκη Τσοχατζόπουλου), είτε με τη μετακόμιση κάποιων επιφανών της παλαιάς «προεδρικές φρουράς» προς την Ομπρέλα. Εξ αντικειμένου αυτή η εξέλιξη είναι μια προειδοποίηση προς τον Τσίπρα, ότι η σημερινή εσωκομματική παντοδυναμία του δεν μπορεί να θεωρείται «παντός καιρού».

Η συγκρότηση της Ομπρέλας θα μπορούσε να θεωρηθεί μυστήριο με βάση τα δεδομένα της εσωκομματικής γεωγραφίας του ΣΥΡΙΖΑ. Το να παριστάνει κανείς την «αριστερή πτέρυγα» με βιτρίνα τον υπουργό εφαρμογής του μνημονίου 3 και συνέταιρο τον Δημήτρη Παπαδημούλη, ξεπερνά τα όρια της πολιτικής παραδοξολογίας.

Στο διάστημα που προηγήθηκε είχαν υπάρξει κάποιες «ειδησούλες». Στις εκλογές των Νομαρχιακών Επιτροπών του ΣΥΡΙΖΑ, που θα καθορίσουν το συσχετισμό στο επερχόμενο συνέδριό του, ο παραδοσιακός «στελεχικός κορμός» διαπίστωσε έντρομος την πιθανότητα να μετατραπεί σε περιθωριακή μειοψηφία, μέσα από τη συνήθεια των «πασοκογενών» να εμφανίζουν πακέτα χάρτινων μελών που μπορούν να οδηγήσουν τις εσωκομματικές εκλογές πέρα από κάθε όριο πολιτικής αποδοχής.

Ταυτόχρονα, μια ομάδα καθεστωτικών δημοσιογράφων (που δηλώνουν πλέον «προεδρικοί συνομιλητές») εμφάνισε στον Τύπο ένα μπαράζ δημοσιευμάτων που καλούσαν τον Τσίπρα να επιβεβαιώσει «ηγετικές ικανότητες» καθοδηγώντας μια εκκαθάριση του κόμματός του από «τη σκουριά του ΣΥΡΙΖΑ του 3%», αν θέλει να εξακολουθεί να είναι υποψήφιος για «κυβερνησιμότητα».

Ένας αστερισμός στελεχών που προέρχονται από κυρίως τον ευρωκομμουνισμός, που αρνήθηκαν στα νιάτα τους να ευθυγραμμιστούν με τη σοσιαλδημοκρατία, βρέθηκαν και βρίσκονται υπό την απειλή της περιθωριοποίησης.

Όμως στο «μανιφέστο» της Ομπρέλας η μοναδική πολιτική είδηση ήταν το φάσμα των υπογραφών: από τους 53+ ως τον Παπαδημούλη. Το ίδιο το κείμενο χαρακτηρίζεται από αμηχανία ως πλήρη αφωνία πάνω στα βασικά πολιτικά ζητήματα του απολογισμού, της πολιτικής γραμμής, των αναγκαίων εσωκομματικών αλλαγών.

Γι’ αυτό και δεν πρόκειται να παίξει κάποιον ουσιαστικό ρόλο. Ο Τσίπρας, άλλωστε, έκανε δεκτό το μανιφέστο της Ομπρέλας με ειρωνική συγκατάβαση.

Όλα αυτά θα κριθούν στην ανοιχτή πολιτική πάλη. Ο Μητσοτάκης πιέζεται από την αντικειμενική κατάσταση αλλά, χωρίς ουσιαστική αντιπολίτευση, διατηρεί την πολιτική πρωτοβουλία. Το επιτελείο της ΝΔ διαρρέει ήδη το σενάριο για διπλές εκλογές, αμέσως μόλις η πανδημία το επιτρέψει και πριν καταγραφούν οι συνέπειες της οικονομικής κατάρρευσης. Με στόχο να ξεπεράσουν τον σκόπελο της απλής αναλογικής και να σχηματίσουν ξανά κυβέρνηση υπό τον Μητσοτάκη -με ή χωρίς συμμαχικούς «μαϊντανούς»- ανανεώνοντας έτσι την κυβερνητική θητεία τους. Θα είναι μια δεύτερη πολιτική ήττα για τον Τσίπρα, που θα έχει αναπόφευκτα πλέον εσωκομματικές συνέπειες.

Η πάλη ενάντια σε αυτήν την προοπτική είναι αναγκαία, γιατί οι συνέπειές της θα είναι αρνητικές για τον κόσμο μας. Όμως η πάλη αυτή, παρόλο που αφορά σημαντικό τμήμα του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι δυνατόν να οργανωθεί από τις δυνάμεις που παραμένουν εγκλωβισμένες στο εσωτερικό του. Όποιος έχει αμφιβολίες, ας ρίξει μια ματιά στα εσωκομματικά κείμενα των «τάσεων», είτε στις «αριστερές» είτε στις δεξιές εκδοχές τους.

Ετικέτες