Η επταετής ύφεση (2008-2014) της ελληνικής οικονομίας ενεργοποίησε με τον καιρό λειτουργίες οικονομικού δαρβινισμού, επέβαλε τη λογική της εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών ή λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων και των μη ανταγωνιστικών εργαζόμενων ώστε η οικονομία, αν και συρρικνωμένη, να βρει, τελικά, έναν καινούργιο δρόμο αύξησης των κερδών μέσω μιας διαδικασίας «φυσικής επιλογής των ισχυροτέρων». Πρόκειται για διαδικασία εγγενή στον καπιταλισμό, που προκειμένου να βγει από τη μεγάλη δομική κρίση του κανιβαλίζει τις πιο αδύναμες επιχειρήσεις, καταβροχθίζει τους πιο αδύναμους ανθρώπους, απαλλοτριώνει πλούτο και περιουσίες, επιβάλλει στις παραγωγικές εργαζόμενες τάξεις την επισφάλεια ή την ανεργία και στα μεσαία στρώματα το λιτό βίο ή την προλεταριοποίηση. Πρόκειται για τον κανιβαλισμό που ανέκαθεν χρησιμοποιούσε ο καπιταλισμός για να βρει την έξοδο από τις μεγάλες δομικές κρίσεις του.
H συνολική εικόνα της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015, όπως αυτή προκύπτει από τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών, δεν είναι η εικόνα μιας οικονομίας που βυθίζεται στην ύφεση, όπως συνήθως ακούγεται. Με δεδομένο ότι η καταγραφόμενη μείωση του ΑΕΠ κατά 0,16%[1] έναντι του τελευταίου τριμήνου του 2014 είναι τόσο μικρή ώστε βρίσκεται στα όρια του στατιστικού λάθους, ότι η προστιθέμενη αξία σε σταθερές τιμές αυξήθηκε, και ότι οι περισσότεροι κλάδοι παραγωγής στον επιχειρηματικό τομέα αύξησαν κατά τι τον όγκο της παραγωγής τους, η συνολική εικόνα της ελληνικής οικονομίας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015 όπως προκύπτει από τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών δεν είναι η εικόνα μιας οικονομίας που βυθίζεται στην ύφεση, αλλά μιας οικονομίας σε βραχυπρόθεσμη στασιμότητα και αναμονή.
Αυτό που διατήρησε την ελληνική οικονομία έξω από μια νέα ύφεση, προς το παρόν, είναι οι μικρές πλην όμως υπαρκτές αυξήσεις της ιδιωτικής κατανάλωσης. Κανένα άλλο μέγεθος δεν αυξήθηκε ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει την διατήρηση του ΑΕΠ στη γειτονία του 0% (εκτός ίσως από μια μικρή συμβολή των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου[2]).
Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε ότι μόλις ξεφύγουμε από τον ασφυκτικά βραχυπρόθεσμο ορίζοντα του τριμήνου, τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών μάς δείχνουν ότι είχε εκκινήσει το καλοκαίρι του 2014 και συνεχιζόταν κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015, μια ασθενική και δυσδιάκριτη πλην όμως υπαρκτή τάση ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Αυτό δεν σχετίζεται με αποφάσεις πολιτικής της μιας ή της άλλης κυβέρνησης, αλλά με την εσωτερική δυναμική της καπιταλιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου.
Η εσωτερική δυναμική
της συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα
Η επταετής ύφεση (2008-2014) της ελληνικής οικονομίας ενεργοποίησε με τον καιρό λειτουργίες οικονομικού δαρβινισμού, επέβαλε τη λογική της εκκαθάρισης των μη ανταγωνιστικών ή λιγότερο ανταγωνιστικών κεφαλαίων και των μη ανταγωνιστικών εργαζόμενων ώστε η οικονομία, αν και συρρικνωμένη, να βρει, τελικά, έναν καινούργιο δρόμο αύξησης των κερδών μέσω μιας διαδικασίας «φυσικής επιλογής των ισχυροτέρων». Πρόκειται για διαδικασία εγγενή στον καπιταλισμό, που προκειμένου να βγει από τη μεγάλη δομική κρίση του κανιβαλίζει τις πιο αδύναμες επιχειρήσεις, καταβροχθίζει τους πιο αδύναμους ανθρώπους, απαλλοτριώνει πλούτο και περιουσίες, επιβάλλει στις παραγωγικές εργαζόμενες τάξεις την επισφάλεια ή την ανεργία και στα μεσαία στρώματα το λιτό βίο ή την προλεταριοποίηση. Πρόκειται για τον κανιβαλισμό που ανέκαθεν χρησιμοποιούσε ο καπιταλισμός για να βρει την έξοδο από τις μεγάλες δομικές κρίσεις του.
Στην περίπτωσή μας, από το δεύτερο τρίμηνο του 2014 ήταν ήδη ορατό στα στατιστικά στοιχεία ότι η εκκαθάριση των πιο αδύναμων κεφαλαίων και η συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού του 2014 επιβραδύνονταν, σηματοδοτώντας ότι είχαμε εισέλθει στην φάση ολοκλήρωσης της -κατά τους φιλελεύθερους- «δημιουργικής καταστροφής». Οι δυνάμεις της αστικής τάξης βρίσκονταν πλέον αρκετά κοντά στην οριστική μορφοποίηση, θεσμική κατοχύρωση και παγίωση ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου με τα βάρβαρα χαρακτηριστικά που κατοχύρωσε η μνημονιακή πολιτική. Ο ελληνικός καπιταλισμός βρισκόταν, λοιπόν, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015, χάρη στη «φυσική επιλογή» των ανθεκτικότερων κεφαλαίων που πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια της βαθιάς επταετούς ύφεσης, με μικρότερο μεν παραγωγικό σύστημα αλλά με ισχυρότερες επιχειρήσεις (αναλυτικότερα για τη διαμόρφωση του μνημονιακού καθεστώτος συσσώρευσης κεφαλαίου βλ. στο άρθρο «Το καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου, επίδικο αντικείμενο της διαπραγμάτευσης» στο επόμενο τεύχος της Εργατικής Αριστεράς). Έτσι, κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014, εμφανίστηκαν κάποιες επιπλέον ενδείξεις ότι η πορεία προς την ολοκλήρωση της «δημιουργικής καταστροφής» συνεχιζόταν: το αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό μειώθηκε και ο αριθμός των μισθωτών αυξήθηκε στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας (ιδιαίτερα με τη μορφή της μερικής απασχόλησης).
Το νέο καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου στην Ελλάδα, που θα μπορούσαμε να ονομάζουμε μνημονιακό καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου, δείχνει να διαθέτει έναν δυναμισμό που θα του επέτρεπε να αναπτυχθεί με χαμηλούς ρυθμούς κατά το υπόλοιπο 2015 και με επιτάχυνση κατά τα επόμενα έτη - εάν δεν υπάρξουν βεβαίως καταστροφικοί εξωγενείς παράγοντες.
Βασικό επίδικο αντικείμενο των ταξικών συγκρούσεων αποτελεί τώρα εάν θα διατηρηθεί και θα εμπεδωθεί το μνημονιακό καθεστώς συσσώρευσης που εγκαθίσταται στην Ελλάδα και ήδη βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωσή του, έτοιμο να κάνει το άλμα προς τα εμπρός, ή εάν θα ανατραπεί.
Για να ανατραπεί, όμως, η κυβέρνηση του Σύριζα θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τις εσωτερικές δομικές αντιφάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας ώστε να εκτραπεί το σύστημα προς ένα άλλο καθεστώς συσσώρευσης κεφαλαίου, που θα ενσωματώνει κάποια άμεσα συμφέροντα των εργαζόμενων τάξεων και θα ανοίγει μια περίοδο μεταβατικού προγράμματος.
Η σημερινή συγκυρία αναδεικνύει μία από αυτές τις εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματος, που είναι το γεγονός ότι ο μισθός δεν είναι μόνο κόστος για το κεφάλαιο αλλά και ζήτηση για την πραγματοποίηση των πωλήσεών του, άρα και των κερδών του. Οι μισθοί στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, μπορούν να δώσουν ώθηση στην αύξηση της παραγωγής[3] διότι έχουν μεγαλύτερη σημασία ως ζήτηση παρά ως κόστος (αυτό ισχύει τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία υψηλών περιθωρίων κέρδους).
Οι μισθοί και η ανάκαμψη
Η μικρή, δυσδιάκριτη στο γυμνό μάτι της καθημερινής ζωής, ανάκαμψη των τριών τελευταίων τριμήνων πραγματοποιήθηκε με κινητήρα τις αυξήσεις του συνόλου των αποδοχών των μισθωτών. Αυτή η διαπίστωση προκύπτει από το γεγονός ότι το μόνο μέγεθος που αυξήθηκε κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014 και μπορεί να δικαιολογήσει την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (και μέσω αυτής του ΑΕΠ) είναι το σύνολο των αποδοχών των μισθωτών (για συντομία οι ακαθάριστοι μισθοί). Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1, τα άλλα μεγέθη που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μιαν αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης μειώθηκαν ή παρέμειναν στάσιμα (ενδεχομένως με εξαίρεση τα φορολογικά και ασφαλιστικά έσοδα που μειώθηκαν κατά τι, πιθανότατα επειδή εξαντλήθηκε η φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών είτε επειδή υπήρξε προεκλογική εκούσια ή ακούσια χαλάρωση).
Συνολικά, λοιπόν, η εικόνα έχει ως εξής: Οι αποδοχές του συνόλου των μισθωτών αυξήθηκαν, προκάλεσαν την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, και μέσω αυτής, τη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Πρόκειται για μικρές αλλά υπαρκτές μεταβολές στους μισθούς και την ιδιωτική κατανάλωση, οι οποίες φαίνονται ευκρινώς στο διάγραμμα 1.
Διάγραμμα 1. Πραγματικό εισόδημα και δαπάνες των νοικοκυριών (πρώτο τρίμηνο 2006 έως πρώτο τρίμηνο 2015, εποχικώς διορθωμένα στοιχεία, σε τιμές ιδιωτικής κατανάλωσης 2010).
Οι ακαθάριστοι μισθοί (δηλαδή οι αποδοχές του συνόλου των μισθωτών) είναι το γινόμενο του μέσου μισθού επί τον αριθμό των μισθωτών. Επομένως, οι αυξήσεις των ακαθάριστων μισθών αναλύονται σε αυξήσεις του μέσου μισθού και του αριθμού των μισθωτών. Ο μέσος αριθμός απασχολουμένων με μισθωτή εργασία κατά το τρίμηνο που καλύπτει το δεύτερο εξάμηνο του 2014 και το πρώτο τρίμηνο του 2015 έναντι του προηγούμενου τριμήνου (τέταρτο τρίμηνο του 2013 και πρώτο εξάμηνο του 2014) παρουσίασε αύξηση κατά 2,3% ενώ ο μέσος μισθός κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 1,4% σε ονομαστικούς όρους και κατά 2,1% σε πραγματικούς όρους.
Ο μέσος ακαθάριστος μισθός αυξήθηκε επειδή υποχώρησε το ποσοστό ανεργίας. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 2, τα δύο μεγέθη παρουσιάζουν έντονη αρνητική συσχέτιση (όταν αυξάνεται η ανεργία μειώνεται ο μέσος μισθός και αντιστρόφως).
Διάγραμμα 2. Μέσος ονομαστικός μισθός και ποσοστό ανεργίας (τρίμηνα t-2) (πρώτο τρίμηνο 2010 έως πρώτο τρίμηνο 2015).
Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε επί τρία συναπτά τρίμηνα για δύο λόγους: Πρώτον, υπήρξε επιβράδυνση της καταστροφής παραγωγικού δυναμικού, καθώς η εκκαθάριση του κεφαλαίου από τα πιο αδύναμα τμήματά του πλησιάζει στην ολοκλήρωσή της, και δεύτερον, υποχώρησε το εργατικό δυναμικό (μετανάστευση, σταθεροποίηση του εισοδήματος των νοικοκυριών από μισθωτή εργασία, αποθάρρυνση του εργατικού δυναμικού για αναζήτηση εργασίας εξαιτίας της μακροχρόνιας παραμονής στην ανεργία κ.ά. Η είσοδος της διαδικασίας της εκκαθάρισης των πιο αδύναμων κεφαλαίων στην τελική της φάση και η συνακόλουθη επιβράδυνση της καταστροφής παραγωγικού δυναμικού εξηγεί και το γεγονός ότι η συνολική απασχόληση (μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων) παρέμεινε σε ολόκληρη τη διάρκεια του 2014 και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015 σε επίπεδα υψηλότερα από τα αντίστοιχα της προηγούμενης περιόδου.
Εν ολίγοις, στην παρούσα συγκυρία αργίας μεγάλου μέρους του παραγωγικού συστήματος και του εργατικού δυναμικού, η μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας ωθείται από τις αυξήσεις των αποδοχών του συνόλου των μισθωτών. Το πρώτο τρίμηνο του 2015 συγκροτεί, μαζί με το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνα του 2014, περίοδο προετοιμασίας μιας οικονομικής ανάκαμψης ωθούμενης από τις αυξήσεις των αποδοχών του συνόλου των μισθωτών (και εν τέλει από τις αυξήσεις του μέσου μισθού και του αριθμού των μισθωτών).
Με δεδομένες αυτές τις εξελίξεις, η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να επιδιώκει, στη διαπραγμάτευση με τους «εταίρους», να αποκτήσει βαθμούς ελευθερίας ως προς τη δύνατότητά της να αυξήσει τον κατώτατο μισθό (που αποτελεί θεμελιώδη παράγοντα στη διαμόρφωση του ύψους του μέσου μισθού) και να περιορίσει την αυθαιρεσία των εργοδοτών που ρίχνει στη ζυγαριά του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων το βάρος των απειλών και της τρομοκρατίας. Η σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού, που προβλέπεται στις προτάσεις της ελληνικής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις, θα έχει υποπολλαπλάσια αποτελέσματα σε σύγκριση με την εφάπαξ αύξηση στα 751 ευρώ, διότι θα δοθεί στις επιχειρήσεις η άνεση να προσαρμοστούν κάνοντας χρήση των ευελιξιών και άλλων απορυθμίσεων της αγοράς εργασίας. Όσο για τις τελευταίες, η διατήρησή τους απειλεί να ακυρώνει κάθε άλλο μέτρο βελτίωσης της κατάστασης των εργαζόμενων τάξεων.
Θα ήταν επίσης καλό, ό,τι συμφωνηθεί στη διαπραγμάτευση να μη στηρίζεται στην άποψη ότι η ελληνική οικονομία έγινε ξαφνικά εξωστρεφής και ότι οι εξαγωγές μπορούν να τη σύρουν σε ανάκαμψη. Δεν ισχύει καθόλου ο ισχυρισμός ότι «η στροφή προς ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα με εξωστρεφή προσανατολισμό φαίνεται να επιτυγχάνεται το 2013 και το 2014».[4] Στη διάρκεια της εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής, όχι μόνο οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών δεν κατέστησαν κινητήρας της ανάπτυξης, αλλά παρουσίασαν και επιδείνωση ως προς τη συμβολή τους στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Το εμπορικό έλλειμμα αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκε θεαματικά, όχι όμως επειδή αυξήθηκαν σημαντικά οι εξαγωγές αλλά επειδή το εισόδημά μας συρρικνώθηκε και μαζί με αυτό και οι εισαγωγές.
Αλλά και η ιδέα ότι οι επενδύσεις μπορούν να αποτελέσουν τώρα τον κινητήρα της ανάκαμψης της οικονομίας είναι λανθασμένη: οι επιχειρήσεις διαθέτουν τόσο αχρησιμοποίητο παραγωγικό δυναμικό, ώστε θα ήταν μάλλον απίθανο να προχωρήσουν σε επενδύσεις έως ότου νιώσουν ότι οι παραγγελίες τους σύντομα θα είναι τόσες ώστε δεν θα μπορούν να τις ικανοποιήσουν με το εγκατεστημένο παραγωγικό δυναμικό - και αυτή η στιγμή θα αργήσει ακόμη αρκετά.
Εξάλλου στο εξής, και για πολύ χρόνο, κάθε δημόσιο επενδυτικό σχέδιο θα πρέπει να θέτει μεταξύ άλλων και την ερώτηση σε ποιο βαθμό η επένδυση θα επιδεινώσει το εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών που θα βρίσκεται για πολύ καιρό ακόμη υπό την αυστηρή επιτήρηση των χρηματιστικών αγορών.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, στην παρούσα συγκυρία μόνον οι αυξήσεις των μισθών είναι ικανές να αποτελέσουν τον κινητήρα της ελληνικής οικονομίας χωρίς να οδηγήσουν σε νέες μεγάλες μακροοικονομικές ισορροπίες. Όπως επιβεβαιώνει και η ανάλυση των στοιχείων των τριμηνιαίων Εθνικών Λογαριασμών, η ανάκαμψη της οικονομίας έχει εμφανιστεί ως δυσδιάκριτη μεν, υπαρκτή όμως τάση ωθούμενη από το εισόδημα της μισθωτής εργασίας.
Η τάση αυτή πρέπει να ενισχυθεί μέσω διαύλων που μας είναι γνωστοί: εφάπαξ αύξηση του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, αποκατάσταση των θεσμών ρύθμισης των αγορών εργασίας, επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, περιορισμός της αδήλωτης εργασίας και ανασυγκρότηση της Επιθεώρησης Εργασίας ώστε να αποκτήσει τα μέσα δραστικού περιορισμού της μαζικής παρανομίας σε βάρος του κόσμου της εργασίας.
Οι αλλαγές αυτές θα πυροδοτήσουν μια διαδικασία ενάρετων μακροοικονομικών αλληλεπιδράσεων που θα οδηγήσουν στην οικονομική ανάκαμψη και θα αποκαταστήσουν σε σημαντικό βαθμό τα πλήγματα, την απαξίωση, την τρομοκρατία και τους εξευτελισμούς στους οποίους υποβλήθηκαν οι κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας.
[1] Με στοιχεία διορθωμένα για τις εποχικές διακυμάνσεις της παραγωγής.
[2] Στα στοιχεία των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου περιλαμβάνονται πλέον και οι δαπάνες για οπλικά συστήματα. Αυτό κάνει ακόμη δυσκολότερη την εκτίμηση της πραγματικής συμβολής των επενδύσεων στο ΑΕΠ.
[3] Αιμιλία Μαρσέλλου (2014), Λειτουργική διανομή
[4] Υπουργείο Οικονομικών: Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων 2015.