Το τελευταίο διάστημα που η κοινωνία βρίσκεται σε κρίση,συχνά μέσα στις σχολικές αίθουσες οι συζητήσεις « ανάβουν» κι εμείς οι εκπαιδευτικοί κάνουμε πολύ χρήσιμα «γκάλοπ»: τί απασχολεί τους μαθητές μας-πέρα απ΄τις εξετάσεις που ένα καλοστημένο σύστημα τους έχει μάθει να βάζουν ως ύψιστη προτεραιότητα- αλλά και πώς διαχειρίζονται αυτά που τους απασχολούν.
Το πιο ανησυχητικό συμπέρασμα είναι το πώς αντιδρούν στο ανερχόμενο φασιστικό «φαινόμενo». Ενα κομμάτι θέλει να αγωνιστεί ενάντια στον φασισμό (γι’αυτό και η μεγάλη συμμετοχή νεολαίας στα αντιφασιστικά), το ανησυχητικό όμως είναι πως ένα άλλο σημαντικό κομμάτι έχει διαφορετική στάση απέναντι του: δεν μοιάζει να τους φοβίζει ή έστω να τους ανησυχεί, ούτε-πολύ περισσότερο- τους κάνει ν’αγανακτήσουν ή να εξοργιστούν. Μια «ήρεμη» απάντηση διαχέεται: «Εντάξει, δεν συμφωνούμε με τη βία, αλλά , εδώ που τα λέμε, τι κάνανε τόσα χρόνια κι οι αναρχικοί; Κι οι αριστεροί εξάλλου δεν έχουν κάνει τόσα εγκλήματα; Δημοκρατία έχουμε, μπορούν να ακούγονται διάφορες απόψεις, μπορεί να κάνει και καλό».
Δηλαδή ο φασιστικός λόγος δεν τους είναι αποκρουστικός, αντίθετα μοιάζει να τον νομιμοποιούν και συχνά, έμμεσα ή άμεσα, να τον υπερασπίζονται. Σαν να είναι εξοικειωμένοι μαζί του , σαν παλιοί γνώριμοι… Εξάλλου και τα στατιστικά δείχνουν σοβαρή διείσδυση της Χρυσής Αυγής στα σχολεία, όπου μαθητές–μέλη της προσπαθουν ν’ αυξήσουν την επιρροή τους. Τι συμβαίνει λοιπόν ;
Η ιεραρχία του σχολείου ως πειθάρχηση στην εξουσία
Δεν μπορούμε, οι εκπαιδευτικοί πρώτα , να μην σκεφτούμε πως κάτι στην ίδια τη λειτουργία του σχολείου ενδέχεται να λειτουργεί σαν «καλός αγωγός» για τη διακίνηση τέτοιων ιδεών. Μα, θα πεί κανείς, το σχολείο είναι πια προοδευτικό, ίσως μάλιστα «παραείναι», πώς είναι δυνατό να λέμε πως λειτουργεί σαν πρόσφορο έδαφος για φασιστικές ιδέες;
Κι όμως , μια πιο προσεκτική ματιά, θα διαπιστώσει πόσο βολικές είναι οι συνθήκες για τέτοια φαινόμενα. Υπάρχει μια σαφής ιεραρχία, το απρόσωπο κέντρο αποφάσεων που επιβάλλει απόλυτα τη θέλησή του και τους στόχους του (το Υπουργείο , οι προιστάμενοι), μετά η πιο «προσωπική» εξουσία ο διευθυντής , ακολουθούν οι καθηγητές και τέλος οι μαθητές-. Ο διευθυντής εκπροσωπεί το σχολείο από την εξέδρα των επισήμων στη διάρκεια των παρελάσεων στις εθνικές εορτές σαν στραταρχης που επιτηρεί το στράτευμα , όπου βέβαια οι επιμέρους «λοχαγοί» (οι γυμναστές για παράδειγμα) επιτηρούν το λόχο τους ας μας επιτραπούν οι παραλληλισμοί , μιας και είναι φανερός ο μιλιταριστικός χαρακτήρας που αυτές οι παρελάσεις έχουν.
Στην καθημερινή ζωή του σχολείου προίσταται σε μια άλλη διαδικασία: την προσευχή. Προσευχή στα θεία , όπου δεν παραλείπεται η αναφορά στις «αμαρτίες» που οπωσδήποτε πρέπει να πειστούν τα παιδιά από έξι χρονών ότι έχουν. Και η αντίστοιχη αναφορά στο «πονηρό» από το οποίο τα παιδιά πρέπει να σωθούν.Πρόκειται για μια διαρκή κατήχηση που μάλλον σκοπεύει να αποξενώσει τους μαθητές από τα ίδια τους τα συναισθήματα που οφείλουν να θεωρούν «ύποπτα» και από πάνω να καταπιέζουν την ίδια τους τη σεξουαλικότητα (το «πονηρό»). Επιπλέον ασκεί το ρόλο της δικαστικής εξουσίας: στο γραφείο του φτάνουν καθημερινά όλα τα νέα του σχολείου και κυρίως οι άτακτοι μαθητές για να τιμωρηθούν, όπως φυσικά και πληροφορίες για τους καθηγητές , ποιοι είναι «καλοί», «συνεργάσιμοι» «καινοτόμοι» κτλ . Παρατηρούμε λοιπόν μια δομή που επιτρέπει τη συγκέντρωση μεγάλης εξουσίας –περισσότερο συμβολικής-σ’ έναν «αρχηγό» .
H επιβράβευση της συμμόρφωσης στην κυρίαρχη ιδεολογία
Οι καθηγητές απ΄την άλλη, διαπαιδαγωγούν , διδάσκουν αλλά πάνω απ’ όλα κρίνουν, αξιολογούν. Μετά τον διευθυντή που θα επαινέσει τη «μάζα» για την πειθαρχία της, τη συνεργατικότητα κ.λ.π , έρχονται οι καθηγητές που θα κρίνουν για την ικανότητα, την ευφυία, την «ομαλή» συμπεριφορά κτλ.
Νέα επιβολή εξουσίας , νέα αξιολόγηση καθημερινά για 12 ολόκληρα χρόνια – τα σημαντικότερα για την ανάπτυξη της προσωπικότητας- πάντα μέσα σ’ ένα κλίμα ανταγωνισμού. Οι καλύτεροι φυσικά επιβραβεύονται: o καλύτερος της τάξης θα έχει την τιμή να «παρακολουθεί» τους συμμαθητές του (σαν απουσιολόγος), ενώ ο καλύτερος όλων των τάξεων να σηκώσει το εθνικό λάβαρο στην παρέλαση που λέγαμε…
...και η διείσδυση του φασισμού στα σχολεία
Τελικά λοιπόν ,το σχολείο δεν είναι καθόλου ένας ουδέτερος χώρος γνώσης και παιδείας, αλλα ένας ξεκάθαρος ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους μέσα στα πλαίσια του οποίου, οποιαδήποτε «μεταρρύθμιση», «καινοτομία» ή καλή πρόθεση από μέρους διευθυντών ή καθηγητών (πολλοί από τους οποίους πραγματικά καταθέτουν την ψυχή τους καθημερινά στα παιδιά), δεν αποδίδει ικανοποιητικά γιατί διαχέεται μέσα σ’ένα πλαίσιο ασφυκτικού ελέγχου, ανταγωνισμού, ρατσισμού, εθνικισμού, ψευτοθρησκευτικότητας και γενικά καταπίεσης και υποταγής στην εξουσία, όλα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού συστήματος και της φασιστικής ιδεολογίας.
Να λοιπόν που η σημερινή δομή του σχολείου έχει χαρακτήρα άκαμπτο που δεν αλλοιώνεται από τα «ρετουσαρίσματα», γιατί αυτά δεν επεμβαίνουν στη βασική του φιλοσοφία. Γι΄αυτό και η κακή σχέση του μαθητή με το σχολείο, γι’αυτό και η απαξίωσή του, γι’αυτό και η εύκολη «άλωση» του από το φασιστικό φαινόμενο. Γιατί κάθε μέρα αναπαράγεται εκεί-χωρίς μάλιστα να γίνεται αντιληπτός- ένας φασιστικός λόγος (με την ευρύτερη έννοια του όρου). Το πως πρέπει να λειτουργεί η εκπαίδευση είναι ένα τεράστιο θέμα.Σίγουρα ομώς δεν πρέπει να είναι ένας μηχανισμός παραγωγής υποταγμένων ρομπότ….
*Η Κλάρα Τ. είναι εκπαιδευτικός δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.