Ο «υπαρκτός ευρωπαϊσμός», έχοντας κόψει και τους τελευταίους δεσμούς του με τον «φαντασιακό ευρωπαϊσμό» του παρελθόντος στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, πλήττεται από βαθύτατη κρίση αποδοχής από εκτεταμένα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, που έχουν τσακιστεί από τις πολιτικές του.

Εδώ και δεκαετίες τα πολιτικά συστήματα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης συγκροτούνται γύρω από μια κεντρομόλο δύναμη, αυτήν που εκπέμπει ο λεγόμενος «ευρωπαϊσμός». Για παράδειγμα, στις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», που αποτέλεσαν το πεδίο της τελευταίας μεγάλης διεύρυνσης της Ε.Ε., ακόμη και τα κόμματα που προήλθαν από την αποσύνθεση των πρώην κυβερνώντων «κομμουνιστικών» κομμάτων έχτισαν βιαστικά τις νέες ταυτότητές τους με τα στοιχειώδη οικοδομικά υλικά του «ευρωπαϊσμού»: οικονομία της αγοράς, ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, ελάχιστη κοινωνική προστασία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, αλληλεγγύη των κρατών. Αυτά τα υλικά συμπυκνώθηκαν στην ενταξιακή διαδικασία (1993-2013) που διεύρυνε την Ε.Ε. με 13 νέα μέλη. Συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, σοσιαλιστές, μετα-κομμουνιστές, αριστεροί διαγκωνίστηκαν για τον βαθμό συμμόρφωσης στον φαντασιακό «ευρωπαϊσμό» τους, ο οποίος, συν τω χρόνω, βρισκόταν σε ολοένα και μεγαλύτερη αντίφαση με τον «υπαρκτό ευρωπαϊσμό». Αυτόν που μετέτρεψε τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης σε κοινωνικούς ερειπιώνες και σε παραδείσους του πιο αρπακτικού καπιταλισμού που γνώρισε η Γηραιά Ήπειρος.

Αυτό που πραγματοποιήθηκε με χονδροειδή, σχεδόν βίαιο τρόπο στις «νέες χώρες» της Ε.Ε., μέσα από μια διαδικασία θεσμικής προσαρμογής που αποδείχθηκε πολιτική μηχανική διαμόρφωσης των κομματικών συστημάτων, στις «παλαιές χώρες» της Ε.Ε. έγινε με πιο εκλεπτυσμένη διεργασία. Το ευρωπαϊκό Ιερατείο, αξιοποιώντας ακόμη και τις θεσμικές κρίσεις που κλόνισαν την ΕΟΚ-Ε.Ε., από την εποχή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης (1986) μέχρι και τη Συνθήκη της Λισσαβώνας (2007), εμβολίασε τον «υπαρκτό ευρωπαϊσμό» με σειρά μεταρρυθμίσεων που έδωσαν θεσμική υπόσταση στις νεοφιλελεύθερες και μονεταριστικές ιδεοληψίες που επικρατούσαν στις τάξεις του. Με ελάχιστες εξαιρέσεις πανευρωπαϊκά, τα κομματικά συστήματα των χωρών της Ε.Ε. προσχώρησαν σχεδόν αδιαμαρτύρητα στο διαρκώς μεταλλασσόμενο- επί το αντιδραστικότερον- περιεχόμενο του «ευρωπαϊσμού». Ακόμη και τα ηχηρά «όχι» των λαών σε δημοψηφίσματα για αναθεωρήσεις των ευρωπαϊκών συνθηκών (Γαλλία, Ιρλανδία, Δανία) άφησαν μόνον αχνά ίχνη στο πολιτικό τοπίο. Δεν κατέληξαν στη συγκρότηση ισχυρών πολιτικών πόλων ριζοσπαστικής αντίστασης στον «ολοκληρωτικό ευρωπαϊσμό» του Διευθυντηρίου. Το οποίο επέδειξε ανεξάντλητη επινοητικότητα στο να ακυρώνει, να παρακάμπτει και να καταλύει δημοκρατικές επιλογές των λαών ή των κοινοβουλίων. Ακραίο αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα το «πραξικόπημα» της τρόικας στην Κύπρο, το 2013.

Ένα παράξενο μείγμα ευρω-λαγνείας, ευρω-αφασίας και ευρω-φοβίας κράτησε εδώ και δεκαετίες σχεδόν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων όλου του φάσματος, συμπεριλαμβανομένης της Αριστεράς, αγκιστρωμένο στον κυρίαρχο «υπαρκτό ευρωπαϊσμό». Μάλιστα, στο μίγμα αυτό έχει αυξηθεί ιδιαίτερα το ειδικό βάρος της ευρω-φοβίας: ακόμη και η τρέχουσα επιχειρηματολογία γύρω από το GRexit δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να πείσει για τα ενδεχόμενα οφέλη της παραμονής στο ευρώ. Εξαντλείται στον φόβο του αγνώστου, των αχαρτογράφητων νερών ή στο «αναγκαίο κακό». Με επιχειρήματα στα όρια του μυστικισμού.

Ωστόσο, ο «υπαρκτός ευρωπαϊσμός», έχοντας κόψει και τους τελευταίους δεσμούς του με τον «φαντασιακό ευρωπαϊσμό» του παρελθόντος στη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, πλήττεται από βαθύτατη κρίση αποδοχής από εκτεταμένα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, που έχουν τσακιστεί από τις πολιτικές του. Τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών σε Δανία και Πολωνία, με τις επιτυχίες δυνάμεων που αμφισβητούν ριζικά -τουλάχιστον ρητορικά- την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική από ακροδεξιές θέσεις, η βρετανική στρατηγική αναδιαπραγμάτευσης της σχέσης με την Ε.Ε. με μοχλό το δημοψήφισμα, αλλά και η συγκρότηση δεύτερης ακροδεξιάς ευρωσκεπτικιστικής ομάδας υπό την Μαρίν Λεπέν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (η άλλη είναι η «ανταγωνιστική» ομάδα του Φάρατζ), είναι οι τελευταίες ενδείξεις ότι η διάχυτη αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού σχεδίου βρίσκει πολιτική στέγη εκτός «ευρωπαϊκού τόξου». Είτε σε ακροδεξιές, εθνικιστικές δυνάμεις που υπόσχονται ανοικτά ρήξη με το σχέδιο του ευρωπαϊκού ιερατείου. Είτε σε παραδοσιακές, συντηρητικές δυνάμεις (Κάμερον) που υπόσχονται εθνική αναδίπλωση και διεκδίκηση εξαιρέσεων από το δυσβάστακτο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Εν ολίγοις, την ώρα που η ευρωπαϊκή ηγεσία εγκρίνει οδικό χάρτη εμβάθυνσης της πολιτικής και δημοσιονομικής ένωσης με εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας ( βλέπε Έκθεση των Πέντε Προέδρων που συζητήθηκε στην προχθεσινή σύνοδο κορυφής), κυβερνήσεις και αντιδραστικά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα ακροβολίζονται για να διεκδικήσουν ακριβώς το αντίθετο: ανάκτηση κυριαρχίας, ως αντίδοτο στην κοινωνική κακουχία που έχει προκαλέσει ο «υπαρκτός ευρωπαϊσμός».

Φοβούμαι ότι, σ' αυτή τη διαπάλη ανάμεσα στον κεντρομόλο ευρωπαϊσμό και στον φυγόκεντρο ευρωσκεπτικισμό που προσεχώς θα κλονίσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, η ευρωπαϊκή Αριστερά θα αποδειχθεί η μεγάλη απούσα. Παρ' ότι βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της από άποψη επιρροής, με επίκεντρο φυσικά την Ελλάδα, δεν αδράχνει την ευκαιρία ριζικής και ριζοσπαστικής αποδόμησης του «ευρωπαϊκού σχεδίου», που εξελίσσεται στο πιο αντιδραστικό, αντιδημοκρατικό, παρακμιακό και μη αναστρέψιμο μόρφωμα της καπιταλιστικής υφηλίου. «Μένουμε Ευρώπη», την ώρα που η Ευρώπη φεύγει σε δρόμους ολοκληρωτικούς, ψυχροπολεμικούς, αποικιοκρατικούς και εθνο-ανταγωνιστικούς.

Ετικέτες