Το ΠΑΣΟΚ και η ιστορία του

Στις 3 του Σεπτέμβρη του 1974, ο Αντρέας Παπανδρέου, λίγες μόνο ημέρες μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα παρουσίαζε τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Ήταν το «μανιφέστο» της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ, του κόμματος που έπαιξε κεντρικό ρόλο στις αντιπαραθέσεις της «από τα πάνω» κεντρικής πολιτικής σκηνής στη μακρά περίοδο της Μεταπολίτευσης.

Οι επιλογές του Αντρέα Παπανδρέου καθορίζονταν από τις μεγάλες δημαγωγικές ικανότητές του, από την τάση να διασφαλίζει έναν απόλυτα αρχηγοκεντρικό ρόλο για τον εαυτό του, αλλά και από ένα οξύ πολιτικό κριτήριο που αποδείχθηκε ισχυρότερο απέναντι στους ανταγωνιστές του, τόσο από δεξιά όσο και από αριστερά. 

Τα σημάδια αυτής της ικανότητας είχαν φανεί από νωρίτερα. Ο Α. Π. κράτησε το ΠΑΚ (που ο ίδιος είχε ιδρύσει το 1968) έξω από το πλαίσιο της «πλατιάς αντιδικτατορικής ενότητας» (που περιλάμβανε όλους τους αστούς πολιτικούς της προδικτατορικής περιόδου, ακόμα και τους φιλοβασιλικούς αξιωματικούς) και έξω από το Εθνικό Αντιστασιακό Συμβούλιο, που οι Χ. Φλωράκης και Λ. Κύρκος είχαν εξουσιοδοτήσει τον Μίκη Θεοδωράκη να συγκροτήσει. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έκανε αμέσως σαφές ότι δεν είχε πρόθεση να ασκήσει τα κληρονομικά δικαιώματά του στην Ένωση Κέντρου, καθώς εκτιμούσε (σωστά!) ότι ο ριζοσπαστισμός της περιόδου δεν «χωρούσε» στην κεντρώα πολιτική και την παράδοση του «Γέρου» Παπανδρέου. Με την ίδια εκτίμηση, προσδιόριζε το ΠΑΚ-ΠΑΣΟΚ στα «αριστερά» της σοσιαλδημοκρατίας, παίρνοντας αποστάσεις απέναντι στα κόμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και ιδιαίτερα απέναντι στο γερμανικό SPD. 

Η Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη αναδείκνυε το τρίπτυχο «Εθνική Ανεξαρτησία – Λαϊκή Κυριαρχία – Κοινωνική Απελευθέρωση». Σε αυτήν τη βάση το ΠΑΣΟΚ αυτοπροσδιορίστηκε ως «σοσιαλιστικό» (και όχι ως «σοσιαλδημοκρατικό») και ως «κίνημα» (και όχι ως «κόμμα»), κλείνοντας το μάτι μιας τάχα αντιγραφειοκρατικής κριτικής απέναντι στα ΚΚ αλλά και μιας δήθεν από τα αριστερά «υπέρβασης» του διπόλου «σοσιαλδημοκρατία/σοβιετικός μαρξισμός» που ήταν ακόμα ισχυρό εκείνη την εποχή. Ήταν ένα κράμα ριζοσπαστικής επιχειρηματολογίας διάχυτης στη διεθνή σκηνή της μετά το 1968 εποχής, ενός «τριτοκοσμικού» αντιιμπεριαλισμού που συγχέονταν με έναν (κυρίως αντιτουρκικό) «πατριωτισμό» και μιας ομιχλώδους αναφοράς στο κοινωνικό ζήτημα, που παραπεμπόταν προς επίλυση «μετά» την κατοχύρωση των σταδίων της Εθνικής Ανεξαρτησίας και της Λαϊκής Κυριαρχίας. Χαρακτηριστικό για την απροσδιοριστία αυτής της φόρμουλας, του τρίπτυχου της 3ης Σεπτέμβρη, ήταν το ερώτημα του υποκειμένου που θα υλοποιούσε την «Αλλαγή» που υποσχόταν: η Εθνική Λαϊκή Ενότητα (η διαβόητη ΕΛΕ) περιγραφόταν ως μια συμμαχία των «μη-προνομιούχων» που αντικαθιστούσε την παραδοσιακή αναφορά της Αριστεράς στην εργατική τάξη. Στα χρόνια που ακολούθησαν το ΠΑΣΟΚ φρόντισε να μην αποσαφηνίσει ποτέ μια στάση απέναντι στις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς μεταξύ εργαζομένων-μεσαίων στρωμάτων-«ντόπιας» αστικής τάξης, που συμπεριλαμβάνονταν μέσα στους κόλπους της ΕΛΕ. 

Η πολιτική αυτή έμελλε σύντομα να αποδειχθεί ότι περιοριζόταν στα όρια μιας δημοκρατικής μεταρρύθμισης του ελληνικού καπιταλισμού, που αναγνωριζόταν ευρύτερα (ακόμα και από στελέχη και ομάδες μέσα στη ΝΔ…) ως αναγκαία προϋπόθεση για την επιτάχυνση της ανάπτυξης και την είσοδο στην ΕΟΚ. Αυτό όμως δεν ήταν ακόμα φανερό και δεν στερούσε από το «πλαίσιο» της 3ης Σεπτέμβρη μια μεγάλη διεισδυτικότητα στο διάχυτο εργατικό και λαϊκό ριζοσπαστισμό της Μεταπολίτευσης. 

Οι επιτυχίες συσπείρωσης που σημείωσε το ΠΑΣΟΚ ήταν, αφενός, επιτυχίες της ηγεσίας του. Για παράδειγμα, ο Αντρέας Παπανδρέου αποδέχθηκε και κάλυψε πολιτικά την αυθόρμητη τάση της εποχής προς τα εργοστασιακά σωματεία, κερδίζοντας γρήγορα σε επιρροή και χτίζοντας (σχεδόν από το μηδέν) μια οργανωμένη εργατική βάση. 

Όμως οι επιτυχίες του ΠΑΣΟΚ ήταν, αφετέρου, αποτυχίες των από τα αριστερά ανταγωνιστών του. Οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. αντιμετώπισαν κοντόθωρα τη Μεταπολίτευση, αναγνωρίζοντας το διαβόητο δίλημμα που περιέγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης: Ή Καραμανλής ή τανκς… Η πολιτική του Φλωράκη και του Κύρκου άφηνε στον Α. Παπανδρέου όλα τα περιθώρια διαχείρισης και οργανωτικής έκφρασης της πλατιάς αντιδεξιάς διάθεσης του κόσμου, αφήνοντας έτσι ανοιχτό τον πολιτικό χώρο για την ανάπτυξη ενός μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα, για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της. 

Στις εκλογές που ο Καραμανλής οργάνωσε πάνω στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Νοέμβρη (17/11/1974), το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκε τρίτο κόμμα, πίσω από τη ΝΔ του Καραμανλή και την Ένωση Κέντρου του Γ. Μαύρου, με 13,58% και 12 έδρες. Πολλοί μίλησαν τότε για αποτυχία και λίγοι κατάλαβαν τη σημασία που είχε το γεγονός ότι ένα «σοσιαλιστικό» κόμμα, με ηλικία ελάχιστων εβδομάδων, προσπέρασε εκλογικά την Ενωμένη Αριστερά του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. Το ΠΑΣΟΚ είχε βάλει τα θεμέλια της διεκδίκησης του εργατικού-λαϊκού κόσμου. Οι εκλογές του Νοέμβρη του ’74 ήταν «μεταβατικές»…

Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1977, το ΠΑΣΟΚ εκτινάχθηκε στο 25,34% και 93 έδρες. Ακολούθησε η περίοδος της «δομικής αντιπολίτευσης» του Α.Π. απέναντι στον Καραμανλή, όπου ήταν φανερό ότι το ΠΑΣΟΚ, με σύνθημα την «Αλλαγή», διεκδικούσε πλέον με αξιώσεις την κυβερνητική εξουσία. 

Πολλά χρόνια μετά, η Αλέκα Παπαρήγα γράφοντας αυτοκριτικά («Ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία του ΠΑΣΟΚ από το 1974 ως σήμερα») σημειώνει: «Το ΚΚΕ αντιμετώπισε το ΠΑΣΟΚ κάτω από την επίδραση της λαθεμένης στρατηγικής του για τον χαρακτήρα της Επανάστασης, της μη-αντικειμενικής εκτίμησης για την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ελλάδα, που οδηγούσε στη μη-αντικειμενική εκτίμηση της σοσιαλδημοκρατίας, την οποία έβλεπε ως δύναμη συμμετοχής στην ανάδειξη προοδευτικής διακυβέρνησης… Η κριτική κυρίως περιοριζόταν στην ασυνέπεια λόγων και έργων του ΠΑΣΟΚ, ή στην αρνητική του στάση να δεχθεί συνεργασία με το ΚΚΕ». Έτσι είναι. Μόνο που αυτές οι κομψές και ελλειπτικές φράσεις της κομματικής αργκό δεν αποδίδουν τη σύγχυση που σκόρπιζαν τότε μέσα στην Αριστερά και στον ευρύτερο κόσμο συνθήματα όπως το «Αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» ή το αξέχαστο «ΚΚΕ-Αλλαγή-2η Κατανομή» (με το οποίο το ΚΚΕ ήλπιζε να «πιάσει» το 17%, να μπει στη 2η κατανομή εδρών, και να… βοηθήσει το ΠΑΣΟΚ να σχηματίσει κυβέρνηση «Αλλαγής»). Και η σύγχυση αυτή γινόταν βούτυρο στο ψωμί του Αντρέα Παπανδρέου που «κατακτούσε» την πολιτική δυνατότητα να ρυμουλκεί ή να απομονώνει ή να λεηλατεί κ.ο.κ. την «ΕΑΜογενή» Αριστερά.

Η αλλαγή

Τον Οκτώβρη του 1981 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με 48% και 173 έδρες. Άρχιζε η περίοδος της Αλλαγής. 

Όπως ήδη υπογραμμίσαμε, το ΠΑΣΟΚ αναπτύχθηκε κερδίζοντας υποστήριξη από τον εργατικό-λαϊκό κόσμο της εποχής της Μεταπολίτευσης. Αυτό είχε συνέπειες. 

Η πρώτη κατηγορία συνεπειών ήταν ότι το πρόγραμμά του πιέστηκε από τα κάτω και από τα αριστερά. Ο «εκδημοκρατισμός» -με την κατάργηση των καταλοίπων του «κράτους των εθνικοφρόνων» της μετεμφυλιακής εποχής- ήταν η πιο εύκολη υπόθεση. Η προγραμματική τάση για μια «κεϊνσιανή» πολιτική, υποβοηθητική της ανάπτυξης, πιέστηκε και «ξεχείλωσε» προς μια πολιτική κοινωνικών παραχωρήσεων: Μετά το 1981, σημειώθηκε σημαντική αύξηση των μισθών, αύξηση των κοινωνικών δαπανών, εκδημοκρατισμός των συνδικάτων, καθιέρωση του 5ήμερου-40ωρου και των 4 εβδομάδων άδειας, θετικές αλλαγές στο Οικογενειακό Δίκαιο, ίδρυση του ΕΣΥ κ.ά. Είναι οι κατακτήσεις πάνω στις οποίες «πατάει» η αίγλη του Αντρέα Παπανδρέου αλλά και η μακροβιότητα του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος κυβερνητικής εξουσίας. 

Όμως, όποιος-α βάζει τελεία εδώ, δεν θα έχει καταλάβει τίποτα από την ιστορία. Το ΠΑΣΟΚ υπήρξε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των κομμάτων που ο Λένιν περιέγραφε ως «αστικά-εργατικά κόμματα»: ένα κόμμα με εργατική-λαϊκή κοινωνική βάση, αλλά με ηγεσία, στελέχωση και πολιτική εγκλωβισμένη απολύτως μέσα στα όρια (εξ)υπηρέτησης του καπιταλισμού. Η ηγεσία και η πολιτική του ΠΑΣΟΚ συγκρούστηκε πολύ γρήγορα με τις διαθέσεις και τις απαιτήσεις του κόσμου που το ψήφισε. 

Το 1983, το διαβόητο «Άρθρο 4» καταργούσε το δικαίωμα στην απεργία των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, παρόλο που εκεί στηριζόταν η ραχοκοκαλιά της ΠΑΣΚΕ. Το 1985, ο Σημίτης, με τις ευλογίες του Παπανδρέου, παρουσίασε το Σταθεροποιητικό Πρόγραμμα, το πρώτο συνεκτικό πρόγραμμα αντιμεταρρυθμίσεων που άνοιγαν το δρόμο προς τη νεοφιλελεύθερη «στροφή» στον ελληνικό καπιταλισμό. Στο μεταξύ η αντιιμπεριαλιστική ρητορική της εποχής του «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ – το ίδιο συνδικάτο» είχε γίνει κουρέλι. Ο Α.Π. ανανέωνε την ισχύ των συμφωνιών για τις αμερικανικές βάσεις, διεκδικούσε την υποστήριξη του ΝΑΤΟ απέναντι στην Τουρκία, προετοίμαζε τις κολοσσιαίες προμήθειες όπλων της «Αγοράς του Αιώνα» και ελισσόταν μέσα στην ΕΟΚ για τα Μεσογειακά Προγράμματα (ΜΟΠ). Στο κλίμα των ημερών μας, με τη σφαγή στη Γάζα, αξίζει να θυμίσουμε την άθλια διαπόμπευση των στελεχών του ΠΑΚ-ΠΑΣΟΚ που συμβόλιζαν τη «σχέση» με τους Παλαιστίνιους και τα άλλα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα κατά την προ του 1981 περίοδο (υπόθεση Ανδρ. Χριστοδουλίδη κ.ά.). 

Μπροστά σε αυτές τις πραγματικότητες εκδηλώθηκε η δεύτερη κατηγορία συνεπειών της σύνθεσης της κοινωνικής και εκλογικής βάσης του ΠΑΣΟΚ: οι ανταρσίες απέναντι στην κυβέρνηση και το κόμμα που ο ίδιος αυτός κόσμος είχε ψηφίσει και στηρίξει. Το 1983 οι ΔΕΚΟ απάντησαν στο «άρθρο 4» με ένα κύμα μαζικών απεργιών. Το 1985 η ΠΑΣΚΕ διασπάστηκε, ο έλεγχος πάνω στη ΓΣΕΕ χάθηκε και χρειάστηκε «διορισμός» (!) Διοίκησης, ενώ το Σταθεροποιητικό Πρόγραμμα οδηγήθηκε σε αδιέξοδο κάτω από τα χτυπήματα μιας τριετίας γενικών απεργιών και μεγάλων συλλαλητηρίων. Αξίζει να θυμίσουμε ότι για την αντιμετώπιση αυτού του κινήματος, ο Αντρέας Παπανδρέου χρειάστηκε την τελική βοήθεια του Χ. Φλωράκη, που με τη δήλωση ενάντια στα «γιουρούσια της πρωτοπορίας» πήρε αποστάσεις από τα καθήκοντα κλιμάκωσης εκείνων των μεγάλων αγώνων. Ακόμα και αργότερα, στα χρόνια του Σημίτη, η πρώτη μεγάλη απόπειρα αντιμεταρρύθμισης του ασφαλιστικού με το νόμο Γιαννίτση απέτυχε, μέσα από τις θηριώδεις απεργίες και διαδηλώσεις που κάλεσαν τα συνδικάτα με τη συμμετοχή της ΠΑΣΚΕ επί Χρ. Πολυζωγόπουλου. 

Αυτές οι «ανταρσίες» είναι η εξήγηση για την καθυστέρηση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων στον ελληνικό καπιταλισμό. Γι’ αυτό οι νεοφιλελεύθεροι και τα παπαγαλάκια τους μισούν απροκάλυπτα τα συνδικάτα, τον κόσμο τους, την «παράδοση» της Μεταπολίτευσης, με όλες τις αποχρώσεις της. 

Παρόλα αυτά, μια σοβαρή πολιτική μετάλλαξη είχε συντελεστεί. Το ΠΑΣΟΚ ήταν ήδη ένα ξεσκολισμένο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, με αναγνωρισμένο ρόλο μέσα στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική «Διεθνή». Η διαφθορά υπήρξε ένα πάγιο χαρακτηριστικό αυτών των κομμάτων. Όταν το 1989 ξέσπασε το σκάνδαλο Κοσκωτά, το ΠΑΣΟΚ αντιμετώπισε μια κρίση επιβίωσης. Όμως η αλλοπρόσαλλη τακτική του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. που, μετά από μια μακρά περίοδο πολιτικής «ουράς» πίσω από το ΠΑΣΟΚ, επιχείρησαν αιφνίδια να συντρίψουν το κόμμα του Α. Παπανδρέου με άξονα τη θεσμική «κάθαρση» και σε συμμαχία με τη ΝΔ του Μητσοτάκη, είχε τα αντίστροφα αποτελέσματα: Χαρίζοντας στο ΠΑΣΟΚ το πεδίο της έκφρασης των αντιδεξιών διαθέσεων του κόσμου, επέτρεψαν στον Α.Π. να διατηρήσει την εκλογική επιρροή του και, μετά τους σκληρούς αγώνες της περιόδου κυβέρνησης Μητσοτάκη, να επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία το 1993. 

Όμως πίσω από αυτό το εκλογικό «θαύμα», όλοι ήξεραν ότι δεν υπήρχε πλέον καμιά σύγκριση με τη δυναμική του 1981. Το ΠΑΣΟΚ είχε μπει σε μια καλπάζουσα πορεία συντηρητικής προσαρμογής. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά το θάνατο του Παπανδρέου, το κόμμα πέρασε στα χέρια του Σημίτη, του εκφραστή της πιο δεξιάς πτέρυγάς του. Ο «εκσυγχρονισμός» έγινε το σύνθημα της ολοκληρωμένης σοσιαλφιλελεύθερης μετάλλαξης, που προϋπέθετε την επιθετική αντιμετώπιση όλων των γνωρισμάτων και συστατικών του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού. Στην περίοδο Σημίτη, και μέσα από την πολιτική των πασοκικών κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1990, τέθηκαν τελικά τα θεμέλια για την επικράτηση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα. Αυτή η πολιτική, παρά τον ολοφάνερο αντεργατικό και αντικοινωνικό πυρήνα της, είχε μια «αίγλη» μέσα σε ένα ευρύτερο στελεχικό δυναμικό της Αριστεράς, που συγκλονιζόταν από τα απόνερα της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ και της ιστορικής κρίσης του σταλινισμού: δεκάδες είναι αυτοί και αυτές που μετακόμισαν τότε από την αυλή του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. προς τα σαλόνια του σημιτικού «εκσυγχρονισμού». 

Ο Κ. Σημίτης εισέπραξε το δικό του «μερίδιο» σκληρών κοινωνικών αντιστάσεων, που περιλάμβαναν συγκρούσεις με την κοινωνική και συνδικαλιστική βάση του ΠΑΣΟΚ. Αυτές συνέβαλαν στην τελική ταπεινωτική ήττα του πρωτεργάτη του «εκσυγχρονισμού» από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή το νεότερο. Χάνοντας την πρωθυπουργία, ο Σημίτης παρέδωσε το κόμμα του σε έναν ακόμα Παπανδρέου, στον ανεκδιήγητο ΓΑΠ. Αυτός το οδήγησε στο μνημόνιο και, δι’ αυτού, στον Βενιζέλο και στη συγκυβέρνηση με τον Σαμαρά, δηλαδή στην τελική ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική εξαέρωση. 

Σήμερα δεν είναι λίγοι όσοι φαντασιώνονται να παίξουν ξανά έναν «ρόλο Ανδρέα Παπανδρέου». Είτε μέσα στο ΠΑΣΟΚ, είτε έξω από αυτό (είτε τσιπρικής, είτε κασσελακικής «κοπής»). Η υπόμνηση των συνθηκών μέσα στις οποίες χτίστηκε η δύναμη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και των εναλλακτικών εξελίξεων που ήταν απολύτως εφικτές αλλά χάθηκαν μέσα από τις αδυναμίες και τα λάθη της Αριστεράς, έχει τη χρησιμότητα να θυμίζει στους επίδοξους επιγόνους του Αντρέα μια εύστοχη λαϊκή παροιμία: Ότι με πορδές δεν βάφονται αυγά.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες