Οι Δίκες της Μόσχας, οι οποίες ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1936, έμειναν γνωστές στην ιστορία επειδή οδήγησαν στην καταδίκη και την εκτέλεση εκατοντάδων χιλιάδων ατόμων από το 1936 μέχρι το 1938 στην Σοβιετική Ένωση.
Μεταξύ των καταδικασθέντων ήταν και πολλά παλαιά μέλη και κορυφαία στελέχη του Κομμουνιστικού Κόμματος (μπολσεβίκων), οι οποίοι έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τη διάρκεια της ρωσικής Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης το 1917 και στον εμφύλιο πόλεμο.
Όμως, πριν αναφερθούμε στις δίκες της Μόσχας, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι η ρωσική επανάσταση ήταν το αποτέλεσμα της εξαθλίωσης και της τρομοκρατίας που είχε επιβάλλει το τσαρικό καθεστώς σε ευρύτερες λαϊκές μάζες. Η επανάσταση αποτέλεσε τη μόνη επιλογή που είχε η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για να επιλύσουν τα προβλήματά τους, δηλαδή να πάρουν την τύχη στα χέρια τους, καταλαμβάνοντας την εξουσία. Επιπροσθέτως, ένα από τα θετικά αποτελέσματα της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι ότι εμφανίστηκαν και ενισχύθηκαν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, αποσυντέθηκε η αποικιοκρατία και ξεκίνησαν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Παρ’ όλα αυτά, η Οκτωβριανή Επανάσταση έμεινε ημιτελής. Το καθεστώς που επικράτησε μετά τον θάνατο του Λένιν, ενώ στη θεωρία διακήρυσσε τον σοσιαλισμό, στην πράξη δυσφημούσε τα ιδανικά του σοσιαλισμού. Κατήργησε τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες× την εξουσία σφετερίστηκε η γραφειοκρατία, αφαιρώντας την από την εργατική τάξη× αποστεώθηκαν τα σοβιέτ× καταργήθηκε το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση× το κόστος της υποχρεωτικής κολεκτιβοποίησης και εκβιομηχάνισης ήταν υπερβολικό, ενώ υπήρξε γιγάντωση του κράτους και μαζική καταστολή. Και όλα αυτά, επενδύθηκαν με την αντιμαρξιστική θεωρία που ανέπτυξε ο Στάλιν, του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα». Ήταν αυτές οι εσωτερικές αντιφάσεις που το 1989 οδήγησαν στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων κρατών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού.
Από τα προαναφερθέντα μπορούμε κατ’ αρχάς να διαπιστώσουμε πόσο ορθή ήταν η κριτική που άσκησε η Αριστερή Αντιπολίτευση και ο Τρότσκι στις παραπάνω πρακτικές. Στην πραγματικότητα, το κριτήριο που έθεσε όσον αφορά την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, είναι η διαρκής αύξηση των σοσιαλιστικών στοιχείων στην κοινωνία, η οποία προέκυπτε από την ανάγκη να ενισχυθεί η εκβιομηχάνιση, έτσι ώστε να δυναμώσει η βάση της εργατικής εξουσίας στη Σοβιετική Ένωση. Δηλαδή, έβλεπε την επανάσταση εκτεταμένη σε μεγάλη χρονική περίοδο, μέχρις ότου δημιουργηθούν οι σοσιαλιστικές βάσεις στην κοινωνία (υλικοτεχνική υποδομή, πολιτιστικό επίπεδο, ανάπτυξη της εργατικής δημοκρατίας). Όμως, αυτό θα γινόταν μ’ έναν τρόπο σταδιακό και πάνω απ’ όλα, κάτω από τη δημοκρατική εξουσία των εργαζομένων.
Αντίθετα, η λύση που εφαρμόστηκε με το πρώτο Πεντάχρονο Πλάνο, την άνοιξη του 1929, προέβλεπε έναν αρκετά υψηλό ρυθμό βιομηχανικής ανάπτυξης άνω του 20%. Έτσι, το φθινόπωρο του ίδιου έτους ο Στάλιν επιβάλλει την πολιτική της εντατικής εκβιομηχάνισης και της βίαιης κολεκτιβοποίησης της γεωργίας με την εξαφάνιση των πλούσιων αγροτών (κουλάκων) ως τάξης. Όπως ήταν επόμενο, η εν λόγω πολιτική δεν μπορούσε παρά να συνοδεύεται από μεγάλη χρήση καταναγκασμού και βίας απέναντι σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Από εκεί απορρέει και η θέση του Στάλιν περί αναπόφευκτης εντατικοποίησης της ταξικής πάλης και ότι όσοι ασκούν αντιπολίτευση είναι ταξικοί εχθροί.
Οι διαβόητες Δίκες της Μόσχας, την περίοδο 1936-38, ήταν το αποκορύφωμα του σταλινισμού να κόψει κάθε δεσμό με τις μπολσεβίκικες παραδόσεις. Και στις τρεις δίκες, ο βασικός κατηγορούμενος, αν και απών, ήταν ο Τρότσκι, που χρησίμευε στον Στάλιν ως πρόσχημα για τις διώξεις. Η δαιμονοποίηση των αντιπάλων του Στάλιν και ειδικά των τροτσκιστών εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα.
Σε αυτές τις δίκες κατηγορήθηκε για προδοσία και εκτελέστηκε όλη η παλιά γενιά και ηγεσία των μπολσεβίκων που συμμετείχε στην Οκτωβριανή Επανάσταση: Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, Μπουχάριν, Ρίκοφ, Τόμσκι, Ράντεκ, Ρακόφσκι, Πιατακόφ, Σμιρνόφ, Κίροφ, Αντόνοφ-Οβσέγενκο, ο στρατάρχης Τουχατσέφσκι και πολλοί άλλοι, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Τρότσκι στο Μεξικό το 1940. Στους κατηγορούμενους συμπεριλαμβάνονταν όλα τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου επί εποχής Λένιν. Το 1937 καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν οι ανώτατοι αξιωματικοί και θανατώθηκαν σχεδόν όλοι οι στρατάρχες, διοικητές στρατιών και οι ναύαρχοι. Ο εισαγγελέας Βισίνσκι, ο οποίος μέχρι το 1921 ανήκε στη δεξιά πτέρυγα του κόμματος των Μενσεβίκων, έστειλε στο εκτελεστικό απόσπασμα χιλιάδες αγωνιστές, με μόνο κατηγορητήριο τις ψεύτικες ομολογίες, οι οποίες αποσπάστηκαν κατόπιν άσκησης φυσικής και ψυχολογικής βίας. Ακόμη και στενοί συνεργάτες του Στάλιν, όπως ο Ορτζονικίτζε, οδηγήθηκε στην αυτοκτονία, στις 18-2-1937, αφού προηγουμένως ο Στάλιν είχε τουφεκίσει τον αδελφό του. Επιπλέον, εξοντώθηκε το 70% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής (98 σε σύνολο 139 μελών), που είχε εκλεγεί στο 17ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, τον Ιανουάριο του 1934, το επονομαζόμενο και «συνέδριο των νικητών», καθώς και 1.108 αντιπρόσωποι του εν λόγω συνεδρίου σε σύνολο 2.066 συνέδρων. Δολοφονήθηκαν επίσης οι περισσότεροι Λαϊκοί Επίτροποι (υπουργοί), ενώ στις αρχές του 1937 υπήρχαν πάνω από 1.500.000 παλιά μέλη του κόμματος που είχαν διαγραφεί από το 1922 και μετά, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1930. Στις 4 Φεβρουαρίου 1940 εκτελέστηκε ο στενός συνεργάτης του Στάλιν, ο Νικολάι Γιεζόφ, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με την περίοδο των μαζικών διώξεων, ενώ μαζί του εξαφανίστηκαν όλοι οι άνδρες της NKVD (Υπουργείο Εσωτερικών Υποθέσεων) που διεκπεραίωσαν τις εκτελέσεις τα προηγούμενα δύο χρόνια. Τέλος, διώχτηκαν σαν «πράκτορες ξένων δυνάμεων» μέλη ξένων κομμουνιστικών κομμάτων και αντιφασίστες που είχαν βρει καταφύγιο στη Σοβιετική Ένωση, καθώς και πολλά μέλη εθνικών μειονοτήτων.
Έτσι, η εκκαθάριση του κόμματος άνοιξε τον δρόμο σε μια νέα γενιά της γραφειοκρατίας, η οποία όχι μόνο δεν είχε καμιά σχέση με τις μπολσεβίκικες παραδόσεις και την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά διεύρυνε σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας τις ανατροπές που γέννησε η βίαιη εκβιομηχάνιση και κολεκτιβοποίηση. Όταν, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε το 18ο Συνέδριο του κόμματος, το 1939, αυτό έγινε στα ερείπια του παλιού μπολσεβίκικου κόμματος. Από τα 1.589.000 μέλη, μόνο το 0,3% από αυτά, δηλαδή περίπου 5.000 μέλη είχαν προσχωρήσει πριν από το 1917 στο κόμμα, ενώ 1% (δηλαδή, 16.000 μέλη) προσχώρησαν το 1917 και ένα 10% των μελών προσχώρησαν τα έτη 1918-1920 (Πηγή: Jean-Jacques Marie, Στάλιν, εκδόσεις Οδυσσέας, σελ. 447-548).
Σύμφωνα με πηγές που ανακοινώθηκαν το 1990, καταδικάστηκαν τις δεκαετίες 1930-40, για «αντεπαναστικές δραστηριότητες», 3.777.234 άτομα. Από αυτούς εκτελέστηκαν οι 789.098. Μέχρι το 1990 είχαν επανεξεταστεί 856.582 φάκελοι καταδικασθέντων και από αυτούς αποκαταστάθηκαν μετά θάνατον οι 844.740 (Β. Αγτζίδης).
Το συμπέρασμα είναι ότι ο σοσιαλισμός δεν δημιουργείται με διαταγές, ούτε από «τα πάνω», αλλά προκύπτει μέσα από την κοινωνική αυτοδιαχείριση. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει την ελευθερία ύπαρξης και λειτουργίας διαφορετικών κομμάτων, οργανώσεων, τάσεων και συνδικάτων, καθώς επίσης του δικαιώματος στην απεργία και την κατοχύρωση της ελευθερίας του Τύπου. Το κράτος δεν ταυτίζεται με την κοινωνία, διότι από τη φύση του είναι όργανο κυριαρχίας και εξαναγκασμού. Αντίθετα, ο σοσιαλισμός είναι έργο ζωντανό και δημιουργικό των «από κάτω» και γι’ αυτό είναι απαραίτητη η πλήρης ελευθερία στη δράση τους.
* Δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών», 10-8-2016.