Η πτώση της Λιζ Τρας δημιούργησε ιστορικό ρεκόρ (45 μέρες στην πρωθυπουργία) και ένα μεγάλο πονοκέφαλο στον εκδοτικό οίκο που είχε ανακοινώσει για τον Δεκέμβρη την κυκλοφορία ενός νέου βιβλίου για την άνοδό της. Αλλά πέρα και πάνω από αυτά, αποτέλεσε ένα σύμπτωμα μιας τριπλής κρίσης στο Ηνωμένο Βασίλειο, οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής.
Η οικονομική κρίση και τα τρασονόμικς
Οι προοπτικές της διεθνούς οικονομίας είναι συνολικά δυσμενείς, αλλά σύμφωνα με όλο και περισσότερους αναλυτές, είτε μαρξιστές είτε συστημικούς, η Βρετανία μοιάζει να είναι ο «μεγάλος ασθενής» σε αυτήν την κρίση. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει μια οικονομία που υποχωρεί σε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με άλλες, αντιμετωπίζει εξαιρετικά υψηλό πληθωρισμό (τον μεγαλύτερο στο G10 και υψηλότερο από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες), έχει συσσωρεύσει τα τελευταία χρόνια ένα σημαντικό έλλειμα στο ισοζύγιο πληρωμών, καθώς η λίρα χάνει την αξία της και εισάγει περισσότερα και ακριβότερα. Πρόσφατα η Ντόιτσε Μπανκ προειδοποίησε με σημείωμα τους πελάτες της ότι η Βρετανία τείνει να αποκτήσει οικονομικό προφίλ «αναδυόμενης αγοράς» (μεταξύ «αναπτυσσόμενων» και «αναπτυγμένων»).
Σε αυτό το φόντο, η Λιζ Τρας παρουσίασε μια απάντηση που προκάλεσε αναστάτωση στις αγορές και μια συντριπτική (και τελικά αποτελεσματική) επίθεση «πειθάρχησης» της κυβέρνησης μιας μεγάλης οικονομίας, που φανέρωσε την ευάλωτη θέση στην οποία έχει βρεθεί ο βρετανικός καπιταλισμός.
Τα λεγόμενα «τρασονόμικς» συνδύαζαν μια θηριώδη αύξηση των κρατικών δαπανών με σκανδαλωδώς γενναιόδωρες φοροαπαλλαγές στους πλούσιους. Για να γίνει εφικτός αυτός ο συνδυασμός ραγδαίας αύξησης δαπανών/μεγάλης μείωσης εσόδων, η Τρας ανακοίνωσε ότι θα προχωρούσε στο μεγαλύτερο κρατικό δανεισμό μετά το 1972. Τα προηγούμενα χρόνια, τα κράτη στηρίχθηκαν στην αύξηση του δανεισμού τους για να αντιμετωπίσουν κρίσεις (πχ συνέπειες πανδημίας), αλλά σε μια εποχή που οι Κεντρικές Τράπεζες ακολουθούσαν την πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης», διατηρώντας μηδενικά επιτόκια, αγοράζοντας κρατικά χρέη, διασφαλίζοντας έτσι πρόσβαση σε «φτηνό χρήμα».
Αυτή η εποχή όμως έχει φτάσει στο τέλος της, καθώς όλες οι Κεντρικές Τράπεζες ακολουθούν την αμερικανική Fed σε μια πολιτική αύξησης των επιτοκίων με στόχο (αμφίβολο να επιτευχθεί) την αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Η Τράπεζα της Αγγλίας συμμερίζεται αυτή την κατεύθυνση και το πρόγραμμα της Τρας προκάλεσε σοκ, καθώς ερχόταν σε μια περίοδο που το κόστος δανεισμού του αγγλικού κράτους αυξάνεται σημαντικά.
Η Τρας ισχυριζόταν ως ούλτρα-θατσερική ότι οι φοροαπαλλαγές θα έφερναν ανάπτυξη και έτσι θα παρέμενε διαχειρίσιμο το αυξημένο δημόσιο χρέος. Μόνο που τα λεγόμενα «trickledown economics» έχουν αποδειχθεί το απόλυτο παραμύθι, από συσσωρευμένα εμπειρικά δεδομένα δεκάδων χωρών σε διάρκεια δεκαετιών. Αυτό ασφαλώς το γνωρίζουν καλά οι τραπεζίτες, οι οποίοι ενδιαφέρονται βασικά να μην χάσουν τα λεφτά τους και στην ουσία είπαν στην Τρας: Καλό το παραμύθι για τα μακροοικονομικά μακροπρόθεσμα οφέλη των φοροαπαλλαγών στους πλούσιους, αλλά για τους πλεμπαίους, όχι σε μας αυτά.
Με τον μίνι-προϋπολογισμό της Τρας να βρίσκεται πλέον στα σκουπίδια, οι αγορές «ηρέμησαν» κάπως. Αλλά παραμένει η εικόνα της ασθένειας του βρετανικού καπιταλισμού, που αποκαλύφθηκε εκκωφαντικά τις μέρες της κρίσης. Σε ένα άρθρο μαρξιστικής κριτικής στα «Τρασονόμικς», η Κέιτ Ντιρ αναδεικνύει ότι το ανέφελο απεριόριστο τύπωμα χρήματος είναι πολιτικό προνόμιο πανίσχυρων κρατών, για να καταλήξει: «Και αυτήν τη στιγμή, η Βρετανία θυμίζει περισσότερο την Αργεντινή παρά τις ΗΠΑ».
Κρίση στους Τόρηδες και στο κράτος
Η βαθιά αγωνία του βρετανικού καπιταλισμού είχε κρυφτεί πίσω από μια εικόνα που δείχνει αντιφατική: Την απογείωση των κερδών τα τελευταία 2 χρόνια. Αυτή όμως -σημειώνουν οι πιο προσεκτικοί μαρξιστές οικονομολόγοι- δεν αναιρεί την κυρίαρχη τάση κάμψης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, η οποία αναμένεται να εκδηλωθεί πιο δραματικά καθώς η οικονομία οδεύει προς πιθανή νέα ύφεση.
Κάτι αντίστοιχο μπορεί να ειπωθεί και για το κόμμα των Τόρηδων. Στις εκλογές του 2019 νίκησαν άνετα, ανακτώντας και σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό την εκλογική υποστήριξη που απολάμβαναν κατά την κυριαρχία τους στη δεκαετία του ’80 και τις αρχές του ’90. Αλλά αυτές οι νίκες δεν αναιρούσαν την κυρίαρχη τάση παρακμής και κρίσης του κόμματος, η οποία επίσης αναμένεται να εκδηλωθεί πιο δραματικά, ή μάλλον εκδηλώνεται ήδη.
Οι Τόρηδες δικαιούνταν κάποτε να καμαρώνουν ως το πλέον ριζωμένο, ικανό στη διακυβέρνηση, συνεκτικό και στρατηγικά αποτελεσματικό πολιτικό δημιούργημα αστικής τάξης. Αυτή η περιγραφή μοιάζει μακρινή ανάμνηση, αν αναλογιστεί κανείς τη διαδρομή από τον «ηλίθιο που πυροβόλησε το πόδι του» Ντέιβιντ Κάμερον, στην «κυβέρνηση-ζόμπι» της Τερέζα Μέι κι από τον «Κλόουν ΜποΤζο» στις 45 μέρες της Λιζ Τρας.
Η διαδικασία που έκανε περίγελο το ελίτ κόμμα μιας από τις πιο έμπειρες αστικές τάξεις στον πλανήτη είναι πολυσύνθετη. Αφορά τις αλλαγές που έφερε ο νεοφιλελευθερισμός στο κράτος, τις γραφειοκρατίες του και τα πολιτικά κόμματα, τη διολίσθηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Αυτοκρατορία προς τη «Μικρά Αγγλία», τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στη σύνθεση και τις συμμαχίες της αστικής τάξης κ.ο.κ.
Αλλά ο πυροδότης κι επιταχυντής της σημερινής οξείας κρίσης είναι το Brexit. Το ρήγμα όσον αφορά τις σχέσεις με την ΕΕ είχε εμφανιστεί από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Όχι άσχετα με τις παραπάνω συνολικότερες αλλαγές, η εναπομείνασα οργανωμένη κοινωνική βάση του κόμματος, ιδιαίτερα στα μεσοστρώματα του Νότου, άρχισε να γαντζώνεται με όλο και μεγαλύτερη θέρμη από μια αφηρημένη επιθυμία («ανάκτησης της κυριαρχίας») που ερχόταν σε αντίφαση με τις επιλογές της μεγάλης αστικής τάξης. Ο Ντέιβιντ Κάμερον εμπνεύστηκε το δημοψήφισμα με στόχο να μπει τέλος στην αέναη εσωκομματική συζήτηση. Κατάφερε να την παροξύνει και -με τη νίκη του Brexit- να μετατρέψει το εσωκομματικό πρόβλημα σε πρόβλημα του κράτους. Το αποτέλεσμα δέσμευε την ωμή πολιτική επιβίωση των Τόρηδων με μια επιλογή στην οποία διαφωνούσε η πλειοψηφία της κοινωνικής τάξης της οποίας τα συλλογικά συμφέροντα είναι δουλειά αυτού του κόμματος να εκπροσωπεί. Αυτή ήταν η βάση της παραλυτικής κρίσης της Τερέζα Μέι, που έληξε με την ανατροπή της από το λόμπι των δεξιών ευρωσκεπτικιστών υπό την ηγεσία του Μπόρις Τζόνσον.
Η υπόσχεση «να ολοκληρωθεί το Brexit» επανέφερε στο εκλογικό μαντρί τις διαρροές προς τον Φάραντζ, ενώ το γεγονός ότι απέναντι ήταν ο Κόρμπιν εξασφάλισε στους Τόρηδες την στήριξη όλης της αστικής τάξης. Όμως φάνηκε σύντομα ότι το δεξιό κόμμα και οι κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες αναφέρεται δεν είχαν ενοποιηθεί γύρω από μια στρατηγική. Η πτώση του Τζόνσον είχε πολλές αιτίες κι αφορμές, αλλά έφερε τη σφραγίδα κάποιων κορυφαίων υπουργών που αποστασιοποιήθηκαν. Σήμερα, ο Economist παρατηρεί ότι η ανατροπή της Τρας «συνέβη χωρίς να υπάρχει καν ηγεσία να την οργανώσει». Τόσο οι σύντροφοι στη Βρετανία όσο και ο διεθνής αστικός Τύπος, περιγράφουν ένα κόμμα κατακερματισμένο σε πολλές μικρές ομάδες, με μόνο κοινό στοιχείο το αμοιβαίο μίσος και μόνο συνεκτικό ιστό (αλλά και πηγή των αλληλομαχαιρωμάτων) το άγχος της εκλογικής επιβίωσης. Αυτός ο κατακερματισμός άλλωστε είχε επιτρέψει στην μικρή ούλτρα-θατσερική ομάδα γύρω από την Τρας να κερδίσει εξαρχής, παρότι δεν είχε σοβαρό ρεύμα υποστήριξης στο κόμμα.
Κοινωνική κρίση: Οι απεργίες
Όλα αυτά θα προσέφεραν μια κάποια απόλαυση ως θέαμα, αλλά δεν θα σήμαιναν και πολλά επί της ουσίας, αν δεν εξελίσσονταν στο φόντο μιας εντυπωσιακής αναθέρμανσης της εργατικής αντίστασης. Από το καλοκαίρι μέχρι σήμερα, η απεργιακή δράση συνεχίζεται με αμείωτη ένταση στο Νησί. Σημαντικοί κλάδοι διεξάγουν μάχες που δεν είναι «απεργίες διαρκείας» με την έννοια της αδιάκοπης απεργιακής δράσης, αλλά έχουν μακρά διάρκεια, με την έννοια των συχνών 24ωρων απεργιών στα πλαίσια ενός πολύ παρατεταμένου προγραμματισμού που γεμίζει το «απεργιακό καλεντάρι» και δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στα αφεντικά.
Στο λιμάνι του Λίβερπουλ, μετά τις δύο εβδομάδες απεργίας τον Σεπτέμβρη κι άλλες 7 μέρες στις αρχές Οκτώβρη, άλλες δύο εβδομάδες απεργίας ξεκίνησαν στις 25 Οκτώβρη. Η απεργία αντιμετωπίζει πλέον και τη σκλήρυνση των εργοδοτικών απειλών: Στη διάρκεια του προηγούμενου κύκλου απεργιακής δράσης, 132 απεργοί δέχτηκαν επίσημες ειδοποιήσεις ότι μπορεί να τεθούν σε διαθεσιμότητα.
Το συνδικάτο CWU (επικοινωνίες) ανακοίνωσε πρόσφατα τις ημερομηνίες των (κυλιόμενων ανά κλάδο ή χώρο δουλειάς) απεργιών που καλύπτουν τις περισσότερες μέρες του Νοέμβρη. Και σε αυτόν τον κλάδο, οι απεργοί αντιμετωπίζουν κλιμάκωση των εργοδοτικών απειλών. Ο γενικός διευθυντής των Βασιλικών Ταχυδρομείων, απειλεί με 10 χιλιάδες απολύσεις αν δεν γίνουν δεκτά από τους απεργούς τα σχέδιά του (για μετατροπή των Ταχυδρομείων σε «κάτεργο» τύπου Άμαζον).
Το RMT, το συνδικάτο στις συγκοινωνίες που «άναψε τη σπίθα», συνεχίζει τις κινητοποιήσεις του, έχοντας προγραμματίσει μέρες (κυλιόμενης) απεργίας στις 5, 7 και 9 Νοέμβρη.
Στο βρετανικό ΕΣΥ, που πρόσφατα δέχτηκε πρόταση για αυξήσεις 4% (το ένα τρίτο του πληθωρισμού), ξεκινά η μεγάλη (και δύσκολη) μάχη των ψηφοφοριών, με στόχο να προκύψουν απεργίες το Δεκέμβρη ή το Γενάρη.
Οι κεντρικές μάχες πλαισιώνονται από πολλές μικρές και συχνά νικηφόρες κινητοποιήσεις. Το εργολαβικό προσωπικό σε ένα νοσοκομείο μετά από 26 ημέρες απεργιών (από τον Ιούνη μέχρι σήμερα), κέρδισε αυξήσεις 14,7% (αναδρομικά από τον Απρίλη), αλλά και δικαιώματα σε επιπλέον άδειες, σε πληρωμένες αναρρωτικές, σε πληρωμή των δύσκολων υπερωριών κ.ά. δικαιώματα που δεν είχαν ως «εργολαβικοί». Σε ένα διυλιστήριο κοντά στο Λίβερπουλ, 1.500 εργαζόμενοι προχώρησαν σε αυθόρμητη-«ανεπίσημη» απεργία. Μετά από την αρχική εργοδοτική αδιαλλαξία («δεν είναι επίσημη, δεν θα κερδίσετε τίποτα έτσι» κλπ), κέρδισαν σημαντικές αυξήσεις, όπως και τα μεροκάματα των 4 ημερών που ήταν σε απεργία.
Αυτές τις εβδομάδες, μια σύντομη επίσκεψη στα σάιτ της βρετανικής ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να «ζαλίσει» από το πλήθος των ραπόρτων για μικρές απεργίες που έγιναν, των προαναγγελιών επί μέρους απεργιών που θα γίνουν, της κάλυψης των πιο κεντρικών κλαδικών μαχών που είναι σε παρατεταμένη εξέλιξη.
Αυτές οι απεργίες αποτελούν μέρος της ερμηνείας και της κρίσης των Τόρηδων. Ασφαλώς, ακόμα και οι πιο «σεσημασμένοι» οπτιμιστές δεν ισχυρίζονται ότι τον Τζόνσον ή την Τρας «τους έριξε το κίνημα», αναγνωρίζοντας ότι η εσωκομματική φαγωμάρα της Δεξιάς έχει έναν αυτόνομο, εσωκομματικό, χαρακτήρα -όπως και ότι η Τρας στην ουσία ανατράπηκε «από τις αγορές». Αλλά ζητήματα που ήδη βράζουν μέσα στο κυβερνητικό κόμμα και τροφοδοτούν τη φαγωμάρα του (οι αντεγκλήσεις περί «ανικανότητας», τα άγχη της εκλογικής επιβίωσης, η απώλεια της εμπιστοσύνης της αστικής τάξης) παροξύνονται όταν απέναντι έχουν ένα ενεργό εργατικό κίνημα, που προσθέτει με τη δράση τους επιπλέον πονοκεφάλους σε μια αστική τάξη με παραφορτωμένο ήδη το κεφάλι της.
Αυτές οι απεργίες αφήνουν το αποτύπωμά τους και στους ενδοαστικούς καυγάδες. Ο νέος υπουργός Οικονομικών, ο Τζέρεμι Χαντ, ανέλαβε καθήκοντα με στόχο να εξαπολύσει -κατά δήλωσή του- «μέτρα που θα προκαλέσουν δάκρυα», για να ικανοποιηθούν οι «αγορές». Αλλά πριν προχωρήσει σε αυτά, ξεκίνησε την θητεία του ακυρώνοντας τις φοροελαφρύνσεις τους πλούσιους και επαναφέροντας την αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων από το 19% στο 25%, κάτι που είχε δρομολογηθεί αλλά το ακύρωνε ο μίνι-προϋπολογισμός της Τρας. Ο άνθρωπος που το 2019 είχε διεκδικήσει το χρίσμα του κόμματός του με σημαία τη μείωση του φόρου των επιχειρήσεων από το 19% στο 12,5%, ασφαλώς προχωρά σε αυτή την κίνηση γνωρίζοντας ότι δεν τον παίρνει -στις σημερινές εκρηκτικές συνθήκες- να ζητήσει ακόμα περισσότερα «δάκρυα» από τους πολλούς ενώ θα μοιράζει αναίσχυντα χαμόγελα στους λίγους.
Αλλά η επίθεση παραμένει. Ο Χαντ έχει ήδη προαναγγείλει την «αναθεώρηση» της πολιτικής κρατικών επιδοτήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος (που αφορούσε μεγάλο τμήμα του δανεισμού που είχε προαναγγείλει η Τρας) και ετοιμάζεται να ανακοινώσει κι άλλες δραστικές περικοπές δημοσίων δαπανών.
Από εκεί προκύπτει η μεγαλύτερη σημασία των απεργιών. Γιατί αυτές είναι η μόνη μέθοδος να παρουσιαστούν οι εργατικές ανάγκες στο προσκήνιο. Οι «από πάνω» μπορεί να διχάζονται για το αν είναι καιρός για νέες φοροαπαλλαγές στους πλούσιους ή όχι. Αλλά κανείς τους δεν αμφιβάλει για την ανάγκη συγκράτησης του εργατικού εισοδήματος. Μπορεί να διαφωνούν για το αν και πόσο μπορεί να συνεχιστεί το τύπωμα νέου χρήματος και ο κρατικός δανεισμός. Αλλά όλοι αποφεύγουν το ζήτημα της αναδιανομής του υπάρχοντος πλούτου. Οι απεργίες στο Νησί, κρατώντας ψηλά την σημαία «αυξήσεις τουλάχιστον στο ύψος του πληθωρισμού!», φωνάζοντας «κόψτε τα κέρδη, όχι τις θέσεις εργασίας!» και «παγώστε τα κέρδη, όχι τους ανθρώπους», φέρνουν στην κεντρική πολιτική σκηνή την αντίστροφη ταξική μονομέρεια σε αυτήν που χαρακτηρίζει τους διεθνείς αστικούς χειρισμούς στο ζήτημα της αντιμετώπισης του πληθωρισμού.
Η επόμενη μέρα
Σε πολιτικό επίπεδο, τις μέρες της κρίσης της Τρας, οι Τόρηδες βρέθηκαν 35 (!) μονάδες πίσω από τους Εργατικούς. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, αυτό το σενάριο θα σήμαινε μια άνευ προηγουμένου εξαφάνιση των Τόρηδων (που στο μονοεδρικό σύστημα που ισχύει, θα βρίσκονταν με μια ντουζίνα βουλευτές). Αυτό δείχνει δύσκολο, αλλά μια συντριβή αντίστοιχη με εκείνη του 1997 δείχνει εξαιρετικά πιθανή.
Επελέγη ο Ρίσι Σούνακ για να διασώσει ό,τι μπορεί από το προφίλ του κόμματος, γι’ αυτό και ο μεγάλος θόρυβος για την μεταναστευτική καταγωγή του. Αλλά ακόμα και οι οπαδοί της πιο σοφτ εκδοχής «πολιτικής ταυτοτήτων» καταλαβαίνουν ότι είναι αστείες οι προσπάθειες να παρουσιαστεί ο διορισμός του Σούνακ ως μια βρετανική «στιγμή Ομπάμα». Η εκλογή Ομπάμα υπήρξε πράγματι «στιγμή» καταρχήν γιατί ήταν… εκλογή. Πέρα από το τί περίμενε κανείς από τον ίδιο, είχε σημασία ότι μια πλειοψηφία του αμερικανικού εκλογικού σώματος επέλεξε έναν μαύρο για πρόεδρο, απέναντι σε έναν εκπρόσωπο της ρατσιστικής Δεξιάς. Ο Ομπάμα έκανε μια διαδρομή από την κοινωνική δράση στην επαγγελματική πολιτική και έδωσε τις εκλογικές του μάχες κινητοποιώντας ένα ενθουσιώδες εκλογικό ρεύμα «προοδευτισμού» που του επέτρεπε να ισχυριστεί (δημαγωγικά) ότι «εκπροσωπεί την κοινότητα». Ο Σούνακ διορίστηκε από τους γέρους πλούσιους λευκούς άντρες που αποτελούν την πλειοψηφία στο Συντηρητικό Κόμμα. Ενώ η ανέλιξή του στις προεπιλογές για την ηγεσία ενός τέτοιου κόμματος, δύσκολα θα αγγίξει και τον πιο ευσυγκίνητο σε ιστορίες αναρρίχησης από τα αλώνια στα σαλόνια: Όλοι μπορείτε να τα καταφέρετε, αρκεί να πάτε σε καλό πανεπιστήμιο, όπου ίσως γνωρίσετε και καταφέρετε να παντρευτείτε την κόρη ενός Ινδού μεγιστάνα, πριν πιάσετε δουλειά στην Goldman Sachs. Αν δηλώνετε και δημόσια ότι «δεν έχω φίλους στην εργατική τάξη», θα γίνετε ακόμα συμπαθέστερος στις γραμμές των «ευγενών» που θα σας επιλέξουν.
Απέναντι, ο Κιρ Στάρμερ περιμένει το σάπιο φρούτο να πέσει. Έχοντας εξαπολύσει εσωκομματικό κυνηγητό ενάντια στους «κορμπινίστας» (και τον ίδιο τον Κόρμπιν), αρνούμενος συστηματικά να δηλώσει υποστήριξη στις απεργίες (σε πείσμα των αναγκών ακόμα και της αντιπολιτευτικής δημαγωγίας) και χαμηλώνοντας σκόπιμα τις προσδοκίες της εκλογικής του βάσης («υπάρχουν πολλά πράγματα που θα θέλαμε να κάνουμε αλλά δεν μπορούν να γίνουν άμεσα»), ανταποκρίνεται στο επίμονο φλερτ της αστικής τάξης, καθώς τα διάφορα «λόμπι» ζητάνε ραντεβού με την ηγεσία των Εργατικών κατά κύματα.
Αυτός είναι ο επιπλέον λόγος που οι απεργίες, η κλιμάκωσή τους και ο συντονισμός τους έχουν κομβική σημασία. Η νίκη του Στάρμερ στις εκλογές -όποτε κι αν γίνουν- μοιάζει δεδομένη. Η ήττα των Τόρηδων αναμένεται εφάμιλλη με την ιστορική συντριβή του 1997. Και τότε εκφράστηκε το μίσος για τα πεπραγμένα της Δεξιάς, αλλά εν τη απουσία ανεξάρτητης εργατικής δράσης. Η συνέχεια -της περιόδου Μπλερ- είναι γνωστή. Η επιμονή της κοινωνικής αντιπολίτευσης και η προσήλωση στα εργατικά αιτήματα είναι οι μόνες εγγυήσεις που θα κάνουν μια ήττα της Δεξιάς ενδιαφέροντα ενδιάμεσο σταθμό και όχι άδοξο τέλος διαδρομής για το σημερινό απεργιακό κίνημα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά