Για τη σημασία του καταλανικού «εθνικού ζητήματος» στις συνθήκες γενικής καθεστωτικής κρίσης και την καλύτερη παρέμβαση και στρατηγική της Αριστεράς σε αυτό, γράφει ο Γιοζέπ Μαρία Αντέντας, μέλος της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του Podemos.

Η 11η Σε­πτεμ­βρί­ου, «Εθνι­κή Μέρα της Κα­τα­λο­νί­ας», τα τε­λευ­ταία χρό­νια έχει πάρει το χα­ρα­κτή­ρα «Μέρας Ανε­ξαρ­τη­σί­ας», με μα­ζι­κές δια­δη­λώ­σεις. Φέτος η συμ­με­το­χή ξε­πέ­ρα­σε κάθε προη­γού­με­νο. Δύο εκα­τομ­μύ­ρια Κα­τα­λα­νοί (σε πλη­θυ­σμό πε­ρί­που 7 εκα­τομ­μυ­ρί­ων) απαί­τη­σαν δη­μο­ψή­φι­σμα για την ανε­ξαρ­τη­σία τους, σε μια από τις με­γα­λύ­τε­ρες δια­δη­λώ­σεις στην ευ­ρω­παϊ­κή ιστο­ρία. 
Λίγες μέρες πριν, είχε σκά­σει σαν βόμβα το σκάν­δα­λο Που­γιόλ. Ο Ζόρ­ντι Που­γιόλ, ιδρυ­τής και ιστο­ρι­κός ηγέ­της του κε­ντρο­δε­ξιού εθνι­κι­στι­κού κα­τα­λα­νι­κού κόμ­μα­τος Σύ­γκρι­ση και Ένωση (Convergencia I Unio, CiU) και πρό­ε­δρος της κα­τα­λα­νι­κής κυ­βέρ­νη­σης από το 1980 ως το 2003, ομο­λό­γη­σε πως για 30 χρό­νια η οι­κο­γέ­νειά του έκρυ­βε αφο­ρο­λό­γη­τη πε­ριου­σία στην Ελ­βε­τία. Η εί­δη­ση είναι βόμβα στα θε­μέ­λια της αστι­κής, δε­ξιάς εκ­δο­χής του κα­τα­λα­νι­κού εθνι­κι­σμού, που δια­μαρ­τυ­ρό­ταν πως η Κα­τα­λο­νία «υπερ­φο­ρο­λο­γεί­ται από τη Μα­δρί­τη, αντί να χρη­σι­μο­ποιεί τους πό­ρους των φόρων της για τις δικές της ανά­γκες». 
Το σκάν­δα­λο επι­τα­χύ­νει τη φθορά της ηγε­μο­νί­ας της πα­ρα­δο­σια­κής κα­τα­λα­νι­κής Δε­ξιάς στο κί­νη­μα ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Αλλά, όπως φά­νη­κε από τη δια­δή­λω­ση, δεν απο­δυ­νά­μω­σε κα­θό­λου το ίδιο το κί­νη­μα για ανε­ξαρ­τη­σία, το οποίο απει­λεί το ισπα­νι­κό κρά­τος με μια δια­λυ­τι­κή κρίση.
Για τη ση­μα­σία του κα­τα­λα­νι­κού «εθνι­κού ζη­τή­μα­τος» στις συν­θή­κες γε­νι­κής κα­θε­στω­τι­κής κρί­σης και την κα­λύ­τε­ρη πα­ρέμ­βα­ση και στρα­τη­γι­κή της Αρι­στε­ράς σε αυτό, γρά­φει ο Γιο­ζέπ Μαρία Αντέ­ντας, μέλος της Αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς και του Podemos.

Δεν υπάρ­χει πια αμ­φι­βο­λία. Η στιγ­μή της αλή­θειας πλη­σιά­ζει. Αλλά ποιας αλή­θειας; Οι επό­με­νοι μήνες θα μοιά­ζουν με χρό­νια. Μπο­ρούν,  καλώς ή κακώς, να επι­τα­χύ­νουν τα γε­γο­νό­τα και να προ­κα­λέ­σουν μια μη ανα­στρέ­ψι­μη κί­νη­ση προς τη διά­λυ­ση του θε­σμι­κού πλαι­σί­ου που εγκα­θι­δρύ­θη­κε το 1978, ή μπο­ρούν να ση­μα­το­δο­τή­σουν την επική κα­τάρ­ρευ­ση της δια­δι­κα­σί­ας που ξε­κί­νη­σε το 2012, αφή­νο­ντας πίσω μια κλη­ρο­νο­μιά κυ­νι­σμού και απο­γο­ή­τευ­σης άνευ προη­γου­μέ­νου.

Οι πρώ­τες πρά­ξεις του σε­να­ρί­ου, που θα παι­χτεί τις ερ­χό­με­νες εβδο­μά­δες, φαί­νο­νται κα­θα­ρά. Μετά την κι­νη­το­ποί­η­ση της 11ης Σε­πτεμ­βρί­ου, η κυ­βέρ­νη­ση Mas (το­πι­κή κυ­βέρ­νη­ση της Κα­τα­λο­νί­ας) θα εγκρί­νει το Νόμο της Δια­βού­λευ­σης (ΣτΜ: και εδώ και πα­ρα­κά­τω, η «δια­βού­λευ­ση» είναι το συμ­βου­λευ­τι­κό και όχι απο­φα­σι­στι­κό δη­μο­ψή­φι­σμα) και στη συ­νέ­χεια θα υπο­γρά­ψει το διά­ταγ­μα για τη διε­ξα­γω­γή του δη­μο­ψη­φί­σμα­τος, το οποίο θα ακυ­ρω­θεί πι­θα­νό­τα­τα από το Συ­νταγ­μα­τι­κό Δι­κα­στή­ριο.

Μετά υπάρ­χουν δύο πι­θα­νές εναλ­λα­κτι­κές προ­ο­πτι­κές. Είτε η συ­νέ­χεια μέχρι τέ­λους μιας ορ­μη­τι­κής δη­μο­κρα­τι­κής ανυ­πα­κο­ής που θα επι­τα­χύ­νει τη δια­δι­κα­σία της εθνι­κής κυ­ριαρ­χί­ας και θα φθεί­ρει το κρά­τος, είτε η υπο­χώ­ρη­ση. Στη δεύ­τε­ρη εναλ­λα­κτι­κή επί­σης υπάρ­χουν αρ­κε­τές πα­ραλ­λα­γές, από την ανα­ζή­τη­ση άλλων βρα­χυ­πρό­θε­σμων λύ­σε­ων που θα επι­τρέ­πουν τη δη­μο­κρα­τι­κή άσκη­ση του δι­καιώ­μα­τος της από­φα­σης, μέχρι προ­σπά­θειες να ανα­βάλ­λε­ται η δια­δι­κα­σία επ’ άπει­ρον.

Εάν –όπως όλα δεί­χνουν, παρά τις πο­μπώ­δεις δη­λώ­σεις της– η κυ­βέρ­νη­ση Mas σε­βα­στεί την από­φα­ση του Συ­νταγ­μα­τι­κού Δι­κα­στη­ρί­ου, θα κάνει ένα πρώ­της τά­ξε­ως στρα­τη­γι­κό λάθος. Θα είναι ένα πολύ κακό σύμ­πτω­μα. Η υπε­ρά­σπι­ση της Δια­βού­λευ­σης με κάθε κό­στος πρέ­πει να είναι το πρώτο βήμα στο παι­χνί­δι. Η βα­σι­κή πρό­κλη­ση για τις Κα­τα­λα­νι­κές δη­μο­κρα­τι­κές δυ­νά­μεις είναι η ανυ­πα­κοή σε μια απα­γό­ρευ­ση που είναι άδικη και ανε­ξή­γη­τη τόσο σε όσους δεν γνω­ρί­ζουν την κα­τά­στα­ση στο Ισπα­νι­κό Κρά­τος, αλλά και στα μάτια της πλειο­ψη­φί­ας της ισπα­νι­κής κοι­νής γνώ­μης. Η Κα­τα­λα­νι­κή Εθνι­κή Συ­νέ­λευ­ση (ANC) και όσοι ηγού­νται του κι­νή­μα­τος της ανε­ξαρ­τη­σί­ας πρέ­πει να ακο­λου­θή­σουν αυτή την τα­κτι­κή και να μην υιο­θε­τή­σουν πο­λι­τι­κές ανα­ζή­τη­σης «plan B» με αβέ­βαια απο­τε­λέ­σμα­τα. Αντι­μέ­τω­πες με τις εν­δεί­ξεις ότι κάτι τέ­τοιο δεν πρό­κει­ται να συμ­βεί, οι αρι­στε­ρές δυ­νά­μεις πρέ­πει να γί­νουν οι βα­σι­κοί υπε­ρα­σπι­στές της Δια­βού­λευ­σης. Στην κρί­σι­μη στιγ­μή της αλή­θειας δεν πρέ­πει να υπάρ­χει καμιά αμ­φι­βο­λία για το ποιος προ­τι­μά να φτά­σει στα άκρα για την υπε­ρά­σπι­ση του δι­καιώ­μα­τος της επι­λο­γής.

Ενό­τη­τα; Ποια Ενό­τη­τα;

Το κλει­δί σε αυτή την κα­τά­στα­ση είναι η δια­τή­ρη­ση τους επό­με­νους μήνες της ευ­ρύ­τε­ρης δυ­να­τής ενό­τη­τας στο μπλοκ όσων είναι υπέρ της δια­βού­λευ­σης. Μια ενό­τη­τα που, όμως, δεν μπο­ρεί σε καμία πε­ρί­πτω­ση να σύ­ρε­ται πίσω από την κυ­βέρ­νη­ση Mas, αλλά θα ασκεί συ­νε­χώς πίεση πάνω της και θα επι­διώ­κει να την ξε­πε­ρά­σει. Σε αυτή την κρί­σι­μη συ­γκυ­ρία, δεν πρέ­πει να αφε­θεί κα­νέ­να πε­ρι­θώ­ριο για οπι­σθο­χώ­ρη­ση ή για επ’ αό­ρι­στο ανα­βο­λή. Η ενό­τη­τα στην υπε­ρά­σπι­ση της δια­βού­λευ­σης δεν πρέ­πει να συγ­χέ­ε­ται με το σύν­θη­μα της πα­τριω­τι­κής ενό­τη­τας, που υπο­τάσ­σει όλες τις κοι­νω­νι­κές αντι­φά­σεις στο εθνι­κό ζή­τη­μα και χρη­σι­μεύ­ει στην εξου­δε­τέ­ρω­ση των αντι­στά­σε­ων στις πο­λι­τι­κές λι­τό­τη­τας. Το σκάν­δα­λο Pujol είναι μια σαφής προει­δο­ποί­η­ση για όσους ακόμα υπε­ρα­σπί­ζο­νται αυτή την πο­λι­τι­κή με καλές προ­θέ­σεις. Τα προ­βλή­μα­τα είναι στο «σπίτι μας», όχι μόνο στην άλλη πλευ­ρά του πο­τα­μού Έβρου (ΣτΜ: δηλ. στην υπό­λοι­πη Ισπα­νία).

Η δι­καιο­λό­γη­ση μιας στρα­τη­γι­κής για την ανε­ξαρ­τη­σία, απο­κομ­μέ­νης από τα κοι­νω­νι­κά αι­τή­μα­τα, βα­σί­ζε­ται στον ισχυ­ρι­σμό ότι πρέ­πει πρώτα να πα­λέ­ψου­με όλοι μαζί για την ανε­ξαρ­τη­σία, χωρίς να δια­σπά­με τις δυ­νά­μεις μας, και μετά να συ­ζη­τή­σου­με για το ποια Κα­τα­λο­νία θέ­λου­με. Υπάρ­χουν αρ­κε­τές αδυ­να­μί­ες σε αυτή τη λο­γι­κή.

Πρώτο, η ενό­τη­τα για την υπε­ρά­σπι­ση της άσκη­σης του δι­καιώ­μα­τος της επι­λο­γής δεν είναι αντι­πα­ρα­θε­τι­κή με την ανοι­χτή δια­τύ­πω­ση όλων των από­ψε­ων σχε­τι­κά με το μο­ντέ­λο της χώρας που θέ­λου­με.

Δεύ­τε­ρο, μια ανε­ξαρ­τη­σία χωρίς κοι­νω­νι­κό πε­ριε­χό­με­νο είναι ανί­κα­νη να ενώ­σει ένα ση­μα­ντι­κό κομ­μά­τι του Κα­τα­λα­νι­κού λαού και της ερ­γα­τι­κής τάξης με τον Κα­τα­λα­νι­κό Εθνι­κι­σμό.

Τρίτο, υπάρ­χει ήδη, εδώ και τώρα, ένα εθνι­κό μο­ντέ­λο και αυτοί που το κα­θο­δη­γούν το ορί­ζουν κάθε μέρα με πε­ρι­κο­πές, απο­λύ­σεις και εξώ­σεις. Μία Κα­τα­λο­νία υπάρ­χει ήδη, αυτή της οι­κο­νο­μι­κής εξου­σί­ας, αυτή του Μas. Οπότε γιατί να ανα­βάλ­λου­με την υπε­ρά­σπι­ση της δικής μας Κα­τα­λο­νί­ας; Εμείς που θέ­λου­με μία Κα­τα­λο­νία χωρίς πε­ρι­κο­πές, απο­λύ­σεις και εξώ­σεις, πρέ­πει να ανα­βά­λου­με τις προ­τά­σεις μας; Δεν θα έπρε­πε να ζη­τή­σου­με το ίδιο και από αυ­τούς που κό­βουν δα­πά­νες, απο­λύ­ουν και κά­νουν εξώ­σεις; Δεν υπάρ­χει αμ­φι­βο­λία ότι οι πε­ρι­κο­πές, οι απο­λύ­σεις και οι εξώ­σεις ήδη δι­χά­ζουν την Κα­τα­λα­νι­κή κοι­νω­νία. Αλλά κά­ποιοι επω­φε­λού­νται από αυτές τις πο­λι­τι­κές, και αυτό είναι που με­τρά­ει στο τέλος.

Και τέ­ταρ­το και τε­λευ­ταίο, δεν πρέ­πει να ξε­χνά­με ότι, σε μια δια­δι­κα­σία με­τά­βα­σης, αυτός που την ελέγ­χει κα­θο­ρί­ζει και το τι θα γίνει στη συ­νέ­χεια. Και με αυτό τον τρόπο ο συ­σχε­τι­σμός των κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων δεν είναι ποτέ δί­καιος. Οι πα­ρα­χω­ρή­σεις και ο αφο­πλι­σμός «σή­με­ρα» ποτέ δεν επα­νορ­θώ­νο­νται «αύριο».   

Η υπο­τα­γή των κοι­νω­νι­κών αι­τη­μά­των και του στό­χου του κοι­νω­νι­κού-οι­κο­νο­μι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού στις πο­λι­τι­κές διεκ­δι­κή­σεις έχει μα­κριά πα­ρά­δο­ση απο­τυ­χί­ας στην πο­ρεία μα­ζι­κών κι­νη­μά­των όλων των ειδών.

Η Ιστο­ρία είναι γε­μά­τη από επα­να­στά­σεις μέσω στα­δί­ων, οι οποί­ες πάντα στα­μα­τούν στο δη­μο­κρα­τι­κό στά­διο και το κοι­νω­νι­κό δεν ακο­λου­θεί ποτέ, αλλά χά­νε­ται μέσα σε δια­λυ­μέ­νες αυ­τα­πά­τες και φρού­δες ελ­πί­δες. Δεν χρειά­ζε­ται καν να κοι­τά­ξου­με πολύ παλιά. Πα­ρα­δό­ξως, η λο­γι­κή «πρώτα η ανε­ξαρ­τη­σία και μετά τα υπό­λοι­πα» μοιά­ζει πάρα πολύ με το επι­χεί­ρη­μα «πρώτα η δη­μο­κρα­τία και μετά τα κοι­νω­νι­κά δι­καιώ­μα­τα» στη διάρ­κεια της Με­τά­βα­σης (ΣτΜ: από τον Φράν­κο στην αστι­κή δη­μο­κρα­τία), που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για να δι­καιο­λο­γή­σει υπο­χω­ρή­σεις και πα­ρα­χω­ρή­σεις που δεν αντι­στρά­φη­καν ποτέ. Στην πο­λι­τι­κή δεν υπάρ­χουν υπο­σχέ­σεις για το μέλ­λον, είναι εφή­με­ρες και απα­τη­λές. Το να έχεις το αντα­γω­νι­στι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα την κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή, η αξιο­ποί­η­ση της ευ­νοϊ­κής συ­γκυ­ρί­ας είναι η βάση για κάθε διεκ­δι­κη­τι­κό κί­νη­μα. Κα­νείς δεν μπο­ρεί να εγ­γυ­η­θεί για αύριο αυτό που δεν κα­τα­κτή­θη­κε σή­με­ρα.

Η εθνι­κή ενό­τη­τα, επι­πλέ­ον, όχι μόνο δεν είναι συ­γκυ­ρια­κή τα­κτι­κή, αλλά κα­τα­λή­γει να γί­νε­ται μια μό­νι­μη στρα­τη­γι­κή χωρίς τέλος. Εάν απο­δε­χτού­με σή­με­ρα το επι­χεί­ρη­μα «πρώτα η ανε­ξαρ­τη­σία μετά τα άλλα», σύ­ντο­μα θα κλη­θού­με να δε­χτού­με, για το εν­δε­χό­με­νο μιας ανε­ξάρ­τη­της Κα­τα­λο­νί­ας, τη λι­τό­τη­τα που επι­βάλ­λε­ται από την Ευ­ρω­παϊ­κή Ένωση. Τότε το επι­χεί­ρη­μα θα είναι: «Ψυ­χραι­μία, είναι απα­ραί­τη­το να γί­νουν θυ­σί­ες, για να μας ανα­γνω­ρί­σει η Τρόι­κα, αλλά αρ­γό­τε­ρα θα επα­να­φέ­ρου­με τα δι­καιώ­μα­τα που χά­θη­καν». Πάντα υπάρ­χει μια καλή δι­καιο­λο­γία για να ανα­βάλ­λο­νται οι πο­λι­τι­κές ανα­δια­νο­μής πλού­του και η επέ­κτα­ση των δι­καιω­μά­των.

Το πα­ρά­δο­ξο στην υπό­θε­ση είναι ότι και κατά τη διάρ­κεια των με­γά­λων κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων στις 11 Σε­πτέμ­βρη του 2012 και του 2013, αλλά και φέτος, τα εθνι­κά αι­τή­μα­τα ήταν σαφώς δια­χω­ρι­σμέ­να από τα κοι­νω­νι­κά, τα οποία υπήρ­χαν αλλά σε λαν­θά­νου­σα μορφή. Όσοι υπε­ρα­σπί­ζο­νται την ανε­ξαρ­τη­σία, στην πλειο­ψη­φία τους το κά­νουν επει­δή πι­στεύ­ουν ότι θα συ­νο­δεύ­ε­ται από πε­ρισ­σό­τε­ρη δη­μο­κρα­τία και ισό­τη­τα.

Στη δια­δι­κα­σία της ανε­ξαρ­τη­σί­ας υπάρ­χει μια διπλή τε­μνό­με­νη σύ­γκρου­ση. Σε πρώτο, επι­φα­νεια­κό, επί­πε­δο υπάρ­χει η θε­σμι­κή σύ­γκρου­ση ανά­με­σα στον κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό και την Κα­τα­λα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση. Σε ένα δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, υπάρ­χει μια βα­θύ­τε­ρη αντί­θε­ση ανά­με­σα στην πο­λι­τι­κή του δρό­μου –της συμ­με­το­χής και της πραγ­μα­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας– και την πο­λι­τι­κή «από τα πάνω». Αυτό το δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, το­πο­θε­τεί το κα­τα­λα­νι­κό λαϊκό κί­νη­μα απέ­να­ντι στον  Ραχόι, αλλά και απέ­να­ντι σε αυ­τούς που θέ­λουν να δια­χει­ρι­στούν –στην κα­λύ­τε­ρη των πε­ρι­πτώ­σε­ων– το δι­καί­ω­μα της επι­λο­γής από τα πάνω και να θέ­σουν αυτή τη δια­δι­κα­σία σε ελεγ­χό­με­να κα­νά­λια ενά­ντια σε κάθε συ­νε­πή δη­μο­κρα­τι­κή λο­γι­κή. Πρέ­πει να αντι­πα­ρα­τε­θού­με ενά­ντια σε δύο κρα­τι­κές λο­γι­κές, αυτή του υπάρ­χο­ντος ισπα­νι­κού κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού και αυτή του ανύ­παρ­κτου ακόμα κα­τα­λα­νι­κού κρά­τους. Και τα δύο μπο­ρούν να «αναι­σθη­το­ποι­ή­σουν» το κί­νη­μα. Ο αγώ­νας απαι­τεί να αντι­πα­ρα­τε­θού­με ανοι­χτά με τον πρώτο μη­χα­νι­σμό, χωρίς να γί­νου­με υπο­χεί­ρια του δεύ­τε­ρου.

Κάτω από τη συν­δυα­σμέ­νη πίεση των πο­λι­τι­κών λι­τό­τη­τας και της δια­δι­κα­σί­ας ανε­ξαρ­τη­το­ποί­η­σης, τα πα­ρα­δο­σια­κά κα­τα­λα­νι­κά κόμ­μα­τα έχουν αυ­το­κα­τα­στρα­φεί. Τα δύο με­γά­λα κόμ­μα­τα, το CiU (ΣτΜ: το δεξιό κα­τα­λα­νι­κό εθνι­κι­στι­κό κόμμα του Mas) και το PSC (ΣτΜ: το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα στην Κα­τα­λο­νία) περ­νούν κρίση. Το δεύ­τε­ρο έχει χάσει κάθε αξιο­πι­στία και στα κοι­νω­νι­κά ζη­τή­μα­τα, αλλά και στο εθνι­κό ζή­τη­μα και είναι αντι­μέ­τω­πο με τη μοίρα του ΠΑΣΟΚ. Το πρώτο, αν και βρί­σκε­ται σε κα­λύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση, δια­βρώ­νε­ται αστα­μά­τη­τα και από τις πο­λι­τι­κές λι­τό­τη­τας που εφαρ­μό­ζει και επει­δή αμ­φι­σβη­τεί­ται η αξιο­πι­στία του σε σχέση με τη δια­δι­κα­σία ανε­ξαρ­τη­το­ποί­η­σης.

Σε αντί­θε­ση με το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα στο Ισπα­νι­κό Κρά­τος, όπου το PP (ΣτΜ: το δεξιό Λαϊκό Κόμμα) και το PSOE (ΣτΜ: το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα) γνω­ρί­ζουν μεν μια πτώση, αλλά δεν έχουν υπερ­φα­λαγ­γι­στεί ακόμα από ανα­δυό­με­νες δυ­νά­μεις, η κρίση του CiU και του PSC είναι βα­θύ­τε­ρη και έχουν χάσει την πο­λι­τι­κή-εκλο­γι­κή ηγε­μο­νία. Αλλά εξαι­τί­ας της κε­ντρι­κό­τη­τας της δια­μά­χης πάνω στο εθνι­κό ζή­τη­μα, αυτός που ωφε­λεί­ται από την πο­λι­τι­κή κρίση είναι μια δύ­να­μη, το ERC (ΣτΜ: Κα­τα­λα­νι­κή Ρε­που­μπλι­κα­νι­κή Αρι­στε­ρά) που δια­κη­ρύσ­σει ένα πρό­γραμ­μα ρήξης στο εθνι­κό ζή­τη­μα, αλλά συ­νε­χί­ζο­ντας την ίδια οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή, και όχι ένα κόμμα ενά­ντια στη λι­τό­τη­τα όπως ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην Ελ­λά­δα ή το Podemos στην Ισπα­νία. Αυτό είναι το με­γά­λο πα­ρά­δο­ξο της Κα­τα­λα­νι­κής πο­λι­τι­κής κρί­σης.

Σε αυτό το πλαί­σιο είναι ανα­γκαίο να δια­μορ­φώ­σου­με μια πλα­τιά εναλ­λα­κτι­κή δύ­να­μη και υπέρ της εθνι­κής κυ­ριαρ­χί­ας και ενά­ντια στη λι­τό­τη­τα. Η πρό­τα­ση της Συ­ντα­κτι­κής Συ­νέ­λευ­σης (Proces Constituent) του Arcadi Oliveres και της Teresa Forcades, που έχει δια­τυ­πω­θεί από τον Απρί­λιο του 2012, είναι αυτή τη στιγ­μή πιο ανα­γκαία από ποτέ.

Μπρο­στά στην πα­ρακ­μή του CiU και του PSC και την άνοδο του ERC, χρειά­ζε­ται ένα νέο υπο­κεί­με­νο που θα μπο­ρέ­σει να βρε­θεί στο επί­κε­ντρο της κα­τα­λα­νι­κής πο­λι­τι­κής και το οποίο θα εν­σαρ­κώ­νει την κρι­τι­κή στις πο­λι­τι­κές λι­τό­τη­τας και το πα­ρα­δο­σια­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα, που εκ­φρά­στη­καν εκρη­κτι­κά από το κί­νη­μα 15-Μ το 2011 (ΣτΜ: το κί­νη­μα των Ιντι­γνά­δος). Ούτε το ICV-EUiA (ΣτΜ: Πρω­το­βου­λία για την Κα­τα­λο­νία-Πρά­σι­νοι-Ενω­μέ­νη Αρι­στε­ρά, μια εκλο­γι­κή αρι­στε­ρή συμ­μα­χία στην Κα­τα­λο­νία), ούτε το Podemos, ούτε το CUP (ΣτΜ: Υπο­ψή­φιοι Λαϊ­κής Ενό­τη­τας, εθνι­κι­στι­κό κόμμα της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς), ούτε καν το Proces Constituent (ΣτΜ: Συ­ντα­κτι­κή Συ­νέ­λευ­ση, πλατύ κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα υπέρ της σύ­γκλι­σης μιας συ­ντα­κτι­κής συ­νέ­λευ­σης στην ανε­ξάρ­τη­τη Κα­τα­λο­νία) δεν έχουν το κα­θέ­να από μόνο του τη δύ­να­μη να γίνει η εναλ­λα­κτι­κή που θα μπο­ρέ­σει να απο­στα­θε­ρο­ποι­ή­σει την Κα­τα­λα­νι­κή πο­λι­τι­κή από τα αρι­στε­ρά.

Ήρθε η ώρα να βρε­θούν τρό­ποι σύ­γκλι­σης και κοι­νής δρά­σης. Αλλά αυτό το νέο υπο­κεί­με­νο δεν μπο­ρεί να είναι μόνο το άθροι­σμα συ­ντο­μο­γρα­φιών. Χρειά­ζε­ται η ταυ­τό­χρο­νη σύ­γκλι­ση και του μη ορ­γα­νω­μέ­νου κό­σμου και των υπαρ­κτών ορ­γα­νώ­σε­ων. Και ακόμα πιο ση­μα­ντι­κό, ένα τέ­τοιο μέ­τω­πο θα είναι χρή­σι­μο μόνο αν αντι­προ­σω­πεύ­ει τη ρήξη με τις πα­ρα­δο­σια­κές πο­λι­τι­κές και τη θε­σμι­κή κουλ­τού­ρα που έχει προ­κα­λέ­σει τόση ζημιά στην Αρι­στε­ρά από τη Με­τά­βα­ση μέχρι τώρα.

Μόνο ένα τέ­τοιο νέο πο­λι­τι­κό ερ­γα­λείο μπο­ρεί να ολο­κλη­ρώ­σει την κρίση του πα­ρα­δο­σια­κού Κα­τα­λα­νι­κού πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος και να ανοί­ξει το δρόμο για ένα νέο κομ­μα­τι­κό σύ­στη­μα. Θα είναι κα­τα­στρο­φι­κό εάν το CiU και το PSC δεν υπο­χρε­ω­θούν να ανα­με­τρη­θούν με έναν αντί­πα­λο με κοι­νω­νι­κή, εκλο­γι­κή και θε­σμι­κή δύ­να­μη, με ένα εθνι­κό σχέ­διο που δεν θα υπο­στη­ρί­ζει την υπο­τα­γή στον χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό κόσμο και την Τρόι­κα. Θα ήταν κα­τα­στρο­φι­κό εάν η νέα ηγε­μο­νία του ERC διευ­κο­λυν­θεί από την έλ­λει­ψη αντα­γω­νι­σμού εξαι­τί­ας του κα­τα­κερ­μα­τι­σμού της Αρι­στε­ράς. Για πρώτη φορά μετά από δε­κα­ε­τί­ες, αυτοί που θέ­λουν όχι μόνο πο­λι­τι­κή αλ­λα­γή, αλλά και αλ­λα­γή του οι­κο­νο­μι­κού και κοι­νω­νι­κού μο­ντέ­λου, έχουν σο­βα­ρές πι­θα­νό­τη­τες να παί­ξουν κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο στην κα­τα­λα­νι­κή πο­λι­τι­κή σκηνή. Κάτι τέ­τοιο δεν συμ­βαί­νει συχνά. Πριν από τρία μόλις χρό­νια δεν μπο­ρού­σα­με καν να το φα­ντα­στού­με. Ακόμα και τώρα είναι δύ­σκο­λο να το πι­στέ­ψου­με. Το να αφή­σου­με μια τέ­τοια ευ­και­ρία να χαθεί, θα έχει πολύ με­γα­λύ­τε­ρο κό­στος μα­κρο­πρό­θε­σμα από τις προ­φα­νείς θυ­σί­ες και βρα­χυ­πρό­θε­σμες δυ­σκο­λί­ες που έχει το χτί­σι­μο μιας συμ­μα­χί­ας.

Εσω­τε­ρι­κό και Εξω­τε­ρι­κό

Η δια­βού­λευ­ση στις 9 Νο­εμ­βρί­ου 2014 δεν είναι απλά μια Κα­τα­λα­νι­κή υπό­θε­ση. Αντί­θε­τα με ό,τι πι­στεύ­ει η πλειο­ψη­φία της κοι­νής γνώ­μης του Κα­τα­λα­νι­κού κι­νή­μα­τος ανε­ξαρ­τη­σί­ας, αυτά που συμ­βαί­νουν εκτός της Κα­τα­λο­νί­ας θα παί­ξουν κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο. Χωρίς εξω­τε­ρι­κούς συμ­μά­χους, η άσκη­ση του δι­καιώ­μα­τος της επι­λο­γής γί­νε­ται πιο πε­ρί­πλο­κη και η πίεση προς την κα­τεύ­θυν­ση της ενό­τη­τας με τους πα­τριώ­τες που επεν­δύ­ουν τα χρή­μα­τά τους στην Αν­δό­ρα γί­νε­ται με­γα­λύ­τε­ρη. Και αντί­θε­τα με ό,τι πι­στεύ­ει ση­μα­ντι­κό κομ­μά­τι της Ισπα­νι­κής Αρι­στε­ράς, η κα­τα­λα­νι­κή δια­δι­κα­σία ανε­ξαρ­τη­το­ποί­η­σης όχι μόνο δεν είναι μια ακραία εμ­μο­νή, αλλά είναι μια θαυ­μά­σια ευ­και­ρία για να ένα καί­ριο πλήγ­μα στο χτυ­πη­μέ­νο πλοίο της Με­τά­βα­σης.

Πρέ­πει να το­νί­ζου­με συ­νε­χώς: Όσοι θέ­λουν να εμπο­δί­σουν το δι­καί­ω­μα του κα­τα­λα­νι­κού λαού να ψη­φί­σει στις 9 Νο­εμ­βρί­ου είναι οι ίδιοι που δεν επι­τρέ­ψα­νε στον ισπα­νι­κό λαό να δια­λέ­ξει ανά­με­σα στη μο­ναρ­χία και τη δη­μο­κρα­τία, οι ίδιοι που κά­νουν πε­ρι­κο­πές στην υγεία και την παι­δεία, οι ίδιοι που προ­στά­τε­ψαν τις τρά­πε­ζες και όχι τις οι­κο­γέ­νειες και κά­λυ­ψαν τις υπο­θέ­σεις δια­φθο­ράς στους κύ­κλους τους. Υπάρ­χουν πολλά κοινά συμ­φέ­ρο­ντα –αν και δεν έχουν δυ­στυ­χώς σχη­μα­το­ποι­η­θεί και κα­τα­νοη­θεί πλή­ρως– ανά­με­σα σε ση­μα­ντι­κό κομ­μά­τι αυτών που ζη­τά­νε την ανε­ξαρ­τη­σία της Κα­τα­λο­νί­ας και σε όσους αντι­τί­θε­νται στο δι­κομ­μα­τι­σμό των PP-PSOE και των πο­λι­τι­κών τους. Εάν ο Ραχόι (και το PSOE του Πέδρο Σάν­τσεζ) χά­σουν την αντι­πα­ρά­θε­ση για την Κα­τα­λο­νία, το κύρος τους θα πλη­γεί σε όλη τη χώρα. Το αί­σθη­μα της συ­ντρι­βής θα γε­νι­κευ­τεί.

Η κα­τα­νό­η­ση αυτής ακρι­βώς της δι­πλής στρα­τη­γι­κής, εντός και εκτός Κα­τα­λο­νί­ας, είναι που μπο­ρεί να γεν­νή­σει το «μι­κρό­βιο» της εθε­λο­ντι­κής συ­νύ­παρ­ξης, γειτ­νί­α­σης και συμ­μα­χί­ας ανά­με­σα σε δύο ανε­ξάρ­τη­τους λαούς που μπο­ρούν να αντι­με­τω­πί­σουν από κοι­νού τους εσω­τε­ρι­κούς και διε­θνείς οι­κο­νο­μι­κούς εχθρούς τους. Η προ­σέγ­γι­ση του εθνι­κού ζη­τή­μα­τος δεν πρέ­πει να γί­νε­ται με βάση την πο­λι­τι­κή ταυ­τό­τη­τας ή με συ­ναι­σθη­μα­τι­κούς όρους, αλλά με μια δη­μο­κρα­τι­κή στρα­τη­γι­κή λο­γι­κή. Αυτός είναι ο τρό­πος για να μη λο­ξο­δρο­μή­σου­με, να μη συγ­χέ­ο­νται οι φίλοι με τους αντι­πά­λους, να δί­νο­νται οι σω­στές προ­τε­ραιό­τη­τες και να μη χει­ρα­γω­γού­μα­στε από όσους είτε δεν θέ­λουν να αλ­λά­ξει τί­πο­τα, είτε θέ­λουν να «αλ­λά­ξουν τα πάντα, ώστε να μην αλ­λά­ξει τί­πο­τα».

Κα­νείς δεν ξέρει τι μπο­ρεί να συμ­βεί στην πε­ρί­πτω­ση μιας με­τω­πι­κής σύ­γκρου­σης ανά­με­σα στους θε­σμούς του ισπα­νι­κού κρά­τους και των Κα­τα­λα­νών. Κα­νείς δεν μπο­ρεί να δει με από­λυ­τη διαύ­γεια το απο­τέ­λε­σμα μιας τέ­τοιας σύ­γκρου­σης. Αλλά αυτή η σύ­γκρου­ση δεν έχει τί­πο­τα καλό να προ­σφέ­ρει στο ση­με­ρι­νό πλη­γω­μέ­νο κα­θε­στώς και μπο­ρεί να ανα­δεί­ξει πολ­λές δυ­να­τό­τη­τες για τις δη­μο­κρα­τι­κές δυ­νά­μεις που πα­λεύ­ουν ενά­ντια στη λι­τό­τη­τα σε όλη τη χώρα, υπό την προ­ϋ­πό­θε­ση βέ­βαια ότι μπο­ρού­με να εκτι­μή­σου­με σωστά την κα­τά­στα­ση και δεν θα αφή­σου­με την πρω­το­βου­λία κι­νή­σε­ων σε όσους πα­λεύ­ουν να σώ­σουν αυτό το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα και το θε­σμι­κό του πλαί­σιο που κα­ταρ­ρέ­ει.