Στη διάρκεια του 2021, τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν στην ανατολική Ευρώπη.
Τα διοικητικά μέτρα «ρωσοποίησης» των λεγόμενων «Λαϊκών Δημοκρατιών» σε Ντονιέτσκ και Λουγκάνσκ εντείνονταν, ο Πούτιν δημοσίευε μια ιστορική «διατριβή» για τις σχέσεις Ρωσίας-Ουκρανίας που αποτελούσε ιδεολογικό μανιφέστο ενεργοποίησης του μεγαλορωσικού εθνικισμού, πύκνωνε τα μεγάλα στρατιωτικά γυμνάσια στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα, ενώ ο Λαβρόφ παρουσίαζε τις ευρύτερες απαιτήσεις της Ρωσίας ως προς την θέση της στον πλανήτη -με την πρόταση για αναδίπλωση του ΝΑΤΟ στις γραμμές πριν το 1997, δηλαδή τη διεκδίκηση «αντιστροφής» όλης της επέκτασής της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας προς τα ανατολικά και της γεωπολιτικής ήττας της Ρωσίας μετά το 1989.
Παρόλα αυτά, η εισβολή στην Ουκρανία αποτέλεσε ένα σοκαριστικό αιφνιδιασμό. Οι περισσότεροι πιστεύαμε ότι παρακολουθούσαμε μια επίδειξη πυγμής ως μέσο διαπραγμάτευσης και ότι στη χειρότερη περίπτωση θα φτάναμε σε μια ελεγχόμενη (γεωγραφικά) ανάφλεξη στην ανατολική Ουκρανία. Στις 24 Φλεβάρη του 2022, ο Πούτιν είπε το δικό του «ο κύβος ερρίφθη» και τα ρωσικά στρατεύματα κινήθηκαν προς το Κίεβο.
Στη διεθνή συζήτηση, έχουν παρουσιαστεί πλέον διάφοροι λόγοι -οικονομικοί, πολιτικοί, γεωστρατηγικοί- που έκαναν την επιλογή του πολέμου «εύλογη» από τη σκοπιά των συμφερόντων του ρωσικού κράτους. Η ανάλυσή τους ξεπερνά τα όρια αυτού του άρθρου. Αλλά τα κίνητρα που δημιουργούν τη δυναμική προς έναν πιθανό πόλεμο δεν αρκούν πάντα για να φτάσει μια ηγεσία στη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή της έναρξής του. Αυτή η επιλογή υπήρξε παράγωγο λάθος υπολογισμών της Μόσχας.
Είναι πασιφανές -σε όποιον θέλει να το δει- ότι στις 24 Φλεβάρη εξαπολύθηκε ένας «αστραπιαίος πόλεμος», που υπολόγιζε να καταλάβει το Κίεβο μέσα σε λίγες ημέρες και να παρουσιάσει τετελεσμένο γεγονός απέναντι σε μια «συλλογική Δύση» που καθώς βρισκόταν σε υποχώρηση και σε κρίση συνοχής, θα ήταν είτε απρόθυμη είτε ανήμπορη να το αντιστρέψει.
Πρώτη διαψεύστηκε η εκτίμηση ότι ο ουκρανικός λαός θα υποδεχθεί τα ρωσικά στρατεύματα ως απελευθερωτές. Η μαζική απόρριψη της εισβολής και η λαϊκή κινητοποίηση ήταν ο παράγοντας πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η επιτυχημένη ουκρανική άμυνα που διέψευσε τα προγνωστικά εχθρών και «συμμάχων». Ο ρωσικός στρατός είχε καταλάβει περίπου το 20% των εδαφών της Ουκρανίας στις πρώτες 2 εβδομάδες του πολέμου, αλλά είχε κατόπιν υποχρεωθεί σε αναδίπλωση στις θέσεις που είχε κατακτήσει κατά το αρχικό «μπλιτζκριγκ».
Πάνω σε αυτήν τη βάση, έγιναν οι διμερείς συνομιλίες πάνω στο ουκρανικό «σχέδιο 15 σημείων» από τα μέσα Μάρτη. Το ναυάγιο αυτού του διαλόγου έκανε σαφές ότι δεν θα ήταν ένας «γρήγορος» πόλεμος.
Αντεπίθεση της Δύσης
Πάνω σε αυτά τα δεδομένα, ξεδιπλώθηκε και η αντεπίθεση της «συλλογικής Δύσης». Η Ουάσινγκτον «μυρίστηκε» μια ευκαιρία να επανασυσπειρώσει το κλονισμένο ΝΑΤΟ και να αποκαταστήσει τον ηγεμονικό της ρόλο στην Ευρώπη. Το Παρίσι και το Βερολίνο ευθυγραμμίστηκαν σε μια αντιρωσική γραμμή, ενώ το σοκ της ρωσικής επιθετικότητας δημιούργησε νέο «πεδίο δόξης» για την επέκταση του ΝΑΤΟ στη Σκανδιναυία -και τις παραδοσιακά ουδέτερες Σουηδία και Φινλανδία. Η παλιά «αυτοσυγκράτηση» ως προς το μέγεθος της -μόνιμης- Νατοϊκής παρουσίας στην ανατολική Ευρώπη εγκαταλείφθηκε με το ΝΑΤΟ να ανακοινώνει διαδοχικές ενισχύσεις των θέσεων και των δυνάμεών του στην περιοχή. Οι ΗΠΑ και τα μέλη της ΕΕ εξαπέλυσαν έναν «οικονομικό πόλεμο».
Η Σύνοδος του ΝΑΤΟ το περασμένο καλοκαίρι επισφράγισε αυτές τις κατευθύνσεις και σηματοδότησε την αποφασιστική κλιμάκωση της δυτικής στρατιωτικής υποστήριξης στην Ουκρανία. Μια σύρραξη που αρχικά αποτελούσε «πονοκέφαλο» για την Ουάσινγκτον -που είχε ως προτεραιότητα την αντιμετώπιση της Κίνας, αλλά καλούνταν πλέον από τις μάχες στην Ουκρανία να προστατεύσει την αξιοπιστία της «αμερικανικής ασπίδας» στα μάτια εχθρών και φίλων- άρχισε να γίνεται αντιληπτή ως ευκαιρία: Χωρίς να εμπλέξει τις δυνάμεις της σε έναν επικίνδυνο πόλεμο, να πετύχει «δι’ αντιπροσώπου» είτε μια επώδυνη ήττα της Ρωσίας είτε την καθήλωσή της σε έναν φθοροποιό πόλεμο.
Εξισορροπώντας σχετικά το εξοπλιστικό του μειονέκτημα, ο ουκρανικός στρατός κατόρθωσε μέσα στο καλοκαίρι να ανακόψει την «κατάρρευση σε αργή κίνηση» σε Ντονιέτσκ-Λουγκάνσκ κι έπειτα να εξαπολύσει την αντεπίθεση στο Χάρκοβο και να καταστήσει υποχρεωτική την αναδίπλωση του ρωσικού στρατού στην ανατολική Χερσώνα (αποσυρόμενος από την δυτική όχθη του Δνείπερου).
Όμως όσο σαφές έγινε ότι η κατάκτηση ή συνθηκολόγηση της Ουκρανίας δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, αλλά τόσο καθαρό έχει γίνει ότι δεν είναι καθόλου απλό ζήτημα μια ρωσική υποχώρηση ή εγκατάλειψη των στόχων της. Η ανακοίνωση της προσάρτησης 4 ουκρανικών επαρχιών στο ρωσικό κράτος, η κινητοποίηση 300.000 εφέδρων και η άγρια εκστρατεία ισοπέδωσης πολύτιμων για την επιβίωση υποδομών της Ουκρανίας αποτέλεσαν τις «απαντήσεις» της Μόσχας στα πισωγυρίσματα της εκστρατείας της. Στο πεδίο των μαχών (που επικεντρώνονται στο Ντονμπάς), η σύμπτυξη του μετώπου έχει βελτιώσει τις δυνατότητες του ρωσικού στρατού που διατηρεί την πρωτοβουλία, καταγράφοντας -βασανιστικά αργές, αλλά- επιτυχίες.
Ένα χρόνο μετά την αρχική εισβολή, επικρατεί η πιο ζοφερή εικόνα. Η πρώτη γραμμή του μετώπου έχει χαρακτηριστεί εύστοχα ως «αμοιβαία κρεατομηχανή φθοράς». Χιλιάδες φαντάροι ρίχνονται σε διαδοχικές επιθέσεις κι αντεπιθέσεις αδιάκοπα εδώ και μήνες σε ένα σκηνικό που θυμίζει τα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου όπου πολύνεκρες μάχες επέφεραν ελάχιστες μετατοπίσεις στη γραμμή του μετώπου. Και το Κίεβο και η Μόσχα ανακοινώνουν συχνά μεγάλες απώλειες… του αντιπάλου. Μάλλον λένε -από μισή- αλήθεια. Η εκτίμηση είναι ότι οι απώλειες είναι πλέον «1 προς 1» -και είναι τρομακτικές.
Οι πόλεις γύρω από τις οποίες διεξάγονται αυτές οι φονικές μάχες έχουν σε γενικές γραμμές εκκενωθεί από άμαχο πληθυσμό. Αλλά αυτό δεν ακυρώνει τη συστηματική καταστροφή τους, τη μετατροπή τους σε «πόλεις-φαντάσματα». Ενώ η ρωσική επιλογή των βομβαρδισμών των πόλεων ρημάζει κρίσιμες για την επιβίωση υποδομές και στις ουκρανικές πόλεις μακριά από το μέτωπο.
Οι συνέπειες του πολέμου είναι ήδη φανερές και στο εσωτερικό της Ρωσίας, με τη στροφή του καθεστώτος σε πιο σκληρή και αυταρχική κατεύθυνση. Η αντιπολεμική διάθεση, αντιμέτωπη με ένα τείχος καταστολής και απειλών, παίρνει τη μορφή μαζικής δραπέτευσης νέων ανθρώπων στο εξωτερικό, αλλά και της πιο απελπισμένες και πιο απομονωμένες μορφές των εμπρηστικών επιθέσεων σε στρατολογικά γραφεία, ιδιαίτερα στην περιφέρεια όπου ζουν οι μη-ρωσικοί πληθυσμοί. Στην ελεγχόμενη κεντρική πολιτική σκηνή και στον Τύπο, μεγεθύνεται μια εθνικιστική-ακροδεξιά «αντιπολίτευση» στον Πούτιν, που απαιτεί «ρωσική νίκη» στην Ουκρανία αδιαφορώντας όλο και πιο καθαρά για τα μέσα και την αγριότητα που αυτός ο στόχος προϋποθέτει, χωρίς να αποκλείει τη χρήση πυρηνικών. Ο παράγοντας αυτός, όταν φτάσει η ώρα των πιο ουσιαστικών διαπραγματεύσεων, μπορεί να αποδειχθεί πιο σημαντικός απ’ ό,τι σήμερα.
Προς κλιμάκωση;
Πλησιάζοντας την επέτειο της εισβολής, παρά τις ενδείξεις για διεργασίες μέσα στα επιτελεία που θα αφορούν μια πιθανή μορφή λήξης ή παγώματος της σύγκρουσης, αυτήν τη στιγμή κυριαρχεί ο αντίθετος τόνος -αυτός της κλιμάκωσης…
Η επίμονη φημολογία για μια μεγάλη ρωσική «εαρινή επίθεση» συνυπάρχει με ένα κλίμα αυτοπεποίθησης που εκπέμπει η Μόσχα ότι ο χρόνος δουλεύει με το μέρος της, με επίκληση στις απεριόριστες (αριθμητικά) δυνατότητές της, την υπεροπλία της, την προσδοκία ότι κάποια στιγμή οι δυτικές κυβερνήσεις θα αποφανθούν ότι «δεν αξίζει τον κόπο» η συνέχεια της υποστήριξης της ουκρανικής κυβέρνησης.
Προς το παρόν όμως, ισχύει το αντίθετο: Η κυβέρνηση Ζελένσκι γίνεται όλο και πιο «απαιτητική» στο πόσα και τι όπλα ζητάει από τους «συμμάχους», ενώ στις δυτικές πρωτεύουσες οι αποφάσεις για διάθεση τανκς στον ουκρανικό στρατό αποτελούν ένα ακόμα βήμα κλιμάκωσης στα πολεμικά μέσα που η Δύση είναι πρόθυμη να αποστείλει στα πεδία της μάχης. Παρά τη νέα ρητή άρνηση του Μπάιντεν για αποστολή αεροσκαφών, υπάρχουν αναλυτές που σημειώνουν ότι η σχετική συζήτηση «δεν είναι πλέον ταμπού». Η απόσταση που έχει διανυθεί από τα ελαφριά-ατομικής χρήσης αντιαρματικά στο βαρύ πυροβολικό κι από εκεί στα τανκς δείχνει πώς λειτουργεί αυτή η μακάβρια παρτίδα πόκερ με τις διαδοχικές αυξήσεις στο ποντάρισμα.
Τα αντίστοιχα ισχύουν στις «θέσεις» με τις οποίες δηλώνει η κάθε πλευρά ότι είναι πρόθυμη να προσέλθει σε διαπραγμάτευση. Το Κίεβο έχει πλέον μετατοπιστεί σε πιο μαξιμαλιστικές θέσεις (σε σχέση πχ. με την πρόταση που κατέθεσε τον περασμένο Μάρτη). Στη Μόσχα, συνεχίζεται η «δημιουργική ασάφεια» ως προς τις επιδιώξεις της (που αφήνει πάντα ανοιχτούς τους πιο μάξιμουμ στόχους) και η επίμονη αναφορά στις «αλλαγές στον χάρτη» (εν μέσω συνεχιζόμενων επιχειρήσεων…) ως βάση της όποιας συνομιλίας.
Παγκόσμιες συνέπειες
Σε αυτό το φόντο, εξελίσσεται και το κυνικό ζύγισμα «κόστους-οφέλους» στη «Δύση». Με τον Στόλτενμπεργκ να ξεκαθαρίζει (στους Ρεπουμπλικάνους που δυσφορούν για το κόστος της στήριξης στην Ουκρανία, κρίνοντας ότι η μοίρα της δεν αφορά τα «στενά» αμερικανικά συμφέροντα) ότι η Νατοϊκή συνδρομή αφορά κατά βάθος το «μήνυμα στην Κίνα», ένα στρατηγικό στόχο τεράστιας αξίας. Αλλά και τον επικεφαλής της CIA να αισθάνεται την ανάγκη να διαμηνύσει προσωπικά στον Ζελένσκι ότι η αμερικανική βοήθεια δεν είναι επ’ αόριστον και άνευ όρων.
Ο πόλεμος επηρεάζει βαθιά την παγκόσμια οικονομία. Οι κυρώσεις της Δύσης δεν σχεδιάστηκαν με κοντοπρόθεσμες επιδιώξεις, αλλά με το στόχο του εξοβελισμού της ρωσικής κυρίαρχης τάξης από τα δίκτυα της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης που έχουν ως αφετηρία τους τη Δύση. Πρόκειται για γενικευμένη τάση ενίσχυσης του προστατευτισμού και επιστροφής των γεωπολιτικών κριτηρίων ως ιδιαίτερα σημαντικών στις οικονομικές/επιχειρηματικές αποφάσεις. Όλο και περισσότερα κυβερνητικά στελέχη κάνουν λόγο για ένα «οικονομικό ΝΑΤΟ». Δεν είναι καθόλου απλή και εύκολη υπόθεση: οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες είναι η συγκεκριμένη μορφή που πήραν οι πολυεθνικές εταιρίες στα τελευταία 30 χρόνια. Η διαταραχή στη λειτουργία τους λόγω της πανδημίας, έφερε στην επιφάνεια μεγάλα προβλήματα, απειλητικά για την ομαλή λειτουργία του συστήματος. Μια συνολικότερη αναδιοργάνωσή τους, που θα αποκλείει μεγάλες περιοχές του πλανήτη, όπου ήδη έχουν γίνει κολοσσιαίες επενδύσεις, είναι αμφίβολο αν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς μεγάλους κινδύνους. Ανάλογοι προβληματισμοί είναι ισχυροί και στην απέναντι πλευρά, στο λεγόμενο «αντιδυτικό μπλοκ».
Η Κίνα βάσισε την ανάπτυξή της στην ένταξη στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, μετά την ένταξή της στον ΠΟΕ στις αρχές του 21ού αιώνα. Δεν έχει έτοιμη και δεν επιθυμεί εναλλακτική στρατηγική: Προσπαθεί να αντιγυρίσει τα χτυπήματα του δυτικού προστατευτισμού, αλλά παραμένει εξαιρετικά προσεκτική απέναντι στις εξελίξεις στην Ουκρανία, επιδιώκοντας να κρατήσει ανοιχτές τις μέγιστες δυνατότητες δραστηριοποίησης των κινεζικών συμφερόντων σε όλο τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Όσοι βλέπουν στη μετάβαση προς μια περιφρουρημένη παγκοσμιοποίηση ένα κάποιο «προοδευτικό» περιεχόμενο, όσοι αντιμετωπίζουν τον «πολύ-πολισμό» ως ένα περιβάλλον πιο ευνοϊκό για τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες, κάνουν σοβαρό πολιτικό λάθος. Γιατί όλοι οι «πόλοι» που διαμορφώνονται είναι ιμπεριαλισμοί και είναι ενδογενής η τάση για συγκρούσεις μεταξύ τους. Για παράδειγμα, η Ινδία σήμερα δεν είναι η Ινδία του Γκάντι, αλλά η Ινδία του ακροδεξιού εθνικιστή Μόντι, που επιδιώκει την ενοποίηση όλης της υπο-ηπείρου σε ένα κράτος υπό ινδική κυριαρχία. Σε αυτή την προοπτική μπορεί να θέλει να συνεχίζει να αγοράζει ρωσικά όπλα για να αντιμετωπίζει το (πυρηνικό) Πακιστάν, μπορεί να γοητεύεται από τις «ευρω-ασιατικές» δοξασίες του Ντούγκιν, όμως γνωρίζει ότι ο βασικός αντίπαλός της στην περιοχή είναι η Κίνα. Αντίστοιχα η Κίνα, προβάλει ως αυτονόητη ηγέτης του «αντιδυτικού μπλοκ», αλλά μετά την καταγραφή της ρωσικής αδυναμίας για μια γρήγορη νίκη στην Ουκρανία, δεν κρύβει τις επιδιώξεις να αναλάβει εγγυητικό ρόλο στην Κεντρική Ασία (Καζακστάν κ.ά.) αλλά και να βάλει πόδι στην Ανατολική Σιβηρία. Ο «πολύ-πολικός» κόσμος θα είναι ένας συγκρουσιακός κι επικίνδυνος κόσμος.
Σε αυτές τις συνθήκες, για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα διεθνώς, η διαφύλαξη της απόλυτης ανεξαρτησίας και αυτονομίας απέναντι σε όλους τους «πόλους» είναι πρωταρχικής σημασίας. Και αυτή η γραμμή, σε σχέση με τον πόλεμο στην Ουκρανία δεν μπορεί παρά να αρχίζει με το σύνθημα: Ούτε ΝΑΤΟ – Ούτε Πούτιν.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά