Είμαστε λοιπόν μπροστά στο ερώτημα: συμφωνία που θα επιβεβαιώνει την παντοκρατορία των αγορών και της λιτότητας ή ρήξη και αρχή ενός δρόμου, δύσκολου μεν, ενίοτε αχαρτογράφητου, αλλά με δυνατότητες; Ας είμαστε ξεκάθαροι. Το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί με βάση τις τεχνικές προδιαγραφές της ρήξης, αλλά με βάση την πολιτική επιδίωξη.

Το ανέκ­δο­το είναι γνω­στό: ένας φοι­τη­τής της άκρας Αρι­στε­ράς στην Γαλ­λία ρώ­τη­σε τον Χο Τσι Μινχ τι μπο­ρούν να κά­νουν για να βοη­θή­σουν στον πό­λε­μο στο Βιετ­νάμ: «Nα κά­νε­τε επα­νά­στα­ση στην χώρα σας», ήταν η απά­ντη­ση που πήρε. Και μπο­ρεί επα­νά­στα­ση στη Γαλ­λία να μην έγινε, η ιστο­ρία όμως δι­δά­σκει κάτι ση­μα­ντι­κό: ότι τη γραμ­μή ανά­με­σα στον διε­θνι­σμό και τον σω­βι­νι­σμό δεν τη χα­ράσ­σει (κυ­ρί­ως) το διε­θνι­στι­κό λε­ξι­λό­γιο ή η πο­λι­τι­κή τα­κτι­κή που ακο­λου­θεί μια δύ­να­μη στην εκά­στο­τε συ­γκυ­ρία. Αυτό που κα­θο­ρί­ζει την δια­φο­ρά είναι αν η εκά­στο­τε επι­λο­γή έχει ως στόχο την κοι­νω­νι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση σε διε­θνι­κό επί­πε­δο ή εάν, αντί­θε­τα, τεί­νει προς την ενί­σχυ­ση ενός εθνι­κού κα­πι­τα­λι­σμού εις βάρος άλλων. Αυτή η πα­ρα­δο­χή είναι ο μόνος τρό­πος να εμπλα­κού­με σε μια συ­ζή­τη­ση που δεν θα κα­τα­λή­γει σε πα­ρα­λο­γι­σμούς: Αν δεν το κά­νου­με, οι υπε­ρα­σπι­στές στης Δια­τλα­ντι­κής Συμ­φω­νί­ας Εμπο­ρί­ου και Επεν­δύ­σε­ων (ΤΤΙP) θα φα­ντά­ζουν υπέρ­μα­χοι του διε­θνι­σμού, εφ'ό­σον με την συμ­φω­νία αυτή προ­ω­θεί­ται το διε­θνι­κό ένα­ντι του εθνι­κού (γε­νι­κώς). Αντί­στρο­φα, θα πρέ­πει να απο­τι­μή­σου­με δια­φο­ρε­τι­κά το τέλος της αποι­κιο­κρα­τί­ας, καθώς τα κι­νή­μα­τα που της αντι­στά­θη­καν μι­λού­σαν στο όνομα της εθνι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης, ήταν δη­λα­δή εθνι­κι­στι­κά με την στενή έν­νοια του όρου.

Αυτό που κάνει ένα κί­νη­μα ή ένα κόμμα διε­θνι­στι­κό, λοι­πόν, δεν είναι η πρόσ­δε­σή τους στις υφι­στά­με­νες διε­θνι­κές δομές και την υπε­ρε­θνι­κή κί­νη­ση του κε­φα­λαί­ου: είναι η ικα­νό­τη­τά τους να επι­δρούν στον κοι­νω­νι­κό σχη­μα­τι­σμό (το κρά­τος) με τρόπο γε­νι­κεύ­σι­μο, χωρίς δη­λα­δή η πα­ρέμ­βα­σή τους αυτή να είναι αντα­γω­νι­στι­κή προς τα συμ­φέ­ρο­ντα των κα­τα­πιε­σμέ­νων στις άλλες χώρες.

Μπο­ρεί να ισχυ­ρι­στεί κα­νείς στα σο­βα­ρά ότι η ρήξη με τη λι­τό­τη­τα στην Ελ­λά­δα είναι επι­λο­γή που υπο­νο­μεύ­ει τους αντί­στοι­χους αγώ­νες στην Ευ­ρώ­πη; Οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις αλ­λη­λεγ­γύ­ης ανά την Ευ­ρώ­πη δεί­χνουν το ακρι­βώς αντί­θε­το. Κι αυτό γιατί πα­ντού στην Ευ­ρώ­πη οι διε­θνι­στές κα­τα­λα­βαί­νουν ότι, προς το παρόν, το εθνι­κό επί­πε­δο είναι αυτό στο οποίο λει­τουρ­γεί έστω στοι­χειω­δώς η δη­μο­κρα­τία, με την έν­νοια ότι συ­γκε­κρι­μέ­νοι θε­σμοί και συ­σχε­τι­σμοί επι­τρέ­πουν στην μα­ζι­κή πο­λι­τι­κή να έχει απο­τε­λέ­σμα­τα. Αντί­στρο­φα, αυτό εξη­γεί γιατί διά­φο­ροι νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ροι εντός και εκτός [1] φρίτ­τουν όταν αμ­φι­σβη­τεί­ται ο αυ­ταρ­χι­κός νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός που αυτή τη στιγ­μή εν­σαρ­κώ­νει η ΕΕ. Οι ίδιοι, εξάλ­λου, δια­κι­νούν τις πλέον εθνι­κι­στι­κές από­ψεις ανα­φο­ρι­κά π.χ. με τους με­τα­νά­στες και τους πρό­σφυ­γες, και πάνω απ' όλα, επι­μέ­νουν στην ανά­γκη οι­κο­δό­μη­σης μιας «αντα­γω­νι­στι­κής εθνι­κής οι­κο­νο­μί­ας», που πα­ρε­μπι­πτό­ντως, συ­νι­στά το από­λυ­το εθνι­κι­στι­κό αί­τη­μα. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, λοι­πόν, το μίσος τους γι' αυτό αυτό που ονο­μά­ζουν «εθνο­λαϊ­κι­σμό» δεν είναι παρά ένα άλλο, πολύ γνω­στό μίσος: το μίσος για την δη­μο­κρα­τία.

«Όταν αλ­λά­ζουν τα δε­δο­μέ­να, αλ­λά­ζω την γνώμη μου. Εσείς τι κά­νε­τε;», ρω­τού­σε προ­κλη­τι­κά την δε­κα­ε­τία του '30 ο Κέυνς. Έτσι, είναι αδύ­να­τον στα τέλη Ιου­νί­ου του 2015 να συ­ζη­τά­με για την σχέση εθνι­κού-διε­θνι­κού με τους ίδιους όρους που το κά­να­με με­ρι­κά χρό­νια ή και λί­γους μήνες πριν. Τέσ­σε­ρις μήνες δια­πραγ­μά­τευ­σης μας έδει­ξαν ότι, στις πα­ρού­σες συν­θή­κες, οι θε­σμοί της ΕΕ δεν έχουν καμία διά­θε­ση να δια­πραγ­μα­τευ­τούν και, κυ­ρί­ως, να ανε­χθούν πα­ρεκ­κλί­σεις από μια συ­γκε­κρι­μέ­νη μορφή νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης λι­τό­τη­τας και σκλη­ρού μο­νε­τα­ρι­σμού. Αυτοί οι μήνες, λοι­πόν, μας έδει­ξαν πως, και αν ακόμα κά­ποιες πα­ρα­χω­ρή­σεις θα έβγα­ζαν νόημα σε «στενά» οι­κο­νο­μι­κά πλαί­σια, ο στό­χος της διαιώ­νι­σης αυτού του πλέγ­μα­τος εξου­σί­ας, που βα­σί­ζε­ται στην λι­τό­τη­τα και τον μο­νε­τα­ρι­σμό, δεν επι­τρέ­πει κα­νέ­ναν συμ­βι­βα­σμό. Κι αν αυτή η ασυμ­βί­βα­στη στάση των «θε­σμών» συμ­βα­δί­ζει με ευ­ρύ­τε­ρες δομές εξου­σί­ας, αυτό δεν συ­νε­πά­γε­ται επ’ ου­δε­νί ότι όλα είναι ορ­θο­λο­γι­κά και καλά κουρ­δι­σμέ­να. Στην Ευ­ρω­ζώ­νη του απο­πλη­θω­ρι­σμού και της αιώ­νιας λι­τό­τη­τας, η πι­θα­νό­τη­τα ενός «ατυ­χή­μα­τος» δεν είναι απλά υπαρ­κτή: με­γα­λώ­νει κάθε λεπτό που μι­λά­με. Θε­ω­ρού­με λοι­πόν σκό­πι­μο να το επι­ση­μά­νου­με, στο βαθμό που η προ­σή­λω­ση στο ευρώ μπο­ρεί να μην είναι απλά πο­λι­τι­κά λαν­θα­σμέ­νη: από πο­λι­τι­κή άποψη, ίσως είναι απλώς εκτός τόπου και χρό­νου. Με δια­φο­ρε­τι­κή δια­τύ­πω­ση: αν το ευρώ είναι ο «Κα­νό­νας του Χρυ­σού» του 21ου αιώνα, μπο­ρεί να βρι­σκό­μα­στε στο ση­μείο όπου η διά­σω­σή του είναι αδύ­να­τη. Δεν υπο­στη­ρί­ζου­με κατ’ ανά­γκη ότι αυτό έχει ήδη συμ­βεί. Θε­ω­ρού­με όμως πως είναι αδύ­να­το να συ­ζη­τά­με χωρίς να παίρ­νου­με σο­βα­ρά υπόψη αυτό το εν­δε­χό­με­νο.

Ακού­με βε­βαί­ως τον αντί­λο­γο: Ακόμα κι αν ισχύ­ουν αυτά, δεν υπάρ­χει άραγε κάτι στην ΕΕ που αξί­ζει να σωθεί; Είναι μια εύ­λο­γη ερώ­τη­ση, ει­δι­κά αν λά­βου­με υπόψη την άνοδο της Αρι­στε­ράς στην Ισπα­νία, όπως απο­τυ­πώ­θη­κε στις τε­λευ­ταί­ες δη­μο­τι­κές εκλο­γές. Η προ­σέγ­γι­ση αυτή, ωστό­σο, έχει όρια – και ο λόγος είναι απλός: πα­ράλ­λη­λα με την Ισπα­νία, έχου­με μια σειρά εξαι­ρε­τι­κά κακών απο­τε­λε­σμά­των στην Φιν­λαν­δία, το Ηνω­μέ­νο Βα­σί­λειο, την Δανία. Στη δε Ιρ­λαν­δία, πα­ρό­λο που το Σιν Φέιν πη­γαί­νει καλά, είναι σχε­δόν αδύ­να­το να κυ­βερ­νή­σει μετά τις επό­με­νες εκλο­γές. Συ­νε­πώς, το διε­θνι­στι­κό μας κα­θή­κον στην πα­ρού­σα συ­γκυ­ρία περνά κυ­ρί­ως μέσα απο τον δρόμο που θα χα­ρά­ξου­με, από το μή­νυ­μα που θα στεί­λου­με, από το αν θα αντ­ντα­χθού­με (ή θα εν­σω­μα­τω­θού­με...) στον κα­νό­να της λι­τό­τη­τας και των μνη­μο­νί­ων.

Να απα­ντή­σου­με τα ερω­τή­μα­τα που μας έλα­χαν

Εί­μα­στε λοι­πόν μπρο­στά στο ερώ­τη­μα: συμ­φω­νία που θα επι­βε­βαιώ­νει την πα­ντο­κρα­το­ρία των αγο­ρών και της λι­τό­τη­τας ή ρήξη και αρχή ενός δρό­μου, δύ­σκο­λου μεν, ενί­ο­τε αχαρ­το­γρά­φη­του, αλλά με δυ­να­τό­τη­τες; Ας εί­μα­στε ξε­κά­θα­ροι. Το ερώ­τη­μα δεν μπο­ρεί να απα­ντη­θεί με βάση τις τε­χνι­κές προ­δια­γρα­φές της ρήξης, αλλά με βάση την πο­λι­τι­κή επι­δί­ω­ξη. Είναι σαφές ότι τα προη­γού­με­να χρό­νια τα μνη­μό­νια υπήρ­ξαν τα ερ­γα­λεία για να εδραιω­θεί και να ανα­πα­ρα­χθεί (όπως και συ­νέ­βη τε­λι­κά) ένας συ­σχε­τι­σμός δύ­να­μης ιδιαί­τε­ρα αρ­νη­τι­κός για την ερ­γα­σία και την νε­ο­λαία. Πι­θα­νή απο­δο­χή τους σή­με­ρα, έστω και σε βελ­τιω­μέ­νη (;) εκ­δο­χή, δεν θα εξυ­πη­ρε­τού­σε τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον σκοπό για τον οποίο εφαρ­μό­στη­καν επι της αρχής. Και προ­φα­νώς, εν­δε­χό­με­νη ανα­νε­ώ­ση και η συν­δε­σή τους με την χρη­μα­το­πι­στω­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα της χώρας θα είναι μό­νι­μη και θα έχει απαι­τή­σεις αντα­πό­δο­σης.

Απο την άλλη, ο δρό­μος της σύ­γκρου­σης ούτε είναι εύ­κο­λος, ούτε θα πρέ­πει να ωραιο­ποιεί­ται. Πε­ρι­λαμ­βά­νει δύ­σκο­λες απο­φά­σεις (κρα­τι­κο­ποί­η­ση τρα­πε­ζών, κού­ρε­μα με­γά­λων κα­τα­θέ­σε­ων, έλεγ­χο ροής κε­φα­λαί­ων), σχε­δια­σμό και ορ­γά­νω­ση για την πα­ρα­γω­γή σε άλλα πρό­τυ­πα, σύ­γκρου­ση με τον τρόπο ζωής δε­κα­ε­τιών, προ­βλή­μα­τα δη­λα­δή που χρειά­ζε­ται να επι­λυ­θούν άμεσα και έχουν δυ­σκο­λί­ες. Εδώ και κά­μπο­σους μήνες, ωστό­σο, οι πο­λέ­μιοι της ρήξης εστιά­ζουν κυ­ρί­ως στα εξής: Πρώ­τον, αν οι δια­πραγ­μα­τεύ­σεις ναυα­γή­σουν, θα έχου­με εκροή κα­τα­θέ­σε­ων· αυτό όμως έχει ήδη συμ­βεί. Δεύ­τε­ρον, δεν θα θα έχου­με πί­στω­ση στις ει­σα­γω­γές· όμως οι εμπο­ρι­κές συ­ναλ­λα­γές με τους εξα­γω­γείς του εξω­τε­ρι­κού γί­νο­νται ήδη με­τρη­τοίς, καθώς η εμπι­στο­σύ­νη των τε­λευ­ταί­ων έχει κλο­νι­στεί σο­βα­ρά.

Προ­βλή­μα­τα όπως τα πα­ρα­πά­νω δεν είναι βε­βαί­ως τα μόνα που θα αντι­με­τω­πί­σει η ελ­λη­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση σε πε­ρί­πτω­ση ρήξης. Όμως το όριο της βιω­σι­μό­τη­τας μιας τέ­τοιας ρήξης το θέτει η πο­λι­τι­κή, και όχι η οι­κο­νο­μία με τη στενή έν­νοια του όρου. Εάν λοι­πόν η σύ­γκρου­ση δεν απο­φευ­χθεί, η κυ­βέρ­νη­ση και οι κοι­νω­νι­κοί της σύμ­μα­χοι θα πρέ­πει να ανα­με­τρη­θούν με τον πα­νι­κό που μπο­ρεί να επι­φέ­ρει μια ει­κό­να κα­τάρ­ρευ­σης του ήδη χρε­ω­κο­πη­μέ­νου τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος. Θα πρέ­πει να απο­κρού­σουν την υστε­ρία που θα προ­σπα­θεί να καλ­λιερ­γή­σει το αντί­πα­λο στρα­τό­πε­δο και τα ελεγ­χό­με­να ΜΜΕ. Και θα πρέ­πει να αντι­με­τω­πί­σουν την επέ­λα­ση στη δη­μό­σια πε­ριου­σία που θα επι­χει­ρή­σουν κερ­δο­σκο­πι­κοί κύ­κλοι μέχρι να στα­θε­ρο­ποι­η­θεί η οι­κο­νο­μία.

Μπο­ρεί ωστό­σο η αλ­λα­γή νο­μί­σμα­τος να απο­τε­λεί ανα­σταλ­τι­κό πα­ρά­γο­ντα για την υιο­θέ­τη­ση της ρη­ξια­κής γραμ­μής; Κατά τη γνώμη μας όχι. Η τρο­μο­κρα­τία του νο­μί­σμα­τος είναι ερ­γα­λείο πο­λι­τι­κής του αντι­πά­λου. Το ζη­τού­με­νο εξάλ­λου πα­ρα­μέ­νει: για ποιούς και με ποιούς κάνει κα­νείς πο­λι­τι­κή; Εδώ οι πο­λι­τι­κές εκτι­μή­σεις φυ­σι­κά απο­κλί­νουν, καθώς η απά­ντη­ση δεν μπο­ρεί παρά να είναι ζή­τη­μα πο­λι­τι­κής το­πο­θέ­τη­σης. Αποψή μας είναι οτι κα­θή­κον της Αρι­στε­ράς είναι ο τερ­μα­τι­σμός της λι­τό­τη­τας – και από τις μέχρι τώρα εξε­λί­ξεις φαί­νε­ται ότι αυτό δεν είναι εφι­κτό εντός Ευ­ρω­ζώ­νης. Λο­γι­κοί (αρι­στε­ροί) άν­θρω­ποι μπο­ρεί κάλ­λι­στα να δια­φω­νούν με αυτή μας την πο­λι­τι­κή εκτί­μη­ση. Αυτό όμως δεν είναι το ίδιο με το να απορ­ρί­πτε­ται η ρήξη από θέση αρχής ως ...«αντι­διε­θν­στι­κή» στάση. Ας το πούμε λοι­πόν απε­ρί­φρα­στα: αν το πεί­ρα­μα της αρι­στε­ρής δια­κυ­βέρ­νη­σης στην Ελ­λά­δα κα­τα­λή­ξει σε «λι­τό­τη­τα συν κά­ποια λίγα ατο­μι­κά δι­καιώ­μα­τα», θα έχου­με στην πράξη εγα­τα­λεί­ψει τις συ­ντρό­φισ­σες και τους συ­ντρό­φους μας που πα­λεύ­ουν σε άλλες χώρες της Ευ­ρώ­πης.

Με βάση και τα πα­ρα­πά­νω, ας έχου­με κατά νου ότι το «Μέ­νου­με Ευ­ρώ­πη» ήταν μια υπεν­θύ­μι­ση ότι σε συν­θή­κες αρι­στε­ρής κυ­βέρ­νη­σης, ο «δρό­μος» δεν θα είναι μο­νο­πώ­λιο της Αρι­στε­ράς και των προ­ο­δευ­τι­κών κι­νη­μά­των. Για το λόγο αυτό, η ανά­γκη λαϊ­κής κι­νη­το­ποί­η­σης γί­νε­ται όλο και πιο επι­τα­κτι­κή. Ας εί­μα­στε λοι­πόν ει­λι­κρι­νείς: εύ­κο­λες λύ­σεις και μα­γι­κές συ­ντα­γές δεν υπάρ­χουν. Ο δρό­μος της ρήξης πι­θα­νώς να είναι χωρίς επι­στρο­φή, και μά­λι­στα χωρίς επι­στρο­φή σε πολλά πράγ­μα­τα με τα οποία τμή­μα­τα της κοι­νω­νί­ας είναι ακόμα προ­σκολ­λη­μέ­να: την κα­τα­νά­λω­ση, την σι­γου­ριά (ακόμα και την σι­γου­ριά της με­ρι­κής κοι­νω­νι­κής κα­τα­στρο­φής), την στα­θε­ρό­τη­τα. Δεν βοη­θά­ει να υπο­κρι­νό­μα­στε ότι αδια­φο­ρού­με για όλα αυτά. Αυτό που χρειά­ζε­ται, αντί­θε­τα, είναι να πά­ρου­με μια από­φα­ση με ει­λι­κρί­νεια και σαφή αντί­λη­ψη για τα πραγ­μα­τι­κά όρια της θε­ω­ρί­ας και της πρά­ξης μας.

___________

Ση­μεί­ω­ση

1Βλ. εν­δει­κτι­κά: Τάκης Θε­ο­δω­ρό­που­λος, «Εθνο­λαϊ­κι­σμός ενα­ντί­ον Ευ­ρώ­πης»,Κα­θη­με­ρι­νή 10.3.2015 [http://​www.​kathimerini.​gr/​806715/​opinion/​epi​kair​otht​a/​politikh/​e8n​olai​kism​os-​enantion-​eyrwphs ]· Γκά­μπριελ: Ενί­σχυ­ση του εθνι­κι­σμού σε πε­ρί­πτω­ση Grexit,Κα­θη­με­ρι­νή 20.​6.​2.​2015[http://​www.​kathimerini.​gr/​820302/​article/​epi​kair​otht​a/​politikh/​gkampriel-​enisxysh-​toy-​e8nikismoy-​se-​periptwsh-​grexit]

Ετικέτες