Εισήγηση της Ελένης Πορτάλιου, στο διήμερο-αφιέρωμα στην Παρισινή Κομμούνα, 24-25 Μαΐου 2011 από τον Όμιλος Φίλων Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» Θεσσαλονίκης.

Αφιε­ρώ­νε­ται στον Προ­σπέρ – Ολι­βιέ Λι­σα­γκα­ρέ, υπέρ­μα­χο μα­χη­τή της Κομ­μού­νας, ο οποί­ος πο­λέ­μη­σε την Αι­μα­τη­ρή Εβδο­μά­δα και ίσως είναι αυτός ο ομό­σπον­δος που υπε­ρα­σπί­στη­κε μόνος το τε­λευ­ταίο οδό­φραγ­μα στην οδό Ρα­μπι­νέ. Διέ­φυ­γε τον θά­να­το και έγρα­ψε την «Ιστο­ρία της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας του 1871», ανα­πα­ρι­στώ­ντας με λε­πτο­μέ­ρεια και ερ­μη­νεύ­ο­ντας τα γε­γο­νό­τα, μέσα από τη δική του βιω­μέ­νη εμπει­ρία και με την άσβε­στη φλόγα της πί­στης στην αν­θρώ­πι­νη χει­ρα­φέ­τη­ση.

Δύο ιδέες δια­τρέ­χουν την ιστο­ρι­κή ταυ­τό­τη­τα της αρι­στε­ράς: η ιδέα της δη­μο­κρα­τί­ας και η ιδέα του κομ­μου­νι­σμού.

Η πρώτη έχει ιστο­ρία αιώ­νων και έλαβε σάρκα και οστά στην αρ­χαία πόλιν, η οποία με τη μορφή της αθη­ναϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας έθεσε το πρό­βλη­μα της αυ­το­θέ­σμι­σης της κοι­νω­νί­ας και το δι­καί­ω­μα του δήμου να ορί­ζει και να ανα­κα­λεί τους νό­μους «Έδοξε τη βουλή και τω δήμω», μ’ άλλα λόγια, κα­νείς, ούτε θεός, ούτε βα­σι­λεύς, δεν μπο­ρεί να είναι αρ­μό­διος για τους νό­μους και την αλ­λα­γή τους, μόνον ο δήμος. Η δη­μο­κρα­τία είναι η ορ­γα­νώ­τρια αρχή ενός δη­μό­σιου χώρου, ο οποί­ος, όπως λέει η HannaArendt, «μπο­ρεί να εν­σω­μα­τώ­σει και να αγλα­ΐ­σει δια μέσου των αιώ­νων οτι­δή­πο­τε θε­λή­σουν ίσως οι άν­θρω­ποι να δια­σώ­σουν από τη φυ­σι­κή φθορά του χρό­νου».

Η δεύ­τε­ρη ιδέα του κομ­μου­νι­σμού τέ­θη­κε ως πο­λι­τι­κό αί­τη­μα με το κομ­μου­νι­στι­κό μα­νι­φέ­στο. Η ρίζα της, όμως, συ­να­ντά­ται στην έν­νοια των αρ­χαί­ων «κοι­νών», των κοι­νο­τή­των, των ελεύ­θε­ρων πό­λε­ων κατά τον με­σαί­ω­να, στις communidades της Κα­στίλ­λης που επα­να­στά­τη­σαν κατά της από­λυ­της μο­ναρ­χί­ας, στα ελευ­θε­ρια­κά κι­νή­μα­τα του κοι­νο­τι­σμού και στη σύγ­χρο­νη επα­να­φο­ρά της έν­νοιας του «κοι­νού» ως προσ­διο­ρι­σμού των κοι­νών αγα­θών που απο­τε­λούν δη­μό­σια ιδιο­κτη­σία.

Η Πα­ρι­σι­νή Κομ­μού­να απο­τέ­λε­σε τη σύ­ντο­μη άνοι­ξη της ταυ­τό­χρο­νης εν­σάρ­κω­σης, των ιδεών της δη­μο­κρα­τί­ας και του κομ­μου­νι­σμού, με τη συ­γκε­κρι­μέ­νη μορφή του κοι­νο­τι­σμού ως ορ­γα­νώ­τριας αρχής της κοι­νω­νί­ας, από τις 18 Μαρ­τί­ου μέχρι την Αι­μα­τη­ρή Εβδο­μά­δα της με­γά­λης σφα­γής 22 – 28 Μαΐου 1871. 72 ημέ­ρες που συ­γκλό­νι­σαν τον κόσμο.

Τα γε­γο­νό­τα

Από την έναρ­ξη του Γαλ­λο­πρω­σι­κού πο­λέ­μου, στις 19 Ιου­λί­ου 1871, οι ήττες της Γαλ­λί­ας είναι συ­νε­χείς. Στις 4 Σε­πτεμ­βρί­ου, στο Πα­ρί­σι, το πλή­θος ει­σβάλ­λει στην Εθνο­συ­νέ­λευ­ση. Σχη­μα­τί­ζε­ται Προ­σω­ρι­νή Κυ­βέρ­νη­ση Εθνι­κής Άμυ­νας. Οι αντι­πρό­σω­ποι των 20 Δια­με­ρι­σμά­των, στα οποία χω­ρί­ζε­ται η πόλη, ζη­τούν να δο­θούν όπλα στο λαό, αλλά η Κυ­βέρ­νη­ση αρ­νεί­ται, επει­δή φο­βά­ται ότι θα θέσει σε κίν­δυ­νο την εξου­σία της άρ­χου­σας τάξης που εκ­προ­σω­πεί. Στις 19 Σε­πτεμ­βρί­ου αρ­χί­ζει η πο­λιορ­κία του Πα­ρι­σιού από τους Πρώ­σους και στις 28 Δε­κεμ­βρί­ου, το πρώ­σι­κο πυ­ρο­βο­λι­κό ξε­κι­νά τον βομ­βαρ­δι­σμό. Στις 6 Ια­νουα­ρί­ου η Επι­τρο­πή των 20 Δια­με­ρι­σμά­των ζητά με την «Κόκ­κι­νη Αφίσα» τη δη­μιουρ­γία Κομ­μού­νας.

«Εί­μα­στε 500.000 μα­χη­τές πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νοι από 200.000 Πρώ­σους. Τίνος σφάλ­μα είναι αυτό αν όχι εκεί­νων που μας κυ­βερ­νούν; Ασχο­λού­νται με τις δια­πραγ­μα­τεύ­σεις αντί να κα­τα­σκευά­ζουν κα­νό­νια και να προ­ε­τοι­μά­ζο­νται για πό­λε­μο. Αρ­νού­νται μια γε­νι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση για τον υπέρ πά­ντων αγώνα …. Ο λαός του Πα­ρι­σιού δεν θ’ απο­δε­χθεί αυτή την αθλιό­τη­τα … Γε­νι­κή επί­τα­ξη! Ελεύ­θε­ρη δια­νο­μή και τρο­φο­δο­σία! Γε­νι­κή επί­θε­ση! … Δώστε τη θέση σας στο λαό! Δώστε τη θέση σας στην Κομ­μού­να!»

Στις 26 Ια­νουα­ρί­ου υπο­γρά­φε­ται ανα­κω­χή. Η Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση της Εθνο­φρου­ράς απο­φα­σί­ζει ν’ αντι­στα­θεί. Την 1η Μαρ­τί­ου οι Πρώ­σοι πα­ρε­λαύ­νουν στα Ηλύ­σια Πεδία και ο Θιέρ­σος, αρ­χη­γός της Κυ­βέρ­νη­σης, επι­τα­χύ­νει την επι­κύ­ρω­ση των όρων της συν­θή­κης ει­ρή­νης από την Εθνο­συ­νέ­λευ­ση. Στις 10 Μαρ­τί­ου ψη­φί­ζε­ται η με­τα­φο­ρά της Εθνο­συ­νέ­λευ­σης στις Βερ­σαλ­λί­ες και θε­σπί­ζο­νται δια­τάγ­μα­τα περί έξω­σης ενοι­κια­στών και εκ­πρό­θε­σμων χρεών. Στις 18 Μαρ­τί­ου γί­νε­ται απο­τυ­χη­μέ­νη από­πει­ρα του Θιέρ­σου να αρ­πά­ξει τα 227 κα­νό­νια από Μον­μάρ­τη και Μπελ­βίλ, τα οποία υπε­ρα­σπί­ζο­νται οι γυ­ναί­κες και τα κρα­τούν. Ο Θιέρ­σος δίνει εντο­λή γε­νι­κής ανα­δί­πλω­σης στις Βερ­σαλ­λί­ες.

Η Κ.Ε. της Εθνο­φρου­ράς εγκα­θί­στα­ται στο Δη­μαρ­χείο και προ­κη­ρύσ­σει γε­νι­κές εκλο­γές στο Πα­ρί­σι για την ανά­δει­ξη Συμ­βου­λί­ου της Κομ­μού­νας, οι οποί­ες διε­νερ­γού­νται τε­λι­κά στις 26 Μαρ­τί­ου, μέσα σε κλίμα από­λυ­της νο­μι­μό­τη­τας και συ­ναί­νε­σης των Δη­μάρ­χων των 20 Δια­με­ρι­σμά­των. «Οι προ­λε­τά­ριοι του Πα­ρι­σιού», ανέ­φε­ρε η Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή στη Δια­κή­ρυ­ξή της τής 18ης Μαρ­τί­ου, «εν μέσω της ήττας και της προ­δο­σί­ας της άρ­χου­σας τάξης, κα­τά­λα­βαν ότι είχε έρθει η ώρα να σώ­σουν την κα­τά­στα­ση παίρ­νο­ντας στα χέρια τους τη διεύ­θυν­ση των δη­μο­σί­ων υπο­θέ­σε­ων…. Κα­τα­νό­η­σαν ότι είναι υπέρ­τα­το κα­θή­κον και από­λυ­το δι­καί­ω­μά τους να γί­νουν κύ­ριοι της τύχης τους, παίρ­νο­ντας στα χέρια τους την κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία».

 «Οι προ­λε­τά­ριοι του Πα­ρι­σιού», ανέ­φε­ρε η Κε­ντρι­κή Επι­τρο­πή στη Δια­κή­ρυ­ξή της τής 18ης Μαρ­τί­ου, «εν μέσω της ήττας και της προ­δο­σί­ας της άρ­χου­σας τάξης, κα­τά­λα­βαν ότι είχε έρθει η ώρα να σώ­σουν την κα­τά­στα­ση παίρ­νο­ντας στα χέρια τους τη διεύ­θυν­ση των δη­μο­σί­ων υπο­θέ­σε­ων…. Κα­τα­νό­η­σαν ότι είναι υπέρ­τα­το κα­θή­κον και από­λυ­το δι­καί­ω­μά τους να γί­νουν κύ­ριοι της τύχης τους, παίρ­νο­ντας στα χέρια τους την κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία».

 Το Δη­μο­τι­κό Συμ­βού­λιο (Κομ­μού­να) εκλέ­γε­ται με 229.167 ψή­φους σε σύ­νο­λο 485.569 ψη­φο­φό­ρων και 50% αποχή.

«Στις 27 Μαρ­τί­ου 200.000 «άθλιοι» », όπως πε­ρι­γρά­φει ο Λι­σα­γκα­ρέ, έρ­χο­νται στο Δη­μαρ­χείο για να εγκα­τα­στή­σουν αυ­τούς που έχουν εκλέ­ξει.

«Τα τάγ­μα­τα, με τα τύ­μπα­να να ηχούν, την ση­μαία να δε­σπό­ζει πάνω από τους φρυ­γι­κούς σκού­φους, με τα κόκ­κι­να κρό­σια στα του­φέ­κια, έχο­ντας ενι­σχυ­θεί με πε­ζι­κά­ριους, πυ­ρο­βο­λη­τές και ναύ­τες πι­στούς στο Πα­ρί­σι, κα­τη­φο­ρί­ζουν απ’ όλους τους δρό­μους στην πλα­τεία Γκρεβ, σαν τα ρεύ­μα­τα ενός γι­γά­ντιου πο­τα­μού. Στη μέση του Δη­μαρ­χεί­ου, απέ­να­ντι από την κε­ντρι­κή εί­σο­δο, έχει στη­θεί ένα με­γά­λο βάθρο. Η προ­το­μή της Δη­μο­κρα­τί­ας, με την κόκ­κι­νη κορ­δέ­λα χια­στί, ακτι­νο­βο­λώ­ντας από τις κόκ­κι­νες δέ­σμες, κα­το­πτεύ­ει και προ­στα­τεύ­ει. Τε­ρά­στια πανό στο αέ­τω­μα και στον πυρ­γί­σκο ανε­μί­ζουν για να στεί­λουν μή­νυ­μα νίκης στη Γαλ­λία. 100 τάγ­μα­τα στοι­χί­ζουν μπρο­στά στο Δη­μαρ­χείο τις πυ­ρω­μέ­νες από τον ήλιο λόγ­χες τους. Όσοι δεν μπό­ρε­σαν να φθά­σουν μέχρι εκεί, συ­νω­θού­νται στις απο­βά­θρες, στην οδό Ρι­βο­λί, στο βου­λε­βάρ­το Σε­μπα­στο­πόλ. Οι ση­μαί­ες που συ­γκε­ντρώ­θη­καν μπρο­στά στο βάθρο, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες κόκ­κι­νες, με­ρι­κές άλλες τρί­χρω­μες, όλες όμως με κόκ­κι­νες φού­ντες, συμ­βο­λί­ζουν την έλευ­ση του λαού. Όση ώρα τα τάγ­μα­τα πα­ρα­τάσ­σο­νται, ακού­γο­νται τρα­γού­δια, οι μπά­ντες παια­νί­ζουν την Μασ­σα­λιώ­τι­δα και το Τρα­γού­δι της Ανα­χώ­ρη­σης, ενώ οι σαλ­πιγ­κτές ση­μαί­νουν επί­θε­ση και το κα­νό­νι της Κομ­μού­νας του 1792 βρο­ντά στην απο­βά­θρα.»             

Οι ορ­γα­νω­μέ­νες λαϊ­κές γιορ­τές έχουν πα­ρά­δο­ση στη Γαλ­λία. Στις μέρες της λαϊ­κής εξου­σί­ας του 1871, ο κό­σμος της πόλης πρό­λα­βε να γιορ­τά­σει και να χαρεί, μέσα στον άνεμο της ελευ­θε­ρί­ας. Γι’ αυτό ορι­σμέ­νοι είδαν στην Κομ­μού­να τη διά­στα­ση μιας με­γά­λης γιορ­τής. Οι επί­ση­μες εκ­δη­λώ­σεις της Κομ­μού­νας: η ανα­κή­ρυ­ξή της, οι με­γα­λο­πρε­πείς κη­δεί­ες της 6ης Απρι­λί­ου, η κα­τε­δά­φι­ση της στή­λης στην πλα­τεία Anchor, η πα­ρέ­λα­ση των ελευ­θε­ρο­τε­κτό­νων, που έφε­ραν τα λά­βα­ρα της μι­κρο­α­στι­κής τάξης δίπλα στην κόκ­κι­νη ση­μαία και πο­λέ­μη­σαν με την Κομ­μού­να, απο­τέ­λε­σαν, όπως λέει ο Υβόν Μπουρ­ντιέ, ένα μο­να­δι­κό και συ­ναρ­πα­στι­κό φαι­νό­με­νο.

Στις 28 Μαρ­τί­ου η Κομ­μού­να ανα­λαμ­βά­νει τις εξου­σί­ες της Κ.Ε. της Εθνο­φρου­ράς. Απαρ­τί­ζε­ται από 90 δη­μο­τι­κούς συμ­βού­λους, οι οποί­οι έχουν εκλε­γεί στα Δη­μο­τι­κά Δια­με­ρί­σμα­τα του Πα­ρι­σιού με κα­θο­λι­κή ψη­φο­φο­ρία και είναι υπεύ­θυ­νοι και ταυ­τό­χρο­να ανα­κλη­τοί ανά πάσα στιγ­μή.

Στις 29 Μαρ­τί­ου η Κομ­μού­να συ­γκρο­τεί 10 Επι­τρο­πές, αντί­στοι­χες ισά­ριθ­μων υπουρ­γεί­ων και επι­κε­φα­λής μια Εκτε­λε­στι­κή Επι­τρο­πή, ενώ στις 30 Μαρ­τί­ου εκ­δί­δει το πρώτο νο­μο­θε­τι­κό διά­ταγ­μα «περί ενοι­κί­ων». Μέσα σε λι­γό­τε­ρο από 2 μήνες και παρά το ότι σε όλο το σύ­ντο­μο διά­στη­μα ζωής αυτής της αυ­θε­ντι­κής λαϊ­κής εξου­σί­ας επι­κρα­τεί εμπό­λε­μη κα­τά­στα­ση, η Κομ­μού­να κι­νη­το­ποιεί τις εν­διά­θε­τες δη­μιουρ­γι­κές λαϊ­κές δυ­νά­μεις και θέτει σε εφαρ­μο­γή ένα ανα­τρε­πτι­κό πο­λι­τι­κό πρό­γραμ­μα.

Η πυ­κνό­τη­τα αυτή του ιστο­ρι­κού χρό­νου, θα ήταν αδύ­να­τη χωρίς τη συμ­με­το­χή, την επι­νοη­τι­κό­τη­τα, τη γεν­ναιο­φρο­σύ­νη, την αυ­το­θυ­σία και τον απί­στευ­το ηρω­ι­σμό του πα­ρι­σι­νού λαού – των κομ­μου­νά­ρων. «Ήταν ένας πυ­ρε­τός πί­στης, αφο­σί­ω­σης και, προ πά­ντων, ελ­πί­δας», γρά­φει ο Λι­σα­γκα­ρέ.

Η δια­κή­ρυ­ξη

 Η επί­ση­μη δια­κή­ρυ­ξη της Κομ­μού­νας (19-4-1871) προς τον Γαλ­λι­κό λαό θέτει τα κί­νη­τρα, τον χα­ρα­κτή­ρα και τους σκο­πούς της Επα­νά­στα­σης που είναι:

Η ανα­γνώ­ρι­ση και εδραί­ω­ση της Δη­μο­κρα­τί­ας, που είναι η μόνη μορφή δια­κυ­βέρ­νη­σης, συμ­βα­τή με τα δι­καιώ­μα­τα του λαού και με μια ελεύ­θε­ρη, διαρ­κή ανά­πτυ­ξη της κοι­νω­νί­ας.

Η από­λυ­τη αυ­το­νο­μία της Κομ­μού­νας προ­τει­νό­με­νης σε όλες τις πε­ριο­χές της Γαλ­λί­ας.

Η υλο­ποί­η­ση (εντός της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας) των διοι­κη­τι­κών και οι­κο­νο­μι­κών με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων που απαι­τεί ο λαός και η δη­μιουρ­γία (νέων) θε­σμών.

Η κομ­μου­να­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση ….. ση­μα­το­δο­τεί το τέλος του πα­λαιού κυ­βερ­νη­τι­κού και εκ­κλη­σια­στι­κού κό­σμου, του μι­λι­τα­ρι­σμού, της γρα­φειο­κρα­τί­ας, της εκ­με­τάλ­λευ­σης, της κερ­δο­σκο­πί­ας, των μο­νο­πω­λί­ων και των προ­νο­μί­ων, που έχουν κρα­τή­σει το προ­λε­τα­ριά­το στην υπο­τέ­λεια και έχουν οδη­γή­σει το έθνος στην κα­τα­στρο­φή…

Δια­τάγ­μα­τα και απο­φά­σεις

Κα­τάρ­γη­ση της στρα­το­λο­γί­ας στον κρα­τι­κό στρα­τό. Καμιά στρα­τιω­τι­κή δύ­να­μη εκτός της Εθνο­φρου­ράς δεν μπο­ρεί να δη­μιουρ­γη­θεί ή να ει­σέλ­θει στο Πα­ρί­σι. Όλοι οι ικα­νοί πο­λί­τες απο­τε­λούν μέλη της Εθνο­φρου­ράς, η οποία υπα­κού­ει στην Κομ­μού­να.Κα­τάρ­γη­ση της θα­να­τι­κής ποι­νής. Η γκι­λο­τί­να πα­ρα­δό­θη­κε στην πυρά μπρο­στά στο δη­μαρ­χείο του 11ου Δια­με­ρί­σμα­τος.

Δια­γρα­φή των χρεών από ενοί­κια για το διά­στη­μα με­τα­ξύ Οκτω­βρί­ου 1870 – Ιου­λί­ου 1871, όπως και των οφει­λο­μέ­νων ποσών από τα ενοί­κια των επι­πλω­μέ­νων κα­τοι­κιών. Το διά­ταγ­μα έλυσε το τε­ρά­στιο πρό­βλη­μα των μα­ζι­κών εξώ­σε­ων.

Ανα­διορ­γά­νω­ση διοι­κη­τι­κών υπη­ρε­σιών, εξα­σφά­λι­ση της δια­τρο­φής 300 – 350.000 αν­θρώ­πων κα­θη­με­ρι­νά, συ­γκέ­ντρω­ση εσό­δων χωρίς, όμως, να χρη­σι­μο­ποι­η­θούν τα κε­φά­λαια της εύ­ρω­στης Τρά­πε­ζας της Γαλ­λί­ας. Το σύ­νο­λο των δα­πα­νών της Κομ­μού­νας είναι 46.300.000 φρ., εκ των οποί­ων μό­νο­16.696.000 θα κα­τα­βλη­θούν από την Τρά­πε­ζα, ενώ η Τρά­πε­ζα απο­δε­χό­ταν συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κές 257.630.000 φρ., που είχαν εκ­δώ­σει σε βάρος της οι Βερ­σαλ­λί­ες για να πο­λε­μή­σουν το Πα­ρί­σι.

 Στοι­χειώ­δης ανα­διορ­γά­νω­ση της κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας (κυ­ρί­ως νο­σο­κο­μεία) πρό­τα­ση – σχέ­διο για την κα­τάρ­γη­ση των γρα­φεί­ων αγα­θο­ερ­γί­ας, που εξαρ­τούν τους φτω­χούς από την κυ­βέρ­νη­ση και τον κλήρο και αντι­κα­τά­στα­σή τους από ένα γρα­φείο πρό­νοιας σε κάθε Δια­μέ­ρι­σμα.

 Χω­ρι­σμός της εκ­κλη­σί­ας από το κρά­τος, κα­τάρ­γη­ση της εκ­κλη­σια­στι­κής πα­ρέμ­βα­σης στην εκ­παί­δευ­ση, απαλ­λο­τρί­ω­ση εκ­κλη­σια­στι­κών ακι­νή­των.

Ξε­κι­νά η ανα­διορ­γά­νω­ση της (δη­μό­σιας) εκ­παί­δευ­σης, χωρίς, όμως, να προ­χω­ρή­σει σε έκτα­ση. Πολλά από τα 20 Δια­με­ρί­σμα­τα άνοι­ξαν τα εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­να από τα μέλη των ιε­ρα­τι­κών ταγ­μά­των και τους δα­σκά­λους της πόλης σχο­λεία, ή εκ­δί­ω­ξαν τους μο­να­χούς που είχαν πα­ρα­μεί­νει. Η δη­μο­τι­κή αρχή του 20ού έντυ­σε και ταΐσε τα παι­διά, θέ­το­ντας έτσι για πρώτη φορά τις βά­σεις των σχο­λι­κών τα­μεί­ων.

Δη­μιουρ­γία αρ­χεί­ου πλη­ρο­φο­ριών στα Δια­με­ρί­σμα­τα για την προ­σφο­ρά και τη ζή­τη­ση ερ­γα­σί­ας. Κα­τάρ­γη­ση της νυ­χτε­ρι­νής ερ­γα­σί­ας των αρ­τερ­γα­τών. Σχέ­διο κα­τάρ­γη­σης ενε­χυ­ρο­δα­νει­στή­ριων, δω­ρε­άν επι­στρο­φή των ενε­χύ­ρων στα θύ­μα­τα του πο­λέ­μου και τους από­ρους, σχέ­διο δια­τάγ­μα­τος για ένα πρό­πλα­σμα τομέα αρω­γής και ανερ­γί­ας. Κα­τάρ­γη­ση των πα­ρα­κρα­τή­σε­ων από τις απο­δο­χές και τους μι­σθούς ως προ­στί­μων, κατά τη βού­λη­ση του ερ­γο­δό­τη. Απα­γό­ρευ­ση λει­τουρ­γί­ας των ιδιω­τι­κών γρα­φεί­ων μί­σθω­σης ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης.

Διά­ταγ­μα ανά­λη­ψης από συ­νε­ται­ρι­στι­κές ενώ­σεις της λει­τουρ­γί­ας των εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­νων ερ­γα­στη­ρί­ων από τους ιδιο­κτή­τες τους, που, όμως, είχε πε­ριο­ρι­σμέ­νη εφαρ­μο­γή.

 Ρύθ­μι­ση των λο­γα­ρια­σμών με­τα­ξύ χρε­ω­στών και πι­στω­τών, η οποία, όπως ανα­φέ­ρει ο Μαρξ, συ­νέ­βα­λε, μαζί με άλ­λους λό­γους, ώστε το με­σο­α­στι­κό κόμμα με το όνομα «Δη­μο­κρα­τι­κή Ένωση» να υπε­ρα­σπι­στεί την Κομ­μού­να και να συ­ντα­χθεί μαζί της.

Για όλες τις θέ­σεις ανω­τέ­ρων και κα­τω­τέ­ρων υπαλ­λή­λων, ο μι­σθός ισο­δυ­να­μεί με αυτόν του ερ­γά­τη και δεν υπε­ρέ­βαι­νε τα 6.000 φρ.

Πα­ρα­πο­μπή στο στρα­το­δι­κείο υπαλ­λή­λων ή προ­μη­θευ­τών, ενε­χο­μέ­νων σε κα­τά­χρη­ση, δια­σπά­θι­ση του δη­μο­σί­ου χρή­μα­τος ή κλοπή.

Η Κομ­μού­να έδωσε στην Ένωση Ζω­γρά­φων, Γλυ­πτών, Αρ­χι­τε­κτό­νων και άλλων ει­κα­στι­κών καλ­λι­τε­χνών (στη διοί­κη­σή της πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται με­τα­ξύ άλλων οι Κουρ­μπέ- εκλεγ­μέ­νο μέλος της Κομ­μού­νας – Κιρό, Ντο­μιέ, Μανέ, Μιλέ, Νταλ) τη δια­χεί­ρι­ση των μου­σεί­ων. Ανα­διορ­γά­νω­σε την Εθνι­κή Βι­βλιο­θή­κη και έθεσε τέρμα στην υπε­ξαί­ρε­ση βι­βλί­ων, κα­τάρ­γη­σε την ανι­σό­τη­τα στην κρα­τι­κή επι­χο­ρή­γη­ση των θε­ά­τρων και την εκ­με­τάλ­λευ­ση των ηθο­ποιών, απάλ­λα­ξε τους μου­σι­κούς από τη λο­γο­κρι­σία, με απο­τέ­λε­σμα αυτοί να ξε­χυ­θούν στο δη­μό­σιο χώρο και ίδρυ­σε δε­κά­δες επα­να­στα­τι­κές λέ­σχες ως λαϊκά πα­νε­πι­στή­μια, ακόμα και μέσα σε εκ­κλη­σί­ες.

Το Πα­ρί­σι

Οι Κομ­μου­νά­ροι

 «Το παλιό Πα­ρί­σι δεν υπάρ­χει πια», Victor Hugo

Το με­σαιω­νι­κό Πα­ρί­σι βρί­σκε­ται, ήδη από το 1850, σε δια­δι­κα­σία με­τα­σχη­μα­τι­σμού. Τα με­γά­λα βου­λε­βάρ­τα δια­λύ­ουν τον με­σαιω­νι­κό ιστό και μαζί με τις νέες πλα­τεί­ες απε­λευ­θε­ρώ­νουν την εκ­με­τάλ­λευ­ση της γης που με­τα­τρέ­πε­ται σε αντι­κεί­με­νο κερ­δο­σκο­πί­ας και οι­κο­δο­μεί­ται, απο­τε­λώ­ντας το πιο ση­μα­ντι­κό πεδίο επεν­δύ­σε­ων για το χρη­μα­τι­στι­κό κε­φά­λαιο. Επι­τεί­νε­ται, έτσι, η κρίση της κα­τοι­κί­ας που πυ­ρο­δό­τη­σε η εσω­τε­ρι­κή με­τα­νά­στευ­ση. Η πόλη γί­νε­ται τόπος κα­τα­νά­λω­σης, τα εμπο­ρεύ­μα­τα κυ­κλο­φο­ρούν πα­ντού και η φα­ντα­σμα­γο­ρία των πο­λυ­κα­τα­στη­μά­των, όπως αυτό στη θαυ­μά­σια ται­νία «Η Νέα Βα­βυ­λώ­να», απο­τυ­πώ­νει τη σα­γή­νη του εμπο­ρεύ­μα­τος.

Το Πα­ρί­σι είναι βα­θύ­τα­τα δι­χα­σμέ­νο τα­ξι­κά. Ο κλή­ρος, η αρι­στο­κρα­τία και η με­γα­λο­α­στι­κή τάξη, επι­κε­φα­λής του ενός πόλου, κυ­ριαρ­χούν στο Πα­ρί­σι της Δεύ­τε­ρης Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Από την άλλη, ένα λαϊκό πλή­θος: ερ­γά­τες στη βιο­μη­χα­νία (κυ­ρί­ως με­ταλ­λουρ­γία), ερ­γά­τες οι­κο­δο­μών, τε­χνί­τες, μι­κρο­κα­τα­στη­μα­τάρ­χες, μι­κροί επι­χει­ρη­μα­τί­ες, εμπο­ρο­ϋ­πάλ­λη­λοι, πλύ­στρες, ρά­φτρες, υπη­ρέ­τες, πλα­νό­διοι μι­κρο­πω­λη­τές, γυ­ναί­κες που εκ­δί­δο­νται λόγω φτώ­χειας.

Ο «εξευ­γε­νι­σμός», ως κι­νη­τή­ριος μο­χλός της αστι­κής ανα­δό­μη­σης, αλ­λά­ζει και την κοι­νω­νι­κή γε­ω­γρα­φία της πόλης. Οι λαϊ­κές γει­το­νιές εξα­φα­νί­στη­καν ή εξω­ρα­ΐ­στη­καν. Η νέα αστι­κή τάξη επε­κτά­θη­κε δυ­τι­κά, στα ερεί­πια των πα­λιών faubourgs. Η εν­δο­α­στι­κή έξο­δος των διωγ­μέ­νων ενοί­κων ξα­να­συ­νά­ντη­σε τη ροή των με­τα­να­στών που κα­τέ­κλυ­σαν τις ενα­πο­μεί­να­σες λαϊ­κές συ­νοι­κί­ες, ιδιαί­τε­ρα στη Μπελ­βίλ ανα­το­λι­κά, στη Μον­μάρ­τη στο Βορρά και γύρω από την ButteauxCailles βο­ρειο­α­να­το­λι­κά: όλες αυτές οι συ­νοι­κί­ες έγι­ναν τα ση­μεία – κλει­διά της Κομ­μού­νας.

Η Κομ­μού­να απο­τέ­λε­σε τη σύν­θε­ση όλων των πα­ρι­σι­νών ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών τά­ξε­ων, οι οποί­ες ανέ­λα­βαν αδια­με­σο­λά­βη­τα την εξου­σία και των 1725 αγω­νι­στών από άλλες χώρες που ανέ­λα­βαν ακόμα και ανώ­τε­ρες διοι­κη­τι­κές και στρα­τιω­τι­κές θέ­σεις. Τα 90 μέλη του συμ­βου­λί­ου ήταν ο κό­σμος των απο­κά­τω αυ­το­προ­σώ­πως. Η Κομ­μού­να δεν είχε αρ­χη­γούς, είχε όμως πολ­λούς ηγέ­τες, τόσο με­τα­ξύ των συμ­βού­λων όσο και μέσα στο ανώ­νυ­μο πλή­θος της, που την υπε­ρα­σπί­στη­κε με την ψήφο, την κα­θη­με­ρι­νή πρω­το­βου­λία και το όπλο στο χέρι.

Οι κομ­μου­νά­ροι εξέ­φρα­ζαν ιδε­ο­λο­γι­κά και πο­λι­τι­κά ρεύ­μα­τα της επο­χής τους. Άλ­λω­στε, η Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, από την οποία κα­τά­γο­νταν, άνοι­ξε το βι­βλίο της ιστο­ρί­ας για τον απλό λαό και έθρε­ψε στο πυ­ρα­κτω­μέ­νο κα­μί­νι της τις με­γά­λες ιδέες της ελευ­θε­ρί­ας, της ισό­τη­τας και της δι­καιο­σύ­νης. Οι κύ­ριες τά­σεις της Κομ­μού­νας, σύμ­φω­να με τον Λι­σα­γκα­ρέ, ήταν οι διε­θνι­στές μέλη του γαλ­λι­κού τμή­μα­τος της Α΄ Διε­θνούς, αναρ­χι­κοί – κυ­ρί­ως πρου­ντο­νι­στές – και σο­σια­λι­στές, με τους πρώ­τους να υπερ­τε­ρούν, σύγ­χρο­νοι ια­κω­βί­νοι, μπλαν­κι­στές (οπα­δοί της ορ­γα­νω­μέ­νης συ­νω­μο­τι­κά μειο­ψη­φί­ας) και αρι­στε­ροί δη­μο­κρά­τες.

Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι απο­δεί­χθη­καν ικα­νοί για όλα: εξέ­δι­δαν δια­τάγ­μα­τα, προ­ΐ­στα­ντο το­μέ­ων ορ­γά­νω­σης της διοί­κη­σης και της κα­θη­με­ρι­νής ζωής, οδη­γού­σαν τάγ­μα­τα στη μάχη, πο­λε­μού­σαν πίσω από τα οδο­φράγ­μα­τα.

Δεν είχαν εμπει­ρία δια­κυ­βέρ­νη­σης, μόνον απο­δεί­ξεις αν­δρεί­ας. Χρο­νο­τρι­βού­σαν στις συ­νε­δριά­σεις, λε­πτο­λο­γού­σαν πάνω σε δευ­τε­ρεύ­ο­ντα θέ­μα­τα, δεν μπό­ρε­σαν να κα­τα­νο­ή­σουν, όπως θα πει ο Λι­σα­γκα­ρέ, μι­λώ­ντας για την (αρι­στε­ρή) μειο­ψη­φία του συμ­βου­λί­ου, ότι η Κομ­μού­να ήταν ένα οδό­φραγ­μα. Είχαν δι­χο­γνω­μί­ες και άγνοια κιν­δύ­νου όταν έπρε­πε ν’ αντι­με­τω­πί­σουν το μεί­ζον, δη­λα­δή την άμυνα της πόλης απέ­να­ντι στην έφοδο των Βερ­σαλ­λιών, η οποία γι­νό­ταν ήδη στα πε­ρί­χω­ρα – άλ­λω­στε σ’ αυτές τις μάχες σκο­τώ­θη­καν δύο ήρωες της Κομ­μού­νας ο Φλου­ράνς και ο Ντυ­βάλ.

Λέει πάλι ο Λι­σα­γκα­ρέ, πε­ρι­γρά­φο­ντας μια από τις τε­λευ­ταί­ες συ­νε­δριά­σεις: «Οι συ­ζη­τή­σεις, που ζω­ή­ρευαν γρή­γο­ρα, έφτα­ναν μέχρι πα­ρο­ξυ­σμό. Ένας άνε­μος δι­χό­νοιας άρ­χι­σε να πνέει. Η δι­χό­νοια πά­ντως εξα­τμί­στη­κε – ως το μάθει αυτό ο λαός, μαζί με τα λάθη τους –όταν συλ­λο­γί­στη­καν τον λαό και όταν η ψυχή τους υψώ­θη­κε πάνω από τις προ­σω­πι­κές τους έρι­δες…Όλα τα σο­σια­λι­στι­κά δια­τάγ­μα­τα ψη­φί­στη­καν ομό­φω­να διότι, όσο και αν ήθε­λαν να δια­φο­ρο­ποιού­νται, ήταν όλοι σο­σια­λι­στές» Αλλά «η Κομ­μού­να δεν είδε τα πραγ­μα­τι­κά αδύ­να­μα ση­μεία των Βερ­σαλ­λιών: την Τρά­πε­ζα, το Κτη­μα­το­λό­γιο, το Τα­μείο Πα­ρα­κα­τα­θη­κών και Δα­νεί­ων κ.λπ. Αυτά αν άγ­γι­ζε κα­νείς, δεν θα είχαν καμιά αξία η πείρα και τα κα­νό­νια τους».

Μέσα στις 72 μέρες – 65 αν αφαι­ρέ­σου­με την Αι­μα­τη­ρή Εβδο­μά­δα – ο Πα­ρι­σι­νός λαός ήθελε να ζήσει τα πάντα, όχι μόνο τον πό­λε­μο. Ζη­τού­σε απο­φά­σεις και έργα που ανέ­τρε­παν το Πα­λαιό Κα­θε­στώς, συμ­με­τεί­χε στα κοινά, ανα­κτού­σε το στε­ρη­μέ­νο από την εκ­με­τάλ­λευ­ση και τη φτώ­χεια νόημα της αν­θρώ­πι­νης ζωής.

«Ο κό­σμος ήθελε να τα αγκα­λιά­σει όλα με­μιάς: τις τέ­χνες, τις επι­στή­μες, την λο­γο­τε­χνία, τις ανα­κα­λύ­ψεις. Η ζωή έβρα­ζε. Όλοι βιά­ζο­νταν να ξε­φύ­γουν από τον παλιό κόσμο» λέει η LouiseMichel, και ο Βί­κτωρ Ουγκώ πα­ρα­τη­ρεί: «Όταν διψά η ψυχή πρέ­πει να πιει κι ας είναι και φαρ­μά­κι».

«Η Κομ­μού­να ήταν το παι­χνί­δι της ζωής ενά­ντια στον πα­ρα­τε­τα­μέ­νο θά­να­το της επι­βί­ω­σης», όπως γρά­φε­ται στην ει­σα­γω­γή της ελ­λη­νι­κής έκ­δο­σης Η Ιστο­ρία της Πα­ρι­σι­νής Κομ­μού­νας 1871.

Οι γυ­ναί­κες

 «Τι τρο­με­ρό έθνος θα ήταν η Γαλ­λία αν το απο­τε­λού­σαν μόνο γυ­ναί­κες!», αντα­πο­κρι­τής της εφη­με­ρί­δας Times.

Οι γυ­ναί­κες των λαϊ­κών τά­ξε­ων πρω­το­στά­τη­σαν στην έναρ­ξη της επα­νά­στα­σης, χει­ρα­φε­τή­θη­καν μέσα από τη συμ­με­το­χή τους στις κοι­νές υπο­θέ­σεις και πήραν απί­στευ­τες πρω­το­βου­λί­ες – από την κα­θη­με­ρι­νή δράση στις γει­το­νιές τους, μέχρι την άμυνα της πόλης και τις μάχες στα οδο­φράγ­μα­τα. Αρ­χι­κά, σε κάθε ομό­σπον­δο τάγμα υπη­ρε­τού­σαν 4 γυ­ναί­κες, οι οποί­ες κα­τα­τάσ­σο­νταν ως κα­ντι­νιέ­ρισ­σες. Σπά­νια, όμως, ο ρόλος τους πε­ριο­ρι­ζό­ταν σ’ αυτό, καθώς έπαιρ­ναν μέρος στις μάχες και βοη­θού­σαν τους τραυ­μα­τί­ες. Σύ­ντο­μα ο αριθ­μός τους αυ­ξή­θη­κε κατά πολύ.

Η διπλή σκλη­ρή δου­λειά, ταυ­τό­χρο­να στο σπίτι και μέσα στις ανα­θυ­μιά­σεις των πλυ­ντη­ρί­ων, στις ρα­πτο­μη­χα­νές, στα μέ­γα­ρα της αστι­κής τάξης, στα πο­λυ­κα­τα­στή­μα­τα και τα με­γά­λα μα­γα­ζιά, τις είχε σκλη­ρα­γω­γή­σει. Έχο­ντας ζήσει τον πό­λε­μο, δεν πε­ρί­με­ναν τους άν­δρες τους. Ξε­κί­νη­σαν πρώ­τες, όπως έκα­ναν και στη διάρ­κεια της Επα­νά­στα­σης.

Ο ρόλος τους στην Κομ­μού­να ήταν κρί­σι­μος και όχι μόνο ορι­σμέ­νων εμ­βλη­μα­τι­κών φυ­σιο­γνω­μιών, όπως η Louise Michel και η Elisabeth Dimitrieva, πρό­ε­δρος των Ενώ­σε­ων Γυ­ναι­κών και πι­θα­νόν ο σύν­δε­σμος ανά­με­σα στον Kαρλ Mαρξ και την Κομ­μού­να. Ένας με­γά­λος αριθ­μός αυτών των γυ­ναι­κών ήταν «κοι­νής» κα­τα­γω­γής. Η οι­κο­γε­νεια­κή τους κα­τά­στα­ση ήταν γε­νι­κά «ανώ­μα­λη» – σύμ­φω­να με την αστι­κή ηθική – πολ­λές ζού­σαν ανύ­παν­δρες με άν­δρες ή είχαν χω­ρί­σει από τους συ­ζύ­γους τους. Ο τύπος και το νο­μι­κό σύ­στη­μα ήταν ιδιαί­τε­ρα σκλη­ρά γι’ αυτές τις γυ­ναί­κες, τις επο­νο­μα­ζό­με­νες petroleuses (πε­τρε­λαιο­πυρ­πο­λή­τριες) εξαι­τί­ας μιας υπο­τι­μη­τι­κής φήμης, σύμ­φω­να με την οποία με­τέ­φε­ραν μπου­κά­λια πε­τρε­λαί­ου για ν’ ανά­ψουν φω­τιές στα σπί­τια των αστι­κών οι­κο­γε­νειών.

Πολ­λές από τις γυ­ναί­κες που πήγαν σε δίκη ως κομ­μου­νά­ροι, είχαν ποι­νι­κό μη­τρώο – γε­γο­νός που απο­κα­λύ­πτει τις συν­θή­κες στις πό­λεις του 19ου αιώνα, όπου οι γυ­ναί­κες εχρη­σι­μο­ποιού­ντο συχνά ως πηγή ευ­χα­ρί­στη­σης από πλού­σιους άν­δρες και πηγή κέρ­δους από τους φτω­χούς. Ξέ­ρο­ντας τη βα­ναυ­σό­τη­τα της ζωής από πρώτο χέρι, επέ­δει­ξαν ξε­χω­ρι­στή γεν­ναιό­τη­τα. Σε μια δίκη γυ­ναι­κών, το δι­κα­στή­ριο ρώ­τη­σε μια πο­λί­τισ­σα. «Γιατί μεί­να­τε στη θέση σας όταν το τάγμα το έβαζε στα πόδια;» «Γιατί εί­χα­με τραυ­μα­τί­ες και ετοι­μο­θά­να­τους» απά­ντη­σε εκεί­νη απλά.

Τα παι­διά

 Αν δε­χθού­με, λέει ο Υβόν Μπουρ­ντιέ επι­κα­λού­με­νος και τον Λι­σα­γκα­ρέ, ότι το βάθος μιας επα­νά­στα­σης με­τριέ­ται με βάση το αν υπάρ­χει σ’ αυτήν ενερ­γός συμ­με­το­χή γυ­ναι­κών και παι­διών, μπο­ρού­με να συ­μπε­ρά­νου­με ότι η Κομ­μού­να υπήρ­ξε η ισχυ­ρό­τε­ρη επα­να­στα­τι­κή θύ­ελ­λα που ξέ­σπα­σε ποτέ στο Πα­ρί­σι.

Τα παι­διά, από 11 χρο­νών, πρω­το­στά­τη­σαν. Έκ­θε­τα στους δρό­μους, καθώς οι μα­νά­δες τους δού­λευαν νυ­χθη­με­ρόν και οι γο­νείς τους δεν είχαν να τα θρέ­ψουν, βρή­καν τη θέση τους στη ζωή τις ημέ­ρες της Κομ­μού­νας, που είχε ανα­λά­βει να συ­ντη­ρεί τις χήρες και τα ορ­φα­νά του πο­λέ­μου, χωρίς δια­κρί­σεις.

Τα παι­διά πο­λέ­μη­σαν κατά χι­λιά­δες στην πρώτη γραμ­μή. Ακο­λου­θού­σαν τα τάγ­μα­τα στα χα­ρα­κώ­μα­τα και στα οχυρά, σκαρ­φά­λω­ναν στα κα­νό­νια. Σκο­τώ­θη­καν στις μάχες, δι­κά­στη­καν, οδη­γή­θη­καν σε ανα­μορ­φω­τή­ρια.

Το τέλος, η Αι­μα­τη­ρή Εβδο­μά­δα

«Το Πα­ρί­σι της Κομ­μού­νας δεν έχει πλέον παρά μόνο 3 μέρες ζωής. Ας πε­ρι­γρά­ψου­με λοι­πόν χάριν της Ιστο­ρί­ας την υπέ­ρο­χη φυ­σιο­γνω­μία του.

Όποιος ανά­σα­νε μέσα απ’ την ζωή σου εκεί­νον τον καυτό πυ­ρε­τό της σύγ­χρο­νης Ιστο­ρί­ας, όποιος σκίρ­τη­σε στα βου­λε­βάρ­τα σου κι έκλα­ψε στις γει­το­νιές σου, όποιος έστη­σε χορό στο λυ­καυ­γές των επα­να­στά­σε­ών σου και, λίγες βδο­μά­δες αρ­γό­τε­ρα, βού­τη­ξε τα χέρια του στο μπα­ρού­τι πίσω από τα οδο­φράγ­μα­τα, όποιος μπο­ρεί ν’ ακού­σει κάτω απ’ τα λι­θό­στρω­τά σου τις φωνές των μαρ­τύ­ρων της Ιδέας και να χαι­ρε­τή­σει σε κάθε δρόμο σου ένα ορό­ση­μο της αν­θρώ­πι­νης προ­ό­δου, όποιος νιώ­θει την κάθε μια από τις αρ­τη­ρί­ες σου σαν μια δική του νευ­ρι­κή ίνα, κι αυτός ακόμη, ω με­γά­λο Πα­ρί­σι της Επα­νά­στα­σης, δεν μπο­ρεί να ανα­γνω­ρί­σει το με­γα­λείο σου αν δεν σε έχει δει και μέσα από τα μάτια ενός ξένου.»  

Αυτό το λαϊκό Πα­ρί­σι, που υμνεί με τόση θέρμη και αγάπη ο Λι­σα­γκα­ρέ, οδεύ­ει στη συ­ντρι­βή και οι κομ­μου­νά­ροι στη σφαγή.

Όταν στις 22 Μαΐου ξε­κι­νά η ανε­λέ­η­τη έφο­δος των Βερ­σαλ­λιών, είναι πολύ αργά για να ορ­γα­νω­θεί η άμυνα της πόλης. Επί μία εβδο­μά­δα οι κομ­μου­νά­ροι, άν­δρες, γυ­ναί­κες και παι­διά, μά­χο­νται κατά χι­λιά­δες στα οδο­φράγ­μα­τα για την Κομ­μού­να, που τους έδωσε τη δυ­να­τό­τη­τα να ζή­σουν και να πε­θά­νουν γι’ αυτήν και για τους ίδιους. Το Πα­ρί­σι αμύ­νε­ται από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, προ­τι­μώ­ντας να γίνει ολο­καύ­τω­μα από το να πα­ρα­δο­θεί. Τις μάχες ακο­λού­θη­σαν επι­τό­που εκτε­λέ­σεις, έκτα­κτα στρα­το­δι­κεία, μα­ζι­κοί τάφοι – ακόμα σή­με­ρα σκά­βο­ντας στην πόλη ανα­κα­λύ­πτουν τέ­τοιους τά­φους – βα­σα­νι­στή­ρια, φυ­λα­κί­σεις, εξο­ρί­ες, κα­τα­να­γκα­στι­κά έργα, πλωτά κά­τερ­γα. 30.000 άν­δρες, γυ­ναί­κες και παι­διά νε­κροί, 40.000 επέ­ζη­σαν, υπο­φέ­ρο­ντας τα πάν­δει­να, ή πέ­θα­ναν εκεί που τους έστει­λε η κυ­βέρ­νη­ση του νόμου και της τάξης και το μένος ενός εξα­γριω­μέ­νου στρα­τού, που λε­η­λά­τη­σε, έκαψε το Πα­ρί­σι και επι­φύ­λα­ξε την πιο θη­ριώ­δη εκ­δί­κη­ση στους κομ­μου­νά­ρους.

Τι μπο­ρού­με να πούμε για την Κομ­μού­να λοι­πόν;

Για να γρα­φτούν οι προ­σω­πι­κές ιστο­ρί­ες των κομ­μου­νά­ρων, που έπε­σαν ή επέ­ζη­σαν, θα χρειά­ζο­νταν χι­λιά­δες τόμοι, αλλά και όσα έχουν γρα­φτεί απο­τε­λούν έναν όγκο ακα­τα­μά­χη­το. Μια ανα­φο­ρά που κάνει ο Λι­σα­γκα­ρέ στον Σαρλ Ντε­λε­κλίζ, 62 ετών το 1871, εμ­βλη­μα­τι­κή μορφή του Συμ­βου­λί­ου της Κομ­μού­νας, Επί­τρο­πο Πο­λέ­μου στην τε­λευ­ταία φάση και υπέρ­μα­χο της ενό­τη­τας, με τις περ­γα­μη­νές του αγω­νι­στή στην πρώτη γραμ­μή της πο­λυ­τά­ρα­χης γαλ­λι­κής ιστο­ρί­ας, μας επι­βε­βαιώ­νει ότι η Κομ­μού­να ήταν πρω­τί­στως μια ηθική δύ­να­μη, η μόνη τε­λι­κά δύ­να­μη που μπο­ρεί να με­τα­μορ­φώ­νει τον κόσμο.

«Σιω­πη­λός και εμπι­στευό­με­νος μόνο την αυ­στη­ρή συ­νεί­δη­σή του, ο Ντε­λε­κλύζ βά­δι­σε προς το οδό­φραγ­μα όπως οι πα­λιοί ορει­νοί ανέ­βαι­ναν στο ικρί­ω­μα. Μια πο­λυ­τά­ρα­χη ζωή είχε εξα­ντλή­σει τις δυ­νά­μεις του. Δεν του είχε απο­μεί­νει παρά μια ανάσα – την έδωσε κι αυτήν. Όλη του η ζωή ήταν αφιε­ρω­μέ­νη στη δι­καιο­σύ­νη. Αυτή υπήρ­ξε η μούσα του, η επι­στή­μη του, ο πο­λι­κός αστέ­ρας της ζωής του. Την δια­κή­ρυσ­σε, την ομο­λο­γού­σε 30 ολό­κλη­ρα χρό­νια, υφι­στά­με­νος την εξο­ρία, την φυ­λα­κή και τις λοι­δο­ρί­ες και πε­ρι­φρο­νώ­ντας τις διώ­ξεις που τον τσά­κι­σαν. Αν και ια­κω­βί­νος, έπεσε αγω­νι­ζό­με­νος μαζί με τους σο­σια­λι­στές για να την υπε­ρα­σπί­σει. Το τί­μη­μα ήταν να πε­θά­νει γι’ αυτήν, όταν ήρθε η ώρα, με τα χέρια ελεύ­θε­ρα, στο φως του ήλιου, χωρίς να τον φο­βί­ζει η θέα του δή­μιου».

Τι ήταν, λοι­πόν, η Κομ­μού­να; Χωρίς την επι­το­μή των ιδεών, των δια­κη­ρύ­ξε­ων, των απο­φά­σε­ων, των πρά­ξε­ων και των αι­σθη­μά­των, της δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας, της πί­στης, της γεν­ναιό­τη­τας και της αυ­το­θυ­σί­ας των κομ­μου­νά­ρων, οι πο­λι­τι­κές απο­τι­μή­σεις θα ήταν άψυ­χες δια­πι­στώ­σεις.

Άλ­λω­στε, γιατί επι­ζεί η Κομ­μού­να, γιατί πα­ρα­μέ­νει αδια­φι­λο­νί­κη­το ση­μείο ανα­φο­ράς των λαϊ­κών κι­νη­μά­των πα­γκό­σμια; Η Κομ­μού­να είχε τη σύ­ντο­μη ζωή ενός παι­διού και την αδια­νό­η­τη, για τη ση­με­ρι­νή πο­λι­τι­κή, παι­δι­κή αθω­ό­τη­τα της επα­νά­στα­σης χωρίς ιε­ραρ­χί­ες, απλής όπως τα άμεσα προ­βλή­μα­τα που είχε να λύσει, απε­λευ­θε­ρω­τι­κής γιατί ο κα­θέ­νας, άν­δρας, γυ­ναί­κα, παιδί μπο­ρού­σε να πάρει πρω­το­βου­λί­ες χωρίς να εμπο­δί­ζε­ται. Οι άν­θρω­ποι αι­σθάν­θη­καν τη συ­γκολ­λη­τι­κή ύλη της κοι­νο­κτη­μο­σύ­νης, της κοι­νό­τη­τας και της αλ­λη­λεγ­γύ­ης γιατί δεν είχαν υλικά πράγ­μα­τα να χω­ρί­σουν, μόνον αι­σθή­μα­τα, ελ­πί­δα και πίστη να μοι­ρά­σουν.    

Η Kομ­μού­να ήταν κατ’ αρχήν μια δη­μο­τι­κή επα­νά­στα­ση, αλλά αυτή η δια­τύ­πω­ση δεν συ­νε­πά­γε­ται καμ­μία πε­ριο­ρι­σμέ­νη οπτι­κή. Αντί­θε­τα, ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός του κρά­τους ως συ­νό­λου ήταν το δια­κύ­βευ­μα, με τους δη­μο­τι­κούς θε­σμούς ως ακρο­γω­νιαίο λίθο μιας νέας πο­λι­τι­κής κα­τα­σκευ­ής. Μια τέ­τοια προ­ο­πτι­κή δεν ήταν μόνο το απο­τέ­λε­σμα της πρου­ντο­νι­κής επιρ­ρο­ής στους συγ­γρα­φείς της Δια­κή­ρυ­ξης της 19ης Απρι­λί­ου, αλλά ένα στα­θε­ρό θέμα που βρί­σκε­ται σε όλες τις πρά­ξεις και τους λό­γους των κομ­μου­νά­ρων στο Πα­ρί­σι και ήταν, με τον ίδιο τρόπο, παρόν στις προ­σπά­θειες να επε­κτα­θεί η Κομ­μού­να στις επαρ­χί­ες: στη Λυών, τη Mασ­σα­λία, την Tου­λού­ζη, το Kρεζό, τη Λι­μου­ζίν, το Σεντ Eτιέν, την Του­λού­ζη και τη Ναρ­μπόν.

Άλ­λω­στε το Πα­ρί­σι δεν ήταν μια οποια­δή­πο­τε κοι­νό­τη­τα αλλά το σύμ­βο­λο της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης και της ελευ­θε­ρί­ας της με­γά­λης πόλης, στην οποία χτυπά η καρ­διά της ερ­γα­τι­κής τάξης και δια­μορ­φώ­νο­νται οι όροι της εξέ­γερ­σης. Το Πα­ρί­σι εξ ορι­σμού αντι­πα­ρα­τέ­θη­κε στις Βερ­σαλ­λί­ες, διεκ­δι­κώ­ντας την αντί­στα­ση στους Πρώ­σους και έτσι εξέ­φρα­σε γε­νι­κά τον γαλ­λι­κό λαό.

Οι αρ­μο­διό­τη­τες ενός κρά­τους σε μα­ρα­σμό, όπως ήταν η Κομ­μού­να και όπως έβλε­πε τα ομό­σπον­δα κύτ­τα­ρα – κομ­μού­νες, με τη σύν­θε­ση άμε­σης και αντι­προ­σω­πευ­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, δεν ήταν αυτές ενός συ­νη­θι­σμέ­νου δήμου.

Αφο­ρού­σαν

 Την ψή­φι­ση του κοι­νο­τι­κού προ­ϋ­πο­λο­γι­σμού, την επι­βο­λή και τη δια­νο­μή των φόρων, την κα­τεύ­θυν­ση των το­πι­κών υπη­ρε­σιών, την ορ­γά­νω­ση της δι­καιο­σύ­νης, της αστυ­νο­μί­ας και της εκ­παί­δευ­σης, τη διοί­κη­ση της κοι­νο­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας.

Την εξου­σία του δήμου στον ορι­σμό, με εκλο­γή ή εντο­λή, με πλήρη υπευ­θυ­νό­τη­τα και μό­νι­μο δι­καί­ω­μα ελέγ­χου και ανά­κλη­σης όλων των δι­κα­στών και των κοι­νο­τι­κών αξιω­μα­τού­χων.

Την από­λυ­τη εγ­γύ­η­ση της ελευ­θε­ρί­ας του ατό­μου, της ελευ­θε­ρί­ας της συ­νεί­δη­σης και της ελευ­θε­ρί­ας στην ερ­γα­σία.

Τη μό­νι­μη πα­ρέμ­βα­ση των πο­λι­τών στις κοι­νο­τι­κές υπο­θέ­σεις, από την ελεύ­θε­ρη έκ­φρα­ση των ιδεών τους και την ελεύ­θε­ρη υπε­ρά­σπι­ση των συμ­φε­ρό­ντων τους.

Την ορ­γά­νω­ση της Άμυ­νας της Πόλης και της Εθνι­κής Φρου­ράς, που εκλέ­γει τους επι­κε­φα­λής της και έχουν πλήρη υπευ­θυ­νό­τη­τα στη δια­τή­ρη­ση της τάξης στην πόλη τους.

Φυ­σι­κά οι κομ­μου­νά­ροι δεν είχαν καιρό να σκε­φτούν την αδυ­να­μία δη­μιουρ­γί­ας ομό­σπον­δης ένω­σης ελεύ­θε­ρων κοι­νο­τή­των, όταν οι πε­ρισ­σό­τε­ρες κοι­νό­τη­τες και μά­λι­στα αυτές της υπαί­θρου ήταν πλη­θυ­σμια­κά πολύ μι­κρές και πο­λι­τι­κά συ­ντη­ρη­τι­κές.

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, ανα­γνώ­ρι­ζαν το εθνι­κό κρά­τος, αν και απο­τέ­λε­σαν το αντί­πα­λο δέος της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας: το Πα­ρί­σι σε αντι­πα­ρά­θε­ση με τις Βερ­σαλ­λί­ες.

Αλλά το ζή­τη­μα της συ­γκρό­τη­σης ενός κρά­τους σε μα­ρα­σμό με αντι­στρο­φή της πυ­ρα­μί­δας, αυτής που έχου­με γνω­ρί­σει μέχρι σή­με­ρα, μετά την ύπαρ­ξη της Κομ­μού­νας εκ­κρε­μεί. Μπο­ρού­με να δούμε κοι­νούς τό­πους με τη μορφή της αυ­το­διοί­κη­σης στην Ελεύ­θε­ρη Ελ­λά­δα, δεν είναι, όμως, αυτό το θέμα μας.

Θέλω μόνο να επι­ση­μά­νω ότι η Κομ­μού­να δεν απο­τε­λεί ένα ατε­λές στά­διο της ερ­γα­τι­κής επα­νά­στα­σης, που θα έπρε­πε να ξε­πε­ρά­σει το κομ­μου­νι­στι­κό κί­νη­μα κά­νο­ντας κρι­τι­κή στα λάθη της, τα οποία συ­μπυ­κνώ­νο­νται, για πολ­λούς μαρ­ξι­στές, κυ­ρί­ως στη χα­λα­ρή ορ­γα­νω­τι­κή δομή, την έλ­λει­ψη κα­θο­δή­γη­σης από ορ­γα­νω­μέ­νες επα­να­στα­τι­κές δυ­νά­μεις και την απώ­λεια χρό­νου στην εκλο­γι­κή δια­δι­κα­σία.

Η ιστο­ρία δεν προ­χω­ρεί με στά­δια προ­ό­δου, ούτε είναι μια σκάλα που οδη­γεί στον ου­ρα­νό. Τα πρω­τό­τυ­πα και ισχυ­ρά στοι­χεία της Κομ­μού­νας ήταν αυτά που ορι­σμέ­νοι θα ονο­μά­σουν δη­μο­κρα­τι­κά και ελευ­θε­ρια­κά, και όχι για να τα επαι­νέ­σουν: η απου­σία δια­χω­ρι­στι­κών γραμ­μών με­τα­ξύ συμ­βού­λων και κομ­μου­νά­ρων, η προ­σφυ­γή στη λαϊκή ψήφο, ο απλός και κα­θα­ρός εξι­σω­τι­σμός, ο κα­τα­με­ρι­σμός αρ­μο­διο­τή­των εξί­σου σε όλους, η ενό­τη­τα των δια­φο­ρε­τι­κών ιδε­ο­λο­γι­κών ρευ­μά­των της και η ευ­ρεία συμ­μα­χία των λαϊ­κών τά­ξε­ων που δη­μιούρ­γη­σε. Η δυ­να­τή ψυχή της Κομ­μού­νας ήταν οι πιο από­κλη­ροι της ζωής. Αγκά­λια­σε τους φτω­χούς, τις γυ­ναί­κες και τα παι­διά, χωρίς ηθι­κο­λο­γί­ες και τα­μπού κα­τα­γω­γής. Τί­μη­σε όλους αυ­τούς και εκεί­νοι το αντα­πέ­δω­σαν με τη ζωή τους. Ας το γνω­ρί­ζουν όσοι σή­με­ρα βου­λιά­ζουν στο συ­ντη­ρη­τι­κό κα­θω­σπρε­πι­σμό της αρι­στε­ράς.

Είναι προς τιμήν του Μαρξ ότι υπε­ρα­σπί­στη­κε θερμά την Κομ­μού­να ένα­ντι αυτών που θε­ώ­ρη­σαν ότι αντι­κα­θι­στού­σε το ισχυ­ρό έθνος – κρά­τος, πα­ρά­γο­ντα της κοι­νω­νι­κής πα­ρα­γω­γής και ότι επα­νέ­φε­ρε μια ομο­σπον­δία κρα­τι­δί­ων, όπως την είχαν ορα­μα­τι­στεί ο Μο­ντε­σκιέ και οι Γι­ρον­δί­νοι. Ο Μαρξ εξαί­ρει τα δη­μο­κρα­τι­κά και αντι­ιε­ραρ­χι­κά στοι­χεία της Κομ­μού­νας: την κα­τάρ­γη­ση του κοι­νω­νι­κού κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γα­σί­ας και του πο­λι­τι­κού κα­τα­με­ρι­σμού με­τα­ξύ ει­δι­κών και μη ει­δι­κών.

Όταν λέει ότι «το ση­μα­ντι­κό­τε­ρο κοι­νω­νι­κό μέτρο της Κομ­μού­νας είναι η ίδια η ύπαρ­ξή της» έχει δίκιο. Γιατί η Κομ­μού­να ήταν η ζω­ντα­νή από­δει­ξη της δυ­να­τό­τη­τας των από κάτω να ανα­λά­βουν τις κοι­νές τους υπο­θέ­σεις, να δη­μιουρ­γή­σουν αυ­τό­νο­μους θε­σμούς και να αυ­το­κυ­βερ­νη­θούν.

Από τη σκο­πιά της κοι­νω­νιο­λο­γί­ας των αστι­κών κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των, ο ManuelCastells είδε στην Κομ­μού­να ένα πα­ρά­δειγ­μα της θε­ω­ρη­τι­κής του ανα­ζή­τη­σης στο έργο «Η πόλη και οι από κάτω». Ανα­ζη­τώ­ντας ένα κοινό τόπο για τα αστι­κά κι­νή­μα­τα, ο Castells, όπως και ο μαρ­ξι­στής φι­λό­σο­φος HenryLefebvre, ερευ­νά την Κομ­μού­να ως αστι­κή επα­νά­στα­ση. Κάτω απ’ αυτή την οπτι­κή η Κομ­μού­να θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί ως ση­μείο επα­φής ανά­με­σα στις αστι­κές αντι­θέ­σεις και το εμ­φα­νι­ζό­με­νο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα, τόσο στις πιο αρ­χαϊ­κές πλευ­ρές της (η επα­νά­στα­ση των αβρά­κω­των ενά­ντια στις αδι­κί­ες της εξου­σί­ας) όσο και στα πιο προ­βλε­πτι­κά του μέλ­λο­ντος θέ­μα­τά της (η αυ­το­δια­χεί­ρι­ση της κοι­νω­νί­ας).

Κατά τον Castells, η Κομ­μού­να ήταν μια αστι­κή επα­νά­στα­ση σε τρία δια­φο­ρε­τι­κά επί­πε­δα. Πρώτ’ απ’ όλα, ήταν ένα κί­νη­μα σε αντί­θε­ση με την αγρο­τι­κή κοι­νω­νία, δη­λα­δή όχι μόνο με τις κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις αλλά με το σύ­νο­λο των τά­ξε­ων και των ομά­δων που απο­τε­λού­σαν τον κοι­νω­νι­κό κόσμο της Γαλ­λι­κής υπαί­θρου στον 19ο αιώνα. Υπήρ­ξε μια δεύ­τε­ρη αστι­κή διά­στα­ση της Kομ­μού­νας, πιο κοντά στα σύγ­χρο­να εν­δια­φέ­ρο­ντα, που αφορά στο λαϊκό αί­τη­μα της δια­γρα­φής των ενοι­κί­ων και, μέσω αυτού στον έλεγ­χο της κερ­δο­σκο­πί­ας της γης και την αντι­με­τώ­πι­ση της κρί­σης της κα­τοι­κί­ας. Στο τρίτο (και πιο γε­νι­κό) επί­πε­δο, η επα­να­σύ­στα­ση του κρά­τους στη βάση του κοι­νο­τι­κού μο­ντέ­λου ήταν το δια­κύ­βευ­μα. Για την Κομ­μού­να του Πα­ρι­σιού, η πόλη ήταν ου­σια­στι­κά μια ιδιαί­τε­ρη πο­λι­τι­κή κουλ­τού­ρα, μια μορφή λαϊ­κής δη­μο­κρα­τί­ας, που άρ­θρω­νε τη δη­μο­κρα­τία των από κάτω και την αντι­προ­σω­πευ­τι­κή δη­μο­κρα­τία για να ανα­διορ­γα­νώ­σει το έθνος μέσω της σύν­δε­σης ανά­με­σα σε δια­δο­χι­κά επί­πε­δα της πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης.

Η Κομ­μού­να έδωσε νέα νο­ή­μα­τα στη ζωή και τον δη­μό­σιο χώρο της πόλης, που έλαμ­ψε με τη λαϊκή πα­ρου­σία. Στους οριο­θε­τη­μέ­νους λει­τουρ­γι­κά και κοι­νω­νι­κά – τα­ξι­κά χώ­ρους της πόλης, έσπα­σε τις δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές, ανέ­τρε­ψε τους κυ­ρί­αρ­χους συμ­βο­λι­σμούς, απε­λευ­θέ­ρω­σε τις δυ­να­τό­τη­τες χρή­σης. Μέσα από τα απο­τυ­πώ­μα­τα της ατο­μι­κής και συλ­λο­γι­κής δρά­σης η πόλη επα­να­χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε και επα­να­νοη­μα­το­δο­τή­θη­κε, δί­νο­ντας τη δυ­να­τό­τη­τα σε χι­λιά­δες αν­θρώ­πους να την οι­κειο­ποι­η­θούν. Η Κομ­μού­να ήταν η δη­μό­σια σφαί­ρα του λόγου και του δρό­μου και η ανα­κα­τά­λη­ψη του χρό­νου που κυ­λού­σε θλι­βε­ρά μέσα στις ώρες της κα­τα­να­γκα­στι­κής ερ­γα­σί­ας και είχε συν­θλι­βεί στους ρυθ­μούς της επι­βί­ω­σης.

Ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός της πόλης, του ρυθ­μι­ζό­με­νου χώρου και χρό­νου, μέσα από την επα­νά­στα­ση στην κα­θη­με­ρι­νή και δη­μό­σια ζωή, δια­μορ­φώ­νει την ολο­κλη­ρω­μέ­νη ταυ­τό­τη­τα των κομ­μου­νά­ρων. Ακρι­βώς σ’ αυτή τη γεύση της ζωής που τους ανή­κει ανα­φέ­ρε­ται ο Μάρέι Μπου­κτσίν, μι­λώ­ντας για τους κομ­μου­νά­ρους της Μπελ­βίλ «Αντι­με­τω­πί­ζο­ντας μια αι­μα­τη­ρή σύ­γκρου­ση και μια σχε­δόν βέ­βαιη ήττα, οι κομ­μου­νά­ροι κλώ­τση­σαν τη ζωή τους με την αυ­τα­πάρ­νη­ση των αν­θρώ­πων οι οποί­οι, έχο­ντας γευ­τεί την εμπει­ρία του ανοι­χτού, δεν μπο­ρούν πλέον να επι­στρέ­ψουν στα φέ­ρε­τρα της κα­θη­με­ρι­νής ρου­τί­νας, της δου­λειάς και της πα­ραί­τη­σης. Έκα­ψαν το μισό Πα­ρί­σι, μα­χό­με­νοι ως το τέλος στα υψώ­μα­τα της πε­ριο­χής τους».

Στη μνήμη της Κομ­μού­νας, λοι­πόν!

   

Ετικέτες