Στις 17/4 κατατέθηκε σε δημόσια διαβούλευση μεταξύ άλλων, το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Οριοθέτηση, διαχείριση και προστασία αιγιαλού και παραλίας». Οι αντιδράσεις ήταν και είναι τόσο μεγάλες που για την ώρα κερδήθηκε η παράταση της δημόσιας διαβούλευσης.

Οι αντιδράσεις επισημαίνουν με τον τρόπο τους ότι το συγκεκριμένο ν/σ σχεδόν σηματοδοτεί αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο διαχείρισης της δημόσιας γης και του περιβάλλοντος. Και σωστά. Ταυτόχρονα όμως, μπορεί να ιδωθεί και ως άλλο ένα σκαλοπάτι, μεγάλο ίσως, αλλά σκαλοπάτι, σε μια συνεκτική κλιμάκωση μιας πολιτικής (που στις μέρες μας περιγράφεται ως το «νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα»). Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.

Το Δημόσιο κι η περιουσία του

Διακρίνει κανείς αν το σκεφτεί, μεγάλη συνοχή και στέρεες παραδόσεις σε ό,τι αφορά την σχέση του Δημόσιου με την ακίνητη περιουσία του. Από τη μια η πολιτική παράδοση ανοχής εκ μέρους του Δημοσίου των καταπατήσεων και των αυθαιρεσιών στην «περιουσία» του (ιδιαίτερα δε από «ισχυρούς», όπως μεγάλοι επιχειρηματίες, πολιτικά τζάκια και Εκκλησία), από την άλλη η νομοθετική παράδοση σταδιακής διάλυσης του καθεστώτος προστασίας των πιο κρίσιμων φυσικών, πολιτιστικών, κοινωνικών αλλά και αναπτυξιακών πόρων της χώρας που ξεκινά με σαφήνεια απ’ την δεκαετία του ‘90, «προβάρεται» έντονα στην περίοδο της Ολυμπιακής προετοιμασίας και των Μεγάλων Εργων, εμπεδώνεται στην μεταολυμπιακή περίοδο με τις απόπειρες σύστασης και ανασύστασης Α.Ε. του δημοσίου για το realestateτης δημόσιας γης (ας θυμηθούμε την Ολυμπιακά Ακίνητα, την Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα και φυσικά την ΚΕΔ), δημόσιας γης στην οποία τα πιο προνομιακά ακίνητα ήταν τα παραλιακά, τα λεγόμενα και «φιλέτα» (βλ. χρονικό «αξιοποίησης» του παλιού αεροδρομίου στο Ελληνικό) και κορυφώνεται στην περίοδο της κρίσης με την εισδοχή μας στην κηδεμονία του Μνημονίου.

Στην τελευταία αυτή περίοδο, η «παράδοση» αυτή σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευση της γης, συμβολικά ξαναπιάνει το νήμα με τον Εφαρμοστικό Νόμο 3986/2011, περνά στη πολυνομοθεσία για τις Στρατηγικές Επενδύσεις (3894/2010, 4072/2012, 4146/2013), στο «minimum» και άρον-άρον Κτηματολόγιο (ν. 4164/2013) και, πιο εύγλωττα, στους δύο νόμους της περιόδου για την «τακτοποίηση» ή και οριστική νομιμοποίηση των αυθαιρέτων (ο ν. 4014/2011 που κρίθηκε αντισυνταγματικός και ο ν. 4178/2013 που συγκρινόμενος θα κρινόταν αντισυνταγματικότερος κυρίως με βάση το άρ. 24 – έχει ήδη ασκηθεί προσφυγή στο ΣτΕ). Στο όνομα των «μνημονιακών υποχρεώσεων» εκκρεμούν αυτή τη στιγμή και ορισμένες άλλες κομβικής σημασίας νομοθετικές «αλλαγές»: για τα δάση, για τον αιγιαλό, για την μη δεσμευτικότητα του σχεδιασμού (σημ: το τελευταίο κατατέθηκε μόλις σήμερα, Πέμπτη 8/5 σε δημόσια διαβούλευση 10 ημερών…).

Αιγιαλός και ρύθμιση

Βάσει προγράμματος λοιπόν, ένα μήνα πριν τις εκλογές και μέσα στο Πάσχα κατατίθενται σε δημόσια διαβούλευση τρία νέα νομοσχέδια απ’ το Υπουργείο Οικονομικών: α) ένα για την «οριοθέτηση και προστασία» του αιγιαλού, που ασφαλώς ειρωνεύεται την έννοια της προστασίας, β) ένα για τα διαφιλονικούμενα από καταπατητές, παλαιότερους ή νεώτερους, ακίνητα του δημοσίου και γ) ένα για τους όρους εξαγοράς αυτών των ακινήτων από τους καταπατητές αυτούς. Ομνύοντας στο «χρέος», στην «ανάπτυξη» και στην «πάταξη της γραφειοκρατίας», με τα δύο τελευταία ν/σ το Δημόσιο φαίνεται να επιβραβεύει τους καταπατητές προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να εξαγοράσουν τα καταπατημένα δημόσια ακίνητα και μάλιστα με έκπτωση 50%. Στο σύνολό τους και τα τρία αυτά νομοσχέδια, με αιχμή αυτό για τον αιγιαλό, υπονομεύουν σε εξωφρενικό βαθμό το μέγεθος, το καθεστώς και τον χαρακτήρα της δημόσιας περιουσίας, αλλά και ευρύτερα την φύση, τις παραδόσεις και το μέλλον της χώρας, θέτουν σε αμφισβήτηση την συνταγματικά κατοχυρωμένη απόλαυση των δημόσιων αγαθών, την από αιώνων κατοχυρωμένη διάσταση των δημοσίων κτημάτων ως «κοινής χρήσεως πράγματα», «εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας» και, επομένως, προσβάλλουν ευθέως κάθε επιστημονική, δικαιική και κοινή λογική.

Η αιτιολογική εισήγηση του ίδιου του υπουργού στο ν/σ για τον αιγιαλό είναι αποκαλυπτική των προθέσεων. Ενας υπουργός οικονομικών (έχει κι αυτό την σημασία του, που δεν είναι μόνο συμβολική), αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να προσδιορίσει νομικά ένα φυσικό στοιχείο όπως οι ακρογιαλιές κι οι παρόχθιες ζώνες των λιμνών και ποταμών της πατρίδας ως τυχαία ακίνητα προς εκμετάλλευση, η προστασία των οποίων συνιστά άσκοπη «πολυπλοκότητα» που πρέπει να αρθεί ώστε να «απελευθερωθεί» η εκμετάλλευσή τους.

Με δεδομένη την εγκληματικά πολύχρονη καθυστέρηση στην οριοθέτηση της γραμμής αιγιαλού και της παραλίας σε όλη τη χώρα (στο πλαίσιο μιας ανάλογα ελεγχόμενης ολιγωρίας της κτηματογράφησης), αναρωτιέται κανείς γιατί μπορεί να χρειάζεται ένα νέο νομοσχέδιο για τον αιγιαλό. Μήπως δεν υπήρχε; Αντίθετα, υπήρχε (και ισχύει) ένα σχεδόν ομώνυμο νομοθέτημα (περί προστασίας και οριοθέτησης), ο ν. 2971/2001 που σύμφωνα με την επιστημονική κριτική και τις διεθνείς συμβάσεις για την προστασία κρίσιμων παράκτιων ζωνών (στο πλαίσιο και της κλιματικής αλλαγής) θεωρείται οριακά επαρκής για την προστασία των ακτών. Σε μεγάλο δε βαθμό, η όποια αναθεώρησή του αν εκκρεμούσε κυρίως για κάτι, αυτό θα ήταν για να συμπεριλάβει τις προβλέψεις του πολύ μεταγενέστερου νόμου για την βιοποικιλότητα (ν.3937/2011) και όχι μόνο.

Αλλά ας μην ξεκινήσουμε από το «οικολογικό» μέρος. Ας δούμε πόσο και πως εμποδίστηκε στην πράξη η εκμετάλλευση των ακτών απ’ το ισχύον θεσμικό καθεστώς. Σε τι άραγε εμπόδισε αυτό το πλαίσιο και οι συνοδευτικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί των υπηρεσιών την «ανάπτυξη» που ονειρεύονται κυβερνώντες και ενδιαφερόμενοι; Μήπως δεν είδαμε αυθαίρετα μικρά και μεγάλα, περιφράξεις παραλιών και αποκλεισμούς πρόσβασης στο κοινό, ιδιωτικοποίηση στην πράξη μεγάλων ή μικρότερων τμημάτων ακτών από ιδιώτες ή επιχειρηματίες, αυθαίρετη και αθρόα ρύπανση ακτών, εδάφους, πυθμένων, καθώς κι αλόγιστη εμπορική εκμετάλλευση στις ελληνικές παραλίες; Μήπως δεν έχουμε αρχίσει αυτά να τα βλέπουμε ήδη απ’ τη δεκαετία του ’60 με κορυφώσεις ανά περιόδους, όπως για παράδειγμα στη χούντα και στην περίοδο της χρηματιστηριακής μας ευωχίας (τέλη δεκαετίας ’80 μέχρι το 2000 περίπου) που συνέπεσε τόσο με τα Μεγάλα Εργα όσο και με την ολυμπιακή «προετοιμασία»; Από το GrandResort στο Λαγονήσι μέχρι τα 20.000 «λαϊκά» παραθαλάσσια αυθαίρετα στη Δυτική Πελοπόννησο ή την Ανατολική Αττική, απ’ τις περιφραγμένες ιδιωτικές παραλίες που αξιώνουν οι ρέκτες της ερημιάς και της απρόσκοπτης θέας στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου, έως τα παράνομα κάμπινγκ, καντίνες, ξαπλώστρες, «μόνιμες» ομπρέλες, κλπ απανταχού. Απ’ τα Ολυμπιακά Ακίνητα (με «ναυαρχίδα» το Ελληνικό-Αγ. Κοσμάς) μέχρι τον Αστέρα Βουλιαγμένης. Άφθονη «ανάπτυξη» για την «ιερή αγελάδα του αιγιαλού» (sic, διατύπωση του υπουργού Ανάπτυξης) μέσω της ομόλογα «ιερής» ιδιωτικής «επιχειρηματικότητας», που φαίνεται όμως πως δεν είναι αρκετή.

Το νέο νομοσχέδιο για τον αιγιαλό

Ποιες είναι λοιπόν, σήμερα, για τον υπουργό Οικονομικών και το επιτελείο της κυβέρνησης οι «πολυπλοκότητες» προς εξαφάνιση του υπερτροφικού μας Δημοσίου (που μας είχε καταντήσει «σοβιετικό κράτος» όπως διαμαρτυρήθηκε σε μια παραληρηματική έκρηξη αγανάκτησης -και αγραμματοσύνης- ο υπουργός Ανάπτυξης); Φαίνεται ότι, πρώτα και κυριότερα, η εκμετάλλευση δεν πρέπει να υπόκειται σε όρους. Ανευ όρων λοιπόν, υπέρ της «απελευθέρωσης» της ανάπτυξης. Επομένως, τέρμα στις προϋποθέσεις: όποια χρήση, σε όση έκταση χρειαστεί και όσα αυθαίρετα (με βάση τα μέχρι τώρα ισχύοντα) υπάρχουν, όλα γίνονται νόμιμα έναντι απλού χρηματικού ανταλλάγματος, χωρίς κριτήρια κοινωνικοοικονομικά, περιβαλλοντικών επιπτώσεων, με περιφρόνηση ακόμα και για το Σύνταγμα.

Πιο συγκεκριμένα λοιπόν και με βάση τις προβλέψεις του ν/σ για τον αιγιαλό, τις παράκτιες και παρόχθιες ζώνες:

  • Οση έκταση θέλει κανείς την εκμεταλλεύεται, χωρίς όρια, ούτε καν αυτά τα λιγοστά που ήταν θεσμοθετημένα (500 τ.μ. παραχώρηση αιγιαλού το πολύ ορίζει ο ακόμα ισχύων για τον αιγιαλό ν. 2971/2001, που είναι ήδη «οριακός» ως προς το κατά πόσο προστατεύει τις ακτές)
  • Οση και όποια έκταση θέλει κανείς την αποκόπτει απ’ την κοινή χρήση, τέρμα πια και με το ταμπού του προστατευτέου αιγιαλού και της ελεύθερης και ακώλυτης πρόσβασης στις ακτές (ν. 2971, άρ. 2, παρ. 3 και Σύνταγμα άρ. 5, 24 και ίσως και 25 θα’ λεγα εγώ)
  • Όπου μάλιστα δεν περισσεύει ικανή έκταση παράκτια ή παρόχθια προς εκμετάλλευση, επιτρέπεται το μπάζωμα της θάλασσας ώστε να μεγαλώσει όσο χρειάζεται και το μπάζωμα μετριέται με τα κρεβάτια. (Αυτό ισχύει κατά πως φαίνεται ακόμα και για ταβέρνες. Αναρωτιέμαι αν θα χρειαστεί να βάλουν κι οι ταβέρνες κρεβάτια προκειμένου να υπολογίσουν το «δικαίωμα» επιχωμάτωσης… Όχι ε; Υπερβολή;)
  • Ο καθορισμός παραλίας δεν είναι υποχρεωτικός, δεν γίνεται αυτεπάγγελτα, ούτε έχει κάποιες ελάχιστες διαστάσεις (π.χ. τα 50 μ. που ισχύουν μέχρι σήμερα). Και προς Θεού, σε καμμιά περίπτωση δεν υπερβαίνει «την διαμορφωμένη γραμμή δόμησης» νόμιμη ή μη, αδιάφορον. Τούτου δοθέντος και προς αποφυγή παρεξηγήσεων μας δίνεται ρητά πως η παραλία μπορεί να είναι ακόμα και 10 μ. πλάτους, η λεγόμενη και «τεκμαρτή παραλία» (άρ. 6 παρ. 2 του ν/σ) κι αν δεν περισσεύουν ούτε αυτά από πουθενά και υπάρχει ήδη παραλιακή οδός, τότε η οδός αυτή μπορεί να είναι η παραλία (άρ. 8, παρ. 3 του ν/σ).
  • Η παραλία δεν είναι υποχρεωτική εφόσον εξηγείται πως μπορεί να μην είναι αναγκαία για την επικοινωνία της ξηράς με τη θάλασσα. Τέρμα και μ’ αυτό το βάσανο. Στην χειρότερη περίπτωση, όπου τελικά ορίζεται παραλία, το οικόπεδο παραλία θεωρείται κοινόχρηστο πράγμα που ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο θα το διαχειριστεί όπως ξέρει να διαχειρίζεται όλα του τα κοινόχρηστα πράγματα. Αν λ.χ. τα οικόπεδα-παραλίες μαζί με τον αιγιαλό αξίζουν κάτι παραπάνω, τα αναλαμβάνει το ΤΑΙΠΕΔ και τα ντηλάρει αυτεξούσια, αμιγώς ως οικόπεδα.
  • Οποιοδήποτε τετελεσμένο στον χώρο από πλευράς δόμησης, όχι απλώς νομιμοποιείται δυνάμει, αλλά αναγνωρίζεται και ως όριο που κατισχύει της (όχι τυχαία εκκρεμούσας) οριοθέτησης του αιγιαλού (η έως τώρα κύρωση γραμμής αιγιαλού στην ελληνική ακτογραμμή των 15.000 χλμ ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ποσοστό του 8%…). Η γραμμή διαμορφωμένης δόμησης είναι πλέον τοαπαράβατο όριο κι ας πρόκειται για παράνομη δόμηση (καταλλήλως απομακρύνθηκε το επίθετο «νόμιμη» απ’ την συγκεκριμένη διάταξη). Εξάλλου ο,τιδήποτε είναι «διαμορφωμένο» νόμιμα ή μη, μπορεί να νομιμοποιηθεί (η σχετική ατολμία που επέδειξαν οι κυβερνητικοί νομοθέτες τον περασμένο Αύγουστο, στον κατά τα άλλα εξόχως αντισυνταγματικό νόμο 4178 για τα αυθαίρετα, προφανώς «ξεπεράστηκε» στο μεταξύ) και μάλιστα με το πάσο του γιατί και αν δεν προβεί ο ενδιαφερόμενος στις αναγκαίες ενέργειες και καταβολές, για καμμιά πενταετία, δεν τον «κουνάει» πρακτικά κανείς (άρ. 15).
  • Οποιαδήποτε χρήση («ενδεικτικά» μας λέει ο νομοθέτης!) επιτρέπεται για οποιαδήποτε διάρκεια (βλ. άρ. 11 του ν/σ) και με οποιουσδήποτε (πρακτικά) όρους (π.χ. χωρίς καν τις αναγκαίες αποστάσεις μεταξύ των διαδοχικών εκμεταλλεύσεων, άρα οραματιζόμαστε ήδη μια αδιάκοπη συνέχεια από ομπρελοξαπλώστρες απ’ άκρου σ’ άκρο), αρκεί μόνο να τα βρούν μεταξύ τους οι γείτονες ιδιοκτήτες στον αιγιαλό και να καταβληθεί στην ώρα του το ορισμένο οικονομικό αντάλλαγμα.
  • Το οικονομικό αντάλλαγμα θα προσδιοριστεί εν ευθέτω χρόνω, καλούνται ωστόσο οι βουλευτές να νομοθετήσουν την μέθοδο προσδιορισμού του κι ας μην ξέρουν τους όρους της «εξίσωσης». Συγκεκριμένα πρόκειται για έναν πολύ απλό αναλογικό τύπο και κριτήρια-μεταβλητές: μια άγνωστη τιμή βάσης ανά «περιοχή» (;), την έκταση και την διάρκεια μίσθωσης (τα μόνα λογικά και σαφή) και εν συνεχεία μια ποικιλία χρήσεων που σε ό,τι αφορά εξειδικεύσεις της παραθαλάσσιας αναψυχής είναι «κέντημα», σε ό,τι αφορά οποιαδήποτε άλλη χρήση είναι σωρός, μια κατάταξη γεωγραφικών περιοχών κυρίως ως προς το τουριστικό τους προϊόν (με άγνωστα κριτήρια κατάταξης), μια διαβάθμιση περιβαλλοντικής επίπτωσης (με άγνωστα κριτήρια προσδιορισμού και μέτρησης) και μια λίστα χρήσεων (στις οποίες ξεχωρίζει η θεσμικά πρωτοφανής «δραστηριότητα με υψηλή προστιθέμενη αξία»). Για όλα αυτά τα εντελώς αόριστα και άγνωστα θεσμοθετείται δια της ψήφισης του ν/σ, λευκή επιταγή στον εκάστοτε υπουργό Οικονομικών όχι μόνο να τα προσδιορίσει, αλλά να τους δώσει και τιμή βαρύτητας. Στο μέτρο δε που ο προσδιορισμός θα είναι μια Υπουργική Απόφαση, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο εύκολα μπορούν να μεταβάλλονται και τα κριτήρια και οι «τιμές βαρύτητας» από τον εκάστοτε υπουργό, αν και εφόσον χρειαστεί.
  • Από τα μυριάδες αυθαίρετα ψαρόσπιτα, «σύρματα», ακόμα και μικροαυθαίρετα της ανάγκης που βρίσκονται σε «ανεκμετάλλευτους» όρμους από τον τουρισμό «υψηλής προστιθέμενης αξίας», την γλιτώνουν μόνο όσα προστατεύονται ως κτίσματα ή σύνολα από το Υπουργείο Πολιτισμού. Απ’ τα υπόλοιπα, σώζονται μόνο όσα έχουν να πληρώσουν για την νομιμοποίησή τους. Και οπωσδήποτε εφόσον δεν στέκουν στη μέση του «οικοπέδου» που έχει βάλει στο μάτι κάποιος ενδιαφερόμενος μεγαλοεπενδυτής.

Και χίλια άλλα μπορεί κανείς να απαριθμήσει ανάμεσα στις αδιανόητα ανορθολογικές και καταστροφικές όψεις αυτού του νομοσχεδίου.

  • Οι εκθέσεις ειδικών και περιβαλλοντικών οργανώσεων σε ό,τι αφορά την οικολογική κρισιμότητα των παράκτιων και παρόχθιων ζωνών είναι όλες ομόφωνες και διατυπώνουν ένα εξοργισμένο όχιστο ν/σ που κατατέθηκε. Πολλώ μάλλον που η σημασία της υπεράσπισης και προστασίας αυτών των ζωνών εντείνεται και στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής.
  • Ξεχωρίζει επίσης το ασύστατο του καταλόγου λιμνών και ποταμών του άρ. 2, παρ. 2 που χωρίς κριτήρια ορίζει αυτές και μόνο τις υδάτινες επιφάνειες ως εμπίπτουσες στις διατάξεις του ν/σ, εξαιρώντας παράλληλα καταλλήλως ορισμένες άλλες, όπως λ.χ. την περιζήτητη Λίμνη Καϊάφα ή μικρούς νησιωτικούς βιότοπους κ.ά..
  • Η καταγγελία για τα δημόσια έσοδα που «χαρίζονται» ουσιαστικά με την άμεση νομιμοποίηση των εγκατεστημένων αυθαίρετων στον αιγιαλό έχει ήδη περιγραφεί αναλυτικά στον τύπο (γράφεται πως μόνο σε Στερεά Ελλάδα και Πελοπόννησο οι Περιφέρειες έχουν ήδη διαβιβάσει πάνω από 17.000 περιπτώσεις κτισμάτων που κρίθηκαν τελεσίδικα κατεδαφιστέα)
  • Απουσιάζει σχεδόν παντελώς η συναρμοδιότητα του ΥΠΕΚΑ ή των υπηρεσιών του, η υποχρέωση συμμόρφωσης με κάποιου είδους σχεδιασμό, καθώς επίσης και η γνωμοδότηση των αιρετών της Περιφέρειας ή των Δήμων. Αντίθετα, λάμπουν δια της υπερεξουσιοδότησής τους, και σε όλη την έκταση του ν/σ, οι διορισμένοι Γενικοί Γραμματείς της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, με ό,τι σημαίνει αυτό για την αυτοδιαχείριση και διοίκηση στο τοπικό επίπεδο.
  • Τέλος, σε ό,τι αφορά το μοντέλο ανάπτυξης που εγγράφεται στις ρυθμίσεις του, το ν/σ αυτό είναι σαφές ότι μας τοποθετεί τελευταίους και καταϊδρωμένους στην ουρά πιθηκισμού ενός χρεωκοπημένου τουριστικού μοντέλου υπερανάπτυξης που ήδη κατέστρεψε (κι ελεεινολογείται από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα γι’ αυτό) τις ακτές της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Τουρκίας, της Αιγύπτου κ.ά. Το οξύμωρο δε είναι ότι, ακριβώς αυτό το μοντέλο βρίσκεται και στον πυρήνα της χρηματοπιστωτικής φούσκας ιδιαίτερα για χώρες που μας «συνδέει» ως κοινή μοίρα η κρίση, όπως λ.χ. την Ισπανία. Ακόμα πιο εξωφρενικό γίνεται επίσης απ’ το γεγονός ότι μετά από τόσες και τόσες αναλύσεις για το «συγκριτικό πλεονέκτημα» του ελληνικού τοπίου, των ελληνικών ακτών και θαλασσών, της ελληνικής φύσης, των μνημείων κλπ για την «βαρειά βιομηχανία του τουρισμού», έρχεται ένα ν/σ που αποδέχεται κάθε αυθαιρεσία στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και δίνει έτσι βορά αυτό το «συγκριτικό πλεονέκτημα» σε μια εκμετάλλευση άνευ όρων και περιορισμών, που ισοδυναμεί με μια γενικευμένη και ανεπίστρεπτη καταστροφή.

Με το νομοσχέδιο αυτό αναρτημένο στη ηλεκτρονική δημόσια διαβούλευση (που θα έληγε στις 2/5 αλλά εξαιτίας των αντιδράσεων παρατάθηκε μέχρι τις 13/5), αξίζει να επισημάνουμε ότι, «απ’ την πίσω πόρτα», ένα πρώτο βήμα για την υπονόμευση του κοινόχρηστου χαρακτήρα των δημόσιων κτημάτων, νομοθετικά, έγινε ήδη. Στις 2/5, ψηφίστηκε ως τροπολογία της τελευταίας στιγμής και αριθμήθηκε ως άρθρο 172 σε ένα νομοσχέδιο του ΥΠΟΙΚ για τα πιστωτικά ιδρύματα, μια τροποποίηση του ν. 2971/2001 που λέει τα εξής: Ενώ μέχρι σήμερα προνόμιο παραχώρησης του αιγιαλού για απλή χρήση χωρίς δημοπρασία είχαν μόνο οι «όμοροι» ιδιοκτήτες και με βάση ένα «αντάλλαγμα» που υπολογιζόταν με μέτρο το ½ της «μέσης τιμής απλού δίκλινου δωματίου μετά λουτρού», από την έναρξη ισχύος της νέας αυτής τροποποίησης, δηλαδή από τώρα, όσοι σπεύσουν να εκδηλώσουν ενδιαφέρον, μπορούν να θεωρηθούν «όμοροι» με τα ανάλογα προνόμια ακόμα κι αν μεταξύ της ιδιοκτησίας τους και του αιγιαλού μεσολαβεί δημόσιο –κι επομένως κοινόχρηστο- κτήμα και μάλιστα με μέτρο υπολογισμού της τιμής ανταλλάγματος το ¼ της μέσης τιμής του απλού δίκλινου μετά λουτρού! Οποιος προλάβει δηλαδή, μην χαθεί η σαιζόν, και μάλιστα με εκπτώσεις 50%! Με τον τρόπο αυτό διευρύνεται αυτομάτως το πλήθος των δυνάμει παραχωρησιούχων του αιγιαλού, ήδη από φέτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την «εκμετάλλευση» των ακτών όπως την ξέρουμε.

Δημόσιο vs ιδιωτικό: είναι ή δεν είναι εκεί το θέμα;

Το σχέδιο νόμου για τον αιγιαλό έχει ήδη ξεσηκώσει ευρύτατες αντιδράσεις ίσως γιατί έβαλε το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων και μάλιστα από πολλές πλευρές για την ελληνική κοινωνία. Ακροβατώντας μεταξύ ιδεαλισμού και ρεαλισμού, πράγματι, ποιος μπορεί να υπερασπιστεί με αταλάντευτη σιγουριά την άποψη ότι το Δημόσιο υπήρξε καλός ιδιοκτήτης ή διαχειριστής για τις παραλίες (και εν γένει για τον φυσικό πλούτο της χώρας); Ποιος μπορεί όμως απ’ την άλλη να πει ότι η κοινωνία μπορεί να εκχωρήσει την προστασία του φυσικού της περιβάλλοντος σε ιδιώτες; Αν μιλήσουμε για την κοινοχρησία και την ελεύθερη απόλαυση μνημείων, τοπίων, φύσης, και πέρα απ’ την συνταγματική τους κατοχύρωση, ποιος μπορεί να εμπιστευθεί την διασφάλιση αυτού του δικαιώματοςστην διακριτική ευχέρεια ιδιωτών που πληρώνουν για να τους παραχωρηθεί κατ’ αποκλειστικότητα;

Για να μην μπερδευόμαστε. Ο τόπος μας είναι κι αυτά κι εκείνα που έλεγε και το σχολικό ποίημα «τ’ είν’ η πατρίδα μου;». Μ’ αυτά και κείνα καταφέραμε μετά από δεκαετίες «ανάπτυξης» να διασώζεται ανέπαφο απ’ την «ανάπτυξη» αυτή μεγάλο ποσοστό της ακτογραμμής (αλλού περισσότερο, αλλού λιγότερο), καταφέραμε κι εμείς κι εκείνοι, αντίστοιχα, να καμαρώνουμε συλλογικά για το «ελληνικό» μας καλοκαίρι, να συγκινούμαστε με όμοιους αλλά και ανόμοιους τρόπους απ’ την απόλαυση της παραλίας, της ακροποταμιάς, της όχθης μιας λίμνης. Είναι βέβαιο ότι η «εκμετάλλευση» ή η «ιδιωτικοποίηση» μ’ έναν τρόπο όλων αυτών των πόρων (και ιδιαίτερα των ακτών) δεν είναι του μέλλοντός μας, είναι σε ένα βαθμό ήδη εδώ.

Η μεταφορά των τρόπων κατανάλωσης και συμπεριφοράς από την πόλη στην «εξοχή» διαμορφώνει εδώ και χρόνια (διαφθείρει, αλλοτριώνει ίσως) την σχέση όλο και περισσότερων από εμάς με τη φύση, το τοπίο και τον ελεύθερο χρόνο. Υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που μπορεί να διαλέγουν παραλία ανάλογα με την ποιότητα (ή την τιμή) της ξαπλώστρας, του φραπέ ή της μουσικής απ’ το «μπιτσόμπαρο». Υπάρχουν άνθρωποι ανάμεσά μας που μπορεί να προτιμούν την παραλία με την φθηνή ξαπλώστρα και την φθηνή μουσική απ’ την παραλία χωρίς ξαπλώστρα και χωρίς μουσική. Υπάρχουν όμως κι άνθρωποι ανάμεσά μας που προσβάλλονται προσωπικά όταν βλέπουν ένα τοπίο τραυματισμένο από την αυθαιρεσία κάποιου ντόπιου «δωματιά» ή ταβερνιάρη κλπ, το μέγεθος, τη μορφή και τη θέση κάποιου ξενοδοχειακού συγκροτήματος ή κάποιας ιδιωτικής «βίλας», όπως υπάρχουν κι αυτοί που έφτιαξαν και τα δωμάτια και το συγκρότημα και τις ταβέρνες και τις βίλες, κι αυτοί που τα στηρίζουν ή στηρίζονται σ’ αυτά επίσης. Και σχεδόν κανείς απ’ όλους εμάς ή σχεδόν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα απ’ τη μια ή απ’ την άλλη πλευρά. Μ’ έναν τρόπο είμαστε όλοι διασυνδεδεμένοι σ’ αυτό. Και κάπως (ακόμα) μπορούμε και οι μεν και οι δε να βρούμε τον τρόπο μας και τον τόπο μας στο πώς να πλησιάσουμε τη φύση, πώς να περάσουμε ή «καταναλώσουμε» την ώρα μας σ’ αυτήν. Όμως με αυτό που επιχειρείται, δεν είναι μόνο ότι οι μεν θα’ χουν όλον τον τόπο δικό τους κι οι δε δεν θα’ χουν μέρος να σταθούν. Είναι ότι τον τόπο θα τον έχουν μόνο όσοι θα έχουν να πληρώσουν, και μόνο εκεί που τους επιτρέπεται να πλησιάσουν καταρχήν και να πληρώσουν στη συνέχεια. Κατά τα λοιπά, στην πράξη, θα ξεμείνουμε όλοι μαζί, με ανέπαφους και αδιατάρακτους μόνο όσους γιαλούς και ακροποταμιές περιφρονήσει, για δικούς της λόγους, η «ιδιωτική πρωτοβουλία».

Πρόκειται δηλαδή για αλλαγή παραδείγματος. Η αλλαγή παραδείγματος έγκειται στο να αποδεχθούμε ως κοινωνία την παραβίαση και καθολική κοστολόγηση του δικαιώματός μας να προσβαίνουμε σ’ αυτό το «κοινής χρήσης» πράγμα που κατά παράδοση αιώνων είναι η φύση. Συνίσταται επίσης στο να αποδεχθούμε ως κοινωνία ότι δεν υπάρχει τίποτα, ματίποτα, «εκτός συναλλαγής».

Το νομοσχέδιο, οι ακρογιαλιές και το μέλλον

Συνοψίζοντας, πρόκειται για ένα νομοθετικό έκτρωμα που κατάφωρα παραβιάζει το Σύνταγμα, τη νομολογία του ΣτΕ, την νομολογία αιώνων (από το ρωμαϊκό δίκαιο ήδη) για την ακρίβεια, το κοινοτικό δίκαιο, αλλά και τους στοιχειώδεις κοινούς τόπους της επιστημονικής κοινότητας (νομικών, περιβαλλοντολόγων, πολεοδόμων – χωροτακτών, αναπτυξιολόγων, ειδικών του τουρισμού και ο κατάλογος δεν έχει τέλος). Ένα πολιτικό πρόγραμμα που προδιαγράφει ένα εφιαλτικό μέλλον όχι μόνο από πλευράς περιβαλλοντικού ισοζυγίου ή τοπίου, αλλά και από την πλευρά της στοιχειωδέστερης λογικής για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάπτυξη της χώρας, ιδιαίτερα στον τομέα του τουρισμού και της αναψυχής, περισσότερο από ποτέ τώρα στην συγκυρία της κρίσης. Παράλληλα, αμφισβητεί την ίδια την πολιτισμική μας ταυτότητα και τη συλλογική μνήμη. Κι ίσως γι’ αυτό ξεσήκωσε ήδη και θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων, κυρίως μάλιστα από την πλευρά των πολιτών, δηλαδή της κοινωνίας. Κι αυτό είναι και χαρακτηριστικό και πολύ ελπιδοφόρο.

Παρακολουθώντας την νομοθεσία των τελευταίων ετών δεν μπορεί να διαφύγει σε κανέναν ότι περιστρέφεται γύρω από το ν’ αλλάξει χέρια η γη, την υφαρπαγή της γης όπως αλλιώς λέγεται. Κι όπως ίσως φάνηκε ήδη απ’ την εισαγωγή, είμαι απ’ αυτούς τους «στενάχωρους» ή «υποψιασμένους» που δεν εντυπωσιάστηκαν και τόσο από το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό. Το θεώρησα και το θεωρώ ως μάλλον αναμενόμενη συνέπεια όλων όσων προηγήθηκαν – εντός κι εκτός περιγράμματος των διαβόητων «μνημονιακών μας υποχρεώσεων» (ας μην ξεχνάμε ότι η αντισυνταγματική ιδιοποίηση τμημάτων αιγιαλού, το μπάζωμα, κλπ έχει ήδη θεσμοθετηθεί «στη ζούλα» και σε πλειάδα πρόσφατων νομοθετημάτων για ορισμένους –στρατηγικούς επενδυτές, επιχειρηματικά πάρκα κ.ά.- . καθώς επίσης έχουν ήδη επιβαρυνθεί και θεσμικά οι όροι «εκμετάλλευσής» του). Διαβάζοντάς το όμως προσεκτικά, ως κείμενο συνολικής ρύθμισης για το θέμα, ομολογώ πως την καταστροφή που δυνητικά εγγυάται δεν την χωράει το μυαλό μου. Για την αντίληψή μου λοιπόν, δεν αρκεί να αποσυρθεί, δεν αρκεί να μην «περάσει». Το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό πρέπει να καταδικαστεί σε οποιοδήποτε επίπεδο και με όλα τα μέσα (ασφαλώς και νομικά) αν μη τι άλλο και μόνο ως εγκληματική πρόθεση.

Το νομοσχέδιο για τον αιγιαλό (όπως ίσως και όποιο ανάλογο εμφανιστεί, λ.χ. για τα δάση) πρέπει να στιγματίσει για πάντα αυτούς που το συνέλαβαν και το κατέστρωσαν, πρέπει να θυμίσει στην κοινωνία που μαστίζεται από μια βαθειά και πολυεπίπεδη κρίση τι έχει και πρέπει να υπερασπιστεί, τι μέλλον ονειρεύεται.

Από την οικονομική κρίση δεν έχουμε πληγεί όλοι το ίδιο ή με τους ίδιους τρόπους. Στην κρίση όμως είμαστε όλοι εντός. Και το μέλλον χωρίς δικαιώματα, το μέλλον χωρίς μνήμη, το μέλλον χωρίς τόπους, χωρίς τα διαχρονικά «ρόδινα ακρογιάλια», μας αφορά όλους και όλες. Επιστρατεύοντας λοιπόν όλες μας τις δυνάμεις, ακόμα και τα προσωπικά ή συλλογικά μας βιώματα, πρέπει να σταθούμε να σκεφτούμε αυτό το μέλλον και ν’ αντισταθούμε με κάθε τρόπο στην καταστροφική και οριστική υποθήκευση της φύσης, των τρόπων και του τόπου μας.

Ετικέτες