Εκείνο που χρειάζεται για τις αστικές τάξεις είναι η σταθεροποίηση αυτής της ανάκαμψης, με την διατήρηση ενός καθεστώτος γενικευμένης κοινωνικής καταστροφής (υψηλής ανεργίας, χαμηλών αμοιβών, αποδιάρθρωσης κοινωνικών υπηρεσιών κλπ.). Οποιοδήποτε συνεπώς μέτρο κοινωνικής ανάταξης (αποκατάσταση βασικού μισθού, τερματισμός του κατήφορου των συντάξεων, προγράμματα προστασίας των ανέργων κ.ά.), που τροποποιεί στοιχειωδώς τους ταξικούς συσχετισμούς προς όφελος των λαϊκών τάξεων χρειάζεται άμεσα να παγώσει, να εξαφανισθεί από το πολιτικό προσκήνιο.

Το όχημα του δημόσιου χρέους πάνω στις ράγες της ευρωζώνης

          Η έκρηξη της καπιταλιστικής κρίσης μέσα στο 2008, στο χρηματοπιστωτικό επίπεδο, όσο και στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας και παραγωγής, οδήγησε κατ’ αρχήν στην μαζική διαδικασία εκκαθάρισης των μη επαρκώς αξιοποιουμένων (ζημιογόνων)  κεφαλαίων, και έτσι στην πολύμορφη αύξηση της ανεργίας και στην καταστροφή παγίων επενδυμένων κεφαλαίων. Ταυτόχρονα επέβαλε στις αστικές κυβερνήσεις, συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές, την εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών, που απορρυθμίζοντας τις σχέσεις εργασίας, μειώνοντας τους μισθούς και τις συντάξεις, αποδομώντας τις δημόσιες κοινωφελείς επιχειρήσεις και υπηρεσίες, δημιουργούσαν όρους σταδιακού τερματισμού της ζημιογόνου επιχειρηματικής δραστηριότητας και ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Βέβαια αυτή η επιδίωξη υλοποιήθηκε, με αποτέλεσμα την ανάκαμψη του επιχειρηματικού κεφαλαίου από την κρίση υπερσυσσώρευσης, ωστόσο με εύθραυστα ακόμη αποτελέσματα : Η ανάκαμψη της καπιταλιστικής αποδοτικότητας χωρίς ανάπτυξη των οικονομιών, απαιτεί την συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών, που είναι πλέον οργανικός όρος για την κερδοφόρα αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

          Σε παράλληλη πορεία με την εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης και της οικονομικής ύφεσης κινήθηκε προφανώς η σταδιακή διόγκωση του δημόσιου χρέους στις νότιες κυρίως ευρωπαϊκές χώρες, όπου η κρίση υπερσυσσώρευσης προσλάμβανε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις σε σχέση με τις οικονομίες του ευρωπαϊκού κέντρου και βορρά. Αυτό είχε να κάνει με το γεγονός μιας σημαντικής διαφοροποίησης μεταξύ αυτών των δύο ομάδων εθνικών οικονομιών : Τον προσανατολισμό των νοτίων ευρωπαϊκών χωρών κυρίως στην εσωτερική αγορά τους, ενώ οι βόρειες ευρωπαϊκές οικονομίες ήταν προσανατολισμένες κατ’ εξοχήν στις εξαγωγές, στην χαμηλή και αντίθετα υψηλή ανταγωνιστικότητα των αντίστοιχων προϊόντων, στην σφιχτή δημοσιονομική πολιτική της Γερμανίας, Ολλανδίας κλπ. έναντι της δημοσιονομικής χαλαρότητας που διέκρινε τις μεσογειακές οικονομίες Ελλάδας, Πορτογαλίας κ.ά. [ Βόλφγκανγκ Στρέκ «Γερμανία : Μια εξαναγκασμένη ηγεμονία», Μοντ Ντιπλοματίκ, Μάιος 2015 ].

          Ο συνδυασμός κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και διόγκωσης του δημόσιου χρέους, στο ενιαίο ευρωπαϊκό νομισματικό και δημοσιονομικό πλαίσιο, με δεδομένη την ετεροβαρή του σύνθεση από ριζικά διαφοροποιημένες εθνικές οικονομίες, προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις για την ευρωπαϊκό νότο : Ο υπερδανεισμός και η εξυπηρέτηση του εθνικού χρέους έγιναν  το όχημα, η αφορμή για την επιβολή εξοντωτικών κοινωνικών πολιτικών, προκειμένου να ξεπεραστεί η καπιταλιστική κρίση προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου και σε βάρος της μισθωτής εργασίας. Αυτό το δράμα συνεχίστηκε και στο τελευταίο τετράμηνο της κυβερνητικής διαχείρισης «κοινωνικής σωτηρίας» του ΣΥΡΙΖΑ : Οι όροι αποπληρωμής του δημόσιου χρέους γίνονται το μέσον, στα χέρια του αστικού ευρωπαϊκού κατεστημένου (της ελληνικής αστικής τάξης συμπεριλαμβανομένης), προκειμένου να επιβληθούν οι μορφές εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας με την περαιτέρω μείωση μισθών και συντάξεων, την εμπλοκή ή και ακύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, τις ιδιωτικοποιήσεις κλπ.

Πολιτική ασυμβατότητα λαϊκών αναγκών και καπιταλιστικής ανάκαμψης

          Το επίδικο έτσι είναι η πανευρωπαϊκή επιδίωξη των θεσμών της καπιταλιστικής διεθνικής ολοκλήρωσης (Κομισιόν, Γιούρογκρουπ, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) να επιβάλλουν αυτές τις μορφές εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, σε ένα ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον που βασίζεται ιστορικά στις μορφές εξαγωγής σχετικής υπεραξίας. Πρόκειται για απαίτηση του διεθνοποιημένου σήμερα καπιταλιστικού ανταγωνισμού, προκειμένου οι ευρωπαϊκές οικονομίες να μπορέσουν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στους ανταγωνιστές τους των BRICS, αλλά και της αμερικανικής οικονομίας. Και βέβαια οι μορφές προαγωγής των προγραμμάτων διάσωσης και δημοσιονομικής προσαρμογής, των αλλεπάλληλων μνημονίων, προσέλαβαν διαφοροποιημένους βαθμούς, ανάλογα με το μέγεθος της κρίσης των επιμέρους εθνικών καπιταλισμών και της αντίστοιχης υπερχρέωσής τους.

Μπορεί  έτσι ο ελληνικός καπιταλισμός, μετά την περίοδο της κρίσης (2008 – 14) να εξέρχεται βαθμιαία από τον κλονισμό που έχει υποστεί, και να βλέπει τις ζημίες του να μηδενίζονται, ενώ παράλληλα η πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων να επιστρέφει πανηγυρικά στην κερδοφορία [ Α. Ταρπάγκος «Από την κρίση στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας», Η Αυγή 7-Μαίου-2015], ωστόσο εκείνο που χρειάζεται για τις αστικές τάξεις είναι η σταθεροποίηση αυτής της ανάκαμψης, με την διατήρηση ενός καθεστώτος γενικευμένης κοινωνικής καταστροφής (υψηλής ανεργίας, χαμηλών αμοιβών, αποδιάρθρωσης κοινωνικών υπηρεσιών κλπ.). Οποιοδήποτε συνεπώς μέτρο κοινωνικής ανάταξης (αποκατάσταση βασικού μισθού, τερματισμός του κατήφορου των συντάξεων, προγράμματα προστασίας των ανέργων κ.ά.), που τροποποιεί στοιχειωδώς τους ταξικούς συσχετισμούς προς όφελος των λαϊκών τάξεων χρειάζεται άμεσα να παγώσει, να εξαφανισθεί από το πολιτικό προσκήνιο. Πρόκειται για την πλέον «φυσιολογική» αντίδραση των δυνάμεων της αστικής ταξικής κυριαρχίας και όχι προφανώς για κανέναν «παραλογισμό» των ευρωπαϊκών θεσμών, που ακριβώς δεν αφήνει περιθώρια σε κανενός είδους «αμοιβαία επωφελή λύση», σε οποιονδήποτε «έντιμο συμβιβασμό».

Είναι φανερό ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία επλήγη περισσότερο από κάθε άλλη (Ισπανίας, Ιταλίας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας), όχι μόνον γιατί  κάποια «σατανικά μυαλά», κάποιοι «νοσηροί εγκέφαλοι» αποφάσισαν ετσιθελικά να μετατρέψουν την Ελλάδα σε «πειραματόζωο» και σε «αποικία χρέους». Η σκληρότητα και ο ανελέητος χαρακτήρας των μνημονιακών πολιτικών στην ελληνική περίπτωση υπαγορεύτηκε από το μεγάλο μέγεθος της καπιταλιστικής κρίσης στη χώρα, δηλαδή της απειλής ολοκληρωτικής κατάρρευσης του ελληνικού καπιταλισμού εξ αιτίας της τεράστιας συνολικής ζημιογόνου του δραστηριότητας. Απεναντίας η πολιτική εφαρμογής μεσαίας έντασης μνημονιακών πολιτικών ή και χαμηλής έντασης, δεν προκάλεσαν τέτοια φαινόμενα μαζικής κοινωνικής και οικονομικής καταστροφής. Γι’ αυτό το λόγο και στην ελληνική κοινωνία αναπτύχθηκε αρχικά ένα ευρύ πανεργατικό απεργιακό κίνημα, γι’ αυτό το λόγο και κατέρρευσε η ελληνική σοσιαλδημοκραία, γι’ αυτή την αιτία και τα λαϊκά εργατικά στρώματα στράφηκαν πολιτικά, και συνεχίζουν και σήμερα να το κάνουν, προς τα αριστερά.

Μια ιστορική αντιπαράθεση για την ευρωπαϊκή ήπειρο

Η κατάκτηση έτσι της πολιτικής διακυβέρνησης από τις δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, και η δημοσκοπική αύξηση μάλιστα των ποσοστών τους, έχει στην αφετηρία της τον ανελέητο χαρακτήρα των μνημονιακών πολιτικών που ασκήθηκαν, καθώς και το γεγονός ότι φορέας αυτών των πολιτικών ήταν η πλειοψηφική ελληνική σοσιαλδημοκρατία, που εξ αυτού του λόγου κατέρρευσε και ο λαϊκός κόσμος της επιρροής της στράφηκε εκλογικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις οικονομίες εφαρμογής μιας μετριοπαθούς μνημονιακής πολιτικής το αντίστοιχο αριστερό κίνημα είδε τις δυνάμεις του να αυξάνονται, όχι όμως στο μέτρο της μεγέθυνσης της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ : Στην Ισπανία στο 18% (Ενωμένη Αριστερά + Ποδέμος), στην Πορτογαλία 18% (Μπλόκο της Αριστεράς + Πορτογαλικό ΚΚ0, στην Ιρλανδία 17% (Σιν Φέιν). Μάλιστα στις υπόλοιπες οικονομίες όπου τα μνημονιακά μέτρα υπήρξαν «ήπιας» σχετικά μορφής, οι αριστερές δυνάμεις παρέμειναν σχετικά καθηλωμένες στις προηγούμενες πολιτικές τους επιδόσεις : Στη Γαλλία 7% (Αριστερό Μέτωπο) και στην Ιταλία 4% (Η Άλλη Ευρώπη).

Βέβαια, πέραν του ανελέητου χαρακτήρα των πολιτικών των μνημονίων, που συνέβαλαν στην κατάκτηση της πολιτικής διακυβέρνησης από τις δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο δεύτερος καθοριστικός παράγοντας γι’ αυτή την εξέλιξη στάθηκε το γεγονός ότι αυτή η πολιτική ασκήθηκε αδιαλείπτως από, και με την συμμετοχή, του κόμματος της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, πράγμα που δεν συνέβη στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ισπανίας που δεν συμμετείχε στην άσκηση μιας τέτοιας πολιτικής διατήρησε σημαντικές δυνάμεις (23%), παράλληλα με το Λαϊκό Κόμμα (26%). Στην Πορτογαλία αντίστοιχα το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα επιρροής σε σχέση με τις συντηρητικές δυνάμεις της Συμμαχίας για την Πορτογαλία που ήταν στην διακυβέρνηση της χώρας (28%). Μ’ άλλες λέξεις η άσκηση των μνημονιακών πολιτικών από τα συντηρητικά κόμματα επέφερε μεν μια ορισμένη φθορά τους, χωρίς όμως αυτή να έχει οδηγήσει στον καταποντισμό τους. Απεναντίας η εφαρμογή των ακραίων μνημονιακών πολιτικών από την σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα, εξ αιτίας των λαϊκών εργατικών της εκπροσωπήσεων, οδήγησε στην πλήρη απονομιμοποίησή της και στην πολιτική μετατόπιση της εκλογικής της επιρροής προς τα αριστερά.

Μ’ αυτή την έννοια η σημερινή αντιπαράθεση της αριστερής ελληνικής κυβέρνησης με τα θεσμικά όργανα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, η με κάθε τρόπο διατήρηση των γραμμών προάσπισης των ασφαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων, της φορολόγησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, του δημόσιου παραγωγικού χαρακτήρα των κοινωφελών επιχειρήσεων, είναι προφανώς μοναδική και «μοναχική» στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, μια και η έλευση του «προσεχούς ΣΥΡΙΖΑ» αργεί ακόμη [ Ρενώ Λαμπέρ «Στην αναζήτηση του προσεχούς ΣΥΡΙΖΑ», Μοντ Ντιπλοματίκ, Μάιος 2015],  εντούτοις η σημασία αυτής της αντιπαράθεσης προσλαμβάνει πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά για το ίδιο το μέλλον των κοινωνιών της γηραιάς ηπείρου. Γιατί ακριβώς μια σημερινή κατίσχυση των ζωτικών αναγκών κοινωνικής σωτηρίας των λαϊκών εργαζομένων τάξεων, θα συμβάλλει καθοριστικά στην αναθάρρηση των ευρωπαϊκών αριστερών κινημάτων του νότου και στην τροποποίηση των κοινωνικών συσχετισμών.  Αν η Γαλλία έδωσε την παρισινή Κομμούνα (1871), το Λαϊκό Μέτωπο (1936), τον Μάη του 1968, αν η Ιταλία υπήρξε επί δεκαετίες το πολιτικό και διανοητικό εργαστήριο της ευρωπαϊκής Αριστεράς, η σημερινή ελληνική περίπτωση, σπρωγμένη από τη δύναμη των πραγμάτων και τις πιεστικές και ασυμπίεστες πλέον λαϊκές ανάγκες, είναι υποχρεωμένη να δώσει το σύγχρονο μοντέλο προαγωγής της δημοκρατικής αναμόρφωσης, του ριζοσπαστικού προσανατολισμού και της προοδευτικής μεταστροφής της ευρωπαϊκής ηπείρου.                

Ετικέτες