Εισήγηση της Ελένης Πορτάλιου, στο διήμερο-αφιέρωμα στην Παρισινή Κομμούνα, 24-25 Μαΐου 2011 από τον Όμιλος Φίλων Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» Θεσσαλονίκης.

Αφιερώνεται στον Προσπέρ – Ολιβιέ Λισαγκαρέ, υπέρμαχο μαχητή της Κομμούνας, ο οποίος πολέμησε την Αιματηρή Εβδομάδα και ίσως είναι αυτός ο ομόσπονδος που υπερασπίστηκε μόνος το τελευταίο οδόφραγμα στην οδό Ραμπινέ. Διέφυγε τον θάνατο και έγραψε την «Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871», αναπαριστώντας με λεπτομέρεια και ερμηνεύοντας τα γεγονότα, μέσα από τη δική του βιωμένη εμπειρία και με την άσβεστη φλόγα της πίστης στην ανθρώπινη χειραφέτηση.

Δύο ιδέες διατρέχουν την ιστορική ταυτότητα της αριστεράς: η ιδέα της δημοκρατίας και η ιδέα του κομμουνισμού.

Η πρώτη έχει ιστορία αιώνων και έλαβε σάρκα και οστά στην αρχαία πόλιν, η οποία με τη μορφή της αθηναϊκής δημοκρατίας έθεσε το πρόβλημα της αυτοθέσμισης της κοινωνίας και το δικαίωμα του δήμου να ορίζει και να ανακαλεί τους νόμους «Έδοξε τη βουλή και τω δήμω», μ’ άλλα λόγια, κανείς, ούτε θεός, ούτε βασιλεύς, δεν μπορεί να είναι αρμόδιος για τους νόμους και την αλλαγή τους, μόνον ο δήμος. Η δημοκρατία είναι η οργανώτρια αρχή ενός δημόσιου χώρου, ο οποίος, όπως λέει η HannaArendt, «μπορεί να ενσωματώσει και να αγλαΐσει δια μέσου των αιώνων οτιδήποτε θελήσουν ίσως οι άνθρωποι να διασώσουν από τη φυσική φθορά του χρόνου».

Η δεύτερη ιδέα του κομμουνισμού τέθηκε ως πολιτικό αίτημα με το κομμουνιστικό μανιφέστο. Η ρίζα της, όμως, συναντάται στην έννοια των αρχαίων «κοινών», των κοινοτήτων, των ελεύθερων πόλεων κατά τον μεσαίωνα, στις communidades της Καστίλλης που επαναστάτησαν κατά της απόλυτης μοναρχίας, στα ελευθεριακά κινήματα του κοινοτισμού και στη σύγχρονη επαναφορά της έννοιας του «κοινού» ως προσδιορισμού των κοινών αγαθών που αποτελούν δημόσια ιδιοκτησία.

Η Παρισινή Κομμούνα αποτέλεσε τη σύντομη άνοιξη της ταυτόχρονης ενσάρκωσης, των ιδεών της δημοκρατίας και του κομμουνισμού, με τη συγκεκριμένη μορφή του κοινοτισμού ως οργανώτριας αρχής της κοινωνίας, από τις 18 Μαρτίου μέχρι την Αιματηρή Εβδομάδα της μεγάλης σφαγής 22 – 28 Μαΐου 1871. 72 ημέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο.

Τα γεγονότα

Από την έναρξη του Γαλλοπρωσικού πολέμου, στις 19 Ιουλίου 1871, οι ήττες της Γαλλίας είναι συνεχείς. Στις 4 Σεπτεμβρίου, στο Παρίσι, το πλήθος εισβάλλει στην Εθνοσυνέλευση. Σχηματίζεται Προσωρινή Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας. Οι αντιπρόσωποι των 20 Διαμερισμάτων, στα οποία χωρίζεται η πόλη, ζητούν να δοθούν όπλα στο λαό, αλλά η Κυβέρνηση αρνείται, επειδή φοβάται ότι θα θέσει σε κίνδυνο την εξουσία της άρχουσας τάξης που εκπροσωπεί. Στις 19 Σεπτεμβρίου αρχίζει η πολιορκία του Παρισιού από τους Πρώσους και στις 28 Δεκεμβρίου, το πρώσικο πυροβολικό ξεκινά τον βομβαρδισμό. Στις 6 Ιανουαρίου η Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων ζητά με την «Κόκκινη Αφίσα» τη δημιουργία Κομμούνας.

«Είμαστε 500.000 μαχητές περικυκλωμένοι από 200.000 Πρώσους. Τίνος σφάλμα είναι αυτό αν όχι εκείνων που μας κυβερνούν; Ασχολούνται με τις διαπραγματεύσεις αντί να κατασκευάζουν κανόνια και να προετοιμάζονται για πόλεμο. Αρνούνται μια γενική κινητοποίηση για τον υπέρ πάντων αγώνα …. Ο λαός του Παρισιού δεν θ’ αποδεχθεί αυτή την αθλιότητα … Γενική επίταξη! Ελεύθερη διανομή και τροφοδοσία! Γενική επίθεση! … Δώστε τη θέση σας στο λαό! Δώστε τη θέση σας στην Κομμούνα!»

Στις 26 Ιανουαρίου υπογράφεται ανακωχή. Η Γενική Συνέλευση της Εθνοφρουράς αποφασίζει ν’ αντισταθεί. Την 1η Μαρτίου οι Πρώσοι παρελαύνουν στα Ηλύσια Πεδία και ο Θιέρσος, αρχηγός της Κυβέρνησης, επιταχύνει την επικύρωση των όρων της συνθήκης ειρήνης από την Εθνοσυνέλευση. Στις 10 Μαρτίου ψηφίζεται η μεταφορά της Εθνοσυνέλευσης στις Βερσαλλίες και θεσπίζονται διατάγματα περί έξωσης ενοικιαστών και εκπρόθεσμων χρεών. Στις 18 Μαρτίου γίνεται αποτυχημένη απόπειρα του Θιέρσου να αρπάξει τα 227 κανόνια από Μονμάρτη και Μπελβίλ, τα οποία υπερασπίζονται οι γυναίκες και τα κρατούν. Ο Θιέρσος δίνει εντολή γενικής αναδίπλωσης στις Βερσαλλίες.

Η Κ.Ε. της Εθνοφρουράς εγκαθίσταται στο Δημαρχείο και προκηρύσσει γενικές εκλογές στο Παρίσι για την ανάδειξη Συμβουλίου της Κομμούνας, οι οποίες διενεργούνται τελικά στις 26 Μαρτίου, μέσα σε κλίμα απόλυτης νομιμότητας και συναίνεσης των Δημάρχων των 20 Διαμερισμάτων. «Οι προλετάριοι του Παρισιού», ανέφερε η Κεντρική Επιτροπή στη Διακήρυξή της τής 18ης Μαρτίου, «εν μέσω της ήττας και της προδοσίας της άρχουσας τάξης, κατάλαβαν ότι είχε έρθει η ώρα να σώσουν την κατάσταση παίρνοντας στα χέρια τους τη διεύθυνση των δημοσίων υποθέσεων…. Κατανόησαν ότι είναι υπέρτατο καθήκον και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους, παίρνοντας στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία».

 «Οι προλετάριοι του Παρισιού», ανέφερε η Κεντρική Επιτροπή στη Διακήρυξή της τής 18ης Μαρτίου, «εν μέσω της ήττας και της προδοσίας της άρχουσας τάξης, κατάλαβαν ότι είχε έρθει η ώρα να σώσουν την κατάσταση παίρνοντας στα χέρια τους τη διεύθυνση των δημοσίων υποθέσεων…. Κατανόησαν ότι είναι υπέρτατο καθήκον και απόλυτο δικαίωμά τους να γίνουν κύριοι της τύχης τους, παίρνοντας στα χέρια τους την κυβερνητική εξουσία».

 Το Δημοτικό Συμβούλιο (Κομμούνα) εκλέγεται με 229.167 ψήφους σε σύνολο 485.569 ψηφοφόρων και 50% αποχή.

«Στις 27 Μαρτίου 200.000 «άθλιοι» », όπως περιγράφει ο Λισαγκαρέ, έρχονται στο Δημαρχείο για να εγκαταστήσουν αυτούς που έχουν εκλέξει.

«Τα τάγματα, με τα τύμπανα να ηχούν, την σημαία να δεσπόζει πάνω από τους φρυγικούς σκούφους, με τα κόκκινα κρόσια στα τουφέκια, έχοντας ενισχυθεί με πεζικάριους, πυροβολητές και ναύτες πιστούς στο Παρίσι, κατηφορίζουν απ’ όλους τους δρόμους στην πλατεία Γκρεβ, σαν τα ρεύματα ενός γιγάντιου ποταμού. Στη μέση του Δημαρχείου, απέναντι από την κεντρική είσοδο, έχει στηθεί ένα μεγάλο βάθρο. Η προτομή της Δημοκρατίας, με την κόκκινη κορδέλα χιαστί, ακτινοβολώντας από τις κόκκινες δέσμες, κατοπτεύει και προστατεύει. Τεράστια πανό στο αέτωμα και στον πυργίσκο ανεμίζουν για να στείλουν μήνυμα νίκης στη Γαλλία. 100 τάγματα στοιχίζουν μπροστά στο Δημαρχείο τις πυρωμένες από τον ήλιο λόγχες τους. Όσοι δεν μπόρεσαν να φθάσουν μέχρι εκεί, συνωθούνται στις αποβάθρες, στην οδό Ριβολί, στο βουλεβάρτο Σεμπαστοπόλ. Οι σημαίες που συγκεντρώθηκαν μπροστά στο βάθρο, οι περισσότερες κόκκινες, μερικές άλλες τρίχρωμες, όλες όμως με κόκκινες φούντες, συμβολίζουν την έλευση του λαού. Όση ώρα τα τάγματα παρατάσσονται, ακούγονται τραγούδια, οι μπάντες παιανίζουν την Μασσαλιώτιδα και το Τραγούδι της Αναχώρησης, ενώ οι σαλπιγκτές σημαίνουν επίθεση και το κανόνι της Κομμούνας του 1792 βροντά στην αποβάθρα.»             

Οι οργανωμένες λαϊκές γιορτές έχουν παράδοση στη Γαλλία. Στις μέρες της λαϊκής εξουσίας του 1871, ο κόσμος της πόλης πρόλαβε να γιορτάσει και να χαρεί, μέσα στον άνεμο της ελευθερίας. Γι’ αυτό ορισμένοι είδαν στην Κομμούνα τη διάσταση μιας μεγάλης γιορτής. Οι επίσημες εκδηλώσεις της Κομμούνας: η ανακήρυξή της, οι μεγαλοπρεπείς κηδείες της 6ης Απριλίου, η κατεδάφιση της στήλης στην πλατεία Anchor, η παρέλαση των ελευθεροτεκτόνων, που έφεραν τα λάβαρα της μικροαστικής τάξης δίπλα στην κόκκινη σημαία και πολέμησαν με την Κομμούνα, αποτέλεσαν, όπως λέει ο Υβόν Μπουρντιέ, ένα μοναδικό και συναρπαστικό φαινόμενο.

Στις 28 Μαρτίου η Κομμούνα αναλαμβάνει τις εξουσίες της Κ.Ε. της Εθνοφρουράς. Απαρτίζεται από 90 δημοτικούς συμβούλους, οι οποίοι έχουν εκλεγεί στα Δημοτικά Διαμερίσματα του Παρισιού με καθολική ψηφοφορία και είναι υπεύθυνοι και ταυτόχρονα ανακλητοί ανά πάσα στιγμή.

Στις 29 Μαρτίου η Κομμούνα συγκροτεί 10 Επιτροπές, αντίστοιχες ισάριθμων υπουργείων και επικεφαλής μια Εκτελεστική Επιτροπή, ενώ στις 30 Μαρτίου εκδίδει το πρώτο νομοθετικό διάταγμα «περί ενοικίων». Μέσα σε λιγότερο από 2 μήνες και παρά το ότι σε όλο το σύντομο διάστημα ζωής αυτής της αυθεντικής λαϊκής εξουσίας επικρατεί εμπόλεμη κατάσταση, η Κομμούνα κινητοποιεί τις ενδιάθετες δημιουργικές λαϊκές δυνάμεις και θέτει σε εφαρμογή ένα ανατρεπτικό πολιτικό πρόγραμμα.

Η πυκνότητα αυτή του ιστορικού χρόνου, θα ήταν αδύνατη χωρίς τη συμμετοχή, την επινοητικότητα, τη γενναιοφροσύνη, την αυτοθυσία και τον απίστευτο ηρωισμό του παρισινού λαού – των κομμουνάρων. «Ήταν ένας πυρετός πίστης, αφοσίωσης και, προ πάντων, ελπίδας», γράφει ο Λισαγκαρέ.

Η διακήρυξη

 Η επίσημη διακήρυξη της Κομμούνας (19-4-1871) προς τον Γαλλικό λαό θέτει τα κίνητρα, τον χαρακτήρα και τους σκοπούς της Επανάστασης που είναι:

Η αναγνώριση και εδραίωση της Δημοκρατίας, που είναι η μόνη μορφή διακυβέρνησης, συμβατή με τα δικαιώματα του λαού και με μια ελεύθερη, διαρκή ανάπτυξη της κοινωνίας.

Η απόλυτη αυτονομία της Κομμούνας προτεινόμενης σε όλες τις περιοχές της Γαλλίας.

Η υλοποίηση (εντός της Παρισινής Κομμούνας) των διοικητικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που απαιτεί ο λαός και η δημιουργία (νέων) θεσμών.

Η κομμουναλιστική επανάσταση ….. σηματοδοτεί το τέλος του παλαιού κυβερνητικού και εκκλησιαστικού κόσμου, του μιλιταρισμού, της γραφειοκρατίας, της εκμετάλλευσης, της κερδοσκοπίας, των μονοπωλίων και των προνομίων, που έχουν κρατήσει το προλεταριάτο στην υποτέλεια και έχουν οδηγήσει το έθνος στην καταστροφή…

Διατάγματα και αποφάσεις

Κατάργηση της στρατολογίας στον κρατικό στρατό. Καμιά στρατιωτική δύναμη εκτός της Εθνοφρουράς δεν μπορεί να δημιουργηθεί ή να εισέλθει στο Παρίσι. Όλοι οι ικανοί πολίτες αποτελούν μέλη της Εθνοφρουράς, η οποία υπακούει στην Κομμούνα.Κατάργηση της θανατικής ποινής. Η γκιλοτίνα παραδόθηκε στην πυρά μπροστά στο δημαρχείο του 11ου Διαμερίσματος.

Διαγραφή των χρεών από ενοίκια για το διάστημα μεταξύ Οκτωβρίου 1870 – Ιουλίου 1871, όπως και των οφειλομένων ποσών από τα ενοίκια των επιπλωμένων κατοικιών. Το διάταγμα έλυσε το τεράστιο πρόβλημα των μαζικών εξώσεων.

Αναδιοργάνωση διοικητικών υπηρεσιών, εξασφάλιση της διατροφής 300 – 350.000 ανθρώπων καθημερινά, συγκέντρωση εσόδων χωρίς, όμως, να χρησιμοποιηθούν τα κεφάλαια της εύρωστης Τράπεζας της Γαλλίας. Το σύνολο των δαπανών της Κομμούνας είναι 46.300.000 φρ., εκ των οποίων μόνο16.696.000 θα καταβληθούν από την Τράπεζα, ενώ η Τράπεζα αποδεχόταν συναλλαγματικές 257.630.000 φρ., που είχαν εκδώσει σε βάρος της οι Βερσαλλίες για να πολεμήσουν το Παρίσι.

 Στοιχειώδης αναδιοργάνωση της κοινωνικής πρόνοιας (κυρίως νοσοκομεία) πρόταση – σχέδιο για την κατάργηση των γραφείων αγαθοεργίας, που εξαρτούν τους φτωχούς από την κυβέρνηση και τον κλήρο και αντικατάστασή τους από ένα γραφείο πρόνοιας σε κάθε Διαμέρισμα.

 Χωρισμός της εκκλησίας από το κράτος, κατάργηση της εκκλησιαστικής παρέμβασης στην εκπαίδευση, απαλλοτρίωση εκκλησιαστικών ακινήτων.

Ξεκινά η αναδιοργάνωση της (δημόσιας) εκπαίδευσης, χωρίς, όμως, να προχωρήσει σε έκταση. Πολλά από τα 20 Διαμερίσματα άνοιξαν τα εγκαταλελειμμένα από τα μέλη των ιερατικών ταγμάτων και τους δασκάλους της πόλης σχολεία, ή εκδίωξαν τους μοναχούς που είχαν παραμείνει. Η δημοτική αρχή του 20ού έντυσε και ταΐσε τα παιδιά, θέτοντας έτσι για πρώτη φορά τις βάσεις των σχολικών ταμείων.

Δημιουργία αρχείου πληροφοριών στα Διαμερίσματα για την προσφορά και τη ζήτηση εργασίας. Κατάργηση της νυχτερινής εργασίας των αρτεργατών. Σχέδιο κατάργησης ενεχυροδανειστήριων, δωρεάν επιστροφή των ενεχύρων στα θύματα του πολέμου και τους απόρους, σχέδιο διατάγματος για ένα πρόπλασμα τομέα αρωγής και ανεργίας. Κατάργηση των παρακρατήσεων από τις αποδοχές και τους μισθούς ως προστίμων, κατά τη βούληση του εργοδότη. Απαγόρευση λειτουργίας των ιδιωτικών γραφείων μίσθωσης εργατικής δύναμης.

Διάταγμα ανάληψης από συνεταιριστικές ενώσεις της λειτουργίας των εγκαταλελειμμένων εργαστηρίων από τους ιδιοκτήτες τους, που, όμως, είχε περιορισμένη εφαρμογή.

 Ρύθμιση των λογαριασμών μεταξύ χρεωστών και πιστωτών, η οποία, όπως αναφέρει ο Μαρξ, συνέβαλε, μαζί με άλλους λόγους, ώστε το μεσοαστικό κόμμα με το όνομα «Δημοκρατική Ένωση» να υπερασπιστεί την Κομμούνα και να συνταχθεί μαζί της.

Για όλες τις θέσεις ανωτέρων και κατωτέρων υπαλλήλων, ο μισθός ισοδυναμεί με αυτόν του εργάτη και δεν υπερέβαινε τα 6.000 φρ.

Παραπομπή στο στρατοδικείο υπαλλήλων ή προμηθευτών, ενεχομένων σε κατάχρηση, διασπάθιση του δημοσίου χρήματος ή κλοπή.

Η Κομμούνα έδωσε στην Ένωση Ζωγράφων, Γλυπτών, Αρχιτεκτόνων και άλλων εικαστικών καλλιτεχνών (στη διοίκησή της περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι Κουρμπέ- εκλεγμένο μέλος της Κομμούνας – Κιρό, Ντομιέ, Μανέ, Μιλέ, Νταλ) τη διαχείριση των μουσείων. Αναδιοργάνωσε την Εθνική Βιβλιοθήκη και έθεσε τέρμα στην υπεξαίρεση βιβλίων, κατάργησε την ανισότητα στην κρατική επιχορήγηση των θεάτρων και την εκμετάλλευση των ηθοποιών, απάλλαξε τους μουσικούς από τη λογοκρισία, με αποτέλεσμα αυτοί να ξεχυθούν στο δημόσιο χώρο και ίδρυσε δεκάδες επαναστατικές λέσχες ως λαϊκά πανεπιστήμια, ακόμα και μέσα σε εκκλησίες.

Το Παρίσι

Οι Κομμουνάροι

 «Το παλιό Παρίσι δεν υπάρχει πια», Victor Hugo

Το μεσαιωνικό Παρίσι βρίσκεται, ήδη από το 1850, σε διαδικασία μετασχηματισμού. Τα μεγάλα βουλεβάρτα διαλύουν τον μεσαιωνικό ιστό και μαζί με τις νέες πλατείες απελευθερώνουν την εκμετάλλευση της γης που μετατρέπεται σε αντικείμενο κερδοσκοπίας και οικοδομείται, αποτελώντας το πιο σημαντικό πεδίο επενδύσεων για το χρηματιστικό κεφάλαιο. Επιτείνεται, έτσι, η κρίση της κατοικίας που πυροδότησε η εσωτερική μετανάστευση. Η πόλη γίνεται τόπος κατανάλωσης, τα εμπορεύματα κυκλοφορούν παντού και η φαντασμαγορία των πολυκαταστημάτων, όπως αυτό στη θαυμάσια ταινία «Η Νέα Βαβυλώνα», αποτυπώνει τη σαγήνη του εμπορεύματος.

Το Παρίσι είναι βαθύτατα διχασμένο ταξικά. Ο κλήρος, η αριστοκρατία και η μεγαλοαστική τάξη, επικεφαλής του ενός πόλου, κυριαρχούν στο Παρίσι της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Από την άλλη, ένα λαϊκό πλήθος: εργάτες στη βιομηχανία (κυρίως μεταλλουργία), εργάτες οικοδομών, τεχνίτες, μικροκαταστηματάρχες, μικροί επιχειρηματίες, εμποροϋπάλληλοι, πλύστρες, ράφτρες, υπηρέτες, πλανόδιοι μικροπωλητές, γυναίκες που εκδίδονται λόγω φτώχειας.

Ο «εξευγενισμός», ως κινητήριος μοχλός της αστικής αναδόμησης, αλλάζει και την κοινωνική γεωγραφία της πόλης. Οι λαϊκές γειτονιές εξαφανίστηκαν ή εξωραΐστηκαν. Η νέα αστική τάξη επεκτάθηκε δυτικά, στα ερείπια των παλιών faubourgs. Η ενδοαστική έξοδος των διωγμένων ενοίκων ξανασυνάντησε τη ροή των μεταναστών που κατέκλυσαν τις εναπομείνασες λαϊκές συνοικίες, ιδιαίτερα στη Μπελβίλ ανατολικά, στη Μονμάρτη στο Βορρά και γύρω από την ButteauxCailles βορειοανατολικά: όλες αυτές οι συνοικίες έγιναν τα σημεία – κλειδιά της Κομμούνας.

Η Κομμούνα αποτέλεσε τη σύνθεση όλων των παρισινών εργατικών και λαϊκών τάξεων, οι οποίες ανέλαβαν αδιαμεσολάβητα την εξουσία και των 1725 αγωνιστών από άλλες χώρες που ανέλαβαν ακόμα και ανώτερες διοικητικές και στρατιωτικές θέσεις. Τα 90 μέλη του συμβουλίου ήταν ο κόσμος των αποκάτω αυτοπροσώπως. Η Κομμούνα δεν είχε αρχηγούς, είχε όμως πολλούς ηγέτες, τόσο μεταξύ των συμβούλων όσο και μέσα στο ανώνυμο πλήθος της, που την υπερασπίστηκε με την ψήφο, την καθημερινή πρωτοβουλία και το όπλο στο χέρι.

Οι κομμουνάροι εξέφραζαν ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα της εποχής τους. Άλλωστε, η Γαλλική Επανάσταση, από την οποία κατάγονταν, άνοιξε το βιβλίο της ιστορίας για τον απλό λαό και έθρεψε στο πυρακτωμένο καμίνι της τις μεγάλες ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Οι κύριες τάσεις της Κομμούνας, σύμφωνα με τον Λισαγκαρέ, ήταν οι διεθνιστές μέλη του γαλλικού τμήματος της Α΄ Διεθνούς, αναρχικοί – κυρίως προυντονιστές – και σοσιαλιστές, με τους πρώτους να υπερτερούν, σύγχρονοι ιακωβίνοι, μπλανκιστές (οπαδοί της οργανωμένης συνωμοτικά μειοψηφίας) και αριστεροί δημοκράτες.

Οι περισσότεροι αποδείχθηκαν ικανοί για όλα: εξέδιδαν διατάγματα, προΐσταντο τομέων οργάνωσης της διοίκησης και της καθημερινής ζωής, οδηγούσαν τάγματα στη μάχη, πολεμούσαν πίσω από τα οδοφράγματα.

Δεν είχαν εμπειρία διακυβέρνησης, μόνον αποδείξεις ανδρείας. Χρονοτριβούσαν στις συνεδριάσεις, λεπτολογούσαν πάνω σε δευτερεύοντα θέματα, δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν, όπως θα πει ο Λισαγκαρέ, μιλώντας για την (αριστερή) μειοψηφία του συμβουλίου, ότι η Κομμούνα ήταν ένα οδόφραγμα. Είχαν διχογνωμίες και άγνοια κινδύνου όταν έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν το μείζον, δηλαδή την άμυνα της πόλης απέναντι στην έφοδο των Βερσαλλιών, η οποία γινόταν ήδη στα περίχωρα – άλλωστε σ’ αυτές τις μάχες σκοτώθηκαν δύο ήρωες της Κομμούνας ο Φλουράνς και ο Ντυβάλ.

Λέει πάλι ο Λισαγκαρέ, περιγράφοντας μια από τις τελευταίες συνεδριάσεις: «Οι συζητήσεις, που ζωήρευαν γρήγορα, έφταναν μέχρι παροξυσμό. Ένας άνεμος διχόνοιας άρχισε να πνέει. Η διχόνοια πάντως εξατμίστηκε – ως το μάθει αυτό ο λαός, μαζί με τα λάθη τους –όταν συλλογίστηκαν τον λαό και όταν η ψυχή τους υψώθηκε πάνω από τις προσωπικές τους έριδες…Όλα τα σοσιαλιστικά διατάγματα ψηφίστηκαν ομόφωνα διότι, όσο και αν ήθελαν να διαφοροποιούνται, ήταν όλοι σοσιαλιστές» Αλλά «η Κομμούνα δεν είδε τα πραγματικά αδύναμα σημεία των Βερσαλλιών: την Τράπεζα, το Κτηματολόγιο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων κ.λπ. Αυτά αν άγγιζε κανείς, δεν θα είχαν καμιά αξία η πείρα και τα κανόνια τους».

Μέσα στις 72 μέρες – 65 αν αφαιρέσουμε την Αιματηρή Εβδομάδα – ο Παρισινός λαός ήθελε να ζήσει τα πάντα, όχι μόνο τον πόλεμο. Ζητούσε αποφάσεις και έργα που ανέτρεπαν το Παλαιό Καθεστώς, συμμετείχε στα κοινά, ανακτούσε το στερημένο από την εκμετάλλευση και τη φτώχεια νόημα της ανθρώπινης ζωής.

«Ο κόσμος ήθελε να τα αγκαλιάσει όλα μεμιάς: τις τέχνες, τις επιστήμες, την λογοτεχνία, τις ανακαλύψεις. Η ζωή έβραζε. Όλοι βιάζονταν να ξεφύγουν από τον παλιό κόσμο» λέει η LouiseMichel, και ο Βίκτωρ Ουγκώ παρατηρεί: «Όταν διψά η ψυχή πρέπει να πιει κι ας είναι και φαρμάκι».

«Η Κομμούνα ήταν το παιχνίδι της ζωής ενάντια στον παρατεταμένο θάνατο της επιβίωσης», όπως γράφεται στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης Η Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας 1871.

Οι γυναίκες

 «Τι τρομερό έθνος θα ήταν η Γαλλία αν το αποτελούσαν μόνο γυναίκες!», ανταποκριτής της εφημερίδας Times.

Οι γυναίκες των λαϊκών τάξεων πρωτοστάτησαν στην έναρξη της επανάστασης, χειραφετήθηκαν μέσα από τη συμμετοχή τους στις κοινές υποθέσεις και πήραν απίστευτες πρωτοβουλίες – από την καθημερινή δράση στις γειτονιές τους, μέχρι την άμυνα της πόλης και τις μάχες στα οδοφράγματα. Αρχικά, σε κάθε ομόσπονδο τάγμα υπηρετούσαν 4 γυναίκες, οι οποίες κατατάσσονταν ως καντινιέρισσες. Σπάνια, όμως, ο ρόλος τους περιοριζόταν σ’ αυτό, καθώς έπαιρναν μέρος στις μάχες και βοηθούσαν τους τραυματίες. Σύντομα ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά πολύ.

Η διπλή σκληρή δουλειά, ταυτόχρονα στο σπίτι και μέσα στις αναθυμιάσεις των πλυντηρίων, στις ραπτομηχανές, στα μέγαρα της αστικής τάξης, στα πολυκαταστήματα και τα μεγάλα μαγαζιά, τις είχε σκληραγωγήσει. Έχοντας ζήσει τον πόλεμο, δεν περίμεναν τους άνδρες τους. Ξεκίνησαν πρώτες, όπως έκαναν και στη διάρκεια της Επανάστασης.

Ο ρόλος τους στην Κομμούνα ήταν κρίσιμος και όχι μόνο ορισμένων εμβληματικών φυσιογνωμιών, όπως η Louise Michel και η Elisabeth Dimitrieva, πρόεδρος των Ενώσεων Γυναικών και πιθανόν ο σύνδεσμος ανάμεσα στον Kαρλ Mαρξ και την Κομμούνα. Ένας μεγάλος αριθμός αυτών των γυναικών ήταν «κοινής» καταγωγής. Η οικογενειακή τους κατάσταση ήταν γενικά «ανώμαλη» – σύμφωνα με την αστική ηθική – πολλές ζούσαν ανύπανδρες με άνδρες ή είχαν χωρίσει από τους συζύγους τους. Ο τύπος και το νομικό σύστημα ήταν ιδιαίτερα σκληρά γι’ αυτές τις γυναίκες, τις επονομαζόμενες petroleuses (πετρελαιοπυρπολήτριες) εξαιτίας μιας υποτιμητικής φήμης, σύμφωνα με την οποία μετέφεραν μπουκάλια πετρελαίου για ν’ ανάψουν φωτιές στα σπίτια των αστικών οικογενειών.

Πολλές από τις γυναίκες που πήγαν σε δίκη ως κομμουνάροι, είχαν ποινικό μητρώο – γεγονός που αποκαλύπτει τις συνθήκες στις πόλεις του 19ου αιώνα, όπου οι γυναίκες εχρησιμοποιούντο συχνά ως πηγή ευχαρίστησης από πλούσιους άνδρες και πηγή κέρδους από τους φτωχούς. Ξέροντας τη βαναυσότητα της ζωής από πρώτο χέρι, επέδειξαν ξεχωριστή γενναιότητα. Σε μια δίκη γυναικών, το δικαστήριο ρώτησε μια πολίτισσα. «Γιατί μείνατε στη θέση σας όταν το τάγμα το έβαζε στα πόδια;» «Γιατί είχαμε τραυματίες και ετοιμοθάνατους» απάντησε εκείνη απλά.

Τα παιδιά

 Αν δεχθούμε, λέει ο Υβόν Μπουρντιέ επικαλούμενος και τον Λισαγκαρέ, ότι το βάθος μιας επανάστασης μετριέται με βάση το αν υπάρχει σ’ αυτήν ενεργός συμμετοχή γυναικών και παιδιών, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η Κομμούνα υπήρξε η ισχυρότερη επαναστατική θύελλα που ξέσπασε ποτέ στο Παρίσι.

Τα παιδιά, από 11 χρονών, πρωτοστάτησαν. Έκθετα στους δρόμους, καθώς οι μανάδες τους δούλευαν νυχθημερόν και οι γονείς τους δεν είχαν να τα θρέψουν, βρήκαν τη θέση τους στη ζωή τις ημέρες της Κομμούνας, που είχε αναλάβει να συντηρεί τις χήρες και τα ορφανά του πολέμου, χωρίς διακρίσεις.

Τα παιδιά πολέμησαν κατά χιλιάδες στην πρώτη γραμμή. Ακολουθούσαν τα τάγματα στα χαρακώματα και στα οχυρά, σκαρφάλωναν στα κανόνια. Σκοτώθηκαν στις μάχες, δικάστηκαν, οδηγήθηκαν σε αναμορφωτήρια.

Το τέλος, η Αιματηρή Εβδομάδα

«Το Παρίσι της Κομμούνας δεν έχει πλέον παρά μόνο 3 μέρες ζωής. Ας περιγράψουμε λοιπόν χάριν της Ιστορίας την υπέροχη φυσιογνωμία του.

Όποιος ανάσανε μέσα απ’ την ζωή σου εκείνον τον καυτό πυρετό της σύγχρονης Ιστορίας, όποιος σκίρτησε στα βουλεβάρτα σου κι έκλαψε στις γειτονιές σου, όποιος έστησε χορό στο λυκαυγές των επαναστάσεών σου και, λίγες βδομάδες αργότερα, βούτηξε τα χέρια του στο μπαρούτι πίσω από τα οδοφράγματα, όποιος μπορεί ν’ ακούσει κάτω απ’ τα λιθόστρωτά σου τις φωνές των μαρτύρων της Ιδέας και να χαιρετήσει σε κάθε δρόμο σου ένα ορόσημο της ανθρώπινης προόδου, όποιος νιώθει την κάθε μια από τις αρτηρίες σου σαν μια δική του νευρική ίνα, κι αυτός ακόμη, ω μεγάλο Παρίσι της Επανάστασης, δεν μπορεί να αναγνωρίσει το μεγαλείο σου αν δεν σε έχει δει και μέσα από τα μάτια ενός ξένου.»  

Αυτό το λαϊκό Παρίσι, που υμνεί με τόση θέρμη και αγάπη ο Λισαγκαρέ, οδεύει στη συντριβή και οι κομμουνάροι στη σφαγή.

Όταν στις 22 Μαΐου ξεκινά η ανελέητη έφοδος των Βερσαλλιών, είναι πολύ αργά για να οργανωθεί η άμυνα της πόλης. Επί μία εβδομάδα οι κομμουνάροι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, μάχονται κατά χιλιάδες στα οδοφράγματα για την Κομμούνα, που τους έδωσε τη δυνατότητα να ζήσουν και να πεθάνουν γι’ αυτήν και για τους ίδιους. Το Παρίσι αμύνεται από δρόμο σε δρόμο, από σπίτι σε σπίτι, προτιμώντας να γίνει ολοκαύτωμα από το να παραδοθεί. Τις μάχες ακολούθησαν επιτόπου εκτελέσεις, έκτακτα στρατοδικεία, μαζικοί τάφοι – ακόμα σήμερα σκάβοντας στην πόλη ανακαλύπτουν τέτοιους τάφους – βασανιστήρια, φυλακίσεις, εξορίες, καταναγκαστικά έργα, πλωτά κάτεργα. 30.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά νεκροί, 40.000 επέζησαν, υποφέροντας τα πάνδεινα, ή πέθαναν εκεί που τους έστειλε η κυβέρνηση του νόμου και της τάξης και το μένος ενός εξαγριωμένου στρατού, που λεηλάτησε, έκαψε το Παρίσι και επιφύλαξε την πιο θηριώδη εκδίκηση στους κομμουνάρους.

Τι μπορούμε να πούμε για την Κομμούνα λοιπόν;

Για να γραφτούν οι προσωπικές ιστορίες των κομμουνάρων, που έπεσαν ή επέζησαν, θα χρειάζονταν χιλιάδες τόμοι, αλλά και όσα έχουν γραφτεί αποτελούν έναν όγκο ακαταμάχητο. Μια αναφορά που κάνει ο Λισαγκαρέ στον Σαρλ Ντελεκλίζ, 62 ετών το 1871, εμβληματική μορφή του Συμβουλίου της Κομμούνας, Επίτροπο Πολέμου στην τελευταία φάση και υπέρμαχο της ενότητας, με τις περγαμηνές του αγωνιστή στην πρώτη γραμμή της πολυτάραχης γαλλικής ιστορίας, μας επιβεβαιώνει ότι η Κομμούνα ήταν πρωτίστως μια ηθική δύναμη, η μόνη τελικά δύναμη που μπορεί να μεταμορφώνει τον κόσμο.

«Σιωπηλός και εμπιστευόμενος μόνο την αυστηρή συνείδησή του, ο Ντελεκλύζ βάδισε προς το οδόφραγμα όπως οι παλιοί ορεινοί ανέβαιναν στο ικρίωμα. Μια πολυτάραχη ζωή είχε εξαντλήσει τις δυνάμεις του. Δεν του είχε απομείνει παρά μια ανάσα – την έδωσε κι αυτήν. Όλη του η ζωή ήταν αφιερωμένη στη δικαιοσύνη. Αυτή υπήρξε η μούσα του, η επιστήμη του, ο πολικός αστέρας της ζωής του. Την διακήρυσσε, την ομολογούσε 30 ολόκληρα χρόνια, υφιστάμενος την εξορία, την φυλακή και τις λοιδορίες και περιφρονώντας τις διώξεις που τον τσάκισαν. Αν και ιακωβίνος, έπεσε αγωνιζόμενος μαζί με τους σοσιαλιστές για να την υπερασπίσει. Το τίμημα ήταν να πεθάνει γι’ αυτήν, όταν ήρθε η ώρα, με τα χέρια ελεύθερα, στο φως του ήλιου, χωρίς να τον φοβίζει η θέα του δήμιου».

Τι ήταν, λοιπόν, η Κομμούνα; Χωρίς την επιτομή των ιδεών, των διακηρύξεων, των αποφάσεων, των πράξεων και των αισθημάτων, της δημιουργικότητας, της πίστης, της γενναιότητας και της αυτοθυσίας των κομμουνάρων, οι πολιτικές αποτιμήσεις θα ήταν άψυχες διαπιστώσεις.

Άλλωστε, γιατί επιζεί η Κομμούνα, γιατί παραμένει αδιαφιλονίκητο σημείο αναφοράς των λαϊκών κινημάτων παγκόσμια; Η Κομμούνα είχε τη σύντομη ζωή ενός παιδιού και την αδιανόητη, για τη σημερινή πολιτική, παιδική αθωότητα της επανάστασης χωρίς ιεραρχίες, απλής όπως τα άμεσα προβλήματα που είχε να λύσει, απελευθερωτικής γιατί ο καθένας, άνδρας, γυναίκα, παιδί μπορούσε να πάρει πρωτοβουλίες χωρίς να εμποδίζεται. Οι άνθρωποι αισθάνθηκαν τη συγκολλητική ύλη της κοινοκτημοσύνης, της κοινότητας και της αλληλεγγύης γιατί δεν είχαν υλικά πράγματα να χωρίσουν, μόνον αισθήματα, ελπίδα και πίστη να μοιράσουν.    

Η Kομμούνα ήταν κατ’ αρχήν μια δημοτική επανάσταση, αλλά αυτή η διατύπωση δεν συνεπάγεται καμμία περιορισμένη οπτική. Αντίθετα, ο μετασχηματισμός του κράτους ως συνόλου ήταν το διακύβευμα, με τους δημοτικούς θεσμούς ως ακρογωνιαίο λίθο μιας νέας πολιτικής κατασκευής. Μια τέτοια προοπτική δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα της προυντονικής επιρροής στους συγγραφείς της Διακήρυξης της 19ης Απριλίου, αλλά ένα σταθερό θέμα που βρίσκεται σε όλες τις πράξεις και τους λόγους των κομμουνάρων στο Παρίσι και ήταν, με τον ίδιο τρόπο, παρόν στις προσπάθειες να επεκταθεί η Κομμούνα στις επαρχίες: στη Λυών, τη Mασσαλία, την Tουλούζη, το Kρεζό, τη Λιμουζίν, το Σεντ Eτιέν, την Τουλούζη και τη Ναρμπόν.

Άλλωστε το Παρίσι δεν ήταν μια οποιαδήποτε κοινότητα αλλά το σύμβολο της Γαλλικής Επανάστασης και της ελευθερίας της μεγάλης πόλης, στην οποία χτυπά η καρδιά της εργατικής τάξης και διαμορφώνονται οι όροι της εξέγερσης. Το Παρίσι εξ ορισμού αντιπαρατέθηκε στις Βερσαλλίες, διεκδικώντας την αντίσταση στους Πρώσους και έτσι εξέφρασε γενικά τον γαλλικό λαό.

Οι αρμοδιότητες ενός κράτους σε μαρασμό, όπως ήταν η Κομμούνα και όπως έβλεπε τα ομόσπονδα κύτταρα – κομμούνες, με τη σύνθεση άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, δεν ήταν αυτές ενός συνηθισμένου δήμου.

Αφορούσαν

 Την ψήφιση του κοινοτικού προϋπολογισμού, την επιβολή και τη διανομή των φόρων, την κατεύθυνση των τοπικών υπηρεσιών, την οργάνωση της δικαιοσύνης, της αστυνομίας και της εκπαίδευσης, τη διοίκηση της κοινοτικής ιδιοκτησίας.

Την εξουσία του δήμου στον ορισμό, με εκλογή ή εντολή, με πλήρη υπευθυνότητα και μόνιμο δικαίωμα ελέγχου και ανάκλησης όλων των δικαστών και των κοινοτικών αξιωματούχων.

Την απόλυτη εγγύηση της ελευθερίας του ατόμου, της ελευθερίας της συνείδησης και της ελευθερίας στην εργασία.

Τη μόνιμη παρέμβαση των πολιτών στις κοινοτικές υποθέσεις, από την ελεύθερη έκφραση των ιδεών τους και την ελεύθερη υπεράσπιση των συμφερόντων τους.

Την οργάνωση της Άμυνας της Πόλης και της Εθνικής Φρουράς, που εκλέγει τους επικεφαλής της και έχουν πλήρη υπευθυνότητα στη διατήρηση της τάξης στην πόλη τους.

Φυσικά οι κομμουνάροι δεν είχαν καιρό να σκεφτούν την αδυναμία δημιουργίας ομόσπονδης ένωσης ελεύθερων κοινοτήτων, όταν οι περισσότερες κοινότητες και μάλιστα αυτές της υπαίθρου ήταν πληθυσμιακά πολύ μικρές και πολιτικά συντηρητικές.

Σε κάθε περίπτωση, αναγνώριζαν το εθνικό κράτος, αν και αποτέλεσαν το αντίπαλο δέος της Αυτοκρατορίας: το Παρίσι σε αντιπαράθεση με τις Βερσαλλίες.

Αλλά το ζήτημα της συγκρότησης ενός κράτους σε μαρασμό με αντιστροφή της πυραμίδας, αυτής που έχουμε γνωρίσει μέχρι σήμερα, μετά την ύπαρξη της Κομμούνας εκκρεμεί. Μπορούμε να δούμε κοινούς τόπους με τη μορφή της αυτοδιοίκησης στην Ελεύθερη Ελλάδα, δεν είναι, όμως, αυτό το θέμα μας.

Θέλω μόνο να επισημάνω ότι η Κομμούνα δεν αποτελεί ένα ατελές στάδιο της εργατικής επανάστασης, που θα έπρεπε να ξεπεράσει το κομμουνιστικό κίνημα κάνοντας κριτική στα λάθη της, τα οποία συμπυκνώνονται, για πολλούς μαρξιστές, κυρίως στη χαλαρή οργανωτική δομή, την έλλειψη καθοδήγησης από οργανωμένες επαναστατικές δυνάμεις και την απώλεια χρόνου στην εκλογική διαδικασία.

Η ιστορία δεν προχωρεί με στάδια προόδου, ούτε είναι μια σκάλα που οδηγεί στον ουρανό. Τα πρωτότυπα και ισχυρά στοιχεία της Κομμούνας ήταν αυτά που ορισμένοι θα ονομάσουν δημοκρατικά και ελευθεριακά, και όχι για να τα επαινέσουν: η απουσία διαχωριστικών γραμμών μεταξύ συμβούλων και κομμουνάρων, η προσφυγή στη λαϊκή ψήφο, ο απλός και καθαρός εξισωτισμός, ο καταμερισμός αρμοδιοτήτων εξίσου σε όλους, η ενότητα των διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων της και η ευρεία συμμαχία των λαϊκών τάξεων που δημιούργησε. Η δυνατή ψυχή της Κομμούνας ήταν οι πιο απόκληροι της ζωής. Αγκάλιασε τους φτωχούς, τις γυναίκες και τα παιδιά, χωρίς ηθικολογίες και ταμπού καταγωγής. Τίμησε όλους αυτούς και εκείνοι το ανταπέδωσαν με τη ζωή τους. Ας το γνωρίζουν όσοι σήμερα βουλιάζουν στο συντηρητικό καθωσπρεπισμό της αριστεράς.

Είναι προς τιμήν του Μαρξ ότι υπερασπίστηκε θερμά την Κομμούνα έναντι αυτών που θεώρησαν ότι αντικαθιστούσε το ισχυρό έθνος – κράτος, παράγοντα της κοινωνικής παραγωγής και ότι επανέφερε μια ομοσπονδία κρατιδίων, όπως την είχαν οραματιστεί ο Μοντεσκιέ και οι Γιρονδίνοι. Ο Μαρξ εξαίρει τα δημοκρατικά και αντιιεραρχικά στοιχεία της Κομμούνας: την κατάργηση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και του πολιτικού καταμερισμού μεταξύ ειδικών και μη ειδικών.

Όταν λέει ότι «το σημαντικότερο κοινωνικό μέτρο της Κομμούνας είναι η ίδια η ύπαρξή της» έχει δίκιο. Γιατί η Κομμούνα ήταν η ζωντανή απόδειξη της δυνατότητας των από κάτω να αναλάβουν τις κοινές τους υποθέσεις, να δημιουργήσουν αυτόνομους θεσμούς και να αυτοκυβερνηθούν.

Από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας των αστικών κοινωνικών κινημάτων, ο ManuelCastells είδε στην Κομμούνα ένα παράδειγμα της θεωρητικής του αναζήτησης στο έργο «Η πόλη και οι από κάτω». Αναζητώντας ένα κοινό τόπο για τα αστικά κινήματα, ο Castells, όπως και ο μαρξιστής φιλόσοφος HenryLefebvre, ερευνά την Κομμούνα ως αστική επανάσταση. Κάτω απ’ αυτή την οπτική η Κομμούνα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σημείο επαφής ανάμεσα στις αστικές αντιθέσεις και το εμφανιζόμενο εργατικό κίνημα, τόσο στις πιο αρχαϊκές πλευρές της (η επανάσταση των αβράκωτων ενάντια στις αδικίες της εξουσίας) όσο και στα πιο προβλεπτικά του μέλλοντος θέματά της (η αυτοδιαχείριση της κοινωνίας).

Κατά τον Castells, η Κομμούνα ήταν μια αστική επανάσταση σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Πρώτ’ απ’ όλα, ήταν ένα κίνημα σε αντίθεση με την αγροτική κοινωνία, δηλαδή όχι μόνο με τις κυρίαρχες τάξεις αλλά με το σύνολο των τάξεων και των ομάδων που αποτελούσαν τον κοινωνικό κόσμο της Γαλλικής υπαίθρου στον 19ο αιώνα. Υπήρξε μια δεύτερη αστική διάσταση της Kομμούνας, πιο κοντά στα σύγχρονα ενδιαφέροντα, που αφορά στο λαϊκό αίτημα της διαγραφής των ενοικίων και, μέσω αυτού στον έλεγχο της κερδοσκοπίας της γης και την αντιμετώπιση της κρίσης της κατοικίας. Στο τρίτο (και πιο γενικό) επίπεδο, η επανασύσταση του κράτους στη βάση του κοινοτικού μοντέλου ήταν το διακύβευμα. Για την Κομμούνα του Παρισιού, η πόλη ήταν ουσιαστικά μια ιδιαίτερη πολιτική κουλτούρα, μια μορφή λαϊκής δημοκρατίας, που άρθρωνε τη δημοκρατία των από κάτω και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία για να αναδιοργανώσει το έθνος μέσω της σύνδεσης ανάμεσα σε διαδοχικά επίπεδα της πολιτικής εκπροσώπησης.

Η Κομμούνα έδωσε νέα νοήματα στη ζωή και τον δημόσιο χώρο της πόλης, που έλαμψε με τη λαϊκή παρουσία. Στους οριοθετημένους λειτουργικά και κοινωνικά – ταξικά χώρους της πόλης, έσπασε τις διαχωριστικές γραμμές, ανέτρεψε τους κυρίαρχους συμβολισμούς, απελευθέρωσε τις δυνατότητες χρήσης. Μέσα από τα αποτυπώματα της ατομικής και συλλογικής δράσης η πόλη επαναχρησιμοποιήθηκε και επανανοηματοδοτήθηκε, δίνοντας τη δυνατότητα σε χιλιάδες ανθρώπους να την οικειοποιηθούν. Η Κομμούνα ήταν η δημόσια σφαίρα του λόγου και του δρόμου και η ανακατάληψη του χρόνου που κυλούσε θλιβερά μέσα στις ώρες της καταναγκαστικής εργασίας και είχε συνθλιβεί στους ρυθμούς της επιβίωσης.

Ο μετασχηματισμός της πόλης, του ρυθμιζόμενου χώρου και χρόνου, μέσα από την επανάσταση στην καθημερινή και δημόσια ζωή, διαμορφώνει την ολοκληρωμένη ταυτότητα των κομμουνάρων. Ακριβώς σ’ αυτή τη γεύση της ζωής που τους ανήκει αναφέρεται ο Μάρέι Μπουκτσίν, μιλώντας για τους κομμουνάρους της Μπελβίλ «Αντιμετωπίζοντας μια αιματηρή σύγκρουση και μια σχεδόν βέβαιη ήττα, οι κομμουνάροι κλώτσησαν τη ζωή τους με την αυταπάρνηση των ανθρώπων οι οποίοι, έχοντας γευτεί την εμπειρία του ανοιχτού, δεν μπορούν πλέον να επιστρέψουν στα φέρετρα της καθημερινής ρουτίνας, της δουλειάς και της παραίτησης. Έκαψαν το μισό Παρίσι, μαχόμενοι ως το τέλος στα υψώματα της περιοχής τους».

Στη μνήμη της Κομμούνας, λοιπόν!

   

Ετικέτες