Το ερώτημα είναι υπαρκτό, αν και τις περισσότερες φορές διατυπώνεται έμμεσα και υποκρύπτεται σε συζητήσεις γύρω από το χαρακτήρα των εκλογών, το πρόγραμμα και τις συμμαχίες των δημοτικών παρατάξεων.
Η δραματική κατάσταση της αυτοδιοίκησης ύστερα από 3 χρόνια μνημονίου, αλλά και κυριαρχίας των μνημονιακών δυνάμεων στην ΚΕΔΕ, θέτει εύλογα στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της πολιτικής ανατροπής στους δήμους. Επιπλέον, το να φύγουν οι διαχειριστές της λιτότητας στους δήμους δεν αποτελεί μόνο αδήριτη ανάγκη για την κοινωνία, αλλά είναι πλέον ένας εφικτός στόχος για τις δυνάμεις της Αριστεράς. Χρειάζεται όμως κανείς να έχει σαφή τοποθέτηση σ' αυτό το κρίσιμο ζήτημα προκειμένου να αποφύγει δυσάρεστα αδιέξοδα.
Οι δήμοι χθες και σήμερα
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, στην περίοδο δηλαδή της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού, οι δήμοι μεταβλήθηκαν σε «άχρωμα» πεδία διαχείρισης της κυβερνητικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο. Το πρότυπο δημάρχου που υιοθετήθηκε ήταν αυτό του τεχνοκράτη-διαχειριστή, αυτού δηλαδή που δεν ασκεί πολιτική αλλά χρηστή διαχείριση στο πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής. Βέβαια, ακόμη και η διαχείριση πολύ σπάνια ήταν χρηστή, αφού οι δήμοι αποτέλεσαν -και αποτελούν- άντρα διαπλοκής και διασπάθισης δημόσιου χρήματος προς όφελος ιδιωτικών και επιχειρηματικών συμφερόντων. Έτσι, αν και ποτέ δεν έπαψε η πόλη να αποτελεί πεδίο κοινωνικής σύγκρουσης και διεκδίκησης από ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα, αυτό που κατοχυρώθηκε και στη συνείδηση της κοινωνίας ήταν ότι οι δήμοι βρίσκονται εκτός αυτού του πλαισίου. Η εδραιωμένη αυτή αντίληψη βρήκε ευήκοα ώτα μάλιστα και εντός τμημάτων της Αριστεράς, με δημάρχους που εξελέγησαν με διακομματικά ψηφοδέλτια πριν από το μνημόνιο και περιορίστηκαν –στην καλύτερη περίπτωση– στην άσκηση απλώς «χρηστής διοίκησης». Στοιχεία αυτής της αντίληψης επιβιώνουν και σήμερα, πιέζοντας προς «άχρωμες» αυτοδιοικητικές συνεργασίες υποτιμώντας τα πολιτικά κριτήρια προκειμένου να επιτευχθεί ο (ορθός) στόχος διεκδίκησης των δήμων.
Ανατροπή και όχι διαχείριση
Το ερώτημα όμως που παραμένει αναπάντητο είναι για ποιο σκοπό ως Αριστερά επιδιώκουμε τους δήμους και τι θα αντιμετωπίσουμε σε μία τέτοια περίπτωση. Και εδώ χρειάζεται να γίνει κατανοητό ότι τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά από ό,τι μία δεκαετία πριν. Πλέον ακόμη και η παραμικρή τοπική διεκδίκηση προσκρούει πάνω στις επιταγές του μνημονίου, του «Καλλικράτη» και του Παρατηρητηρίου, ενώ η ίδια η οικονομική αφαίμαξη της αυτοδιοίκησης προετοιμάζει το δρόμο για την ιδιωτικοποίηση κοινωνικών υπηρεσιών και την αύξηση των φόρων στους δημότες. Η σημασία μάλιστα της αυτοδιοίκησης είναι τέτοια, που ο Ράιχενμπαχ και ο Φούχτελ βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με τον υπ. Εσωτερικών και τον πρόεδρο της ΚΕΔΕ προκειμένου να προχωρήσουν οι «μεταρρυθμίσεις» στην αυτοδιοίκηση.
Οι δημοτικές αρχές επομένως που θα εκλεγούν, θα έχουν δύο επιλογές αν θέλουν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα των «από κάτω» και να αποφύγουν τη συνήθη κριτική του «όλοι ίδιοι είναι»: ή θα στηριχτούν στις κοινωνικές δυνάμεις που αγωνίζονται για την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας, τη δημόσιας παιδείας, των κοινωνικών υπηρεσιών, του περιβάλλοντος, του μαζικού αθλητισμού και του πολιτισμού ή θα παγιδευτούν στο πλαίσιο της μνημονιακής νομιμότητας. Η υπεράσπιση ακόμη και του ίδιου του χαρακτήρα της αυτοδιοίκησης, όπως την ξέραμε μέχρι χθες, θα ανοίξει μία μεγάλη μάχη, στην οποία το κίνημα δεν μπορεί να είναι απλός παρατηρητής, ούτε η αναφορά σε αυτό να εξαντλείται στα λόγια.
Γι' αυτό και χρειάζεται από τώρα οι ίδιες οι θέσεις, οι παρεμβάσεις, οι συμμαχίες να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους στην επόμενη μέρα και την ανάγκη να συσπειρωθεί η πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία σε μία αγωνιστική κατεύθυνση. Επομένως, η συγκρότηση ενός ισχυρού κινήματος σε τοπικό επίπεδο αποτελεί μονόδρομο για την Αριστερά, στο βαθμό βεβαίως που αυτή θέλει να υπηρετήσει την κοινωνική πλειοψηφία και όχι να διαχειριστεί τη νεοφιλελεύθερη πολιτική εις βάρος της.
*Ο Άρης Βασιλόπουλος είναι υποψήφιος δήμαρχος Ν. Χαλκηδόνας-Φιλαδέλφειας, με την παράταξη «Δύναμη Πολιτών»