Με ελάχιστες πλέον εξαιρέσεις (που και αυτές έχουν πίσω τους σοβαρή πολιτική σκοπιμότητα), οι «εθιμοτυπικές» επισκέψεις ηγετών στην Ουάσινγκτον έχουν τελειώσει.
Έχουμε μπει σε μια εποχή που οι –εκτός «προγράμματος» (G8, Γιούρογκρουπ κλπ)– συναντήσεις κορυφής μεταξύ ηγετών χωρών γίνονται για πολύ σοβαρούς λόγους. Συνήθως υπογραμμίζουν πολύ σοβαρή σύγκλιση ή πολύ σοβαρή απόκλιση συμφερόντων.
Με αυτή την έννοια, το ταξίδι του Ερντογάν είχε ιδιαίτερο βάρος. Πόσο μάλλον όταν κουβάλησε μαζί του το μισό υπουργικό συμβούλιο και συναντά το μισό αμερικανικό υπουργικό συμβούλιο. Η έκταση της ατζέντας, που τέθηκε στη συνάντηση, δείχνει πολλά κοινά προβλήματα και αρκετά διαφορετικές στρατηγικές.
Ένα πρώτο συμπέρασμα, που προκύπτει, είναι πως η Τουρκία του Ερντογάν δεν είναι «πιόνι» των ΗΠΑ, όπως επίσης ότι τα συμφέροντα των δύο δυνάμεων δεν ταυτίζονται απόλυτα.
Συμφωνία Εμπορίου
Παρόλο που μπροστά στο βάρος των γεωπολιτικών ζητημάτων (Συρία, Ισραήλ, Παλαιστίνη), αυτή η πτυχή της συνάντησης δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τον Τύπο, ξεχωριστή σημασία είχε η συζήτηση για τη Συμφωνία Εμπορίου ΗΠΑ-ΕΕ (το λεγόμενο και «οικονομικό ΝΑΤΟ»).
Οι συζητήσεις για την επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας είναι προφανές ότι δείχνουν πως συντελούνται μεγάλες αλλαγές μέσα στην κρίση. Κι αυτό υπογραμμίζεται από την επιμονή του Ερντογάν να ανοίξει το ζήτημα.
Με βάση τις υπαρκτές συμφωνίες ΕΕ-Τουρκίας, το τουρκικό κράτος, χωρίς να είναι μέλος της ΕΕ (και άρα χωρίς να μπορεί να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις), δεσμεύεται από τις εμπορικές συμφωνίες που αποφασίζει η ΕΕ. Βασικός στόχος της συνάντησης (κατά τη «Χουριέτ») ήταν να πείσει ο Ερντογάν τον Ομπάμα να συμπεριληφθεί η τουρκική κυβέρνηση στις διαπραγματεύσεις.
Η απεύθυνση στον Ομπάμα αντί για τις Βρυξέλλες, αλλά και τα καυστικά σχόλια της «Χουριέτ» («Ο Ομπάμα θα αποφασίσει τι θα κάνει η ΕΕ; Και τελικά ποιος ευθύνεται που μπήκαμε σε μια τέτοια συμφωνία με την ΕΕ;») δείχνουν ότι ενισχύεται ο «ευρωσκεπτικισμός» και στην τουρκική άρχουσα τάξη.
Πέρα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων, η ανακίνηση του ζητήματος σε επίπεδο συνάντησης αρχηγών στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, από έναν από τους πιο δυναμικούς καπιταλισμούς της Ανατολικής Μεσογείου, δείχνει πως η συζητούμενη συμφωνία είναι μεγάλη οικονομική ανατροπή.
Συρία
Το άλλο μεγάλο ζήτημα ήταν προφανώς η Συρία. Είναι γνωστό από καιρό ότι η Τουρκία για μια σειρά λόγους (αστάθεια στα σύνορα, κουρδικό ζήτημα) είναι μια δύναμη που «καίγεται» περισσότερο από τις άλλες να τελειώσει η κρίση. Γι’ αυτό και «φλερτάρει» πιο έντονα από όλες με τη στρατιωτική λύση ή έστω με μια αποφασιστικού τύπου παρέμβαση προς όφελος της αντιπολίτευσης.
Σε αυτό το ζήτημα ο Ερντογάν συνάντησε «τοίχο». Η Ουάσινγκτον παραμένει στη «γραμμή» της διακριτικής παρακολούθησης και της εξάντλησης όλων των δυνατοτήτων για την πολυσυζητημένη «πολιτική λύση» (συμβιβασμός καθεστωτικών και αντιπολίτευσης, που θα εγγυάται τη «συνέχεια του κράτους»).
Η συνάντηση –για την οποία εργαζόταν εδώ και μήνες η τουρκική διπλωματία– τελικά έγινε σε μια περίοδο που αυτή η προοπτική ξαναζωντανεύει: Η κοινή ανακοίνωση των υπουργών Εξωτερικών Αμερικής και Ρωσίας για την ανάγκη Διεθνούς Συνδιάσκεψης για τη Συρία δείχνει ότι προχωράει η πολιτική λύση, με τη συζήτηση να επικεντρώνεται πλέον στο πόσο γρήγορα μπορεί να οργανωθεί και ποιοι θα συμμετέχουν.
Όταν ανοίγεται η προοπτική για μια κοινά αποδεκτή λύση που θα εγγυάται τη «σταθερότητα» (η νέα εμμονή της Ουάσινγκτον όσον αφορά τη Μέση Ανατολή), ο Ομπάμα δεν έχει κανένα λόγο να ρισκάρει να την τινάξει στον αέρα.
Η διάσταση απόψεων κρύφτηκε πίσω από τις «δημόσιες κοινές δεσμεύσεις» των δύο κυβερνήσεων, που είναι μια σκέτη επανάληψη της μέχρι σήμερα γραμμής: Υποστήριξη στην αντιπολίτευση, πολιτική πίεση στον Άσαντ να παραιτηθεί, συντονισμός για την «επόμενη μέρα» κλπ.
Ωστόσο υπάρχει μια λεπτομέρεια που μπορεί να έχει τη σημασία της, όσον αφορά τις αποφάσεις για τη Συρία: Παρών στο κλειστό «γεύμα εργασίας», σε αντίθεση με το «εθιμοτυπικό», ήταν ο επικεφαλής της ΜΙΤ (η τουρκική ΕΥΠ).
Οι εξελίξεις στη Συρία έχουν πάρει μια τέτοια τροπή, που αφήνουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά: η παρουσία του σκληρού ισλαμικού Αλ Νούσρα στο αντικαθεστωτικό αντάρτικο, η ανοιχτή πλέον είσοδος της Χεζμπολά στον πόλεμο στο πλευρό του Άσαντ, ο (σχετικός με τα παραπάνω) φόβος του Ισραήλ για το πού θα καταλήξουν τα βαριά όπλα, αν ανατραπεί ο Άσαντ, η συζήτηση στους διεθνείς διπλωματικούς κύκλους για το «ποιοι είναι οι αντάρτες, ποιους εμπιστευόμαστε και πώς τους ξεχωρίζουμε», τα σενάρια διαμελισμού της χώρας (με συνεργασία όλων των μεγάλων και περιφερειακών δυνάμεων, «φιλο-ασαντικών» και «αντιασαντικών»), όλα αυτά θα βαρύνουν στην επερχόμενη Διεθνή Συνδιάσκεψη και τις αποφάσεις που θα πάρει ή τις αποφάσεις που θα πάρει η κάθε πλευρά χωριστά στη συνέχεια, αν η προσπάθεια κοινής λύσης ναυαγήσει.
Παλαιστίνη-Ισραήλ
Σε ένα τρίτο καυτό ζήτημα που συζητήθηκε, ήταν ο Ομπάμα αυτός που συνάντησε «τοίχο». Μετά το τέλος όλων των συναντήσεων, στην κοινή συνέντευξη Τύπου, ο Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε πως δεν αναιρεί την απόφασή του να επισκεφτεί τη Λωρίδα της Γάζας. Η «συγνώμη» του Νετανιάχου αποδεικνύεται ένα δειλό πρώτο βήμα, που απέχει πολύ από τον αμερικανικό στόχο του «back on track», δηλαδή την επιστροφή των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων «στις ράγες».
Η επιμονή του Ερντογάν να συντηρεί το φιλοπαλαιστινιακό-αντισιωνιστικό προφίλ του δείχνει και ένα μεγάλο σοβαρό πρόβλημα των ΗΠΑ στην περιοχή, που έχει να κάνει με την αναποφασιστικότητά τους απέναντι στη Συρία, αλλά και εν γένει με τα διαφορετικά συμφέροντα των τοπικών υπο-ιμπεριαλισμών: Η στρατηγική του «σουνιτικού τόξου», που ακολουθούν για δικούς τους λόγους Τουρκία-Σαουδική Αραβία-Κατάρ, λειτουργεί αντικειμενικά ως σύμμαχος των ΗΠΑ ενάντια στο σιιτικό Ιράν, αλλά παράλληλα απαιτεί, για την υλοποίησή του, την εχθρότητα προς το Ισραήλ. Αυτός ο εγκλωβισμός ανάμεσα στα συμφέροντα υπερ-πολύτιμων συμμάχων καθηλώνει τον Ομπάμα.
Στις διμερείς συναντήσεις, είναι δεδομένο πως «έπαιξαν» και άλλα ζητήματα, όπως το κυπριακό και το κουρδικό. Η σιωπή του Λευκού Οίκου και επίσημα, αλλά και σε επίπεδο «διαρροών», δείχνει πως, παρά τις βιαστικές εκτιμήσεις όσων βλέπουν «αμερικανοτουρκική συμπαιγνία» σε όλα τα μέτωπα, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα και πως οι προτεραιότητες της Ουάσινγκτον στην παρούσα φάση είναι άλλες…