Η αστική τάξη στην Ελλάδα στα 200 χρόνια της κυριαρχίας στο ανεξάρτητο κράτος της, ανέπτυξε ως «υψηλή τέχνη» την επιδεξιότητα της συνεργασίας με τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Αναλαμβάνοντας τη συστηματική υποστήριξη των συμφερόντων τους στην περιοχή, αλλά και διεκδικώντας παράλληλα την ταχύτερη εφικτή δική της (καπιταλιστική) ανάπτυξη. Αναδείχτηκε έτσι ως ο πιο έμπιστος local partner της Δύσης στην Ανατολική Μεσόγειο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και ως ο πιο δυναμικός καπιταλισμός στα Βαλκάνια, όπως σωστά προέβλεπε ο Παντελής Πουλιόπουλος κατά τη μεγάλη «στρατηγική» συζήτηση της κομμουνιστικής Αριστεράς στις αρχές της δεκαετίας του 1930 («Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα;»).
Πριν από 20 χρόνια ο ελληνικός καπιταλισμός συγκέντρωσε την προσοχή του σε μια κομβική επιλογή: στη διεκδίκηση της συμμετοχής του στο κλειστό κλαμπ της Ευρωζώνης, των πιο αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Ένα κοινωνικο-πολιτικό πρόγραμμα
Από την αρχή ήταν σαφές ότι το ευρώ δεν ήταν «απλώς» ένα κοινό νόμισμα, αλλά ένα κοινωνικό-πολιτικό πρόγραμμα, όπως και μια «σιδερένια» συμφωνία για την επιβολή του. Ήταν η εμπέδωση της νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας του κεφαλαίου. Με βασικό στόχο τη δραστική διάβρωση των εργατικών κατακτήσεων κατά την προηγούμενη μακρά περίοδο στην Ευρώπη (μετά το 1945 και κυρίως μετά το 1968…) και κατά συνέπεια τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των κυρίαρχων τάξεων της Ευρωζώνης στο διεθνή στίβο. Ασφαλώς, τα υποσχόμενα οφέλη από τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη ήταν ανισομερή (όπως πάντα στην ιστορία του καπιταλισμού). Όμως ταυτόχρονα ήταν συνδυασμένα: Δεν υπήρχε άλλη στρατηγική ταχύτερης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το αποδεικνύει η θρησκευτική προσήλωση στο Ευρώ όλων των μερίδων των Ελλήνων καπιταλιστών αλλά και οι μετέπειτα «διευρύνσεις» της Ευρωζώνης, που έγιναν με την οικειοθελή προσπάθεια των κυρίαρχων τάξεων 9 νέων χωρών-μελών.
Στην Ελλάδα αυτή η προσπάθεια της αστικής τάξης, που βαφτίστηκε ως «εθνικός στόχος», δεν υπήρξε καθόλου εύκολη. Το πρώτο κύμα των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είχε ανατραπεί από τη συστηματική αντίσταση του εργατικού κινήματος. Χρειάστηκε η προσαρμογή της σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελευθερισμό, με την πολιτική του «εκσυγχρονισμού» του Κώστα Σημίτη, για να τεθούν τα θεμέλια της επικράτησης των αντιμεταρρυθμίσεων που σήμερα βαραίνουν πάνω στη ζωή της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών μαζών.
Η αρχική υπόσχεση των οπαδών του ευρώ προέβλεπε μια διαρκή πορεία «ανάπτυξης», που στη συνέχεια τα οφέλη της θα διαχέονταν, τάχα, αναλογικά «προς τα κάτω», σε μια σταθερή βελτίωση των συνθηκών ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας. Σήμερα γνωρίζουμε ότι το δεύτερο σκέλος αυτής της υπόσχεσης ήταν απολύτως ψευδές: το μερίδιο των μισθών και των συντάξεων, ως ποσοστό «συμμετοχής» στο ΑΕΠ, έχει μειωθεί δραματικά, ενώ έχει αυξηθεί το μερίδιο των κερδών της «επιχειρηματικότητας».
Δηλαδή έχει αυξηθεί το ποσοστό εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα της «σύγκλισης», όπως τελικά τη βιώνει η εργατική τάξη και οι φτωχοί στα πεδία των μισθών και των συντάξεων, στις εργασιακές σχέσεις και στις κοινωνικές δαπάνες.
Τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα στο πρώτο σκέλος της υπόσχεσης. Ο ελληνικός καπιταλισμός, μέσω της συμμετοχής στο ευρώ, άλλαξε. Κλάδοι παραγωγής που χαρακτηρίζονταν από τη μαζική εργασία (κλωστοϋφαντουργία, ηλεκτρικές συσκευές, αμαξώματα κ.ο.κ.) μετακόμισαν σε χώρες με φτηνότερα μεροκάματα ή παρήκμασαν. Όμως η σημαντική ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών είναι συνδεδεμένη με ανάπτυξη άλλων κλάδων παραγωγής. Οι εξαγωγές των Ελλήνων καπιταλιστών δίνουν μια σαφή εικόνα: Προϊόντα διύλισης πετρελαίου, φάρμακα χημικά και χρώματα, μεταλλικές κατασκευές, βιομηχανικά επεξεργασμένα τρόφιμα, «εμπιστευτικά προϊόντα» (εξαρτήματα εργαλειομηχανών και οπλικών συστημάτων) κ.ο.κ. Με την ανάπτυξη των logistics και των διεθνών αλυσίδων παραγωγής και εφοδιασμού, ο ελληνικός καπιταλισμός είναι στενότερα συνδεδεμένος σήμερα με το «κέντρο» του διεθνούς νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Κρίση
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η συμμετοχή στο αναπτυγμένο κλαμπ της Ευρωζώνης κάθε άλλο παρά απέκλειε το ενδεχόμενο των κρίσεων. Η κρίση του 2010 χτύπησε ιδιαίτερα σκληρά τον ελληνικό καπιταλισμό και τον υποχρέωσε σε υποχωρήσεις και αναδιπλώσεις. Όμως αυτές οι «απώλειες» δεν αποδεικνύουν μια κάποια γενική «καθυστέρηση». Άλλωστε η κρίση που άρχισε το 2007-08 αφορούσε το παγκόσμιο «κέντρο» του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, την ΕΕ, την Ιαπωνία κ.ο.κ., και όχι μια κάποια υποανάπτυκτη «περιφέρεια».
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, οι αντιδραστικές αντιμεταρρυθμίσεις στην Ευρωζώνη γενικεύονται, δεν περιορίζονται στο οικονομικό-κοινωνικό ζήτημα. Σήμερα οι ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα έχουν γίνει ανέκδοτο σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία κλπ που είχαν μακρές σχετικές παραδόσεις. Ο ρατσισμός έχει γίνει καθοριστική πτυχή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Ο σεξισμός καθοδηγεί αντιδραστικές ανατροπές σε πλατιά κλίμακα. Οι δυνάμεις της ακροδεξιάς ενισχύονται παντού. Αυτός ο άνεμος αντιδραστικής αντεπίθεσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την κομβική πρόθεση του κεφαλαίου σε ευρωπαϊκή κλίμακα να διατηρήσει αμείωτη την επιθετικότητά του σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας.
Παρόλα αυτά, είναι πλέον σαφές ότι βαδίζουμε προς μια νέα βαθιά κρίση, πιθανότατα από το 2023. Η ΕΕ θωρακίζεται μπροστά σε αυτή την προοπτική, προσπαθώντας να διατηρήσει τις θέσεις της μέσα στον ευρύτερο ανταγωνισμό και ειδικότερα τη σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Η αναβάθμιση του ευρωπαϊκού μιλιταρισμού, με πρωτοπόρο το ρόλο του γαλλικού κράτους, δείχνει την πρόθεση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού να αγωνιστεί σκληρά για κάθε σπιθαμή της διεθνούς επιρροής του.
Μπροστά σε αυτές τις ζοφερές προοπτικές, οι κυρίαρχες τάξεις στην Ευρώπη δεν καθορίζονται σήμερα από την αυτοπεποίθηση που είχαν 20 χρόνια πριν. Τμήματά τους μπαίνουν στους «πειρασμούς» των προστατευτικών πολιτικών (όπως οι ΗΠΑ επί Τραμπ), δηλαδή στην προτεραιότητα του «ο σώζων εαυτό σωθήτο». Όμως αυτά δεν είναι κυρίαρχα. Τα 20 χρόνια ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης» έχουν χτίσει αλληλοδιαπλοκές και συνδέσεις που δεν είναι εύκολο να υποτιμηθούν. Η κυρίαρχη τάση είναι ότι θα δώσουν την επόμενη μάχη μέσα από τις πραγματικότητες που έχει διαμορφώσει η εποχή του ευρώ.
Απαντήσεις της Αριστεράς
Οι βαριές συνέπειες της πανδημίας έχουν αναδείξει τον επείγοντα χαρακτήρα της ανατροπής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, δηλαδή των συγκεκριμένων πολιτικών με τις οποίες δρουν οι κυρίαρχες τάξεις διεθνώς. Η ελληνική εμπειρία του 2015 έχει αποδείξει ότι η εκπλήρωση του καθήκοντος αυτού δεν είναι εφικτή αν δεν συνδυαστεί με την έξοδο από το ευρώ, μια ριζοσπαστική πολιτική σύγκρουσης με την Ευρωζώνη και την ΕΕ. Αυτή η πολιτική δεν είναι δυνατόν να εμπνέεται από το ιστορικό παρελθόν και να επιχειρεί να «συμβουλεύσει» τους καπιταλιστές για μια κάποια υποθετική ταχύτερη και ασφαλέστερη (καπιταλιστική) ανάπτυξη. Κανείς δεν δικαιούται να υποβαθμίζει το γεγονός ότι ακόμα και χώρες και λαοί που πάλεψαν με το όπλο στο χέρι για εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία και αυτόκεντρη ανάπτξη (όπως η Κίνα και το Βιετνάμ), υποχρεώθηκαν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες σε δραματικές «στροφές», και σήμερα έχουν πλήρως αφομοιωθεί στις διαδικασίες της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, τα άμεσα καθήκοντα της ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού είναι πλέον άρρηκτα δεμένα με την πολιτική αμφισβήτησης/σύγκρουσης απέναντι στις ιδρυτικές/ταυτοτικές Συνθήκες που καθορίζουν τα δεσμά του ευρώ και της ΕΕ. Και μια τέτοια πολιτική δεν είναι δυνατόν να ξεδιπλωθεί αποτελεσματικά παρά μόνο αν καθοδηγείται από μια σκληρή αντικαπιταλιστική στρατηγική και τη διεκδίκηση της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης της εργατικής τάξης. Όλοι οι αντικειμενικοί παράγοντες που αποτελούν προϋποθέσεις γι’ αυτό το ιστορικό βήμα έχουν υπερωριμάσει. Η κρίσιμη καθυστέρηση αφορά τον υποκειμενικό παράγοντα: τόσο ως προς τη διαμόρφωση των αναγκαίων πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όσο και ως προς το «μπόλιασμα» των συγκεκριμένων αγώνων των εργατών και της νεολαίας με αυτή την αναντικατάστατη πλέον στρατηγική προοπτική.
Η όξυνση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης εγκυμονεί περίοδο ανατροπών. Όπως πάντα, αυτές θα αρχίζουν σε εθνικό επίπεδο, σπάζοντας τους κάθε φορά «αδύναμους κρίκους», αλλά η σταθερή νίκη τους θα μπορεί να διασφαλιστεί μόνο μέσω της επέκτασής τους στο διεθνικό πεδίο. Αυτό είναι το νόημα της ιστορικής περιόδου που άνοιξε στην Ευρώπη με τη θεσμοθέτηση του ευρώ.