Τελικά δεν ήταν μόνον το κόμμα της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, που σαν τέτοιο απέσπασε το 44% της λαϊκής ετυμηγορίας τον Οκτώβριο του 2009, που εφάρμοσε το 1ο Μνημόνιο, στην περίοδο 2010 – 12, παρότι έκφραζε πλατειά στρώματα των λαϊκών στρωμάτων και της εργατικής τάξης.
Δεν ήταν μόνον ο πολιτικός σχηματισμός της ΝΔ, που αντιπροσώπευε πολιτικά την κοινωνική συμμαχία αστικής τάξης και μεσαίων – ανώτερων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων, που εφάρμοσε το 2ο Μνημόνιο στο διάστημα 2012 – 14. Στη σημερινή συγκυρία είναι ένα πολιτικό κόμμα της Αριστεράς, που εξέφρασε εκλογικά τις λαϊκές τάξεις, ενώ το ίδιο παρέμενε κατά πλειοψηφία πολιτικός σχηματισμός του μικροαστικού εκσυγχρονισμού, που εφαρμόζει πλέον πανηγυρικά το 3ο Μνημόνιο.
Κατά συνέπεια, και οι τρεις μεγάλοι, κατά περίπτωση, σχηματισμοί όλου του πολιτικού φάσματος, ενώ αφετηριακά ήταν αντίθετοι στην άσκηση της οποιασδήποτε μνημονιακής πολιτικής, οδηγήθηκαν να την υιοθετήσουν κάτω από διαφορετικές κάθε φορά αιτιολογήσεις και συνθήκες. Στην προκειμένη σημερινή περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλεται ως δικαιολογητικό επιχείρημα ότι υιοθετήθηκαν οι απαιτήσεις των θεσμικών οργάνων της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα επικρατούσε η άτακτη χρεοκοπία, το οικονομικό χάος κλπ. Προφανέστατα αντίστοιχα επιχειρήματα επιστρατεύτηκαν προηγούμενα από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ότι δηλαδή η άσκηση των μνημονιακών πολιτικών ήταν μονόδρομος για την σωτηρία της χώρας με μέσον την εξόντωση των ίδιων των λαϊκών της τάξεων.
Για την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ είναι δεδομένη η ερμηνεία της εφαρμογής της πολιτικής του 1ου Μνημονίου : Η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που είχε αρχίσει το 2008 βρίσκονταν στο πιο οξυμένο σημείο της και άρα απαιτούνταν άμεσα μέτρα για να καταστεί η εργατική δύναμη «πειθήνια – φθηνή – ελαστικοποιημένη», όπως και να αρχίσουν να περικόπτονται οι κοινωνικές δαπάνες. Ναι μεν η ελληνική σοσιαλδημοκρατία εκπροσωπούσε εργατικά λαϊκά στρώματα, ωστόσο οι ανάγκες αντιμετώπισης της καπιταλιστικής κρίσης ήταν ισχυρότερες και επικράτησαν σε μια σοσιαλδημοκρατία που είχε πάρει πλέον νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά.
Για την περίπτωση της ΝΔ που εφάρμοσε το 2ο Μνημόνιο τα πράγματα ήταν απλούστερα : Ως κύριος φορέας της αστικής πολιτικής επόμενο ήταν να ασκήσει με μεγαλύτερη συνέπεια την μνημονιακή πολιτική που μείωνε το εργατικό κόστος όσο και τον έμμεσο - κοινωνικό μισθό (συντάξεις, νοσοκομειακές δαπάνες κλπ.). Τα μέτρα αυτά επέφεραν τελικά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα : Από την οικονομική χρήση του 2013 μειώθηκαν οι συνολικές ζημίες του εταιρικού τομέα της οικονομίας και η πλειονότητα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων μπήκε εκ νέου σε τροχιά κερδοφορίας, πράγμα που συνεχίστηκε και στην επόμενη οικονομική χρήση του 2014.
3ο Μνημόνιο από την ίδια την Αριστερά ;
Για τον ΣΥΡΙΖΑ όμως που ήταν εκλογικά εκπρόσωπος των λαϊκών τάξεων και φορέας μιας αριστερής πολιτικής, εκφρασμένης μάλιστα και στις συνεδριακές του αποφάσεις, με άμεσο πρόγραμμα των εκατό πρώτων ημερών το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», πώς εξηγείται η ολοκληρωτική του μεταστροφή και η έναρξη εφαρμογής του 3ου Μνημονίου ; Πρόκειται για μια «προδοσία» της ηγετικής του ομάδας, και μάλιστα όταν πρόσφατα το «όχι» στις μνημονιακές πολιτικές του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου ήταν συντριπτικό με το 62% της λαϊκής ετυμηγορίας ; Πρόκειται από την άλλη πλευρά για έναν εκβιασμένο καταναγκασμό, για μια ιστορική ήττα της Αριστεράς, στην οποία όμως μπορούν να βρεθούν «δρόμοι άμβλυνσής» της και εφαρμογής του 3ου Μνημονίου με «κοινωνική δικαιοσύνη» και άλλα ευτράπελα; Η εφαρμογή αυτού του Μνημονίου ήταν το σε τελική ανάλυση αποτέλεσμα της βαθύτερης μικροαστικής φύσης τόσο του συστήματος ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, όσο όμως και ενός σημαντικού τμήματος του κομματικού του δυναμικού. Μπορεί οι λαϊκές τάξεις να απάντησαν δυναμικά με την ψήφο τους στο δημοψήφισμα για τις μνημονιακές πολιτικές που εκπορεύονταν από τους μνημονιακούς θεσμούς, το σύστημα όμως εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ και ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού του δυναμικού ήταν ήδη συνειδητά στην κατεύθυνση του «ναι».
Ο πολιτικός σχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξαρχής ένα μόρφωμα υβριδικού χαρακτήρα : Από τη μια πλευρά περιελάμβανε λαϊκές αριστερές δυνάμεις που κινούνταν στην τροχιά του αντί-νεοφιλελευθερισμού και έφταναν μέχρι την υιοθέτηση αντικαπιταλιστικών προσανατολισμών. – Από την άλλη πλευρά από μικροαστικές κοινωνικές δυνάμεις που προσέγγιζαν μεν την αντί-νεοφιλελεύθερη πολιτική, ωστόσο όμως τα κοινωνικά τους συμφέρονται βρίσκονταν στο πεδίο της αστικής πολιτικής. Όσο επικρατούσε μια σαφώς νεοφιλελεύθερη πολιτική οι δύο αυτές κοινωνικές «συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ συνυπήρχαν εφόσον η συνάντησή τους γινόταν σε πολιτικούς αντί – νεοφιλελεύθερους στόχους, όπως ήταν το κίνημα του άρθρου 16, το κίνημα της νεολαιίστικης εξέγερσης του Δεκεμβρίου 2008 κλπ.
Οι εκλογές του Ιουνίου 2012 που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δρομολόγησαν μια διπλή διαδικασία μετάλλαξης : Από τη μια πλευρά κυριάρχησε στα ηγετικά κλιμάκια της Ριζοσπαστικής Αριστεράς το τρίπτυχο του «εκλογικισμού – κυβερνητισμού – κοινοβουλευτισμού» έναντι του κινηματικού χαρακτήρα και της προαγωγής της αντιμνημονιακής δράσης του λαϊκού εργατικού κινήματος, που όμως είχε υποστεί «κόπωση» από τις κινητοποιήσεις του 2010 -12, και σημαντική καθίζηση της δυναμικής του. – Από την άλλη πλευρά πύκνωσε και ισχυροποιήθηκε η μικροαστική παρουσία ενώ η εργατική λαϊκή διάσταση παρέμεινε ατροφική. Στον ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκονταν πλέον σε τροχιά ανάληψης της πολιτικής διακυβέρνησης στοιχήθηκε μια πλειονότητα μικροαστικών στρωμάτων, η οποία μέχρι την εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου 2012 απείχε ή εξέφραζε την αντίθεσή της.
Πρόκειται για δύο σαφώς διακριτές ταξικές διαστάσεις που συγκρότησαν τον ΣΥΡΙΖΑ με αφετηρία την εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου 2012 : Αφενός μειοψηφικά λαϊκά στρώματα της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής. – Αφετέρου πλειοψηφικές μικροαστικές μερίδες δύο κατηγοριών : Κατά πρώτο τμήματα της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας του δημόσιου κυρίως τομέα της οικονομίας (εκπαιδευτικοί, πανεπιστημιακοί, μηχανικοί κ.ά.). – Κατά δεύτερο μερίδες της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας (δικηγόροι, οικονομολόγοι, μικρομεσαίοι, μηχανικοί κ.ά.). Αυτά τα στρώματα των μικροαστικών τάξεων κυριάρχησαν πολιτικά στον μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ 2012 – 15, με αποτέλεσμα η Ριζοσπαστική Αριστερά να είναι μεν φορέας αντικειμενικά των προσδοκιών και αναγκών των πληττομένων από τα Μνημόνια λαϊκών τάξεων, ωστόσο πολιτικά να είναι δέσμια της μικροαστικής κοινωνικής της σύνθεσης.
Ο μικροαστικός εκσυγχρονισμός υποσύνολο της αστικής πολιτικής
Και βέβαια σ’ όσο βαθμό ο ΣΥΡΙΖΑ κινούνταν στο πεδίο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λειτουργούσε πραγματικά υβριδικά : Από τη μια πλευρά λόγω του εκλογικού του κυρίως ακροατηρίου εξέπεμπε εκ των πραγμάτων ένα στίγμα αντιμνημονιακό και αντιπλουτοκρατικό (να καταργηθούν τα μνημόνια, να πληρώσουν οι πλούσιοι κλπ.), πράγμα που στήριζε κυρίως η μειοψηφική λαϊκή εργατική συνιστώσα του. – Από την άλλη όμως πλευρά, και καθώς η δυνατότητα κατάκτησης της πολιτικής διακυβέρνησης γινόταν ρεαλιστική, οι πλειοψηφικές μικροαστικές δυνάμεις αποτύπωναν το δικό τους κυρίαρχο στίγμα : Διαταξικές αναπτυξιακές κατευθύνσεις προς το επιχειρηματικό κεφάλαιο και σχέδια μικροαστικού εκσυγχρονισμού της αστικής πολιτικής διαχείρισης.
Όταν το ζήτημα τέθηκε στο επίπεδο των διαπραγματεύσεων με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς σε σχέση με την αποπληρωμή των τρεχουσών δόσεων των τοκοχρεολυσίων, και άρα της συνέχισης του μοντέλου καπιταλιστικής συσσώρευσης που είχε εφαρμοστεί στην ελληνική περίπτωση στην πενταετία 2010 – 15 ( = προώθηση μορφών εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας ως όρος της υπέρβασης της κρίσης υπερσυσσώρευσης), με όχημα το δημόσιο χρέος, πράγμα που ενδιέφερε ζωτικά την ελληνική και τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις που ήταν συσπειρωμένες ισχυρά στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς, τότε τα πράγματα πήραν διαφορετική τροπή. Εξαφανίστηκε από το προσκήνιο κάθε μέτρο φιλεργατικού χαρακτήρα που εμπόδιζε την ανάταξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, με το πρόσχημα των «μονομερών ενεργειών» (αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, επαναλειτουργία των συλλογικών συμβάσεων, δραστικά μέτρα αντιμετώπισης της ανεργίας κ.ά.), και το μόνο που έμενε προς διαπραγμάτευση δεν ήταν άλλο από τους όρους του 3ου Μνημονίου.
Η μικροαστική πολιτική ανάχθηκε στο φυσιολογικό της επίπεδο της αστικής πολιτικής εξασφάλισης της συνέχισης της αναταχθείσας καπιταλιστικής κερδοφορίας με όχημα την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Άλλωστε αυτό δεν σταμάτησε να διογκώνεται αφού οι δανειοδοτική υποστήριξη των ευρωπαϊκών θεσμών που επιτεύχθηκε κατευθύνεται αποκλειστικά στην αποπληρωμή των οφειλομένων δόσεων προς το ΔΝΤ, την ΕΚΤ κλπ. Μ’ άλλες λέξεις η μικροαστική εκσυγχρονιστική πολιτική που φορέας της αναδείχθηκε το σύστημα εξουσίας του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά στις κρίσιμες πολιτικές και οικονομικές επιλογές ανέδειξε το αυθεντικό αστικό της πρόσημο. Γι’ αυτό τα ευτράπελα περί «σταύρωσης» του έλληνα πρωθυπουργού στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής και περί «ωμών εκβιασμών» και «πραξικοπήματος», χρησιμοποιούνται απλά για να «χρυσώσουν το χάπι» : Ο έλληνας πρωθυπουργός συνυπέγραψε το σημερινό Μνημόνιο ως ο αυθεντικός εκφραστής των ελληνικών και ευρωπαϊκών αστικών συμφερόντων. Όπως η σοσιαλδημοκρατική πολιτική του ΠΑΣΟΚ του 2009 μετατράπηκε σε αστική ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική, προκειμένου να συμβάλει στην αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης προς όφελος των αστικών συμφερόντων που κλυδωνίζονταν, έτσι και η κυρίαρχη μικροαστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ευρισκόμενη μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις και κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού, δηλαδή την σταθεροποίηση της αναταχθείσας κερδοφορίας του, ανέδειξε το αστικό της μεγαλείο και την αστική της φύση.
Γι’ αυτούς τους λόγους αυτή η συμφωνία του 3ου Μνημονίου εμφανίζεται από την κυρίαρχη κυβερνητική επιχειρηματολογία ως «καταναγκαστική» για την πορεία ανάκαμψης της χώρας (της καπιταλιστικής ανάταξης), έναντι του «χάους και της χρεοκοπίας» που παραμόνευε ανά πάσα στιγμή . Προφανώς και τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν κυρίαρχη η εργατική λαϊκή συνιστώσα έναντι της ηγεμονικής μικροαστικής παρουσίας, και είχε ήδη φροντίσει το τελευταίο πεντάμηνο, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, να προχωρήσει σε μέτρα δραστικής φορολόγησης της μεγάλης και ακμαίας πλέον καπιταλιστικής κερδοφορίας, να προχωρήσει σε παύση πληρωμών μέχρι της τελικής διευθέτησης του χρέους, να προχωρήσει στην αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, των συλλογικών συμβάσεων και του επιδόματος για όλους τους ανέργους, να αρνηθεί (το 62% του «όχι» αυτό επέτασσε) να διαπραγματευθεί ζωτικά θέματα της εσωτερικής κοινωνικής πολιτικής με μνημονιακούς όρους κ.ά.