Προς μια (αποτυχημένη) αναδιαπραγμάτευση του μνημονίου ή προς μια ρήξη με το μνημόνιο και την τρόικα;
Το «Όχι» της κυπριακής Βουλής στην απόφαση του Eurogrou pγια «κούρεμα» των καταθέσεων στις τράπεζες που εδρεύουν στην Κύπρο ήταν ένα μεγάλο ξάφνιασμα: δυσάρεστο για την τρόικα αλλά και τους θιασώτες των πολιτικών της, ευχάριστο για την Αριστερά και όλους/ες όσοι/ες αγωνίζονται ενάντια στις πολιτικές της λιτότητας και τα μνημόνια, που επεκτείνονται στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και αποκτούν δυναμική πανευρωπαϊκή. Όμως, ταυτόχρονα η σύγχυση είναι μεγάλη – και η σύγχυση δεν είναι ποτέ καλός σύμβουλος. Ανάγκη λοιπόν να ξετυλίξουμε το κυπριακό «κουβάρι» με τα μεθοδολογικά εργαλεία της Αριστεράς, για να καταλήξουμε σε κάποια πιο στέρεα συμπεράσματα.
Μια δομική κρίση του κυπριακού καπιταλισμού
(πώς σχηματίστηκε και πώς έσκασε η «φούσκα» στην Κύπρο)
Έχει σημασία να αναδείξουμε τα αυτονόητο, ότι δηλαδή πρόκειται για το ξέσπασμα μιας δομικής κρίσης του κυπριακού καπιταλισμού, γιατί ένα μείγμα άμετρων πανηγυρισμών και διεκτραγώδησης στους χώρους της Αριστεράς τείνει να σκεπάσει αυτό το θεμελιώδες γεγονός. Όπως και στην Ελλάδα και ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά ακόμη πιο έντονα στην περίπτωση της Κύπρου, το ευρώ και η τρόικα γίνονται επιταχυντές της έντασης και των συνεπειών της κρίσης, οδηγώντας σε μια εξαιρετικής βιαιότητας προσαρμογή. Εντελώς αντίστροφα, στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία) το ευρώ λειτούργησε σαν πολλαπλασιαστής της ανάπτυξης, των επενδύσεων και των κερδών για όλη την πρώτη δεκαετία του αιώνα, δημιουργώντας «ντοπαρισμένους» καπιταλισμούς που συσσώρευσαν σε υψηλά επίπεδα δημόσια και ιδιωτικά χρέη και υπερεπέκταση του τραπεζικού τομέα οδηγώντας στην αναπόφευκτη έκρηξη. Στην Κύπρο όμως υπήρξε μια διαφορά: για το «ντοπάρισμα» δεν ευθύνεται μόνο ή κυρίως το ευρώ όσο μια συνειδητή πολιτική της κυπριακής αστικής τάξης που έκανε την Κύπρο περιφερειακό χρηματο-οικονομικό κέντρο με χαρακτηριστικά «φορολογικού παραδείσου» αλλά και χώρα προσέλκυσης ξένων επενδύσεων με βάση το χαμηλό φορολογικό συντελεστή των κερδών (10%). Τον εκτεταμένο τομέα υπηρεσιών συμπλήρωνε ο τομέας του τουρισμού, που ευνοήθηκε από τη μετατροπή της Κύπρου σε περιφερειακό χρηματο-οικονομικό κέντρο. Τέλος, όλα αυτά συνδυάστηκαν -όπως παντού- με μια μεγάλη «φούσκα» ακινήτων.
Έχουμε λοιπόν μια τυπική περίπτωση κρίσης υπερσυσσώρευσης σε συνδυασμό με ατυπικά χαρακτηριστικά ασυνήθιστης υπερεπέκτασης του χρηματο-οικονομικού τομέα (όχι μόνο στην Κύπρο, αλλά και στην Ελλάδα), αλλά και με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ένταξης στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Η θρυαλλίδα της κρίσης, η υπερεπέκταση του χρηματο-οικονομικού τομέα, προκύπτει εύγλωττα από τα δεδομένα: με Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) 17.886,8 εκατ. ευρώ στα τέλη του 2012, η Κύπρος διαθέτει τραπεζικό τομέα με συνολικό ενεργητικό πάνω από 120 δισ. ευρώ (πάνω από 7 φορές το ΑΕΠ). Οι καταθέσεις στις κυπριακές τράπεζες είναι περίπου 68 δισ. ευρώ (380% του ΑΕΠ). Το 30% περίπου αυτού του ενεργητικού αφορά τα υποκαταστήματα των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. Τέτοια υπερεπέκταση του χρηματο-οικονομικού τομέα, στην Ευρώπη μπορεί να συγκριθεί μόνο με την περίπτωση της Ιρλανδίας.
Αυτό το μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης μπήκε σε κρίση την τελευταία διετία, επειδή εσωτερικά η συσσώρευση «έπιασε τοίχο» αλλά και επειδή την Κύπρο «αγκάλιασαν» οι συνέπειες της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής καπιταλιστικής κρίσης, καθώς και οι συνέπειες της κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού και της υπαγωγής της Ελλάδας στις μνημονιακές πολιτικές. Η υπερεπέκταση στον κατασκευαστικό κλάδο στην Κύπρο αλλά και η σκληρή λιτότητα στην Ελλάδα αύξησαν τις επισφάλειες των κυπριακών τραπεζών (στην Κύπρο λόγω της πτώσης της τιμής των ακινήτων, στην Ελλάδα λόγω της αδυναμίας των νοικοκυριών και επιχειρήσεων να αποπληρώνουν τα δάνειά τους). Όμως, η «καρφίτσα» που προκάλεσε το σκάσιμο της «φούσκας» ήταν το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (το περιβόητο PSI) στα τέλη του 2011 (με πρωτεργάτη τον Βενιζέλο και με τη συμφωνία όλης της μνημονιακής κουστωδίας που τότε συμμετείχε-υποστήριζε την κυβέρνηση Παπαδήμου). Από αυτή την υπόθεση οι κυπριακές τράπεζες υπέστησαν κεφαλαιακές απώλειες περίπου 4 δισ. ευρώ. – τεράστιες απώλειες, αν σκεφτεί κανείς ότι το βασικό σενάριο για την ανακεφαλαιοποίηση των κυπριακών τραπεζών προέβλεπε κεφαλαιακές ανάγκες 5,8 δισ. ευρώ. Με το περιβόητο «κούρεμα» των Βενιζέλου – Παπαδήμου δεν λεηλατήθηκαν μόνο τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων, πανεπιστημίων κ.λπ. στην Ελλάδα, δεν δημιουργήθηκε μόνο μια τεράστια «τρύπα» 28 δισ. ευρώ στην κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών που έφερε το δεύτερο και το τρίτο μνημόνιο, αλλά «βυθίστηκαν» και οι κυπριακές τράπεζες - και όλα αυτά για να ξανα-εκτιναχτεί το ελληνικό χρέος στο 178% του ΑΕΠ το 2013! Είναι λοιπόν τουλάχιστον προκλητικό να λένε οι σημερινοί κυβερνητικοί συνεταίροι της κυβέρνησης Σαμαρά ότι δεν θέλουν να παρέμβουν στα εσωτερικά της Κύπρου (!!!) όταν ήταν αυτοί ακριβώς που έριξαν την «τορπίλη» που βύθισε το κυπριακό σκάφος! Ακόμη πιο προκλητικό είναι το γεγονός ότι ζητάνε από την Κύπρο να συνεισφέρει κατά 1 δισ. ευρώ για την ανακεφαλαιοποίηση των εν Ελλάδι υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών για να τα απορροφήσει ελληνική τράπεζα, όταν το 1 δισ. ευρώ είναι τεράστιο ποσό για μια Κύπρο που «καίγεται» για ρευστότητα!
Στην πραγματικότητα, η ελληνική αστική τάξη συμφώνησε να επωφεληθεί εμμέσως από το «κυπριακό δράμα» - η υποδοχή της κυπριακής κρίσης με άνοδο στο ελληνικό Χρηματιστήριο και στις τιμές των ελληνικών τραπεζών λέει πολλά και καταρρίπτει τις κούφιες «εθνικές» κορώνες περί «αλληλεγγύης». Όσο για τη στάση του υπουργού Οικονομικών κ. Στουρνάρα, που στο Eurogroup«κατάπιε τη γλώσσα του» και τώρα δίνει και μαθήματα μνημονιακής συνέπειας στην Κύπρο, είναι στάση μαθητή που ξεπέρασε σε ζήλο τους μνημονιακούς του δασκάλους!
Το «κούρεμα» των καταθέσεων
Έχοντας φτάσει στο όριο να «σκάσουν», οι κυπριακές τράπεζες χρειάζονταν χρήματα για ανακεφαλαιοποίηση. Πόσα; Ένα διεθνές κερδοσκοπικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, η Pimco (όπως στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών η BlackRock) ανέλαβε να διεξαγάγει έρευνα για να προσδιορίσει τις ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των κυπριακών τραπεζών. Το βασικό σενάριο προέβλεπε ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης 5,8 δισ. ευρώ και το ακραίο 10 δισ. ευρώ. Εντελώς αυθαίρετα, η τρόικα βασίστηκε στο ακραίο σενάριο, οπότε οι συνολικές ανάγκες χρηματοδότησης της Κύπρου στο πλαίσιο του μνημονίου έφταναν τα 17,5 δισ. ευρώ - όσα και το ΑΕΠ της Κύπρου! Στα τέλη του 2012 το δημόσιο χρέος της Κύπρου ανήλθε σε 86,5% του ΑΕΠ. Με χρηματοδότηση 17,5 δισ. ευρώ, το κυπριακό χρέος θα ανερχόταν πλέον σε 186% του ΑΕΠ. Με συνολικό «πακέτο» 12,8 δισ. ευρώ (αν η βάση ήταν το βασικό σενάριο) το χρέος θα ανερχόταν σε 171% του ΑΕΠ. Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, το τεράστιο μέγεθος του τραπεζικού συστήματος της Κύπρου και οι τεράστιες κεφαλαιακές του ανάγκες σε σχέση με το ΑΕΠ οδηγούσαν το χρέος σε επίπεδα χρεοκοπίας με οποιοδήποτε κριτήριο. Έτσι, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν θα συμμετείχε στο κυπριακό μνημόνιο, προκαλώντας διάφορες περιπλοκές, ενώ και άλλα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης διεμήνυαν ότι δεν μπορούν να περάσουν από τα Κοινοβούλιά τους πρόγραμμα «σωτηρίας» της Κύπρου αν το κυπριακό χρέος δεν είναι «βιώσιμο».
Πώς αποφάσισε το Eurogroupνα λύσει το «γόρδιο δεσμό»; «Κουρεύοντας» τις καταθέσεις, ώστε να μειώσει το συνολικό «πακέτο» κατά 7 δισ. ευρώ. Ο Σόιμπλε και το ΔΝΤ πρότειναν να «κουρευτούν» σε μεγάλο ποσοστό μόνο οι καταθέσεις πάνω από 100.000 ευρώ. Η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να «κουρευτούν» και οι καταθέσεις κάτω από 100.000 ευρώ. (Μικρή παρένθεση εδώ: η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα έπρεπε να είναι ακριβώς ο θεματοφύλακας της «ιερότητας» των καταθέσεων, αλλά αντ’ αυτού ήταν η πρώτη που τις «πυροβόλησε»… Αποδεικνύοντας έτσι ότι η υποτίθεται «ανεξάρτητη» ΕΚΤ στην πραγματικότητα δεν είναι ένα ανεξάρτητο τεχνοκρατικό κέντρο αλλά πυλώνας» του διεθνοποιημένου καπιταλισμού που δρα με πολιτικά κριτήρια – ένα ανεξέλεγκτο πολιτικό κέντρο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης).
Πριν λοιπόν αναζητήσουμε άλλους λόγους που βρίσκονται πίσω από το «κούρεμα», ο πρώτος και προφανής ήταν η ανάγκη «αυτοχρηματοδότησης» του κυπριακού μνημονιακού προγράμματος ώστε να προκύπτει «βιώσιμο χρέος» που θα επέτρεπε και τη συμμετοχή του ΔΝΤ. Αλλά φυσικά δεν είναι μόνο αυτό.
Ο «δαίμονας της γεωπολιτικής»
Από τη στιγμή που μπήκε ζήτημα «κουρέματος» των καταθέσεων στις τράπεζες της Κύπρου, ακόμη και αν αυτό τελικά δεν γινόταν, η ζημιά έχει γίνει: ο τεράστιος χρηματο-οικονομικός τομέας της Κύπρου θα αντιμετωπίσει πραγματικό «τσουνάμι» φυγής καταθέσεων και θα υποστεί μια τρομακτικά βίαιη προσαρμογή. Αυτό θα συμπαρασύρει όλη την κυπριακή οικονομία σε βίαιη προσαρμογή. Στην Κύπρο αντιστοιχεί η δική της εσωτερική υποτίμηση όλων των αξιών: του εργατικού μισθού (μισθός, σύνταξη, κοινωνικό κράτος), των τιμών των ακινήτων, των δημόσιων υπηρεσιών και υποδομών, που θα προκληθούν από μια βίαιη προσαρμογή στον τραπεζικό και συνακόλουθα τον κατασκευαστικό τομέα.
Όμως στην Κύπρο υπάρχει και μια άλλη παράμετρος: τα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Όσο και αν είναι επισφαλείς οι εκτιμήσεις για το εύρος τους και την απόδοσή τους, υπόσχονται βάσιμα «εισόδημα» υπερ-πολλαπλάσιο του κυπριακού ΑΕΠ. Ότι οι μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις πίσω από την τρόικα έχουν βάλει στο μάτι το κυπριακό φυσικό αέριο είναι προφανές από το γεγονός ότι το πρώτο σχέδιο μνημονίου που συζητήθηκε ήδη επί προεδρίας Χριστόφια περιείχε ρήτρα υποθήκευσης των εσόδων από το φυσικό αέριο για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Είναι βέβαιο ότι η ρήτρα αυτή θα εμπεριέχεται και στο όποιο νέο μνημόνιο – εκτός αν η Κύπρος οδηγηθεί σε έξοδο από την Ευρωζώνη. Για δυνάμεις όπως η Γερμανία και η Γαλλία, το μνημόνιο και η βίαιη προσαρμογή (που αδυνατίζουν τη θέληση και τα μέσα μικρότερων χωρών να διεκδικήσουν μεγαλύτερο μερίδιο στα ενεργειακά τους κοιτάσματα) είναι το μόνο μέσο που διαθέτουν για να μπουν στο παιχνίδι της γεωπολιτικής για τους ενεργειακούς πόρους της Μεσογείου. Έτσι εξηγείται και η «απρόσμενα» επιθετική στάση της γαλλικής κυβέρνησης του «σοσιαλιστή» Ολάντ και οι βίαιες επιθέσεις στελεχών της κατά της Κύπρου-«πλυντηρίου» βρόμικου χρήματος κ.λπ. κ.λπ. Αποδεικνύεται έτσι ότι είναι ακριβώς τα μνημόνια που κάνουν τη Γερμανία «μεγάλη δύναμη», και η αξιοποίηση του ευρώ σαν «μαστιγίου» ευρωπαϊκής και διεθνούς πολιτικής πειθαναγκασμού.
Από την άλλη, η γερμανική κυβέρνηση ξέρει πολύ καλά ότι η Ρωσία του Πούτιν δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τις ευρωπαϊκές και δυτικόστροφες συμμαχίες της κυπριακής αστικής τάξης ούτε θέλει να έρθει σε ρήξη με τον ευρωπαϊκό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Για να «καθαρίσει» με την Τουρκία στο ζήτημα της κυπριακής ΑΟΖ και να ξεμπλοκάρει η διαδικασία εκμετάλλευσης των κυπριακών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, η κυπριακή αστική τάξη συνέπηξε συμμαχία με το Ισραήλ και το δυτικό ιμπεριαλισμό (προεξαρχόντων των ΗΠΑ). Η κυπριακή αστική τάξη δεν μπορεί να απεμπλακεί από αυτές τις συμμαχίες και να τις υποκαταστήσει με τη συμμαχία με τη Ρωσία. Το «παιχνίδι» ανάμεσα στην ιμπεριαλιστική Ρωσία και τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές παίζεται με άλλους κανόνες: η Ρωσία κάνει πολύ θόρυβο και δίνει μάχες μόνο για να πάρει τα μικρά ανταλλάγματα που της αντιστοιχούν, διεκδικώντας να μπει στη χορεία των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της «παγκοσμιοποίησης». Θέλει αγκυροβόλια για το στόλο της στη Μεσόγειο, θέλει την ελληνική ΔΕΠΑ, θέλει «κάποια συμμετοχή» στο πάρτι με το κυπριακό φυσικό αέριο – ή κάτι απ’ όλα αυτά. Ούτε θέλει ούτε μπορεί σε αυτή τη φάση να καλύψει το σύνολο των χρηματοδοτικών αναγκών της Κύπρου (άμεσων και μεσοπρόθεσμων) ούτε να υποκαταστήσει συνολικά τις δυτικόστροφες συμμαχίες της κυπριακής αστικής τάξης με τον ιμπεριαλισμό ούτε να έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τον ευρωπαϊκό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Και φυσικά, ό,τι κάνει θα το κάνει με το αζημίωτο: δεν υπάρχει εδώ καμία «αλληλεγγύη» και κανένας «αντιμπεριαλισμός», παρά μόνο ο σκληρός νόμος του κέρδους και των συμφερόντων!
Από την ελληνο-κυπριακή «καραμπόλα» η Ρωσία μπορεί να κερδίσει τη ΔΕΠΑ ή μια ναυτική βάση στη Μεσόγειο (στην ελληνική Σύρο ή στο κυπριακό Μαρί) και -πολύ πιο δύσκολα, αν όχι ακατόρθωτα- μια κυπριακή τράπεζα (τη Λαϊκή). Να βάλει άμεσα «πόδι» στο κυπριακό φυσικό αέριο είναι επιστημονική φαντασία!
Σε κάθε περίπτωση, οι φαντασιώσεις για το «λυτρωτικό» χαρακτήρα της ρωσικής παρέμβασης είναι… μυστικιστικού χαρακτήρα και έξω από κάθε πραγματικότητα. Ο ρωσικός ιμπεριαλισμός διεκδικεί τη δική του θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και έχει οικοδομήσει περίπλοκες σχέσεις συνεργασίας, συμμαχιών και ανταγωνισμού με τον ευρωπαϊκό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό, αλλά και με την Κίνα και τις BRICS συνολικότερα. Για να ξέρουμε για τι μιλάμε: είναι ο ιμπεριαλισμός, ηλίθιε!
Τούτων δοθέντων, στο άμεσο διάστημα που κρίνονται καταρχήν όλα, η κυπριακή αστική τάξη δεν έχει περιθώρια να ξεφύγει από τον «εναγκαλισμό» της τρόικας από τη μια μεριά και των ΗΠΑ-Ισραήλ από την άλλη πατώντας στις πλάτες της Ρωσίας. Η δε «ευλογία» του φυσικού αερίου, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, γίνεται «κατάρα», καθώς εμπνέει τα τροϊκανά σχέδια για ακόμη πιο βίαιη προσαρμογή στην Κύπρο – ακριβώς για να πιάσει το σχέδιο του πειθαναγκασμού πριν αρχίσει να ρέει το φυσικό αέριο...
Για να αποφύγει το θανάσιμο εναγκαλισμό της τρόικας, η Κύπρος θα πρέπει να φύγει από το ευρώ, κόβοντας δικό της νόμισμα για να αντιμετωπίσει την επαπειλούμενη διακοπή παροχής ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προς τις κυπριακές τράπεζες. Αν το κάνει, τότε θα μπει σε μια διαδικασία για αναδιάταξη των σχέσεων στο «πολύγωνο» Ισραήλ - ΗΠΑ - Τουρκία - Ρωσία, ενώ στη γειτονιά της μαίνεται η αποσταθεροποίηση των καθεστώτων από τη δυναμική της «αραβικής άνοιξης». Για να ενεργοποιηθεί αυτή η διαδικασία, πρώτα πρέπει να έρθει σε ρήξη με την τρόικα – και όχι το αντίθετο όπως πιστεύουν πολλοί στην Ελλάδα, ακόμη και μέσα στην Αριστερά.
Τα όρια της αναδιαπραγμάτευσης: «ανταρσία» και ήττα
Το κυπριακό «Όχι» ασφαλώς σχετίζεται και με το σοκ που προκάλεσε η απόφαση του Eurogroupστις λαϊκές τάξεις, αλλά -δυστυχώς- δεν καθορίστηκε από αυτό. Καθορίστηκε από την τεράστια αναταραχή που προκάλεσε στην κυπριακή αστική τάξη και κατ’ επέκταση στο πολιτικό της προσωπικό η προοπτική σκληρού «κουρέματος» του κυπριακού καπιταλισμού. Ο «ισχυρός άξονας» με Ισραήλ - ΗΠΑ αλλά και η έναρξη των διαδικασιών εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου είχαν δημιουργήσει στην κυπριακή αστική τάξη υπερβολική αυτοπεποίθηση και προσδοκίες για ήπια προσαρμογή με διατήρηση των κυριότερων κεκτημένων της. Σε κάθε περίπτωση, το αστικό πολιτικό σύστημα της Κύπρου αιφνιδιάστηκε και φάνηκε τελείως ανίκανο να προβλέψει και να «χωνέψει» το προδιαγεγραμμένο σοκ. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η βίαιη προσαρμογή άρχισε και συνεχίστηκε με προνομιακό θύμα την εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα, στην Κύπρο η απόφαση του Eurogroupέβαλε μπροστά τη διαδικασία με «κούρεμα» της αστικής τάξης: η κυπριακή αστική τάξη χωρίς τον ισχυρό χρηματο-οικονομικό της τομέα και με μια σειρά από δευτερογενή «κουρέματα» που συνεπάγεται η κατάρρευση των τραπεζών, θα είναι σκιά του εαυτού της. Ως άτομα, οι Κύπριοι καπιταλιστές δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι προστάτεψαν τις καταθέσεις τους (μέρος των πραγματοποιηθέντων κερδών), αλλά ως αστική τάξη συνολικά με την απόφαση του Eurogroupυφίσταται τεράστιο «κούρεμα». Αντέδρασε λοιπόν «βίαια» και τεστάρισε τα περιθώρια ελιγμών που είχε.
Στο Eurogroupήταν ο Αναστασιάδης μεταξύ αυτών που δεν θέλησε μεγαλύτερο «κούρεμα» των καταθέσεων πάνω από 100.000 ευρώ ώστε να εξαιρεθούν από το «κούρεμα» οι καταθέσεις κάτω από 100.000 ευρώ. Δεν τον ενδιέφεραν ούτε οι μικροκαταθέτες ούτε -πολύ περισσότερο- η εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και οι άνεργοι (η ανεργία είναι ήδη, στο ξεκίνημα αυτής της «περιπέτειας», στο 12%), αλλά η υποβάθμιση της κυπριακής αστικής τάξης. Γι’ αυτό και στην κυπριακή «ανταρσία» μέχρι και αυτή τη στιγμή τη σφραγίδα έβαλε η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι. Το όλο διάβημα συνιστούσε απόπειρα αναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου ώστε να περιοριστούν οι ζημιές για την αστική τάξη – κυρίως οι προβλεπόμενες ζημιές από τη βίαιη συρρίκνωση του τραπεζικού τομέα με όλες τις συνεπαγόμενες συνέπειες. Ασφαλώς στις χαραμάδες που άνοιξε μια πολιτική κρίση που πήρε -πρόσκαιρα έστω- τα χαρακτηριστικά εθνικής κρίσης, εισέβαλαν και οι λαϊκές απαιτήσεις, κυρίως με την απαίτηση να μην «κουρευτούν» οι καταθέσεις κάτω από 100.000 ευρώ. Αν επαληθευτούν οι πληροφορίες-εκτιμήσεις ότι ο τελικός συμβιβασμός θα απαλλάσσει τις καταθέσεις κάτω από 100.000 ευρώ από το «κούρεμα», η κυπριακή αστική τάξη θα έχει βρεθεί στην εξής παράδοξη κατάσταση: να κάνει μια «ανταρσία» για τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα (για να γλιτώσει το «κούρεμα» των καταθέσεων γενικά αλλά ιδιαίτερα των πάνω από 100.000 ευρώ, ώστε να αποφύγει την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος), αλλά η τρόικα να της επιβάλει μόνο την εξαίρεση από το «κούρεμα» των καταθέσεων κάτω από 100.000 ευρώ, που σώζει τις λαϊκές αποταμιεύσεις αλλά όχι και το τραπεζικό σύστημα!
Από την άλλη, η κυπριακή Αριστερά (δηλαδή το ΑΚΕΛ – η ΕΔΕΚ, ο Λιλλήκκας κ.λπ. είναι (σοσιαλ)φιλελεύθεροι εθνικιστές, η δε συσπείρωση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς ΕΡΑΣ είναι πολύ αδύναμη για να επηρεάσει εξελίξεις τέτοιας κλίμακας) άρπαξε την ευκαιρία για μια αντιμνημονιακή στροφή, αλλά δειλή και ανολοκλήρωτη. Το ΑΚΕΛ μίλησε για απεμπλοκή από το μνημόνιο και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που ελέγχει (ΠΕΟ) άνοιξε θέμα ενάντια στις αποκρατικοποιήσεις, αλλά η βασική του πρόταση που δημοσιοποιήθηκε ήταν 15ετές ομόλογο εσωτερικού δανεισμού που θα αντικαταστήσει το «κούρεμα» των καταθέσεων. Προσπάθησε να βρει «θετικές προτάσεις» διαφυγής αποφεύγοντας να θέσει και να απαντήσει το ερώτημα «ποιοι φταίνε για την κρίση και ποιος θα πληρώσει για την κρίση», τα κέρδη και ο πλούτος ή οι εργαζόμενοι, η αστική τάξη ή η εργατική τάξη. Απέφυγε να αμφισβητήσει τον πλούτο (στη μορφή των καταθέσεων πάνω από 100.000 ευρώ), την «αιτία του κακού», τις τράπεζες, το χρέος ως τέτοιο, το μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης. Έκανε μια -θετική οπωσδήποτε, αλλά και υποχρεωτική- αντιμνημονιακή στροφή, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει κάποιο ουσιαστικό βήμα πέρα από αυτό. Αναπόφευκτα, δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί μια πολιτική κρίση που πήρε πρόσκαιρα τα χαρακτηριστικά «εθνικής κρίσης», την «κρίση ηγεμονίας της αστικής τάξης στο έθνος», για να αμφισβητήσει την ηγεμονία της αστικής τάξης, να κάνει μαζική πολιτική με βάση τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και να διεκδικήσει για λογαριασμό της την ηγεσία στο έθνος.
Υπ’ αυτούς τους όρους, ηγεμόνευσε η γραμμή της αναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου. Η ιμπεριαλιστική Ρωσία αποδείχτηκε -όπως θα έπρεπε να αναμένεται- «λίγη» σαν αντίβαρο στην τρόικα και στη συμμαχία με Ισραήλ και ΗΠΑ. Έτσι, η «ανταρσία» οδηγήθηκε μοιραία σε ήττα. Αποδεικνύοντας καταρχήν δύο πράγματα:
Πρώτο, ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για αναδιαπραγμάτευση των μνημονίων – το δίλημμα είναι ρήξη ή υποταγή.
Δεύτερο, ότι η αστική τάξη δεν μπορεί να διαπραγματευτεί παρά μόνο δευτερεύοντα σημεία των μνημονιακών πολιτικών από τη σκοπιά των δικών της συμφερόντων, γιατί τα συμφέροντά της εξαρτώνται απόλυτα από την ιερή συμμαχία της τρόικας. Ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Κύπρο ούτε πουθενά, δεν υπάρχουν κοινά «αντιμνημονιακά» συμφέροντα της εργατικής τάξης και της αστικής τάξης.
Αυτό ισχύει ακόμη και στην περίπτωση μιας ρήξης που θα οδηγούσε σε έξοδο από το ευρώ: αν μια τέτοια έξοδο τη διαχειριζόταν η αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, για να επιβιώσουν, θα την έστρεφαν ενάντια στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Η αίσθηση μιας «κοινής εθνικής διαπραγμάτευσης» υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης είναι προϊόν αδυναμίας της εργατικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων και όχι απόδειξη περί συγκερασμού των ταξικών συμφερόντων σε μια κοινή «αντιμνημονιακή» βάση!
Γιατί ο καπιταλισμός προσβάλλει την «ιερότητα» των καταθέσεων και η Αριστερά την υπερασπίζεται;
(Ή, γιατί η ρήξη με το σύστημα είναι η μόνη εφικτή λύση ανάγκης)
Η διαπίστωση έγινε πολλές φορές αυτές τις μέρες, και όχι μόνο από εκπροσώπους της Αριστεράς: με την απόφαση του Eurogroupγια «κούρεμα» των καταθέσεων προσβλήθηκαν τα «ιερά και όσια» του καπιταλισμού. Το ένα ερώτημα είναι γιατί γίνεται αυτό. Το άλλο ερώτημα είναι γιατί σύμπασα η Αριστερά, σε Ελλάδα και Κύπρο, υπερασπίστηκε αυτά τα «ιερά και όσια» που ο Σόιμπλε και η παρέα του αποφάσισαν να προσβάλουν. Πρέπει να δούμε τις απαντήσεις σε αυτά τα δύο ερωτήματα σε συνδυασμό.
Ο καπιταλισμός έχει να επιδείξει σωρεία προσβολών πολλών «ιερών και οσίων» τα τελευταία χρόνια, από τότε που ξέσπασε η δομική καπιταλιστική κρίση: Αρχικά προσέβαλε τη δική του αρχή των τελευταίων δεκαετιών που απαγόρευε τις κρατικές ενισχύσεις στον ιδιωτικό τομέα: τρισεκατομμύρια δολάρια και τρισεκατομμύρια ευρώ διατέθηκαν στις δύο πλευρές του Ατλαντικού για να σωθούν οι τράπεζες. Στη συνέχεια δεν επέτρεψε σε ιδιώτες κατόχους ομολόγων να πάρουν τα ρίσκα της τοποθέτησής τους στο κρατικό χρέος: το πρώτο ελληνικό μνημόνιο ήταν ακριβώς μια προσπάθεια να μην πληρώσουν οι ιδιώτες επενδυτές για την «άστοχη» επένδυσή τους – για μία ακόμη φορά κρατικοποίησε τις ζημιές των ιδιωτών. Με το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (το περιβόητο PSI) επέβαλε στους ιδιώτες επενδυτές στα ελληνικά ομόλογα να πληρώσουν, αλλά ταυτόχρονα λεηλάτησε και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα πανεπιστήμια κ.λπ. Τέλος, αφού νομιμοποίησε την ιδέα του «κουρέματος» στα ομόλογα, με την απόφαση του Eurogroupγια την Κύπρο την επέκτεινε και στις καταθέσεις. Από την άποψη του «παλιού» καπιταλισμού, είναι σαν να κατουράνε στο «ιερό δισκοπότηρο» των καπιταλιστικών «αξιών». Όμως, παρ’ όλα αυτά, ο καπιταλισμός όλο αυτό τον καιρό αρνήθηκε πεισματικά να παραβιάσει μία θεμελιώδη αρχή: την αρχή της μετάθεσης των βαρών στις πλάτες της εργατικής τάξης! Όλες οι υπόλοιπές παραβιάσεις «αρχών» -και ό,τι άλλο έκαναν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις- έγιναν ακριβώς για να μείνει απαραβίαστη η μία και μόνη θεμελιώδης αρχή: η αρχή της εκμετάλλευσης. Και πότε μπορούν να παραβιαστούν όλα προκειμένου να παραμείνει εν ισχύ η αρχή της εκμετάλλευσης; Όταν έχουμε δομική καπιταλιστική κρίση και μάλιστα ιστορικών διαστάσεων. Και τι σημαίνει όλη αυτή η σωρεία των παραβιάσεων; Ότι ο καπιταλισμός θα σώσει το τομάρι του χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα, προκειμένου να σώσει την «ψυχή» του, την αρχή της εκμετάλλευσης!
Ας έρθουμε τώρα στην πλευρά της Αριστεράς: για ποιο λόγο οι καταθέσεις είναι γενικώς «ιερές» και «απαραβίαστες», ακόμη και αυτές πάνω από 100.000 ευρώ - δηλαδή ασχέτως ορίου; Καταρχήν, τι είναι οι καταθέσεις; Οι «νόμιμες απαιτήσεις» πάνω στο προϊόν της κοινωνικής εργασίας. Για τους μισθωτούς, προϊόν του μισθού, για τους υπόλοιπους προϊόν του κέρδους. «Κούρεμα» καταθέσεων είναι μιας μορφής φορολόγηση υπαρκτών εισοδημάτων, από μισθούς και κέρδη. Δεν έχει μήπως η Αριστερά στο πρόγραμμά της την προοδευτική φορολόγηση των εισοδημάτων; Δεν μιλάει ότι πρέπει να πληρώσει ο πλούτος; Γιατί λοιπόν για την Αριστερά να είναι «ιερές» οι καταθέσεις πάνω από 100.000 ευρώ; Είναι απλώς η γνωστή κατάσταση ηγεμονίας των αστικών ιδεών πάνω στην Αριστερά ή μήπως και κάτι άλλο; Στην περίπτωση της Κύπρου παραπέμπει -αν δεν είναι κιόλας- και σε κάτι άλλο: σε μια λύση «εθνική», που δεν θέλει να θίξει το κυπριακό καπιταλιστικό μοντέλο συσσώρευσης που είναι σε κρίση. Το μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης που στηρίζεται ακριβώς στην υπερμεγέθυνση του χρηματο-οικονομικού τομέα. Αυτή την «αντιμνημονιακή» λύση φαντάζεται η Αριστερά; Να «διατηρήσουμε τα κεκτημένα» διατηρώντας το καπιταλιστικό μοντέλο συσσώρευσης που είναι σε δομική κρίση; Αυτό το περιεχόμενο θα έπρεπε να έχει η ρήξη με την Ευρωζώνη, ακόμη και η έξοδος από το ευρώ; θα ήταν σαν να γινόμασταν ο στρατός της αστικής τάξης σε μια «ανταρσία» για τη σωτηρία των δικών της συμφερόντων! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αριστερά πρέπει να κάνει μαζική πολιτική και να αξιοποιήσει τις ρωγμές στην αστική κυριαρχία, στην ηγεμονία της αστικής τάξης στο έθνος. Αλλά με μόνο στόχο να αναδειχτεί σε ηγέτιδα δύναμη στο έθνος η εργατική τάξη, να πρυτανεύσουν τα εργατικά συμφέροντα. Ο ταξικός αγώνας για την ηγεμονία στο έθνος, σε συνθήκες εθνικής κρίσης, δεν αναστέλλεται ούτε χάνει το κοινωνικό του περιεχόμενο. Ίσα ίσα που τότε αποκτάει το πλήρες κοινωνικό του περιεχόμενο: την «εθνική σωτηρία» μπορεί να εγγυηθεί μόνο η εργατική τάξη με ένα πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού! Για να «σωθεί το έθνος», πρέπει:
· Να «κουρευτούν» οι μεγάλες καταθέσεις (προοδευτικός φόρος πάνω από ένα κατώτατο πλαφόν και πλήρης αθέτηση υποχρέωσης πάνω από ένα ανώτατο πλαφόν) αλλά και τα υψηλά εισοδήματα (με μια προοδευτική φορολογική κλίμακα). Γιατί πρέπει να «σεβαστούμε» τα κέρδη και τον πλούτο των Ρώσων και Κύπριων ολιγαρχών-καπιταλιστών όταν πάνω από τα κεφάλια των εργαζομένων στριφογυρίζει η θηλιά της λιτότητας και της κατάρρευσης του κοινωνικού κράτους; Κάτι τέτοιο -όχι φυσικά ολοκληρωμένα- δεν έκανε και η Ισλανδία, στο παράδειγμα της οποίας όλοι αναφερόμαστε;
· Να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, με αποχωρισμό του «κακού» ενεργητικού, το οποίο θα «χρεωθεί» στους ιδιώτες μεγαλομετόχους τους και στους ιδιώτες επενδυτές τους. Γιατί «είναι ο.k.» ο διαχωρισμός σε «καλή» και «κακή» τράπεζα προκειμένου για την Αγροτική και το Τ.Τ. ώστε να πουληθεί η «καλή» τράπεζα σε ιδιώτες και να αναλάβει τις επισφάλειες της «κακής» τράπεζας το ελληνικό Δημόσιο, και δεν είναι σωστό και δίκαιο τις επισφάλειες της «κακής» τράπεζας να πληρώσουν οι Κύπριοι και Ρώσοι μεγαλομέτοχοι και μεγαλο-επενδυτές και το «καλό» ενεργητικό να εθνικοποιηθεί και να γίνει δημόσια περιουσία;
· Γιατί πρέπει να διαλέγουμε ανάμεσα σε τρόπους βιβλικής καταστροφής για ένα λαό («τραβάει τα σωληνάκια», είναι η προσφιλής έκφραση των σύγχρονων νεοφιλελεύθερων Μένγκελε, όταν θέλουν να πουν πώς σκέφτεται η συμμαχία των διεθνών καπιταλιστών ληστών να «πνίξει» τον κυπριακό λαό) και να μην επιλέξουμε να κάνουμε στάση πληρωμών στους τοκογλύφους «επενδυτές» στο κυπριακό δημόσιο χρέος;
Αν όμως ξεκινήσουμε από αυτές τις θεμελιώδεις επιλογές «σωτηρίας», έχουμε ήδη διαπράξει «εγκλήματα κατά συρροήν» ενάντια στην καπιταλιστική ιδιοκτησία και το καπιταλιστικό κέρδος. Στο καπιταλιστικό τέρας που αλέθει αχόρταγο τις ζωές μας, που συνθλίβει ολόκληρους λαούς, αντιστοιχεί η δική μας ύβρις προς τον καπιταλισμό. Η δική του ύβρις προς τα «ιερά και όσια» των καταθέσεων είναι μια λαμπρή ευκαιρία να νομιμοποιήσουμε την ύβρι των κοινωνικών αναγκών! Δεν πρόκειται για ιδεολογικό πρόταγμα, αλλά για λύση ανάγκης, και λύση που η καπιταλιστική «ακρότητα» την κάνει και επείγουσα και ρεαλιστική. Ξεκινώντας έτσι, με αυτές τις θεμελιώδεις επιλογές, πρέπει φυσικά να πάμε μέχρι το τέλος! Η ρήξη αυτή είτε θα κλιμακωθεί γρήγορα σαν διαδικασία κοινωνικού μετασχηματισμού με στόχο το σοσιαλισμό είτε θα συντριβεί. Ο σοσιαλισμός κατεβαίνει έτσι από τον ουράνιο θόλο των «αξιών» και των ιδεολογικών προταγμάτων (όπου έχει χαθεί μέσα στις ομίχλες της αποϊδεολογικοποίησης) και περπατάει στη γη, στον πραγματικό κόσμο των συγκρούσεων και των αναγκών, γίνεται τέκνο της ανάγκης.
Δεν υπάρχουν περιθώρια «αναδιαπραγμάτευσης» των μνημονίων: ρήξη και ανατροπή ή υποταγή!
Το μεγάλο δίδαγμα από την κυπριακή «ανταρσία» είναι ότι το σχέδιο της αναδιαπραγμάτευσης των μνημονίων ή δανειακών συμβάσεων είναι απλώς ουτοπικό. Το δίλημμα είναι: ρήξη με το σύστημα και ανατροπή ή υποταγή - μέσος δρόμος δεν υπάρχει. Για να το πούμε αλλιώς: όποιος πιστεύει ότι η τρόικα θα «αναγκαστεί» να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα ανατροπής της λιτότητας, πρέπει είτε να είναι φαντασιόπληκτος είτε να κοροϊδεύει συνειδητά τον κόσμο. Η Κύπρος απέδειξε επίσης ότι δεν υπάρχει χώρος για ένα «ευρωπαϊκό τσαβισμό»: εδώ, η ρήξη είναι ακαριαία, φτάνει στα άκρα, κλιμακώνεται γρήγορα και κρίνεται γρήγορα. Στη δική μας περίπτωση, της Ελλάδας και του ΣΥΡΙΖΑ, αν εννοούμε τη ρήξη με το μνημόνιο και την τρόικα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι για μια μετωπική σύγκρουση με το σύστημα. Σε μια τέτοια σύγκρουση δεν θα νικήσουμε αν δεν «κουρέψουμε» πολλαπλώς και εις βάθος την αστική τάξη, αν δεν θίξουμε και στη συνέχεια απαλλοτριώσουμε την καπιταλιστική ιδιοκτησία και δεν ανατρέψουμε την καπιταλιστική εξουσία. Στη μετωπική ρήξη με το σύστημα, στο ποικιλόμορφο σαμποτάζ και τις ασφυκτικές πιέσεις που θα δεχτούμε, δεν θα αντέξουμε αν δεν χρησιμοποιήσουμε τον «πολλαπλασιαστή δύναμης» που λέγεται κοινωνικός μετασχηματισμός. Η εργατική τάξη και ο κόσμος της Αριστεράς και των κινημάτων δεν θα μπουν «στα όλα» σε μια τέτοια μάχη, διακινδυνεύοντας το μέλλον τους και ενδεχομένως τη ζωή τους, δεν θα γίνουν δηλαδή πραγματικός «πολλαπλασιαστής δύναμης», αν η ιδιοκτησία και η εξουσία παραμείνει στους καπιταλιστές.
Η στατική και ταξικά ουδέτερη κοστολόγηση των μέτρων μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, που πρεσβεύει μια γραφειοκρατική τεχνοκρατία στους κόλπους της, πιστεύει στο θαύμα μιας ήσυχης, «φιλολαϊκής» διαχείρισης του καπιταλισμού, μέσα στους γλυκερούς γραμμικούς χρόνους της καπιταλιστικής κανονικότητας, είναι είτε «προδιάθεση» για διαχείριση του συστήματος είτε μια ουτοπία.
Ρήξη με την τρόικα και το μνημόνιο σημαίνει αναπόφευκτα και ρήξη με την Ευρωζώνη!
Η απόφαση του Eurogroupσυνιστά μία ακόμη, την πιο εύγλωττη, απόδειξη για τη φύση της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. Το euro-project, το ευρώ, είναι ένα σχέδιο ανταγωνιστικής λιτότητας, και ως τέτοιο επιβεβαιώνεται και επιζεί. Η Ε.Ε. και ακόμη περισσότερο η Ευρωζώνη, είναι «φυλακή των λαών» και συμμαχία των ιμπεριαλιστών ληστών. Ο καπιταλισμός σε γεροντική κρίση παρακμής, είναι το «Θηρίο» της καπιταλιστικής «Αποκάλυψης» που υπόσχεται πλέον «βιβλικές» καταστροφές και «συλλογικές τιμωρίες». Σε αυτή την καπιταλιστική κρεατομηχανή, η Ευρωζώνη και η Ε.Ε. είναι το πιο φονικό γρανάζι. Όποιος νομίζει ότι το «αδειανό» πουκάμισο της ευρωπαϊκής ιδέας όπως υποστασιοποιείται στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. μπορεί να αδειάσει από αυτό το περιεχόμενο και να γεμίσει με ένα άλλο χωρίς ανατροπή-διάλυση της Ευρωζώνης-Ε.Ε. και αντικατάστασή της από την ευρωπαϊκή σοσιαλιστική ομοσπονδία των λαών, πρέπει να είναι επίσης φαντασιόπληκτος. Η Ευρωζώνη και η Ε.Ε. δεν μεταρρυθμίζονται αλλά ανατρέπονται.
Το επόμενο βήμα του συλλογισμού αυτού είναι ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η ρήξη με το μνημόνιο και με την τρόικα να μην σημάνει αναπόφευκτα και ταυτόχρονα τη ρήξη με την Ευρωζώνη και κατ’ επέκταση την Ε.Ε. Δεν είναι μόνο οι εκατοντάδες Οδηγίες (που έχουν περάσει στις εθνικές νομοθεσίες) αλλά και οι πρόσφατες εξελίξεις: Ο έλεγχος των προϋπολογισμών των κρατών-μελών από την Κομισιόν, τα νέο δημοσιονομικό σύμφωνο (απείρως πιο σκληρή εκδοχή του αλήστου μνήμης Συμφώνου Σταθερότητας, που επιβάλλει ένα πανευρωπαϊκό μνημόνιο) κ.λπ. Ακόμη και χωρίς μνημόνιο, η λιτότητα είναι «τριπλο-κλειδωμένη»! Όπως ακριβώς, λοιπόν, είναι ουτοπία να περιμένουμε η τρόικα να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα ανατροπής της λιτότητας σε μια χώρα-μέλος, έτσι είναι ουτοπία να περιμένουμε ότι μπορεί να υπάρξει εφαρμογή ενός προγράμματος ανατροπής της λιτότητας χωρίς σύγκρουση με την Ευρωζώνη.
Όσον αφορά όμως αυτή την αναπόφευκτη σύγκρουση με την Ευρωζώνη, όμως, η Αριστερά διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα της επιλογής σε δύο επίπεδα:
Πρώτο, όσον αφορά τη νομιμοποίηση αυτής της σύγκρουσης, με το βλέμμα στον αγώνα για την ηγεμονία:
Όπως έδειξε και η εμπειρία της Κύπρου, η ρήξη με την Ευρωζώνη και η ωρίμανση των διαθέσεων -πρώτα απ’ όλα στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, αλλά και σε τμήματα μεσαίων τάξεων- για μια τέτοια ρήξη αποτελούν προϊόν - συνέπεια της επιθετικότητας της άλλης πλευράς (της Ευρωζώνης) αλλά και της εφαρμογής ενός προγράμματος ανατροπής της λιτότητας. Έτσι, όχι μόνο «νομιμοποιείται» αυτή η ρήξη αλλά και αποκτά το κοινωνικό, ταξικό και προγραμματικό περιεχόμενο που μπορεί να αναδείξει την Αριστερά σε ηγεμονική πολιτική δύναμη μιας τέτοιας ρήξης. Αλλά και να νομιμοποιήσει τον αγώνα και τις θυσίες που θα απαιτηθούν από μια τέτοια ρήξη – η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα μπορούν να αποδεχτούν τον αγώνα και τις θυσίες μόνο στο όνομα μιας πολιτικής και ενός προγράμματος που θα υπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα. Το αντίθετο, δηλαδή να φανταστούμε ότι μια «προκαταβολική» ρήξη με την Ευρωζώνη με μονομερή έξοδο από αυτή θα φέρει ή θα ευνοήσει τη ρήξη με τις πολιτικές λιτότητας και τον εγχώριο καπιταλισμό συνιστά μια αντιστροφή προτεραιοτήτων που μπορεί να αποβεί καταστροφική για την Αριστερά.
Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το νόμισμα και η ανταγωνιστικότητα της (καπιταλιστικής) εθνικής οικονομίας αποκτούν τον ηγεμονικό ρόλο σε βάρος του ταξικού περιεχομένου της ρήξης, με αποτέλεσμα την ηγεμονία σε μια τέτοια ρήξη να την πάρουν δυνάμεις εχθρικές προς την Αριστερά. Η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν θα δώσουν όλες τους τις δυνάμεις σε ένα τέτοιο αγώνα για να είναι την επόμενη μέρα απλός «παραγωγικός συντελεστής» σε ένα πιο ανταγωνιστικό και «εθνικά κυρίαρχο» καπιταλισμό.
Από αυτή την άποψη, η Κύπρος αποτέλεσε ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς το θέμα της εξόδου από το ευρώ μπήκε παράλληλα και ταυτόχρονα με το αίτημα για μια λύση εκτός μνημονίου, ακριβώς γιατί το μνημόνιο εγκαινιάστηκε με «κούρεμα» της αστικής τάξης, πράγμα που δημιούργησε όρους εθνικής κρίσης. Σε όλες τια άλλες περιπτώσεις των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου είναι η δυναμική των αγώνων ενάντια στα μνημόνια και τη λιτότητα που οδηγεί στο σημείο της ρήξης με την Ευρωζώνη. Αλλά, παρά την ιδιαιτερότητα, η Κύπρος επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας: στο βαθμό που η έξοδος από το ευρώ και η αναζήτηση γεωπολιτικών αντίβαρων ηγεμόνευσε έναντι του ταξικού περιεχομένου της αντιπαράθεσης, την πρωτοβουλία των κινήσεων και την ηγεμονία διατήρησε μέχρι τέλους η αστική τάξη.
Δεύτερο, όσον αφορά το στόχο αυτής της σύγκρουσης: Αυτός ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η κατά το δυνατόν ευρύτερη μετάδοση της ρήξης στην ίδια την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. Η λενινιστική θεωρία του «αδύναμου κρίκου» δεν μιλάει ταυτολογικά για έναν κρίκο που έχει αδυνατίσει και άρα μπορεί να σπάσει, αλλά και για ένα κρίκο που συμπυκνώνει τις πιέσεις, τα προβλήματα και τα αδιέξοδα όλης της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Γι’ αυτό, ο «αδύναμος κρίκος» που σπάει από τις πολιτικές λιτότητας, δεν πρόκειται να επιβιώσει παρά μόνο αν η δυναμική της ρήξης επεκταθεί σε όλη την ιμπεριαλιστική αλυσίδα ή έστω σε μερικούς ακόμη κρίκους της. Αυτή η σωτήρια εξωστρεφής δυναμική δεν μπορεί να υπηρετηθεί αποτελεσματικά με μια πολιτική μονομερούς αποχώρησης από το ευρώ – είναι γι’ αυτό το λόγο που το «Έξω από το ευρώ» ενώ είναι ένα ισχυρό ενδεχόμενο αποτέλεσμα της ρήξης με τα μνημόνια και την τρόικα, δεν πρέπει να είναι στόχος της Αριστεράς. Αντίθετα, πρέπει να υπηρετηθεί με μια επεκτατική πολιτική που θα αποσκοπεί στη διάλυση όλης της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας της Ευρωζώνης. Με λίγα λόγια, ο στόχος της ρήξης με την Ευρωζώνη είναι η κινηματική-διεθνιστική επέκταση και όχι η «εθνική» αναδίπλωση.
Επιμύθιο: Η Κύπρος-σημείο καμπής
Όποια και αν είναι η τελική κατάληξη της κυπριακής κρίσης, έχει βάλει ήδη ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στις εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Όσοι προέβλεψαν ότι, ύστερα από τη «σούπερ δόση» στην Ελλάδα και τις αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής για την τραπεζική εποπτεία, οι αποφάσεις για την «οριστική σωτηρία» της Ευρωζώνης έχουν ληφθεί και η ευρωπαϊκή κρίση ξεπερνιέται, αλλά και όσοι σε αυτό το πλαίσιο πίστεψαν ότι ο ελληνικό καπιταλισμός σταθεροποιείται ξανά, έστω αργά και βασανιστικά, διαψεύδονται παταγωδώς. Οι πολιτικές εξελίξεις την Ιταλία, τα πολιτικά προβλήματα της κυβέρνησης στην Ισπανία και το κλείσιμο της «παρένθεσης» ηρεμίας στην Ελλάδα, ήταν τα προεόρτια. Η κυπριακή κρίση είναι η «βόμβα» που καταστρέφει κάθε αισιοδοξία για σταθεροποίηση και ξεπέρασμα της κρίσης στην Ευρωζώνη. Το πέρασμα της κρίσης στο πολιτικό εποικοδόμημα και η προσβολή των «ιερών και οσίων» των καπιταλιστικών «αξιών» με τα συνεχόμενα «κουρέματα», αλλά και η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών (ο «γεωπολιτικός δαίμονας») δείχνουν ότι η κρίση είναι εδώ και βαθαίνει. Το παλιρροϊκά κύμα της Κύπρου θα χτυπήσει πρώτα την Ελλάδα και την κυβέρνηση Σαμαρά, ενώ νέες «εστίες» θα αναδειχτούν. Το σύνθημα «Ανατροπή για την επιβίωση» θα γίνει πλατιά συνείδηση στις εργατικές και λαϊκές μάζες στον ευρωπαϊκό Νότο – και όχι μόνο.
Πρέπει να βγάλουμε τα διδάγματα από την Κύπρο για να είμαστε έτοιμοι για τους αγώνες που έρχονται.