Κάθε μέρα έχουμε ένα νέο μπαράζ ανακοινώσεων του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και του δισεκατομμυριούχου μισαλλόδοξου φιλαράκου του, Έλον Μασκ. Καθώς κινούνται με βάση τον υπολογισμό πως αν πετάξουν αρκετά σκατά στον τοίχο, κάποια θα κολλήσουν εκεί, ο Τραμπ και ο Μασκ προκαλούν πανδαιμόνιο στην Ουάσινγκτον.
Όμως, ενώ όλα αυτά μπορεί να μοιάζουν με χάος στους διαδρόμους της εξουσίας, από πίσω τα συνδέει ένα κοινό νήμα που έχει λογική. Ο Τραμπ κατεδαφίζει τους μέχρι πρότινος κοινά αποδεκτούς πολιτικούς κανόνες στο εσωτερικό και την φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων στο εξωτερικό επειδή, κατά τη γνώμη του, αυτά απέτυχαν να εξασφαλίσουν την Αμερικανική ανωτερότητα. Το πακέτο μέτρων του Τραμπ, αν ειδωθεί ως σύνολο, αποτελεί μια στρατηγική που στοχεύει να βγάλει την Αμερική από τον κύκλο της σχετικής υποχώρησης και να την ξαναφέρει από πάνω.
Το πρόγραμμα του Τραμπ στοχεύει ευθέως την Κίνα. Η άνοδος της Κίνας σε παγκόσμια δύναμη αποτελεί μια υπαρξιακή απειλή για την ηγεμονία των ΗΠΑ και το πρόγραμμα του Τραμπ είναι η πιο πρόσφατη απόπειρα να κρατηθεί η Κίνα κάτω και να επιβεβαιωθεί η παγκόσμια ισχύς των ΗΠΑ.
Οι σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα έχουν περάσει από πολλές στροφές μετά το 1949, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚ) νίκησε την υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ Εθνικιστική κυβέρνηση του Τσιάνγκ Κάι Σεκ σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν τη νέα κυβέρνηση και επέβαλαν πλήρες οικονομικό και εμπορικό μποϊκοτάζ. Στο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου, όπου η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ ανταγωνίζονταν για την ηγετική θέση στον πλανήτη, οι Κομμουνιστές του Μάο Τσετούνγκ, οι οποίοι κοιτούσαν προς τη Μόσχα, ανήκαν στο εχθρικό στρατόπεδο.
Στον Πόλεμο της Κορέας, που ξεκίνησε λίγους μήνες μετά την κατάληψη της εξουσίας από το ΚΚΚ, οι ΗΠΑ και η Κίνα ήρθαν σε σύγκρουση. Μετά την εισβολή του Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Ιλ Σουνγκ ενάντια στο υποστηριζόμενο από τις ΗΠΑ καθεστώς στο Νότο, οι ΗΠΑ έστειλαν εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες για να στηρίξουν την πελατειακή τους κυβέρνηση και απώθησαν τις Βορειοκορεατικές δυνάμεις ως τα σύνορα με την Κίνα. Φοβούμενη μια αμερικανική εισβολή, η Κίνα αντέδρασε στέλνοντας το Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό να απωθήσει τους Αμερικάνους. Σύντομα επικράτησε μια αδιέξοδη ισορροπία. Ακολούθησαν 2 χρόνια μαχών χωρίς αποφασιστική έκβαση μέχρι που κηρύχθηκε κατάπαυση του πυρός το 1953. Αυτή ισχύει μέχρι σήμερα, σε μια παγωμένη σύγκρουση.
Ο Πόλεμος της Κορέας είχε δύο συνέπειες για την Κίνα. Ενίσχυσε τη στενή σχέση της χώρας με την ΕΣΣΔ και την στρατιωτική εξάρτησή της από αυτήν. Και υποχρέωσε το ΚΚΚ να μετασχηματίσει την οικονομία. Τα πρώτα 1-2 χρόνια της Κομμουνιστικής εξουσίας, η κυβέρνηση προχωρούσε προσεκτικά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και περίμενε από τους καπιταλιστές να ανοικοδομήσουν την χώρα η οποία είχε ρημαχτεί από χρόνια πολέμου και ξένης κατοχής. Η τεράστια οικονομική πίεση που άσκησε ο Πόλεμος της Κορέας και το γεγονός ότι ο πόλεμος στην Κορεατική Χερσόνησο θα μπορούσε να συνεχιστεί ανά πάσα στιγμή, έπεισε το ΚΚΚ για την ανάγκη να επιταχύνει δραστικά τη διαδικασία της εκβιομηχάνισης για στρατιωτικούς λόγους. Ο πιο σίγουρος τρόπος έδειχνε να είναι ο κεντρικός σχεδιασμός Σοβιετικού τύπου. Μέσα σε τρία χρόνια, η Κομμουνιστική κυβέρνηση απαλλοτρίωσε την αστική τάξη και την αντικατέστησε με ένα γραφειοκρατικό Κομμουνιστικό καθεστώς που στηριζόταν σε μια κατεύθυνση κρατικού καπιταλισμού, όπως είχε κάνει ο Στάλιν στη Ρωσία το 1929. Δόθηκε προτεραιότητα στην αυτονομία και την αυτάρκεια, ενώ το διεθνές εμπόριο και οι ξένες επενδύσεις μειώθηκαν στο ελάχιστο, με εξαίρεση τη Σοβιετική βοήθεια.
Η στενή σχέση της Κίνας με την ΕΣΣΔ κράτησε μόνο λίγα χρόνια. Οι Κομμουνιστές του Μάο άρχισαν να δυσφορούν απέναντι στις Σοβιετικές παρεμβάσεις που θεωρούσαν αυταρχικές και έδειχναν καχυποψία απέναντι στα ανοίγματα της ΕΣΣΔ προς τις ΗΠΑ μετά την καταγγελία του Στάλιν από τον διάδοχό του, Νικίτα Χρουτσόφ, το 1956. Το 1964, οι δύο πλευρές τα έσπασαν, με την Κίνα να δηλώνει ότι η Σοβιετική Ένωση πρόδωσε την υπόθεση του παγκόσμιου κομμουνισμού.
Όπως ο Πόλεμος της Κορέας είχε εδραιώσει μια διάταξη μεταξύ ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, ο Πόλεμος του Βιετνάμ πυροδότησε μια νέα. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Ουάσινγκτον είχε συνειδητοποιήσει ότι έχανε στο Βιετνάμ: είχε τη στρατιωτική δύναμη πυρός να καταστρέψει τη χώρα αλλά δεν μπορούσε να συντρίψει τη λαϊκή Βιετναμέζικη αντίσταση. Αντιμετώπιζε ένα ενισχυόμενο αντιπολεμικό κίνημα στο εσωτερικό, ενώ οι Αμερικανοί στρατιώτες ήταν σε κατάσταση ανταρσίας. Οι ΗΠΑ ήθελαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους. Από τη μεριά της η Κίνα, που υποστήριζε την κυβέρνηση του Βορείου Βιετνάμ, ήθελε να σπάσει τη διπλωματική της απομόνωση. Η εχθρότητα με τη Μόσχα ήταν τέτοια που απέκλειε ως επιλογή μια συμφιλίωση με την ΕΣΣΔ. Οι ειρηνευτικές συνομιλίες για το Βιετνάμ, που ξεκίνησαν στο Παρίσι το 1968, αποτέλεσαν το υπόβαθρο για μια επαναπροσέγγιση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας με βάση την κοινή τους έχθρα προς την ΕΣΣΔ. Το 1972, ο Αμερικανός Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον επισκέφτηκε το Πεκίνο και μια νέα ιμπεριαλιστική εποχή ξεκίνησε. Επτά χρόνια μετά αποκαταστάθηκαν και οι επίσημες διπλωματικές σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Η Κίνα μπορεί να είχε σπάσει την απομόνωσή της, αλλά παρέμενε απελπιστικά φτωχή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η κινεζική κυβέρνηση άρχισε να χαλαρώνει σταθερά τον κρατικό έλεγχο στην οικονομία προκειμένου να τονώσει την ανάπτυξη. Αυτή η διαδικασία προχώρησε σταδιακά. Ο πληθωρισμός και η αυξανόμενη οικονομική ανισότητα που συνδεόταν με τις μεταρρυθμίσεις υπέρ της αγοράς προκάλεσαν διάχυτη δυσαρέσκεια η οποία εξερράγη το 1989. Πιο διάσημη είναι η τεράστια φοιτητική διαμαρτυρία στην Πλατεία Τιενανμεν στο Πεκίνο, αλλά υπήρξαν πολυάριθμες εργατικές κινητοποιήσεις σε πολλές πόλεις.
Η απάντηση του ΚΚΚ στην Πλατεία Τιενανμεν και στην ανάγκη να αυξηθούν οι ξένες επενδύσεις για να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη είχε δύο σκέλη: Πρώτον, ένα ενεργητικό άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο και τις ξένες επενδύσεις και δεύτερον, την κλιμάκωση της πολιτικής καταστολής για να φράξει το δρόμο σε μια άμεση αμφισβήτηση της Κομμουνιστικής εξουσίας και να εμποδίσει την εργατική τάξη να οργανωθεί για να ανεβάσει τους μισθούς της. Άρχισαν να συρρέουν στη χώρα ξένες επενδύσεις από επιχειρήσεις της Κινεζικής Διασποράς που εκμεταλλεύονταν τις φοροαπαλλαγές, τη φτηνή γη και τη φτηνή εργασία, για να παράγουν χαμηλής ποιότητας ρούχα και οικιακά είδη.
Λίγο μετά το οικονομικό άνοιγμα, η κινεζική κυβέρνηση έκλεισε πολλές από τις κρατικές επιχειρήσεις της χώρας –όσες αφορούσαν κλάδους σε παρακμή και δεν ήταν πιθανό να αποδώσουν κέρδη στις επενδύσεις σε αυτές. Δεκάδες εκατομμύρια εργάτες έχασαν τις δουλειές τους στα βόρεια της χώρας, ενώ κι άλλες δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι της υπαίθρου κατευθύνθηκαν στις παράκτιες πόλεις στα νότια, όπου γέμισαν τις γραμμές παραγωγής των νέων εργοστασίων χωρίς να έχουν κανένα από τα δικαιώματα της προϋπάρχουσας εργατικής δύναμης των πόλεων. Σύντομα, Δυτικοί επενδυτές άρχισαν να κινούνται προς την Κίνα μαζί με τους Ασιάτες ομολόγους τους.
Οι δεκαετίες του 1990 και του 2000 υπήρξαν το αποκορύφωμα της συνεργασίας ανάμεσα στο κράτος και το κεφάλαιο των ΗΠΑ και της Κίνας. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις μετέφεραν την παραγωγή τους στην Κίνα αναζητώντας μεγάλα κέρδη και νέες αγορές για τις εξαγωγές τους. Ακόμα και για τις βιομηχανίες που παρέμειναν στις ΗΠΑ, η είσοδος εκατοντάδων εκατομμυρίων χαμηλόμισθων Κινέζων εργατών στη παγκόσμια αγορά εργασίας βοήθησε τους Αμερικανούς καπιταλιστές να κρατήσουν χαμηλά τους μισθούς. Από τη μεριά του, το κινεζικό κράτος απέκτησε από τη Δύση επενδύσεις, δραστηριότητες έρευνας κι ανάπτυξης, τεχνογνωσία και πρόσβαση σε πλούσιες αγορές. Υπήρξε αμοιβαίο όφελος όταν η Κίνα άρχισε να χρησιμοποιήσει τα ταχέως αυξανόμενα συναλλαγματικά της αποθέματα για να αγοράζει αμερικανικά κρατικά ομόλογα, επιτρέποντας στις ΗΠΑ να χρηματοδοτούν το δημόσιο χρέος τους με χαμηλά επιτόκια. Από ένας περιθωριακός οικονομικός παίκτης, που του αντιστοιχούσε λιγότερο από το 2% της παγκόσμιας οικονομίας το 1979, η Κίνα ανέβηκε στη δεύτερη θέση της οικονομικής ισχύος το 2010, όταν ξεπέρασε την Ιαπωνία και τη Γερμανία.
Υπήρξαν ασφαλώς εντάσεις στη σχέση με τις ΗΠΑ. Το 1999, οι ΗΠΑ βομβάρδισαν την κινεζική πρεσβεία στο Βελιγράδι στα πλαίσια του πολέμου τους με τη Σερβία. Ο αμερικανικός «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» στο Αφγανιστάν στις αρχές του 21ού αιώνα στόχευε –τουλάχιστον εν μέρει– να αποτρέψει την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην Κεντρική Ασία. Η μία πλευρά «κάρφωνε» την άλλη για το πολιτικό καθεστώς που είχε η καθεμιά στο εσωτερικό της. Επιχειρηματίες και των δύο πλευρών έκαναν λόγο για βιομηχανικά σαμποτάζ, κλοπές πνευματικής ιδιοκτησίας, άδικες κρατικές επιδοτήσεις, νομικά συστήματα που μεροληπτούν υπέρ της άλλης πλευράς κ.ο.κ. Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ πίστευαν ότι θα μπορούσαν να ενσωματώσουν την Κίνα στην παγκόσμια οικονομία που βρισκόταν υπό την κυριαρχία τους και με βάση αυτόν τον υπολογισμό υποστήριξαν την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001.
Η άνοδος της Κίνας σε δεύτερη μεγαλύτερη οικονομική δύναμη αποθεώθηκε από πολλούς δυτικούς ιδεολόγους, και δεξιούς και πρώην αριστερούς. Έλεγαν ότι το οικονομικό θαύμα της Κίνας ήταν η απόδειξη ότι οι καπιταλιστικές «ελεύθερες αγορές» θριάμβευσαν επί του σοσιαλιστικού κεντρικού σχεδιασμού –ένα επιχείρημα που απέκτησε πολύ μεγαλύτερη ισχύ από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991. Όμως η απόλαυση που αντλούσαν από την αυξανόμενη ενσωμάτωση της Κίνας στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα υπό την εποπτεία των ΗΠΑ σύντομα τους βγήκε ξινή, καθώς η Κίνα άρχισε να χρησιμοποιεί τη νεοαποκτηθείσα οικονομική της δύναμη για να αμφισβητήσει τις ΗΠΑ.
Από τη δεκαετία του 2010, στην Ουάσινγκτον άρχισαν να χτυπάνε καμπανάκια για την αυξανόμενη απειλή της Κίνας απέναντι στις ΗΠΑ. Οι κινεζικές εταιρίες προέλαυναν σε αγορές της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας, που οι ΗΠΑ θεωρούσαν αποκλειστικά δικό τους πεδίο. Η Κίνα χρησιμοποιούσε τον δανεισμό για να προσελκύσει κοντά της χώρες που μέχρι πρότινος ήταν κοντά στη Δύση. Η Κίνα δεν περιοριζόταν πλέον στην παρασκευή χαμηλής ποιότητας οικιακών ειδών, αλλά χρησιμοποιούσε την αυξανόμενη εφεδρεία ειδικευμένων μηχανικών της για να σχεδιάσει και να κατασκευάσει καλής ποιότητας προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, εφάμιλλα των αμερικανικών και ευρωπαϊκών στάνταρ. Καθώς οι δυτικές οικονομίες αναπτύσσονταν υποτονικά μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η ταχεία ανάκαμψη της Κίνας και ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξής της μέχρι και 12% υπογράμμιζε ακόμα πιο έντονα τη σχετική υποχώρηση των ΗΠΑ. Η χώρα την οποία βοήθησαν οι ΗΠΑ να αναπτυχθεί σε παγκόσμιο μέγεθος, τώρα γύρναγε να τις δαγκώσει.
Εξίσου απειλητικές για τις ΗΠΑ ήταν οι κινήσεις της Κίνας να αξιοποιήσει την οικονομική και τεχνολογική της ανάπτυξη προκειμένου να φτιάξει μια στρατιωτική δύναμη ικανή να διώξει τις ΗΠΑ από τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, μια περιοχή όπου οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν μετά τον Πόλεμο του Ειρηνικού και η οποία είναι σήμερα η πιο δυναμική στον πλανήτη. Η Κίνα συγκρότησε μια ναυτική δύναμη και ένα στόλο τεχνολογικά εκλεπτυσμένων μαχητικών αεροσκαφών που είναι ικανά να φτάσουν πολύ μακριά από τις ακτές της. Στήνει στρατιωτικά φυλάκια σε βράχους και νησίδες στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Διεξάγει υπερπτήσεις και ναυτικές αποστολές κοντά στις ακτές της Ταϊβάν για να αποτρέψει οποιαδήποτε κίνηση της Ταϊβάν προς την ανεξαρτησίας και ως προετοιμασία για έναν αποκλεισμό ή εισβολή στο νησί κάποια στιγμή στο μέλλον. Η Κίνα έχει αναπτύξει πυραύλους που είναι ικανοί να βυθίσουν αμερικανικά αεροπλανοφόρα. Αν και δεν διαθέτει τις βαθιές και εκτεταμένες σχέσεις που έχουν οι ΗΠΑ με πολλές χώρες στον Ειρηνικό, το ΚΚΚ προσπαθεί να διορθώσει αυτό το έλλειμμα ήπιας ισχύος, μέσω αυξανόμενων οικονομικών, εμπορικών και στρατιωτικών δεσμών με νησιωτικές χώρες του νότιου και νοτιοδυτικού Ειρηνικού, επιδιώκοντας να αντικαταστήσει τις παραδοσιακές σχέσεις αυτών των χωρών με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας.
Οι ΗΠΑ διατηρούν το στρατιωτικό προβάδισμα έναντι της Κίνας, αλλά ο παγκόσμιος χαρακτήρας των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων τους αποτελεί ταυτόχρονα αδυναμία. Οι ΗΠΑ ξοδεύουν τα τριπλάσια από την Κίνα σε στρατιωτικές δαπάνες, αλλά οι δυνάμεις τους είναι απλωμένες σε πολλές ηπείρους. Αντίθετα, ο κινεζικός ιμπεριαλισμός έχει εστιάσει στην κυριαρχία στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, πιο κοντά στην έδρα του. Οι δυσκολίες που είχαν οι ΗΠΑ στην παροχή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία κατά τον πόλεμό της με τη Ρωσία, αναδεικνύουν τα προβλήματα της παραγωγικής δυνατότητας της αμυντικής βιομηχανίας τους. Μεγάλο μέρος των αμερικανικών στρατιωτικών δαπανών σπαταλιέται σε οπλικά συστήματα τα οποία όταν βγαίνουν από τη γραμμή παραγωγής έχουν ήδη καταστεί απαρχαιωμένα. Η μακροχρόνια μεταφορά της παραγωγής κρίσιμων εξαρτημάτων της πολεμικής μηχανής στο εξωτερικό, και στην ίδια την Κίνα, έχει γίνει παράγοντας μεγάλης ανησυχίας για το Πεντάγωνο.
Η αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού από την Κίνα αποτελεί το κυρίαρχο ζήτημα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής των ΗΠΑ εδώ και 15 χρόνια –από τον Μπαράκ Ομπάμα μέχρι τον Τζο Μπάιντεν. Βρίσκεται στο επίκεντρο διαδοχικών πολιτικών ντοκουμέντων που αφορούν την εθνική ασφάλεια και την εθνική άμυνα. Εξηγεί το κάλεσμα του Ομπάμα το 2012 για «πίβοτ στην Ασία», με αποστολή του 60% του Αμερικανικού Ναυτικό στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Αποτέλεσε το θεμέλιο για την προσπάθεια του Μπάιντεν να οικοδομήσει συμμαχίες για την υπεράσπιση της λεγόμενης βασισμένης σε κανόνες παγκόσμιας τάξης που απειλείται από τις «απολυταρχίες» της Κίνας και της Ρωσίας. Βοηθά να εξηγήσουμε την αύξηση των αμερικανικών στρατιωτικών δαπανών όπως και την απόσυρσή τους από τη Μέση Ανατολή μετά τις αποτυχημένες κατοχές του Ιράκ και του Αφγανιστάν.
Το MAGA («Να Ξανακάνουμε την Αμερική Μεγάλη») είναι ένα πρόγραμμα προετοιμασίας των ΗΠΑ για να διεξάγουν και να κερδίσουν έναν πόλεμο με την Κίνα. Δεν είναι μόνο αυτό. Υπάρχουν πολλοί στόχοι της Δεξιάς που θέλει να προωθήσει, οι οποίοι δεν έχουν άμεση ή υποχρεωτική σχέση με τον στρατό –όπως η εχθρότητα στους εμβολιασμούς– αλλά η γενική κατεύθυνση είναι σαφής.
Το πιο προφανές είναι οι δασμοί και τα άλλα κίνητρα ενθάρρυνσης των αμερικανικών επιχειρήσεων να κλείσουν την βιομηχανική και ΙΤ παραγωγή τους στην Κίνα ή σε περιοχές που είναι ευάλωτες απέναντι στην Κίνα όπως η Ταϊβάν και να τη μεταφέρουν στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Κανονικά, μια τέτοια κίνηση δεν θα ήταν οικονομικά βιώσιμη για πολλές αμερικανικές εταιρίες, καθώς το κόστος της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι πολύ υψηλότερο στις ΗΠΑ. Η λύση του Τραμπ είναι να επιχειρήσει να πετσοκόψει το κόστος της επιχειρηματικής δράσης στις ΗΠΑ με την εργατική τάξη να πληρώνει το τίμημα. Οι μεγάλες μειώσεις εταιρικών φόρων, η κατεδάφιση της φορολογικής υπηρεσίας, η απορρύθμιση κάθε περιβαλλοντικής και εργατικής προστασίας, η εξάρθρωση της Εθνικής Επιτροπής Εργασιακών Σχέσεων, η πρόσκληση στις εταιρίες ορυκτών καυσίμων για «εξορύξεις μωρό μου, εξορύξεις», όλα αυτά που μοιάζουν με απλά δώρα στους φίλους του επιχειρηματίες, έχουν ως στόχο να δώσουν κίνητρο στις αμερικανικές εταιρίες να αναστηλώσουν τη βιομηχανική βάση των ΗΠΑ.
Η πολεμική προετοιμασία δεν αφορά μόνο το στρατιωτικό εξοπλισμό. Περιλαμβάνει και τη συσπείρωση του πληθυσμού. Αυτό εξηγεί την ιδεολογική επίθεση του Τραμπ ενάντια στο «woke», το DEI (Διαφορετικότητα-Ισότητα-Συμπερίληψη), τα δικαιώματα των τρανς και τον «πολιτισμικό Μαρξισμό». Στη θέση όλων αυτών, ο Τραμπ και η κυβέρνησή του θέλουν έναν πατριωτικό πληθυσμό, πρόθυμο να πολεμήσει και να πεθάνει για τη χώρα. Θαυμάζουν το Ισραήλ, με την ακραία στρατιωτικοποιημένη κοινωνία του και με τη μεγάλη πλειοψηφία του Εβραϊκού του πληθυσμού να είναι φανατικά αφοσιωμένη στον αφανισμό των Παλαιστινίων. Θέλουν, όπως το έθεσε ο υπουργός Άμυνας, Πιτ Χέγκσεθ, «να αναβιώσει η ηθική του πολεμιστή». Αν το πετύχουν, αυτό θα έχει και το επιπλέον όφελος του τσακίσματος της πολιτικής αντιπολίτευσης στο εσωτερικό και της τρομοκράτησης της εργατικής τάξης, που θα κάνει πιο εύκολη τη δουλειά της μείωσης των μισθών, της επιδείνωσης των εργασιακών σχέσεων και των απολύσεων.
Ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός αναγκάζει τις αντιμαχόμενες δυνάμεις να αρχίσουν να μοιάζουν η μία στην άλλη. Έτσι, και στις ΗΠΑ και στην Κίνα, βλέπουμε καταπιεστικές κι αντιδραστικές κυβερνήσεις, εκκαθαρίσεις κατά αντιφρονούντων μέσα κι έξω από τον κρατικό μηχανισμό, αδιάκοπες προπαγανδιστικές προσπάθειες που ενισχύουν τον πατριωτισμό και τις «παραδοσιακές αξίες» και την εκτροπή πόρων από την πολιτική προς τη στρατιωτική χρήση.
Ο Τραμπ και οι αφοσιωμένοι του διορισμένοι στον κρατικό μηχανισμό, λογικά καταλαβαίνουν την ευκαιρία που σήμερα ανοίγεται μπροστά τους. Δεν είναι μόνο οι τακτικές σοκ και δέους του Τραμπ, η σύγχυση στις γραμμές των φιλελεύθερων αντιπάλων του, η κυριαρχία του μέσα στο Ρεμπουμπλικανικό Κόμμα, ο έλεγχός του και στα δύο σώματα του Κογκρέσου και η υποστήριξη της συντηρητικής πλειοψηφίας στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Η ευρύτερη γεωπολιτική κατάσταση ευνοεί επίσης τις πρωτοβουλίες του για αποκατάσταση της αμερικανικής ισχύος. Αυτήν τη στιγμή ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός απολαμβάνει μια ανάπαυλα της σχετικής του υποχώρησης τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Στη Μέση Ανατολή, ο βασικός σύμμαχος των ΗΠΑ, το Ισραήλ, είχε μια σειρά από νίκες επί της Χαμάς, της Χεζμπολά και του Ιράν. Το Ιράν αποδυναμώθηκε ακόμα περισσότερο από την πτώση του μακροχρόνιου συμμάχου του, του Σύριου δικτάτορα Μπασάρ αλ Άσαντ.
Στην Ευρώπη, τα πράγματα επίσης κινούνται ευνοϊκά προς τις ΗΠΑ. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η οικονομική στασιμότητα της Ευρώπης έχουν υπογραμμίσει την εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ. Ο Τραμπ επιδιώκει να το εκμεταλλευτεί αυτό καθώς εγκαινιάζει πιο στενές σχέσεις με τον Ρώσο Πρόεδρο Βλάντιμιρ Πούτιν και λέει στους Ευρωπαίους συμμάχους του στο ΝΑΤΟ να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Αν αυτό συμβεί, οι ΗΠΑ θα είναι ελεύθερες να απομακρύνουν τα εκτεταμένα στρατιωτικά μέσα τους που σήμερα εδρεύουν στην Ευρώπη και να παρατάξουν στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, όπου η Κίνα συνεχίζει να αυξάνει την ιμπεριαλιστική της παρουσία.
Υπάρχουν επίσης οι αλλαγές στην πολιτική διάταξη της Ευρώπης. Βρίσκονται σε άνοδο μέλη της σκληρής Δεξιάς που ταυτίζονται με τον Τραμπ, ενώ τα κεντρώα κόμματα που παραδοσιακά υπερασπίζονταν την λεγόμενη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη πραγμάτων υφίστανται σοβαρές εκλογικές απώλειες και, σε κάποιες περιπτώσεις, συμμαχούν με την Τραμπική σκληρή Δεξιά.
Τέλος, υπάρχει η ανάδυση των ΗΠΑ ως ένας από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς ενέργειας στον πλανήτη –μια θέση που μπορεί να χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης κατά φίλων και εχθρών.
Αυτή είναι λοιπόν η ουσία του πολιτικού σχεδίου του Τραμπ. Έχει όμως σημασία να τονίσουμε ότι μπορεί να μην πετύχει. Ο συνασπισμός που τον υποστηρίζει και τον χρηματοδοτεί απαρτίζεται από διάφορες δυνάμεις που δεν συμφωνούν σε όλα. Τα συστατικά στοιχεία του MAGA είναι αντιδημοφιλή σε πλατιά στρώματα του πληθυσμού και ο πρόεδρος αντιμετωπίζει τις ενδιάμεσες εκλογές του χρόνου το Νοέμβρη, όπου μπορεί και να χάσει τη πλειοψηφία του στο Κογκρέσο –αυτό φυσικά αν δεν τον έχει ήδη σταματήσει νωρίτερα μια λαϊκή αντίδραση στους χώρους δουλειάς και στους δρόμους. Σημαντικές μερίδες της αστικής τάξης έχουν αναστείλει προσωρινά την ετυμηγορία τους για το πρόγραμμα του Τραμπ, ιδιαίτερα όσον αφορά την προσπάθεια να περιορίσει τις παγκόσμια ροές κεφαλαίου και εμπορίου. Οι αυξανόμενες αποπληρωμές τόκων του κρατικού χρέους βαραίνουν τον προϋπολογισμό, ο επίμονος πληθωρισμός περιορίζει τη δυνατότητα της Κεντρικής Τράπεζας νε μειώσει τα επιτόκια, και ένας ανοιχτός εμπορικός πόλεμος μπορεί να βλάψει σοβαρά την αμερικανική οικονομία.
Παρόλα αυτά, αυτός είναι ο προορισμός στον οποίο θέλουν να οδηγήσουν τη χώρα ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του. Όποιες επιφυλάξεις κι αν έχουν κάποιοι καπιταλιστές και ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί στο στρατό και στις δημόσιες υπηρεσίες, συμμερίζονται με τον Τραμπ την πεποίθηση ότι το στάτους κβο δεν δουλεύει και ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν.
Τίποτε από αυτά δεν σημαίνει ότι ένας πόλεμος με την Κίνα είναι έτοιμος να ξεσπάσει. Και οι δύο πλευρές καταλαβαίνουν ότι αυτήν τη στιγμή δεν είναι έτοιμες για έναν τέτοιο πόλεμο. Αλλά η ιστορία έχει δείξει ότι οι πιο επικίνδυνες εποχές είναι αυτές που μια ανερχόμενη δύναμη αμφισβητεί την μέχρι στιγμής κυρίαρχη δύναμη. Την τελευταία φορά που μια κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη –η Βρετανία– άρχισε να παραπαίει, η αστάθεια και η αντιπαλότητα κατέληξε σε δύο παγκόσμιους πολέμους και τον φασισμό στην Ευρώπη. Δεν την λες παρηγορητική αυτήν την προοπτική.