Δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 27.8.14.
Τα «κόκκινα δάνεια» σε τράπεζες και «κόκκινα χρέη» σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία, αποτελούν την άλλη όψη της «κρίσης υπερχρέωσης». Το ύψος των «κόκκινων δανείων» (Ιούλιος ’14) ήταν 77 δις €, από τα οποία 42 δις επιχειρηματικά, 25 στεγαστικά και 10 δις καταναλωτικά. Ο αριθμός τους αυξάνει διαχρονικά από 4,5% του συνόλου το 2004, σε 9,5% το 2009, σε 24,5% το 2012 και 35% το 2014. Η αντιμετώπιση τους αφορά όχι μόνο τους οφειλέτες και τραπεζίτες, αλλά έμμεσα την ασφάλεια καταθέσεων, την παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις, την απασχόληση, ανεργία κλπ.
Η μεγάλη καταβόθρα των κόκκινων δανείων
Εδώ θα περιοριστούμε αποκλειστικά στην εξέταση των επιχειρηματικών δανείων, που τον Ιούλιο ’14 ανέρχονταν συνολικά σε 115 δις (102 δις προς μεγάλες επιχειρήσεις και 13 δις προς ατομικές, αγροτικές και ελεύθερους επαγγελματίες) από τα οποία 42 δις ήταν «κόκκινα» (35 δις επιχειρήσεων ΑΕ και ΕΠΕ και 7 δις 100.000 περίπου ατομικών επιχειρήσεων). Κατά την ΤτΕ από τα 42 δις «κόκκινα δάνεια» τα μισά θα μπορούσαν με διάφορες ρυθμίσεις να καταστούν εξυπηρετούμενα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιος θα πληρώσει τα υπόλοιπα 21 δις και τι θα γίνουν οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις που θα κλείσουν; Από την άλλη τα χρόνια ελλείμματα ρευστότητας προς επιχειρήσεις από το τραπεζικό σύστημα, σε συνδυασμό με την απουσία πολιτικής παραγωγικής ανασυγκρότησης και παρατεταμένης συρρίκνωση μισθών και συντάξεων, δεν αφήνουν ελπίδες ουσιαστικής ανάκαμψης και εξόδου της οικονομίας από την κρίση.
Τα σενάρια ρύθμισης των επιχειρηματικών δανείων
Η κυβέρνηση από κοινού με Τράπεζα Ελλάδος, τις τράπεζες και την τρόϊκα, επεξεργάζονται σενάρια αντιμετώπισης των ληξιπρόθεσμων δανείων, με επίκεντρο τα συμφέροντα των τραπεζιτών και των μεγάλων επιχειρήσεων, ρίχνοντας ουσιαστικά στον «καιάδα» χιλιάδες ΜΜΕ μαζί και εργαζόμενους. Σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Ανάπτυξης κ.Δένδια, προωθείται «εξωδικαστική διαδικασία διευθέτησης χρεών» μεγάλων κυρίως επιχειρήσεων προς τράπεζες, εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία. Στις μέθοδες διευθέτησης περιλαμβάνονται επιμήκυνση εξόφλησης, μείωση επιτοκίου, αναδιάρθρωση επιχείρησης (διορισμός νέας διοίκησης, εξαγορά ή συγχώνευση, μετοχοποίηση δανείων κά), ως και μερική διαγραφή χρεών. Προφανώς το σύστημα «διαπλοκής» (επιχειρηματιών-τραπεζών-κυβέρνησης) θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις τελικές επιλογές. Σύμφωνα με δημοσιεύματα πολλά επιχειρηματικά δάνεια που έχουν ρυθμιστεί, φέρουν τη σφραγίδα της «διαπλοκής». Ωστόσο για να διευκολυνθούν και θεσμικά οι επιλογές, σχεδιάζονται αλλαγές στον πτωχευτικό κώδικα (άρθρο 99) ώστε οι πρώτοι πιστωτές στην εκκαθάριση να είναι οι τράπεζες και όχι το δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία ή οι εργαζόμενοι. Την απόφαση θα παίρνει το 35% των πιστωτών (βασικά τράπεζες) και όχι το 51% που ισχύει σήμερα. Είναι προφανές ότι το σχέδιο «επίλυσης» των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων, από οικονομική και κοινωνική άποψη θα είναι επώδυνο, γιατί αποσκοπεί να φορτώσει τις συνέπειες της «εκκαθάρισης» κυρίως στο δημόσιο (εφορίες), ασφαλιστικά ταμεία, ΜΜΕ και εργαζόμενους.
Το ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι ποιος θα πληρώσει το κόστος της «εκκαθάρισης». Αν φορτωθούν στις τράπεζες θάχουμε «εξαέρωση» της κεφαλαιακής τους βάσης αφήνοντας μετέωρες τις αποταμιεύσεις. Το «μαξιλαράκι» των 13 δις του ΤΧΣ (υπόλοιπα δεύτερου δανείου) προβάλει ως λύση, αλλά και πάλι δεν επαρκούν για το σύνολο των κόκκινων δανείων, μεταξύ αυτών και των στεγαστικών, εργαζόμενων, συνταξιούχων, ανέργων, επαγγελματιών, κά, που δεν έχουν δυνατότητα εξόφλησης. Τι μέλει γενέσθαι λοιπόν; Στις διάφορες τεχνικές επίλυσης προβάλλεται η ιδέα αποχωρισμού των κόκκινων δανείων και δημιουργία μιας «ειδικής τράπεζας χρεών» (bad-bank) που θα διαχειριστεί τα κόκκινα δάνεια καταφεύγοντας σε διάφορες ρύθμισης. Ωστόσο η αφαίρεση «κόκκινων δανείων» από τις τράπεζες (ενεργητικό), προϋποθέτει κεφαλαιακή στήριξη (παθητικό), που μόνο δημόσιος φορέας μπορεί να προσφέρει ή κάποιο υπερεθνικό ίδρυμα (πχ ΕΚΤ) που όμως δεν προκύπτει. Άρα το δημόσιο καλείται να βγάλει τα «κάστανα από τη φωτιά», με συνέπεια την αύξηση δημοσίου χρέους και συνακόλουθες πολιτικές λιτότητας.!
Υπάρχει εναλλακτική λύση και ποια;
Η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων και ειδικά των επιχειρηματικών επιβάλει ριζικά διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που προωθούν κυβέρνηση, τράπεζες και επιχειρηματική ελίτ. Το πρώτο και βασικό είναι το πέρασμα του ελέγχου των τραπεζών στο δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο. Η διαχείριση κόκκινων δανείων από ενιαίο φορέα ή από κάθε τράπεζα είναι δευτερεύον ζήτημα. Ο δημόσιος έλεγχος στο τραπεζικό σύστημα είναι το πρωτεύον που δίνει περιθώρια αντιμετώπισης τους με οικονομικούς, αναπτυξιακούς και κοινωνικούς όρους. Οι δημόσιες τράπεζες διασφαλίζοντας τις λαϊκές αποταμιεύσεις, μπορούν να απορροφήσουν σε πρώτη φάση μέρος των κόκκινων δανείων με μείωση κερδών και αποθεματικών και παράλληλα να αξιοποιήσουν χρηματοπιστωτικά εργαλεία για εξισορρόπηση ανοιγμάτων, ενώ με παροχή ρευστότητας στην οικονομία - με αναπτυξιακά και κοινωνικά κριτήρια - να δώσουν ώθηση στην παραγωγική ανασυγκρότηση, στην αύξηση ΑΕΠ και απασχόλησης και εξόδου από την κρίση. Δίδεται επίσης δυνατότητα διαχειριστικού ελέγχου σε χαριστικές ρυθμίσεις δανείων, αντικειμενικού προσδιορισμού οικονομικών δυνατοτήτων επιχειρήσεων και περιουσίας των ιδιοκτητών, καθώς αποτροπή δόλιων μεθόδων «παραγωγής» κόκκινων δανείων. Για παράδειγμα ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που βρίσκονται στη λίστα Λαγκάρντ ή σε άλλες λίστες ή ιδιοκτήτες off-shore εταιριών που αποκρύπτουν πλούτο και περιουσιακά στοιχεία, πρέπει να έχουν διαφορετική μεταχείριση στην τελική ρύθμιση δανείων. Επίσης ριζικές αναπροσαρμογές πρέπει να γίνουν στο πτωχευτικό δίκαιο (άρθρο 99, κά) ώστε να σταματήσουν σκανδαλώδεις ρυθμίσεις. Βασικά κριτήρια απόφασης πρέπει να είναι η βιωσιμότητα επιχειρήσεων και οι θέσεις εργασίας. Επίσης όσες επιχειρήσεις επιβιώνουν με «αυτοδιαχειριστικά» σχήματα και διατηρούν θέσεις εργασίας πρέπει να στηριχτούν, όπως και βιώσιμες μικρομεσαίες και συνεταιριστικές επιχειρήσεις που δημιουργούν θέσεις εργασίας. Όλα αυτά βέβαια, όπως και άλλα, προϋποθέτουν μια άλλη κυβέρνηση που μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να δώσει, ώστε να ανοίξει ελπιδοφόρα προοπτική στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.
*διδάκτωρ οικονομικών, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ