Failed State. Ως «αποτυχημένα» κράτη χαρακτηρίζει συνήθως η αγγλόφωνη δημοσιογραφική αργκό τις διοικήσεις φτωχών χωρών του Νότου που παύουν να επιτελούν το ρόλο τους στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας.
Καθώς ο όρος επιφυλάσσεται συνήθως για «εχθρούς», δεν θα το δει κανείς να χρησιμοποιείται για τη σύγχρονη Ελλάδα. Αλλά πραγματικά πώς αλλιώς μπορεί κανείς να αποτιμήσει τη συσσωρευμένη εμπειρία της κρατικής ανταπόκρισης στις πυρκαγιές του καλοκαιριού, στον πρόσφατο χιονιά και στη 2ετή πανδημία;
Ενα κοινωνικό κράτος που δεν είχε καν ως σημείο αφετηρίας τις «μέρες δόξας» άλλων ευρωπαϊκών χωρών, διαβρώθηκε επί δεκαετίες από τον νεοφιλελευθερισμό και υπέστη μια βίαιη υποβάθμιση στα χρόνια των μνημονίων. Και τις συνέπειες βιώνουμε συστηματικά τα τελευταία χρόνια.
Η Πολιτική Προστασία εξαντλείται στο να στέλνει SMS (για να εκκενώσουμε τα σπίτια μας ή να μείνουμε σε αυτά, ανάλογα την απειλή) και από εκεί και πέρα, «δική μας ευθύνη» ό,τι μας συμβεί και το κράτος «είπε και ελάλησε και αμαρτίαν ουκ έχει».
Οσα ζούμε τα τελευταία χρόνια αποτελούν ένα δριμύ «κατηγορώ» κατά του νεοφιλελευθερισμού και του χιλιοτραγουδημένου ιδιωτικού τομέα. Η μετωπική επίθεση στο «σπάταλο δημόσιο» ξεγύμνωσε πολύτιμες υπηρεσίες που θα αποτελούσαν την πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στις πυρκαγιές, στο χιονιά, στην πανδημία. Παρέδωσε κρίσιμες λειτουργίες στην «επιχειρηματικότητα», είτε γιατί παρουσιάστηκαν ως ένα ακόμα «εμπόρευμα», είτε γιατί η κοινή γνώμη βομβαρδίστηκε με απόψεις για την ανωτερότητα του ιδιωτικού τομέα να προσφέρει επαρκείς υπηρεσίες που θα άξιζαν τάχα τον κόπο του αντίτιμου.
Τα αποτελέσματα τα βιώσαμε στους αποκλεισμούς στην Αττική Οδό, που έχει βγάλει υπερκέρδη γιατί μας κάνει την τιμή να την χρησιμοποιούμε και ζητά και υπέρογκες αποζημιώσεις όταν δεν την χρησιμοποιήσαμε λόγω πανδημίας (Περνάς; Πληρώνεις. Δεν περνάς; Πάλι πληρώνεις). Τα βιώνουμε με τον ΔΕΔΔΗΕ, όπου με τα λόγια γνωστού κωμικού, «τρέμουμε μην φύγει το ρεύμα και τρέμουμε κι όταν έρθει το ρεύμα». Τα βιώνουμε στα υπερφορτωμένα δημόσια νοσοκομεία την ώρα που στις ιδιωτικές κλινικές (στις οποίες ωθούνται όλα τα μη-covid περιστατικά) ή στην τιμή των τεστ και των μασκών ο «επιχειρηματικός κόσμος» επιδίδεται στη νόμιμη εκδοχή της παλιάς καλής τέχνης που κάποτε αποκαλούσαμε μαυραγοριτισμό.
Αυτή η απόσυρση του κράτους και η παράδοση κρίσιμων λειτουργιών στους ιδιώτες δεν αφορά κάποια αντικειμενική «δημοσιονομική» ανάγκη. Τα τελευταία χρόνια έχουν δαπανηθεί θηριώδη ποσά για πανάκριβα πολεμικά εργαλεία. Τα πολυδιαφημισμένα Ραφάλ έχουν γίνει ανέκδοτο. Σβήνουν φωτιές; Ρίχνουν αλάτι; Αναχαιτίζουν τον ιό; Όλα αυτά τα χρόνια, πόσες απώλειες μετράμε από όλα όσα δεν κάνουν τα πολεμικά αεροπλάνα και πόσες από «τον Τούρκο»;
Η αντίφαση γίνεται κραυγαλέα από το γεγονός ότι αυτή η πλήρης χρεοκοπία του νεοφιλευθερισμού εξελίσσεται ενώ βρίσκεται στην κυβέρνηση η πιο νεοφιλελεύθερα «ταλιμπανική» πτέρυγα της πιο αυθεντικής αστικής παράταξης, που έχει κάνει περήφανα λάβαρο το «όλα στους ιδιώτες!».
Αυτός είναι ο λόγος που μια αριστερή αντιπολίτευση θα σήκωνε το αίτημα της ανατροπής της κυβέρνησης της ΝΔ. Αντ’ αυτού, έχουμε μια «αριστερή» αντιπολίτευση που επιλέγει να υποβιβάσει όλη την πολιτική αντιπαράθεση στο επίπεδο των «αχρήστων» και της «επιτελικής» ανικανότητας του Μαξίμου. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί δάφνες «κυβερνησιμότητας» και αφήνει -σκόπιμα- στο απυρόβλητο τα πραγματικά ζητήματα πολιτικής στρατηγικής, όπως η συνεργασία με τον «ιδιωτικό τομέα», η οποία άλλωστε χαρακτήρισε την «πρώτη φορά Αριστερά» και έχει πλέον εξελιχθεί σε «ταυτοτικό» χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο επιδιώκουν να (ξανα)κυβερνήσουν στην Κουμουνδούρου.
Από τους εθελοντές στις πυρκαγιές του καλοκαιριού και την αλληλεγγύη στους πληγέντες, ως την αλληλεγγύη που εκδηλώθηκε κατά τους αποκλεισμούς στα χιόνια, κι από τους αγώνες των υγειονομικών ως την οικειοθελή προσπάθεια των ανθρώπων να προστατευτούν και να προστατεύουν εν μέσω κυβερνητικής «ανεμελιάς» μπροστά την «Όμικρον» (η πολυδιαφημισμένη «ηπιότητα» της οποίας συνοδεύεται από νέα ρεκόρ καθημερινών θανάτων μέσα στο Γενάρη) έχει γίνει καθαρό ότι «μόνο ο λαός σώζει το λαό».
Αυτό το σύνθημα πρέπει να αποκτήσει και την πολιτική και κοινωνική-διεκδικητική του διάσταση. Δέκα χρόνια πριν, το πολύμορφο κίνημα ενάντια στα μνημόνια έδινε την κορυφαία του μεγάλη μάχη, όταν οι δρόμοι της Αθήνας ζούσαν το πλησιέστερο που έχουμε δει σε εξέγερση, ενάντια στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Δεν φτάσαμε σε μια τέτοια κορύφωση «από το πουθενά», είχαν προηγηθεί μικρές και μεγάλες μάχες. Δεν ήταν το τοπίο των πολιτικών συσχετισμών ευνοϊκό, αυτοί ανατράπηκαν στους δρόμους, απέναντι στο Ενιαίο Μέτωπο της τότε εθνικής συναίνεσης. Σε έναν αντίστοιχο δρόμο έχουμε να βαδίσουμε σήμερα. Ξεκινώντας από μικρούς και μεγάλους αγώνες, ενάντια στη σημερινή καταθλιπτική συναίνεση εντός Βουλής, γνωρίζοντας ότι τέτοιου μεγέθους κοινωνικές-πολιτικές αναμετρήσεις παραμένουν εφικτές.
Με την επίγνωση ότι μόνο μέσα από την σοβαρή κι ειλικρινή επένδυση σε αυτούς τους κοινωνικούς αγώνες μπορεί να ανασυγκροτηθεί και η αναγκαία πολιτική απάντηση.
Στη Γαλλία, εξελίσσεται μια ζοφερή δεξιά μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού παρά τη σχετική «ζωντάνια» των κοινωνικών κινημάτων και της κριτικής σκέψης, ακριβώς επειδή η Αριστερά δεν έχει κατορθώσει να χτίσει ένα πολιτικό σχέδιο -σε οργανική σχέση με τους κοινωνικούς αγώνες- κι όχι απλώς να παρουσιάσει μια εκλογική πρόταση «στην τελική ευθεία». Παρόμοιους κίνδυνους αντιμετωπίζουμε και εδώ.
Παράλληλα χρειάζεται αυτή η προσπάθεια πολιτικής ανασυγκρότησης να πάει πιο μακριά από την «πρώτη φορά». Η συζήτηση στη Χιλή, για τη σχέση της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με τα κινήματα που οδήγησαν στις μεγάλες πολιτικές ανατροπές εκεί, και την ανάγκη να μην υποκλιθούν στις φωνές που ζητούν αυτοπεριορισμό «σε αυτό που είναι εφικτό» για να μη «διχάσουμε το στρατόπεδό μας», αποτελεί μια άλλη πολύτιμη βοήθεια στην προσπάθεια αναπροσανατολισμού των ανθρώπων της εδώ μαχόμενης Αριστεράς.
Οι διαρκείς αποτυχίες του συστήματος να αντιμετωπίσει στοιχειωδώς τις ανθρώπινες ανάγκες και τα αντανακλαστικά αλληλεγγύης των απλών ανθρώπων κάνουν όλο και πιο σαφές ότι -όπως έλεγαν κάποτε κι οι εργάτες της ΒΙΟΜΕ παίρνοντας την παραγωγή από τα χέρια των «αναξιοπαθούντων» αφεντικών- «Αν δεν μπορείτε εσείς, μπορούμε εμείς». Η συγκρότηση αυτού του «εμείς» στη μεγάλη κλίμακα, είναι το σκληρό και παρατεταμένο επίδικο της εποχής που ζούμε.