«Η πιθανότητα να υπάρξουν σοβαρές, εκτεταμένες και μη αναστρέψιμες επιπτώσεις αυξάνεται με την εντατικοποίηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη», αναφέρουν οι επιστήμονες της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος των Ηνωμένων Εθνών στην έκθεσή τους για το κλίμα με τίτλο «Κλιματική αλλαγή 2014: Επιπτώσεις, προστασία και ευπάθεια», στην οποία τονίζονται τα προβλήματα της έλλειψης νερού, του αριθμού των μεγάλων πλημμυρών, της μετανάστευσης, της επισιτιστικής ανασφάλειας και της φτώχειας.

Το ζήτημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη αναδεικνύει με πολύ εμφατικό τρόπο την ολοένα και πιο κεντρική σημασία που αποκτούν τα ζητήματα του περιβάλλοντος. Ας αξιοποιήσουμε την αφορμή της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος όχι για να εκφράσουμε την οικολογική μας ευαισθησία αλλά για να δούμε τι φταίει, να αναλύσουμε και να δούμε με ποιο τρόπο μπορούμε να διεκδικήσουμε την αλλαγή αυτής της κατάστασης. 

Καπιταλισμός σε κρίση 

Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Ένγκελς στο έργο του «Διαλεκτική της Φύσης» του 1876, αναφερόμενος στην καταστροφική δύναμη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, τόσο στους ανθρώπους όσο και στο ίδιο το περιβάλλον, «Το ίδιο συμβαίνει και με τις φυσικές συνέπειες των πράξεών του. Τι τους ένοιαζε τους Ισπανούς κατόχους φυτειών στην Κούβα που έκαιγαν τα δάση στις πλαγιές και έβρισκαν στη στάχτη αρκετό λίπασμα για μια γενιά, εξαιρετικά αποδοτικών δέντρων του καφέ, τι τους ένοιαζε ότι οι ραγδαίες βροχές θα έπαιρναν ύστερα το απροστάτευτο πια επιφανειακό στρώμα της γης, αφήνοντας πίσω τους μονάχα τους γυμνούς βράχους; Τόσο σε σχέση με τη Φύση όσο και σε σχέση με την κοινωνία, ο σημερινός τρόπος παραγωγής ενδιαφέρεται προπαντός μόνο για το πρώτο, το πιο κοντινό, το πιο απτό αποτέλεσμα».

Το πρώτο, το πιο κοντινό, το άμεσο κέρδος, και από εκεί και πέρα ας καταστραφεί το σύμπαν. Αυτό ήταν και παραμένει το πρώτο κριτήριο με το οποίο χαράσσονται πολιτικές σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτό είναι που επιβάλλει τη συνέχιση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων σε βάρος των ανανεώσιμων (και πιο «ακριβών» με αυτό τον ορισμό) πηγών ενέργειας, αυτό είναι που πρέπει να μας κάνει να αναρωτιόμαστε αν πίσω από κάθε μεγάλη φυσική καταστροφή ή ατύχημα υπάρχει η τιμωρία της φύσης ή η τιμωρία των «αγορών».  

Ας σταθούμε λίγο σε αυτό. Παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια μια σειρά «ακραίων καιρικών φαινομένων» και ακόμα πιο ακραίων επιπτώσεων στις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Πολύ πρόσφατα, το περασμένο φθινόπωρο, είδαμε να ξεκληρίζονται ολόκληρες πόλεις στις Φιλιππίνες στο πέρασμα του τυφώνα Χαϊγιάν, ενώ τελευταίο παράδειγμα αποτελούν οι φονικές πλημμύρες στη γειτονική Σερβία και τη Βοσνία, για να μην αναφερθούμε στην Αϊτή και τη Νέα Ορλεάνη παλιότερα. Κοινός παρονομαστής σε όλες αυτές τΙς περιπτώσεις είναι ότι δίπλα σε ένα πράγματι ακραίο καιρικό φαινόμενο έχουμε την παντελή έλλειψη πρόληψης, αλλά και την ολιγωρία και αδυναμία πολλές φορές για την άμεση κάλυψη αυτών των περιοχών σε είδη πρώτης ανάγκης από την κεντρική διοίκηση. Είναι η φτώχεια και η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής που ευθύνονται για ένα μεγάλο, αν όχι το μεγαλύτερο μέρος των θυμάτων σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες που υποφέρουν περισσότερο από τέτοια ακραία καιρικά φαινόμενα είναι οι ίδιες που πρώτα έχουν υποφέρει από τα διάφορα (όχι και τόσο μοιραία) προγράμματα οικονομικής βοήθειας του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας.  

Στην Ελλάδα των μνημονίων

Στην Ελλάδα των μνημονίων μπορούμε να δούμε πολύ άμεσα και ωμά πώς ο καπιταλισμός σε κρίση όχι μόνο εξαθλιώνει τα μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα, αλλά και εξίσου ανερυθρίαστα μπορεί να προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου οικολογική κρίση. Καθώς τα περιθώρια κέρδους έχουν στενέψει, αποτελεί στρατηγική επιλογή του κεφαλαίου η αναδιοργάνωση/αναδιάταξη επενδύσεων απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα, σε μια προσπάθεια να μπει χέρι σε οτιδήποτε μπορεί να είναι «εκμεταλλεύσιμο», χωρίς να δίνεται δεκάρα τσακιστή για την οικολογική καταστροφή που θα προκληθεί.
Έτσι, για χάρη της «ανάπτυξης» και για να γίνει πραγματικότητα το success story της κυβέρνησης, τα πάντα μπορούν να μετατραπούν σε κερδοφόρες επενδύσεις. Τα τελευταία δύο χρόνια η κυβέρνηση Σαμαρά προσπαθεί να περάσει μια σειρά νόμων με λογική fast track που αφορούν σε όλα τα κοινωνικά αγαθά: το νερό, τα δάση, τις παραλίες και τη θάλασσα, παραβιάζοντας σε όλες τις περιπτώσεις κάθε έννοια συνταγματικότητας.

Με μια σειρά νομοσχεδίων η κυβέρνηση δίνει δώρο σε κάθε είδους επιχειρηματικά συμφέροντα τη φύση, επιτρέποντας σε μεγαλοξενοδόχους και εργολάβους να χτίζουν ανεμπόδιστα παντού, από τα μικρά νησιά και τις παραλίες έως τα δάση και τα βουνά, ακόμα και σε προστατευόμενες περιοχές Νatura και σε αρχαιολογικούς χώρους, αποχαρακτηρίζοντας δάση, κάνοντας τη χάραξη παραλιών προαιρετική, καταργώντας στην πράξη τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του αιγιαλού και χωρίς καμία εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων.

Και δεν είναι μόνο το ελεύθερο που δίνουν στους αστούς να αναπτύξουν κατά βούληση τα επιχειρηματικά τους «οράματα». Είναι που επιπλέον το κράτος συρρικνώνει παντού τον δημόσιο τομέα για να τους αφήσει να κινούνται με μεγαλύτερη άνεση, να παίρνουν τα κερδοφόρα κομμάτια του Δημοσίου, και για να μην μπορεί να γίνει πλέον δυνατός κανένας ουσιαστικός έλεγχος, θέλοντας π.χ. να παραχωρηθεί το κτηματολόγιο και η κατάρτιση των δασικών χαρτών σε ιδιώτες ή αφήνοντας ολόκληρες υπηρεσίες, όπως είναι τα δασαρχεία και οι φορείς προστατευόμενων περιοχών, υποστελεχωμένες.

Παρ’ όλα τα μεγαλεπήβολα σχέδια της κυβέρνησης, ο κόσμος αντιδρά, πολλές φορές με εκπληκτική ταχύτητα και αυτοοργάνωση. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, που μέσα σε πολύ λίγο χρόνο μαζεύτηκαν δεκάδες χιλιάδες υπογραφές, καταλήγοντας στο μεγαλειώδες «Όχι» του δημοψηφίσματος. Ο αγώνας αυτός, όπως και πολλοί αντίστοιχοι άλλοι, δεν έχει τελειώσει. Είναι στο χέρι του κινήματος να σταματήσει το ξεπούλημα ενός βασικού αγαθού, να εμποδίσει τη μετατροπή του σε εμπόρευμα και να εγγυηθεί την ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό. 

Κινήματα

Η Αριστερά οφείλει να προτείνει τη σύνδεση των αγώνων για το περιβάλλον και την ελεύθερη πρόσβαση στους φυσικούς πόρους με τους εργατικούς και τους κοινωνικούς αγώνες. Η ελληνική εμπειρία αποδεικνύει ότι αυτό δεν είναι απλώς σχήμα λόγου. Η περίπτωση των Σκουριών τώρα, όσο και της Κερατέας παλιότερα, μας θυμίζει ότι η σύνδεση μεταξύ των δύο μπορεί να γίνει, καθώς και ότι η Αριστερά έχει καθοριστικό ρόλο στη γενίκευση και την πολιτικοποίηση του αγώνα. Και τελικά μπορεί να πετύχει αυτό που για όλους μας είναι το ζητούμενο: Νίκες. 

Αν τα παραπάνω ισχύουν στα τοπικά, αντίστοιχος είναι ο δρόμος και σε διεθνές επίπεδο. Το διεθνές περιβαλλοντικό κίνημα ευτυχώς αρχίζει και χρωματίζεται κόκκινο, αποκτά μια πτέρυγα που συνδέει ή που προσπαθεί να συνδέσει τη μάχη για τη σωτηρία του πλανήτη με τη δράση απέναντι στον καπιταλισμό. 

Γιατί για αρκετούς αγωνιστές είναι φανερό ότι τα ζητήματα του περιβάλλοντος ούτε ξεκομμένα από τις καθημερινές μικρές και μεγάλες μάχες για τη βελτίωση της ζωής των πολλών είναι, ούτε έχουν ανάγκη ειδικών επετείων, όπου απλώς θα διαπιστώνουμε το πρόβλημα και ύστερα η ζωή θα συνεχίζεται κανονικά. Είμαστε καταδικασμένοι, και αυτό γίνεται στις συνθήκες της κρίσης πολύ πιο έντονο, να υπερασπιζόμαστε το περιβάλλον και τα δικαιώματα των πολλών στους φυσικούς πόρους ως απαραίτητο όρο για την επιβίωσή μας τόσο τώρα, όσο και πολύ περισσότερο στην κοινωνία που οραματιζόμαστε. 

Ετικέτες