Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε την κυβέρνηση στις 25 Ιανουαρίου 2015, το διεθνές και εσωτερικό περιβάλλον χαρακτηριζόταν από οικονομικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές προκλήσεις.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα βρισκόταν στο επίκεντρο της οικονομικής κρίσης που είχε ξεκινήσει το 2009. Τον Ιανουάριο του 2015, η χώρα βρισκόταν σε ένα αυστηρό πρόγραμμα δημοσιονομικής επιτήρησης από την Τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ, ΔΝΤ), η ανεργία είχε φτάσει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα (πάνω από 25%), είχε καταστραφεί η παραγωγική ικανότητα της χώρας, η φτώχεια είχε εκτιναχθεί, είχαν καταλυθεί οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα, είχαν περικοπεί δραματικά οι συντάξεις, είχαν υπάρξει μειώσεις κατά 40% στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων με ταυτόχρονη κατάργηση των επιδομάτων και των δώρων, οι νέοι κάτω των 25 ετών αμείβονταν με τον υποκατώτατο μισθό των 450 ευρώ, είχαν λεηλατηθεί τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού δημοσίου στέρευαν. Η Ελλάδα ήταν η χώρα που βρισκόταν ήδη στη χρεοκοπία.
H εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ συμβόλιζε μια ευρύτερη αλλαγή στην πολιτική σκηνή, διότι τίθετο υπό αμφισβήτηση το κατεστημένο, αποδοκιμάστηκε η νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας, ενώ το εκλογικό αποτέλεσμα προκάλεσε μια πρωτοφανή πολιτική και κοινωνική συσπείρωση γύρω από τη νέα κυβέρνηση. Η διάρκεια αυτής της συσπείρωσης κράτησε έξι μήνες και έληξε απότομα με την υπογραφή του 3ου Μνημονίου στις 14-8-2025.(1) Από την άποψη της τότε διαιρετικής τομής «Μνημόνιο–αντιμνημόνιο», η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αθέτησε τους προεκλογικούς στόχους της, που ήταν η έξοδος από τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συμβιβάστηκε, ανατρέποντας το Δημοψήφισμα της 5-7-2015, ενώ ο λαός και η Αριστερά υπέστησαν μια μεγάλη ήττα.
Κανείς και καμία δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι μια αριστερή κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη το εσωτερικό και διεθνές περιβάλλον, το οποίο ήταν δυσμενές. Ωστόσο, υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε αυτήν την πραγματικότητα και στον τρόπο με τον οποίο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πολιτεύτηκε και προετοιμάστηκε για να αντιμετωπίσει την επίθεση της άρχουσας τάξης. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι θα κατάφερνε να πείσει, με λογικά επιχειρήματα, τους Ευρωπαίους «εταίρους» ότι η χώρα αντιμετωπίζει ανθρωπιστική κρίση και καταστροφή των παραγωγικών της δυνάμεων και, ως εκ τούτου, οι «εταίροι» θα έπρεπε να διαθέσουν οικονομικούς πόρους, ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μπορέσει να ασκήσει κοινωνική πολιτική. Πόση αφέλεια! Ήταν δυνατόν η άρχουσα τάξη να επιτρέψει σε μια αριστερή κυβέρνηση να δημιουργήσει αντιπαράδειγμα και να ανατρέψει το νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα που έχτιζαν από τη δεκαετία του 1990;
Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε επεξεργαστεί καμία στρατηγική σύγκρουσης ούτε επιχείρησε να εφαρμόσει εναλλακτικά σχέδια.(2) Υποτίμησε το γεγονός ότι οι «εταίροι» προσήλθαν στη διαπραγμάτευση με στόχο την επιβολή των ταξικών τους συμφερόντων, δηλαδή με στρατηγική σύγκρουσης, σε αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που προσήλθε με διάθεση συναίνεσης.
Επιπλέον, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στερούνταν ιστορικής γνώσης, καθώς δεν είχε μελετήσει την εμπειρία του εργατικού-λαϊκού κινήματος, τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα. Αν το είχε πράξει, τότε θα γνώριζε και θα είχε προετοιμαστεί –έστω στοιχειωδώς– για το ότι η άρχουσα τάξη όχι μόνο δεν παραδίδει ποτέ την εξουσία της, αλλά, σε συνθήκες νεοφιλελευθερισμού, δεν έχει καμία πρόθεση να λάβει ούτε τα στοιχειώδη μέτρα κοινωνικής πολιτικής. Ακόμη κι αν αναγκάζονταν οι κρατούντες να δεχτούν κάποια κοινωνικά μέτρα, θα προετοιμάζονταν ταυτόχρονα να αντιδράσουν. Και όταν λέμε να αντιδράσουν, δεν σημαίνει απαραίτητα κατασταλτικά μέτρα, αλλά μέτρα οικονομικής ασφυξίας, που θα οδηγούσαν σε πολιτικές λιτότητας και βίαιες αντιμεταρρυθμίσεις, όπως ακριβώς συνέβη στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από τον συμβιβασμό του και την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου. Ως αποτέλεσμα υλοποίησε μέτρα, όπως ιδιωτικοποιήσεις, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, νεοφιλελεύθερη αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος, κατάργηση του ΕΚΑΣ, αύξηση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες με δυσανάλογη επιβάρυνση των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, έγιναν πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, επικρίθηκε έντονα για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα κέντρα υποδοχής, όπως στη Μόρια, καθώς και για την έλλειψη σχεδιασμού σχετικά με τη μακροπρόθεσμη ένταξη των προσφύγων στις τοπικές κοινωνίες, κ.λπ.
Μα, θα αναρωτηθεί κάποιος/-α, δεν έκανε τίποτα θετικό; Βεβαίως! Πήρε μέτρα που ενίσχυσαν την κοινωνική πρόνοια, δίνοντας ανάσα σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όπως: Κατάργησε το 5ευρω εισιτήριο για την είσοδο στα δημόσια νοσοκομεία, άνοιξε το εθνικό σύστημα υγείας (ΕΣΥ) στους ανασφάλιστους, εισήγαγε το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης (ΚΕΑ) για τη στήριξη των νοικοκυριών με πολύ χαμηλά εισοδήματα, αντιμετώπισε την ακραία φτώχεια και την ανεργία εφαρμόζοντας προγράμματα στήριξης για τους μακροχρόνια ανέργους, μειώνοντας την ανεργία από το 27% το 2014 σε περίπου 18% το 2019, θεσμοθέτησε τα γεύματα στα σχολεία, βελτίωσε τις εργασιακές σχέσεις μετά το 2018, καταργώντας τον υποκατώτατο μισθό και επαναφέροντας τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας, ενισχύθηκε ο ρόλος της Επιθεώρησης Εργασίας για την καταπολέμηση της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, κ.ά.τ. Αλλοίμονο, όμως, αν μια κυβέρνηση που ήθελε να λέγεται αριστερή δεν επιδείκνυε κάποια κοινωνική ευαισθησία. Αυτό όμως είναι μια μορφή ήπιου νεοφιλελευθερισμού.
Αλλά, ακόμη κι αν δεχτούμε την άποψη ότι καλώς ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε στη διαδικασία να διαχειριστεί ένα νέο Μνημόνιο, διότι έτσι κατάφερε να περισώσει τα στοιχειώδη (π.χ. να φτιάξει ένα ελάχιστο δίχτυ προστασίας για τους πιο αδύναμους) και να «βγάλει» τη χώρα από τα Μνημόνια, εντούτοις απέτυχε να θωρακίσει την κοινωνία με ισχυρές θεσμικές παρεμβάσεις, στις οποίες δεν είχε λόγο να παρέμβει η Τρόικα, όπως είναι ο εκδημοκρατισμός της αστυνομίας, η κατάργηση του τρομονόμου, η θέσπιση δημοψηφισμάτων, η κατοχύρωση νέων θεσμών λαϊκής συμμετοχής, οι οποίοι θα είχαν ισχυρές αρμοδιότητες με δεσμευτικό ρόλο προς τις (δημοτικές) αρχές (π.χ. λαϊκές συνελεύσεις), η θεσμοθέτηση περιορισμένων θητειών λειτουργίας και η εναλλαγή σε κρατικές θέσεις (όπως οι Βουλευτές, γραμματείς, κ.ά.), η θέσπιση του ελέγχου σκοπιμότητας στις επιχειρήσεις ώστε να χτυπηθεί με αυτόν τον τρόπο η εργοδοτική αυθαιρεσία, η προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών στους θεσμούς και τους μηχανισμούς τους κράτους όπως είναι η κατοχύρωση των δημοκρατικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών στον στρατό, η μείωση του χρόνου εργασίας ως αντίδοτο για τη μείωση της ανεργίας με ταυτόχρονη προβολή της κουλτούρας του ελεύθερου χρόνου, η προσπάθεια δημιουργίας ενός εκπαιδευτικού συστήματος δημιουργικού και ανοιχτού στην κοινωνία ως ένα κύτταρο πολιτιστικής δράσης, το οποίο θα αποτελούσε κέντρο αναφοράς στις συνοικίες και στις πόλεις, η προώθηση μιας νέας πολιτιστικής επανάστασης απέναντι στα παρακμιακά φαινόμενα που επικρατούν, η δημιουργία Πολιτιστικών Στεκιών και Κοινοτήτων Νέων και πολλά άλλα τέτοια. Επιπρόσθετα, έλειψε η παρέμβαση σε ιδεολογικό επίπεδο, η θεωρητική μελέτη της ταξικής διαστρωμάτωσης της ελληνικής κοινωνίας, οι αναλύσεις για τη στρατηγική της σοσιαλιστικής μετάβασης, κ.λπ., που θα ισχυροποιούσαν τις ιδέες της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης.
Απεναντίας, όσοι/-ες κυβέρνησαν την περίοδο 2015-2019, είτε βρίσκονται στον ΣΥΡΙΖΑ είτε στη Νέα Αριστερά, ενώ μιλάνε για λάθη που έγιναν, ωστόσο αποφεύγουν να κατονομάσουν ποια ήταν αυτά. Μένουν μόνο σε μια αόριστη αντίληψη περί λαθών και το προσπερνάνε. Όμως, η αναψηλάφηση των λαθών είναι ένα πρώτο βήμα για διάλογο και συνεργασίες.
(*) Μια προγενέστερη μορφή του άρθρου δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 5-2-2025.
(1) Γ. Μαυρής, «Ιανουάριος 2015: η ελπίδα ήλθε και παρήλθε», εφ. Τα Νέα, 25-26/1/2025, στο ένθετο αφιέρωμα για τον ΣΥΡΙΖΑ.
(2) Βλ. το εξαιρετικό άρθρο του Δ. Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, «Τι άλλο να κάναμε;», Η Εποχή, 1-2/2/2025.