Μητσοτάκης-Χατζηδάκης πετσοκόβουν τις συντάξεις χηρείας και αναπηρίας!
Πολλές φορές μια «μικρή» είδηση αποκαλύπτει μεγάλες αλήθειες.
Η απόφαση της κυβέρνησης να ενεργοποιήσει μέσα σε αυτή τη δραματική συγκυρία τις «προβλέψεις» των μνημονιακών ασφαλιστικών νόμων και να περικόψει δραστικά (μέχρι και κατά 268,8 ευρώ κατά μήνα) τις συντάξεις χηρείας και αναπηρίας, δηλαδή το εισόδημα των ασθενέστερων και πιο ευάλωτων συνταξιούχων, λέει πολλά για το πραγματικό πρόγραμμα και το στρατηγικό προσανατολισμό της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Επίθεση στις συντάξεις
Ο μέσος όρος των συντάξεων θανάτου που παρέχει ο ΕΦΚΑ στους/στις δικαιούχους είναι μόλις 438,15 ευρώ (μικτά!). Αυτό το μηνιαίο «εισόδημα» βάζει στο στόχαστρο η κυβέρνηση και από αυτή τη δεξαμενή επιλέγει ο Χατζηδάκης να κάνει περικοπές και να «εξοικονομήσει πόρους». Πρόκειται για τους ανθρώπους που μέσα στα μνημονιακά χρόνια υπέστησαν 11 διαδοχικές περικοπές στις συντάξεις και οδηγήθηκαν –χωρίς καμιά εναλλακτική καθώς βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία– σε μηνιαίο εισόδημα πείνας. Για ανθρώπους που έχουν σήμερα να αντιμετωπίσουν τη σκοτεινή απειλή της πανδημίας, το υψηλό κόστος της «ατομικής ευθύνης», και το κύμα της ακρίβειας που σαρώνει στα είδη πλατιάς-αναγκαίας λαϊκής κατανάλωσης. Πρόκειται για ολοφάνερο κοινωνικό κανιβαλισμό.
Για να προχωρήσει σε αυτό το θεάρεστο σχέδιο, ο «σούπερμαν» Χατζηδάκης ενεργοποιεί ένα ασφαλιστικό πραξικόπημα, που πρέπει να λειτουργήσει ως προειδοποιητικός συναγερμός για το μέλλον που επιφυλάσσουν σε ευρύτερες ομάδες συνταξιούχων. Είναι γνωστό ότι στο δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα η θεμελιώδης μονάδας υπολογισμών είναι η σύνταξη, που κατοχυρώνεται από τις εισφορές του κάθε δικαιούχου. Ο Χατζηδάκης σήμερα λέει ότι θεμελιώδης μονάδα είναι ο/η δικαιούχος και ότι ο καθένας/καθεμιά δικαιούται να εισπράττει μόνο μια φορά το τμήμα της σύνταξης που ο νόμος Κατρούγκαλου ονόμασε «εθνική σύνταξη». Ανοίγει έτσι το δρόμο στις περιπτώσεις «διπλής» σύνταξης (συνηθέστερα στην επίμαχη απόφαση σύνταξης αναπηρίας και σύνταξης χηρείας) ο/η δικαιούχος να χάνει το τμήμα της «εθνικής» που αντιστοιχεί στη δεύτερη σύνταξή του! Έτσι συνταξιοδοτικές προσδοκίες που κατοχυρώθηκαν από εισφορές δεκαετιών, μέσα σε μια νύχτα γράφονται στο σφουγγάρι… Δεν χρειάζεται μεγάλη προνοητικότητα για να καταλάβει κανείς ότι με τέτοιες «εξυπνάδες» θα βρεθούν σε κίνδυνο πολλές άλλες δικλείδες του ασφαλιστικού συστήματος, οδηγώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στο κατώτατο επίπεδο παροχών. Γι’ αυτό οι συνταξιούχοι αλλά και όλο το εργατικό κίνημα, θα πρέπει να θεωρήσουν αυτή την απαράδεκτη απόφαση ως πρόκληση για γενικευμένη μάχη.
Είναι αλήθεια ότι αυτές τις δυνατότητες για περικοπές άνοιξε ο νόμος Κατρούγκαλου, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις και προβλέψεις της τρόικας, δέχθηκε να διασπάσει την ως τα τότε ενιαία οντότητα της σύνταξης σε τμήματα: στην «εθνική» (τάχα προνοιακού χαρακτήρα) και στην «ανταποδοτική» (αυτήν που, τάχα, μόνο κατοχυρώνουν οι καταβληθείσες εισφορές). Είναι ένα ακόμα παράδειγμα για τις συνέπειες της μνημονιακής προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα αξιοποιούν οι βεριτάμπλ νεοφιλελέ της ΝΔ. Παρόλα αυτά, οι ευθύνες για την ενεργοποίηση αυτής της απολύτως ανάλγητης δυνατότητας περικοπών, βαρύνουν πλέον τους Μητσοτάκη-Χατζηδάκη.
Ακρίβεια
Ασφαλώς αυτό το φαινόμενο κοινωνικού κανιβαλισμού δεν είναι απομονωμένο. Η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά κάθε πολιτική παρέμβαση με στόχο τον έλεγχο των τιμών σε κρίσιμα αγαθά (πχ στο κόστος των τεστς που έχει ήδη γίνει δυσβάσταχτο, ή στις τιμές των βασικών τροφίμων που έχουν «ξεφύγει»).
Τα μέτρα στήριξης των λαϊκών νοικοκυριών απέναντι στην πρωτοφανή ακρίβεια στην ενέργεια, αποδείχθηκαν κρύο ανέκδοτο και μάλιστα στη μέση του χειμώνα και σε συνθήκες πανδημίας. Οι «αυξήσεις» στον κατώτατο μισθό δεν μπορούν ούτε καν να χαρακτηριστούν φιλοδώρημα, όταν ο πληθωρισμός προσεγγίζει επισήμως το 5%. Και αυτά όταν οι πρώτες «παρηγορητικές» δηλώσεις ότι ο πληθωρισμός και η ακρίβεια είναι παροδικά προβλήματα, ανατικαθίστανται πλέον από εκτιμήσεις των διεθνών «θεσμών» ότι πρόκειται για ενδημικά φαινόμενα που θα μας συντροφεύουν σε μακρά περίοδο.
Είναι ολοφάνερο ότι γίνεται αναγκαία και επιτακτική η πάλη για την επιβολή ενός έκτακτου «προγράμματος» κοινωνικής ανακούφισης που στο κέντρο του οφείλει να έχει τα αιτήματα για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, αλλά και μια μεγάλη ενίσχυση της χρηματοδότησης των κοινωνικών δαπανών.
Όμως, τη στιγμή που η κυβέρνηση στέκεται απολύτως αδιάφορη απέναντι σε αυτά τα προβλήματα, ταυτόχρονα υιοθετεί απολύτως διαφορετική στάση όταν ασχολείται με τα ζητήματα των καπιταλιστών και των πλουσίων.
Όλα για τους καπιταλιστές
Την ώρα που βάζει χέρι στις συντάξεις χηρείας και αναπηρίας, δηλώνει αποφασισμένη να επιταχύνει την πολιτική φοροελαφρύνσεων και μείωσης των εργοδοτικών εισφορών που υποσχέθηκε στους «αναξιοπαθούντες» καπιταλιστές. Το εκλογικό σχέδιο του Μητσοτάκη θα πάρει, λέει, σοβαρά υπόψη τη «διαχείριση πόρων» του Ταμείου Ανάκαμψης που από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 θα αρχίσουν να φτάνουν στα ταμεία των επιχειρήσεων. Ειδικά στους τομείς της «πράσινης μετάβασης» και της «ψηφιακής οικονομίας», πέρα από τα θαλασσοδάνεια και τις επιχορηγήσεις κάθε είδους, η επιδότηση της «απασχολησιμότητας» θα φτάνει στο 100% των μισθών και των εργοδοτικών εισφορών. Και ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει μια βροχή δισεκ. ευρώ για τους εξοπλισμούς, μια διαρκή αύξηση των δημόσιων πόρων που θα διατεθούν προς τους διεθνείς εμπόρους όπλων, αλλά και στις δεκάδες ντόπιες Α.Ε. που τα τελευταία χρόνια πολλαπλασιάζονται στον τομέα παραγωγής και εμπορίας οπλικών συστημάτων.
Έχουμε απέναντί μας μια κυβέρνηση που αξιοποιεί κάθε ευκαιρία για να περικόψει πόρους που αφορούν τις ανάγκες της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Που, ταυτόχρονα, αξιοποιεί κάθε ευκαιρία για να προσανατολίσει όλο και περισσότερους δημόσιους πόρους προς την ικανοποίηση των αιτημάτων του «κόσμου του επιχειρείν», ακόμα και αν πρόκειται γα αιτήματα παράλογα, για αιτήματα σε σύγκρουση με τη γενική αίσθηση δικαίου μέσα σε τούτη τη δύσκολη συγκυρία.
Ανατροπή
Αυτές οι δύο όψεις της κυβερνητικής πολιτικής είναι αλληλένδετες, είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους. Και μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί με άλλη μέθοδο, παρά με τη μέθοδο της ανατροπής. Η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει αυτό το καθήκον, είναι συνδεδεμένη με τα πεπραγμένα του ως κυβέρνηση, όπως αποδεικνύεται και από την υπόθεση του νόμου Κατρούγκαλου. Το πολιτικό κενό που δημιουργείται έτσι, μπορεί να καλυφθεί μόνο με τη μεγαλύτερη ενεργοποίηση του κόσμου από τα κάτω, που –για άλλη μια φορά– καλείται από τη συγκυρία να ανατρέψει μια αντιδραστική και δολοφονικά επικίνδυνη κυβέρνηση.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά