Η προκαταρκτική έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας για το δημόσιο χρέος, μια μεγάλη πολιτική ευκαιρία
Η δημοσιοποίηση την περασμένη βδομάδα της προκαταρκτικής έκθεσης της Επιτροπής Αλήθειας για το Δημόσιο Χρέος* είναι μια καλή αφορμή για να εστιάσουμε στο μείζον αυτό ζήτημα. Πάνω απ’ όλα όμως είναι μια μεγάλη πολιτική ευκαιρία να τεθεί το ζήτημα του κρατικού** χρέους. Μια ευκαιρία για το κίνημα και την Αριστερά, για το ξεδίπλωμα μιας μεγάλης ενωτικής καμπάνιας με αίτημα αιχμής τη διαγραφή του, αλλά και μια ευκαιρία για την κυβέρνηση, να υλοποιήσει ένα σχέδιο διαγραφής του. Η προκαταρκτική έκθεση της Επιτροπής παρέχει τη «νομιμοποιητική βάση» γι’ αυτό, καθώς ανακηρύσσει το χρέος 100% μη βιώσιμο, ενώ κατατάσσει το σύνολο του μνημονιακού χρέους (προς τον EFSF, το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και τα κράτη-μέλη) στις κατηγορίες του αθέμιτου, του παράνομου και του επονείδιστου.
Φυσικά, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει οτιδήποτε, καθώς έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα, παρέχει όμως, περιβλημένη με το κύρος της και τεκμηριωμένη με βάση τις διεθνείς συνθήκες, τη βάση για κάτι τέτοιο. Αν η κυβέρνηση το επιλέξει, έχει την ευκαιρία να προβεί σε αναστολή της εξυπηρέτησης του συνόλου του χρέους (ως μη βιώσιμου) και σε διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του (ως αθέμιτου, παράνομου και επονείδιστου). Αν όμως επιμείνει σε προτάσεις «απομείωσης» ή «αναδιάρθρωσης», όπως αυτές που βλέπουν το φως της δημοσιότητας και βασίζονται εν πολλοίς στην πρόταση που είχε εκπονήσει η Lazard το 2012 για λογαριασμό του Ευάγγελου Βενιζέλου, τότε η μεγάλη αυτή ευκαιρία θα χαθεί - και οι συνέπειες, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, θα είναι πολύ μεγάλες, ιστορικές. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση, ή μάλλον ακόμη περισσότερο σε αυτή την περίπτωση, το κίνημα και η Αριστερά πρέπει να σηκώσουν τη σημαία της στάσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους, διότι απλούστατα αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την κατάργηση των μνημονίων και την ανατροπή της λιτότητας.
Βήμα πρώτο: μνημόνιο, με παραποίηση στοιχείων!
Δεν είναι εντελώς άγνωστο, αλλά η Επιτροπή Αλήθειας τεκμηριώνει πλήρως ότι η επιβολή την άνοιξη του 2010 του πρώτου μνημονίου ήταν, μεταξύ άλλων, προϊόν μιας μεγάλης απάτης στα στατιστικά δημοσιονομικά στοιχεία!
Η απάτη αυτή, κατά ευθεία παραβίαση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, «φόρτωσε» στο μεν έλλειμμα έως 8 μονάδες του ΑΕΠ (ανεβάζοντάς το από 7,8% σε 15,8%) στο δε χρέος περίπου 28 δισ. ευρώ! Η απάτη βασίστηκε στον παράτυπο συνυπολογισμό των ΔΕΚΟ (και των ελλειμμάτων τους και χρεών τους) στη Γενική Κυβέρνηση, σε «παιχνίδια» με τις οφειλές των νοσοκομείων και στα περιβόητα SWAPs Goldman Sachs.
Με τον τρόπο αυτό, «τεκμηριώθηκε» ότι η ελληνική κρίση είναι κατεξοχήν δημοσιονομική κρίση, ότι ο «μεγάλος ασθενής» είναι το ελληνικό Δημόσιο και ότι η κατάσταση «έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο», ώστε να επιβληθεί το μνημόνιο σαν η αναγκαία σκληρή «θεραπεία» αλλά και να μπει μέσω Ελλάδας το ΔΝΤ στη διαχείριση της ευρωπαϊκής κρίσης.
Κι όμως, όχι μόνο η διεθνής, αλλά και η ελληνική κρίση δεν ξεκίνησαν ούτε ήταν δημοσιονομική, αλλά τραπεζική, κρίση του χρηματο-οικονομικού τομέα. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το 2008, δύο χρόνια πριν το πρώτο μνημόνιο, η κυβέρνηση Καραμανλή, με το γνωστό «πακέτο Αλογοσκούφη», ενίσχυσε τις ελληνικές τράπεζες με 28 δισ. ευρώ (5 δισ. ευρώ σε ρευστό για αγορά προνομιούχων μετοχών και 23 δισ. ευρώ εγγυήσεις του Δημοσίου), για να αποφύγουν την κατάρρευση. Ήταν εξαιτίας της κρίσης του τραπεζικού τομέα που τα spreadsτων ελληνικών ομολόγων άρχισαν να ανεβαίνουν ήδη από το 2008, και ήταν η πολιτική στήριξης των τραπεζών με δημόσιο χρήμα και εγγυήσεις που επιδείνωσε τη δημοσιονομική κρίση.
Επιπλέον, η άνοδος των δημόσιων ελλειμμάτων -και κατ’ επέκταση του χρέους- στη «δεκαετία του ευρώ» οφειλόταν όχι στις δημόσιες δαπάνες (που κυμαίνονταν στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου) αλλά στα δημόσια έσοδα (που κυμαίνονταν σε επίπεδα 5 εκατοστιαίων μονάδων κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), δηλαδή στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή του κεφαλαίου.
Όλα αυτά έπρεπε να κρυφτούν για να «αποδειχτεί» ότι το πρόβλημα είναι το «σπάταλο κράτος» και οι εργαζόμενοι, που «κατανάλωναν πάνω από τις δυνάμεις τους». Έτσι, οργανώθηκε, με πρωταγωνιστές την ελληνική ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat και με πλήρη κάλυψη της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών αρχών, η πρωτοφανής παραποίηση των ελληνικών στατιστικών στοιχείων για το έλλειμμα και το χρέος του 2009.
Βήμα δεύτερο: σώστε τις τράπεζες
Ότι πραγματικός στόχος δεν ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος του χρέους, αποδείχτηκε στη συνέχεια από το απλό γεγονός ότι ενώ το χρέος ανάμεσα στο 2010 και το 2012 συνέχισε να αυξάνεται και μάλιστα θεαματικά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανέλαβε να «ξεφορτώσει» τις ευρωπαϊκές τράπεζες (αλλά όχι και τις ελληνικές) από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που κατείχαν, αγοράζοντάς τα με γενναία έκπτωση από τη δευτερογενή αγορά ομολόγων.
Αφού το έργο αυτό ολοκληρώθηκε, ήρθαν το περιβόητο PSI («κούρεμα» του χρέους) και το δεύτερο μνημόνιο. Με το PSI «κουρεύτηκαν» οικειοθελώς κάποιοι ιδιώτες κάτοχοι ομολόγων (αλλά λιγότερο απ’ όσο είχαν ήδη «κουρευτεί» οι τιμές των ελληνικών ομολόγων στην αγορά ομολόγων…), κουρεύτηκαν όμως κυρίως οι ελληνικές τράπεζες και τα αποθεματικά των ελληνικών ασφαλιστικών ταμείων και άλλων φορέων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Αφού σώθηκαν οι γερμανικές και γαλλικές τράπεζες, «βυθίστηκαν» οι ελληνικές, μαζί με τα ασφαλιστικά ταμεία. Και στη συνέχεια, για να διορθωθεί το… κακό που οι ίδιοι δημιούργησαν, με τη χρηματοδοτική σύμβαση που συνόδευσε το δεύτερο μνημόνιο, το ελληνικό Δημόσιο δανείστηκε 50 δισ. ευρώ για να στηρίξει κεφαλαιακά τις ελληνικές τράπεζες και να αυξήσει περαιτέρω το Δημόσιο χρέος!
Βήμα τρίτο: από χρέος προς ιδιώτες, χρέος προς τον «επίσημο τομέα»
Όταν υπογράφτηκε το πρώτο μνημόνιο, τα σχεδόν 300 δισ. ευρώ του κρατικού χρέους ήταν σε ποσοστό πάνω από 90% σε μορφή ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου σε ελληνικό δίκαιο, που κατείχαν ιδιώτες επενδυτές (τράπεζες, hedge funds). Ήταν δηλαδή ιδιωτική επένδυση. Το ελληνικό Δημόσιο μπορούσε να διαγράψει αυτό το χρέος νομότυπα! Έτσι, δεύτερο σε σειρά πρόβλημα (ύστερα από τη σωτηρία των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών) που ήρθαν να λύσουν τα μνημόνια, ήταν η μετατροπή του χρέους από ιδιωτική επένδυση σε ελληνικό δίκαιο, σε οφειλή προς τον «επίσημο» τομέα (EFSF, ΕΚΤ, κράτη-μέλη, ΔΝΤ) σε αγγλικό δίκαιο. Με το πρώτο (2010) και το δεύτερο (2012) δάνειο και με το PSI το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους μετατράπηκε σε χρέος προς τον «επίσημο» τομέα. Όπως δείχνει ο πίνακας, πλέον 224 δισ. ευρώ στο σύνολο του χρέους ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, ενώ σε ιδιώτες ανήκουν μόλις 39 δισ. ευρώ.
Μια τεράστια «επιχείρηση» μετατροπής ιδιωτικής επένδυσης σε χρέος προς τον επίσημο τομέα, δηλαδή σωτηρίας ιδιωτών από τις ζημίες εξαιτίας της κατάρρευσης της επένδυσής τους, ολοκληρώθηκε. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα δημόσια σκάνδαλα υπέρ του ιδιωτικού τομέα στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Που «χρηματοδοτήθηκε» από μια εξίσου πρωτοφανή «επιχείρηση» μεταφοράς πόρων από την εργασία στο κεφάλαιο, μέσω της κατάρρευσης του κοινωνικού κράτος, της μείωσης μισθών και συντάξεων, της απαλλοτρίωσης κινητών και ακίνητων αξιών των κατώτερων τάξεων.
Αυτά ήταν με πολύ απλά λόγια τα μνημόνια και αυτούς τους στόχους εξυπηρέτησαν.
Σωρεία παραβιάσεων των διεθνών συνθηκών
Για να γίνουν όλα αυτά με «επιτυχία», εκτός από πρωτοφανείς δόσεις κοινωνικής αγριότητας και κρατικού αυταρχισμού, απαιτήθηκε επίσης η ευθεία παραβίαση των διεθνών συνθηκών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι συνθήκες αυτές, που σε γενικές γραμμές προβλέπουν ότι τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα είναι απαραβίαστα και σε κάθε περίπτωση υπερτερούν έναντι οποιωνδήποτε άλλων υποχρεώσεων, δεσμεύσεων και «προταγμάτων», εξακολουθούν να… ισχύουν, παρόλο που οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν προ πολλού διαρρήξει το πλαίσιό τους και τις καταπατούν συστηματικά.
Πρόκειται για μια ανοιχτή και εξόφθαλμη αντίφαση ανάμεσα στο μεταπολεμικό «διεθνές σύνταγμα», προϊόν του συσχετισμού δυνάμεων που διαμορφώθηκε αμέσως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και την «εφαρμοσμένη πολιτική» του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού, προϊόν του δυσμενέστατου για την Αριστερά και το κίνημα διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί ύστερα από την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού, την ήττα της Αριστεράς και την πτώση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Όμως, δυστυχώς για τους νεοφιλελεύθερους, οι μεταπολεμικές συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα εξακολουθούν να… υπάρχουν. Στη βάση αυτή λοιπόν τεκμηριώνεται απόλυτα τόσο ότι το ελληνικό χρέος είναι 100% μη βιώσιμο όσο και ότι το μνημονιακό χρέος στο σύνολό του κατατάσσεται στις κατηγορίες του παράνομου, αθέμιτου και επονείδιστου. Μάλιστα, η Επιτροπή τεκμηριώνει ότι με την πρώτη και τη δεύτερη χρηματοδοτική σύμβαση και το πρώτο και δεύτερο μνημόνιο παραβιάστηκαν όχι μόνο οι διεθνείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και το καταστατικό του ίδιου του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)!
Αποκατάσταση της «βιωσιμότητας» ή διαγραφή του χρέους;
Οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι και οι μνημονιακοί δεν επιμένουν χωρίς λόγο στη «βιωσιμότητα» του χρέους. Χωρίς να αποκλείουν θεωρητικά ακόμη και το «κούρεμα» του χρέους (δηλαδή τη μείωση της ονομαστικής του αξίας, του «κεφαλαίου»), όπως για παράδειγμα το ΔΝΤ (που όμως αρνείται κατηγορηματικά «κούρεμα» του χρέους προς αυτό το ίδιο!), προτιμούν τη μέθοδο της «βιωσιμότητας». Τι σημαίνει αυτό; Ότι το χρέος μπορεί να είναι τόσο υψηλό, ώστε να μην μπορεί να πληρωθεί ποτέ, αλλά: Πρώτο, θα χρωστιέται για πάντα στο ακέραιο, ώστε ο οφειλέτης να μένει για πάντα δεμένος με τα δεσμά του. Δεύτερο, θα εξαντλούνται τα περιθώρια για επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, δηλαδή θα εξαντλείται η δυνατότητα της κοινωνίας να υπομείνει ακραίες πολιτικές λιτότητας για την εξοικονόμηση πλεονασμάτων που θα πηγαίνουν για την εξυπηρέτηση του χρέους (πληρωμή τοκοχρεολυσίων). Τρίτο, όταν τα δύο προηγούμενα δεν επαρκούν, θα πραγματοποιείται αναδιάρθρωση του χρέους, η οποία άσχετα από τη μορφή της και τους μηχανισμούς υλοποίησής της σημαίνει πάντα ένα πράγμα: να μειώνεται το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους στην άμεση περίοδο μεταφέροντας βάρη αυτής της εξυπηρέτησης στο μέλλον.
Στην αναδιάρθρωση του χρέους που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση και την οποία συζητεί με τους δανειστές επιβεβαιώνονται και οι τρεις αυτές διαστάσεις της «βιωσιμότητας»: Το χρέος δεν «κουρεύεται», η αναδιάρθρωση θα μεταφέρει βάρη εξυπηρέτησης από το άμεσο διάστημα στο μέλλον, θα υπάρχουν πρωτογενή πλεονάσματα στα όρια των αντοχών της κοινωνίας. Στην «τεχνική» της εξειδίκευση αποτελεί επαναφορά της πρότασης του διεθνούς οίκου χρηματο-οικονομικών συμβούλων Lazard του 2012 για λογαριασμό του Ευάγγελου Βενιζέλου. Πρόκειται δυστυχώς για πλήρη προσχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης στη νεοφιλελεύθερη λογική της «βιωσιμότητας» και πλήρη εγκατάλειψη των προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους.
Η «βιωσιμότητα» του χρέους είναι φανερό ότι είναι συνώνυμη της εμπέδωσης στο διηνεκές των πολιτικών ακραίας λιτότητας, αφού κεντρικό στοιχείο της είναι η διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, δηλαδή η διαρκής μεταφορά πόρων από τους μισθούς, τις συντάξεις και το κοινωνικό κράτος στους δανειστές. Επιπλέον, είναι συνώνυμη της μεταφοράς βαρών εξυπηρέτησης του χρέους στις μελλοντικές γενιές - μια κυνική πολιτική εις βάρος των σημερινών νέων, με στόχο να διευκολυνθεί η κυβερνητική πολιτική στο άμεσο διάστημα.
Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που η στρατηγική της «βιωσιμότητας» πρέπει να απορριφθεί, για να υιοθετηθεί η πολιτική της στάσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους, που -βάσει όσων είπαμε παραπάνω- αναδεικνύεται σε απόλυτη προϋπόθεση μιας πολιτικής ανατροπής της λιτότητας και «αλληλεγγύης των γενεών» στη βάση της ανατροπής της λιτότητας.
* Συστάθηκε με πρωτοβουλία της προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου
** Χρησιμοποιούμε τον πολιτικά πιο ακριβή όρο «κρατικό χρέος», ακριβώς για να υποδηλώσουμε ότι το χρέος δεν το δημιουργήσαμε όλοι μαζί και γι’ αυτό δεν είναι «δημόσιο»…