Η  πιο φωτεινή είδηση μέσα στο σκοτάδι των ημερών, έρχεται από τις φωνές αντιπολεμικής αντίρρησης στη Ρωσία.

Από την έναρξη της εισβολής μέχρι και την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις είναι καθημερινές και σε πάρα πολλές πόλεις. Η συμμετοχή είναι περιορισμένη, αλλά -στις αφάνταστα σκληρές ρωσικές συνθήκες- η σημασία τους είναι τεράστια και ο ηρωισμός των ανθρώπων που συμμετέχουν συγκλονιστικός. Οι αντιπολεμικοί ακτιβιστές κι ακτιβίστριες μετρούν αρκετές χιλιάδες συλλήψεις αυτές τις πρώτες μέρες. Σε πολλές πόλεις, τα μικρά μεγέθη (σκόρπιες ομάδες, ατομικοί ακτιβισμοί κ.ο.κ.) είναι και επιλογή των ίδιων των διαδηλωτών για να αποφύγουν μαζικές συλλήψεις και καταστολή.  

Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι στους δρόμους εκπροσωπούν πολύ περισσότερους Ρώσους από τα μεγέθη των διαδηλώσεων. Και η αλήθεια είναι ότι σε επίπεδο δηλώσεων, ψηφισμάτων, ανακοινώσεων κλπ η αντιπολεμική αντίρρηση είναι ισχυρή. Από εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους μέχρι ένα σημαντικό τμήμα της διανόησης ή της τέχνης κι από δημοσιογράφους μέχρι εκπαιδευτικούς ή εργαζόμενους στην πληροφορική, το «όχι στο όνομά μας», η αλληλεγγύη στους Ουκρανούς, η «συγνώμη» και η δήλωση «ντροπής» αποτελούν αχτίδα φωτός. Η αντιπολεμική αντίρρηση ξεπερνά τα όρια των σκληρών αντικαθεστωτικών, όπως αποτυπώνεται από παραιτήσεις και καταγγελίες ανθρώπων που δραστηριοποιούνταν (ειδησεογραφικά, επαγγελματικά, καλλιτεχνικά, επιστημονικά) στο «mainstream» της ρωσικής ζωής. 

Στη Ρωσία, όπου λειτουργεί μια μηχανή απαγγελιών κατηγορίων για υποκινούμενη από το εξωτερικό πρακτόρικη δράση, ακόμα και σε καιρό ειρήνης, μπορεί να φανταστεί κανείς το βάρος που επικρατεί σε καιρό πολέμου, καθώς το Κρεμλίνο φουσκώνει τα πανιά του μεγαλορωσικού εθνικισμού. Το κλίμα που καλλιεργείται απέναντι σε όσους κι όσες εκφράζουν την ντροπή τους για τον πόλεμο, το έθεσε ένα από τα παπαγαλάκια του Κρεμλίνου στα κρατικά ΜΜΕ: «Αν ντρέπεστε που είστε Ρώσοι, δεν είστε Ρώσοι».   

Υπογραμμίζουμε τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η δημόσια  αντιπολεμική αντίρρηση στη Ρωσία, όχι μόνο για να φωτίσουμε το σθένος όσων το κάνουν, αλλά κυρίως για να αναδειχθεί ότι το αντιπολεμικό αίσθημα μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που φαίνεται. Από πριν την εισβολή, Ρώσοι σύντροφοι περιέγραφαν ότι το κλίμα δεν συγκρίνεται καθόλου με τον πατριωτικό ενθουσιασμό του 2014 και ελάχιστοι στηρίζουν θερμά τις επιδιώξεις του Πούτιν. Ο φόβος της καταστολής, η κυνική παραίτηση («άλλοι αποφασίζουν για μας, δεν έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε κάτι»), η εξοικείωση με την ύπαρξη «εμπόλεμης κατάστασης» στο Ντονμπάς τα τελευταία 8 χρόνια και η προσδοκία ο πόλεμος να παραμείνει μακριά ή να λήξει σύντομα συμβάλουν σε μια πιο παθητική αποδοχή ή σιωπηλή διαφωνία, αλλά οι συγγενικοί δεσμοί με τον ουκρανικό λαό, το σοκ της μαζικής εισβολής και ιδιαίτερα η περίπτωση ο πόλεμος και οι συνέπειές του να τραβήξουν σε πιο παρατεταμένο χρονικό διάστημα, υπονομεύουν την υποστήριξη στη ρωσική επέμβαση. Αυτό το κλίμα και αυτή τη δυναμική αντανακλά έμμεσα η διαφοροποίηση ενός βουλευτή του ΚΚ Ρωσίας, που ψήφισε την πρόταση του κόμματός του για αναγνώριση των αυτοαποκαλούμενων «Λαϊκών Δημοκρατιών»: «Ψήφισα να γίνει η Ρωσία ασπίδα, όχι να βομβαρδιστεί το Κίεβο».

Τα αντιπολεμικά νέα από τη Ρωσία αποτελούν ένα διπλό «κάλεσμα» σε όλους κι όλες μας. Αφενός, για την πολιτική στάση απέναντι στο ρωσικό κράτος και τον πόλεμό του: Είμαστε στο πλευρό των ανθρώπων που αντιστέκονται στον πόλεμο, που αυτήν τη στιγμή υιοθετούν την πιο αυθεντικά αντι-ιμπεριαλιστική και αντι-εθνικιστική στάση, ενάντια στην κυβέρνηση που τους φυλακίζει. Αφετέρου, για τη στάση που οφείλουμε να κρατήσουμε στις χώρες μας. Έχουμε να εμπνευστούμε από τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που πάνε κόντρα στις φιλοπόλεμες ιαχές της «δικής τους» κυβέρνησης και να ανταποδώσουμε πράττοντας τα ανάλογα και εδώ, απέναντι στις «δικές μας». 

Οι κυβερνήσεις και τα μεγάλα ΜΜΕ στον λεγόμενο «δυτικό κόσμο» ενορχηστρώνουν μια χυδαία κι επιθετική καμπάνια που επιχειρεί να μετατρέψει την αγωνία για τον ουκρανικό λαό σε πολεμοκάπηλη κραυγή. Οι, τάχα, υπερασπιστές του «ελεύθερου κόσμου»απέναντι στο «ρωσικό αυταρχισμό», αντιγράφουν συστηματικά τον Πούτιν. Στη Ρωσία, όποιος δε συσπειρώνεται ενθουσιωδώς γύρω από τη ρωσική σημαία, «είναι άνθρωπος της Δύσης». Στις δυτικές χώρες, όποιος δεν συσπειρώνεται με ενθουσιασμό γύρω από τον ευρωατλαντισμό, «κάνει τη δουλειά των Ρώσων». Τα ρωσικά ΜΜΕ απαγορεύουν φράσεις όπως «εισβολή», «επίθεση» ή «κήρυξη πολέμου». Στην ΕΕ, συζητάνε την απαγόρευση ΜΜΕ ρωσικών συμφερόντων -για την υπεράσπιση της ελευθερίας και της δημοκρατίας πάντα! Διαμορφώνεται ένα κλίμα, που αν εμπεδωθεί, θα θυμίζει «μακαρθισμό». Και αξίζει να θυμόμαστε ότι ο αυθεντικός «μακαρθισμός», αυτό το συνώνυμο συκοφάντησης και διώξεων, γεννήθηκε επίσης στη «δημοκρατική Δύση», την τελευταία φορά που και πάλι καλούσε τους πληθυσμούς να συσπειρωθούν γύρω της απέναντι στον «ολοκληρωτισμό». 

Αυτή η πίεση αφορά την συκοφάντηση της Αριστεράς, την επιβολή σιωπητηρίου στο αντιπολεμικό κίνημα και την προσπάθεια να αποσπάσει τη συναίνεση των πληθυσμών σε πολεμοκάπηλους σχεδιασμούς. Έχουμε να διδαχθούμε από το σθένος των Ρώσων διαδηλωτών. Έχουμε να τρίψουμε στη μούρη των «γερακιών» που στέλνουν όπλα και φτιάχνουν κλίμα σύγκρουσης, στο όνομα τάχα της ειρήνης, τις φωνές μέσα από τη Ρωσία, που αναδεικνύουν την παράνοια του ισχυρισμού του Κρεμλίνου ότι εξαπέλυσε πόλεμο γιατί νοιάζεται για την ειρήνη. 

Από τις διαδηλώσεις αυτών των ημερών ενάντια στη ρωσική εισβολή, ξεχώρισαν οι 100.000 διαδηλωτές στο Βερολίνο. Σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις -που δείχνουν εύλογες- το πλήθος ήταν ανάμικτο και το μήνυμα θολό. Ανθρωπιστικά ανακλαστικά («ανησυχώ γι’ αυτό που γίνεται στην Ουκρανία και μόνο να διαδηλώσω μπορώ»), πατριωτικά ή και εθνικιστικά αισθήματα της μεγάλης ουκρανικής κοινότητας, ένα φάσμα απόψεων και συνθημάτων στις πικέτες που περιλάμβανε το γενικό αίσθημα «να κάνουμε κάτι», τη συμπάθεια προς τις κυρώσεις, την απαίτηση στρατιωτικής ενίσχυσης των Ουκρανών, αλλά και την αυθεντική αντιπολεμική αντίρρηση, κυρίως με το «Όχι σε Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο», που ήταν εμφανές ότι αφορούσε την προοπτική δυτικής «ανταπάντησης». Παίρνοντας υπόψη το μέγεθος της αντιμιλιταριστικής διάθεσης στο γερμανικό λαό, που παρέμενε συγκλονιστική ψηλά στις δημοσκοπικές έρευνες μέχρι και λίγο πριν την εισβολή, είμαστε σίγουροι ότι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι σε αυτή τη διαδήλωση ήταν πολλοί. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι γύρισαν σπίτι τους για να μάθουν εμβρόντητοι από την τηλεόραση ότι εκείνη τη μέρα ο «σοσιαλδημοκράτης» Σολτζ ανακοίνωσε τη μετατροπή της Γερμανίας σε πολεμική υπερδύναμη, δαπανώντας 100 δισ. ευρώ (!) σε όπλα. Και διάβασαν ρεπορτάζ που επιχειρούσαν χυδαία να συνδέσουν όσα γίνονταν στους δρόμους του Βερολίνου με όσα γίνονταν στη Βουλή, ως «αφύπνιση της Γερμανίας». Ελπίζουμε ότι με την παρέμβαση και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η αντιμιλιταριστική διάθεση θα στραφεί ενάντια σε αυτή την κολοσσιαία πρόκληση για την ειρήνη.

Παραφράζοντας το σύνθημα της αμερικανικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς μετά την 11η Σεπτέμβρη («ο θρήνος μας δεν είναι κραυγή πολέμου») θα πρέπει να δοθεί σκληρή μάχη για να εμπεδωθεί ότι «η εναντίωσή μας στη ρωσική εισβολή δεν είναι απαίτηση για περισσότερο πόλεμο».  

Άλλωστε, οι προθέσεις και οι διαθέσεις των κυβερνήσεων στη Δύση δεν κρύβονται. Στη Βρετανία, η αντιπολεμική ομπρέλα Stop The War Coalition, έβγαλε μια ανακοίνωση που κατήγγειλε τη ρωσική επέμβαση, ζητούσε απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων, αναδείκνυε τις ευθύνες του ΝΑΤΟ στην κλιμάκωση και ζητούσε να σταματήσει η επέκταση του ΝΑΤΟ και να «επιστρέψει η διπλωματία». Μια αυτονόητη δήλωση όποιου ενδιαφέρεται πραγματικά για την ειρήνη, την οποία συνυπέγραψαν 11 βουλευτές του Εργατικού Κόμματος. Αλλά η ηγεσία του κόμματος τους απείλησε με διαγραφή, οδηγώντας στην απόσυρση των 11 υπογραφών. Αμέσως μετά, η ηγεσία «κατέλαβε» το λογαριασμό της Νεολαίας του κόμματος στα κοινωνικά δίκτυα, επειδή διατύπωνε κριτικές -και- στο ΝΑΤΟ. Δεν τους ενδιαφέρει η ειρήνη, ούτε η καταδίκη της Ρωσίας: το μήνυμα είναι ότι δεν ανέχονται καμιά κριτική του ρόλου του ΝΑΤΟ. Γιατί μιλάνε για ειρήνη, αλλά σκέφτονται τα επόμενα πολεμικά επεισόδια. 

Όλα τα παραπάνω, υπογραμμίζουν την κρισιμότητα που έχει η διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της Αριστεράς ως προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός πραγματικού αντιπολεμικού κινήματος, για να μη χάσει το «Όχι στον Πόλεμο» το νόημά του στα χέρια των πολεμοκάπηλων προπαγανδιστών. 

Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου και η Αριστερά

Τ α πρόσφατα γεγονότα προσφέρονται για ένα αυτοκριτικό συμπέρασμα. Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου γράφει εύστοχα ότι ο Μπάιντεν αντιμετωπίστηκε όταν προειδοποιούσε για επικείμενη ρωσική εισβολή σαν τον «ψεύτη βοσκό». Επισημαίνει τα ελαφρυντικά, όπως προκύπτουν άλλωστε και από την εύστοχη επιλογή της αναλογίας (ο βοσκός του παραμυθιού είχε φωνάξει πολλές φορές ψευδώς «λύκος» ώστε να μην τον πιστέψουν οι συχωριανοί όταν τελικά ο λύκος εμφανίστηκε). Στην προκειμένη περίπτωση, η εξέλιξη θυμίζει μια άλλη ρήση, του Μπόρις Καγκαρλίτσι: «το ότι κάποιος έχει μανία καταδίωξης, δεν αποκλείει ότι κάποια στιγμή ίσως τον καταδιώκουν όντως». Ο Ρώσος μαρξιστής την είχε χρησιμοποιήσει για τον Πούτιν, αναδεικνύοντας ότι ενώ το ρωσικό καθεστώς καλλιεργούσε ένα σοβινιστικό κλίμα αντι-δυτικής υστερίας που αξιοποιούσε εργαλειακά, αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός της περικύκλωσης της Ρωσίας από το ΝΑΤΟ. Σήμερα μπορεί να πει κανείς ότι το γεγονός ότι καλλιεργείται κι εργαλειοποιείται στη Δύση μια ρωσοφοβική υστερία, δεν αναιρεί το γεγονός ότι στη Ρωσία υπάρχουν φιλοδοξίες αυτοκρατορικής «παλινόρθωσης» που απειλούν γειτονικά της  κράτη. 

Η αποτυχία πρόβλεψης μιας τέτοιας ρωσικής επίθεσης αφορά τους περισσότερους (αν όχι όλους!) από όσους γράψαμε σχετικά για την ουκρανική κρίση το προηγούμενο διάστημα. Σε ό,τι μας αφορά, δεν θα το γράφαμε διαφορετικά από το Ρώσο σύντροφο Ιλία Μπουντραΐτσκις: 

«Όπως και οι περισσότεροι σχολιαστές στη Ρωσία, μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν πίστευα ότι ήταν πιθανή μια πλήρους κλίμακας επίθεση στην Ουκρανία. Ωστόσο μου ήταν ξεκάθαρος ο επιθετικός προσανατολισμός της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής και η υβριδική εμπλοκή του ρωσικού στρατού στον πόλεμο στο Ντονμπάς. Αλλά όσοι στη δυτική Αριστερά μέχρι το τελευταίο λεπτό παρουσίαζαν τη Ρωσία σαν θύμα και αποκαλούσαν αδιάκοπα το ουκρανικό καθεστώς “ναζιστικό”, έχουν σήμερα τη δική τους ευθύνη μπροστά στον πόλεμο. Κι αν θέλουν να είναι ειλικρινείς με τους εαυτούς τους και τους υποστηρικτές τους, θα όφειλαν να παραδεχτούν το λάθος τους». 

Η ανάλυση για τον άδικο-ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα των ανταγωνισμών στην εποχή που έχουμε μπει είναι πολύτιμη. Σήμερα, μπορεί να δείξει κανείς κατανόηση σε Ουκρανούς που υπερασπίζονται το «δίκιο τους» απέναντι στη ρωσική εισβολή. Όπως και χθες θα μπορούσε κανείς να δείξει κατανόηση σε ανθρώπους του Ντονμπάς, που υπερασπίζονταν το «δίκιο τους» απέναντι στο καθεστώς του Κιέβου. Αλλά, δυστυχώς, η υπόθεσή τους καθορίζει τη φύση και τα επίδικα της σύγκρουσης όσο καθόρισε και η δίκαιη υπόθεση των Σέρβων απέναντι στην Αυστροουγγαρία τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Από την αντιπολεμική Αριστερά εκείνης της εποχής έχουμε να αντλήσουμε πολλά μαθήματα. Στην αντιπαράθεση με τις κυβερνήσεις τους, ο Γερμανός Λίμπκνεχτ έδειξε σθένος παρά τη χυδαία συκοφάντηση ως υποστηρικτής του Τσάρου της Ρωσίας κι ο Ρώσος Λένιν αντίστοιχα παρά τη χυδαία συκοφάντηση ως άνθρωπος του Γερμανού Κάιζερ. Αλλά δεν θα βρει κανείς ούτε λέξη τους που να αφήνει την παραμικρή υποψία «κατανόησης» στις επιδιώξεις του Τσάρου ή του Κάιζερ στον Μεγάλο Πόλεμο. Στα αντιπολεμικά γραπτά του Τρότσκι, θα βρει κανείς τις πιο λαμπρές επισημάνσεις για τα όρια της «αυτοδιάθεσης» των μικρών εθνών, όταν η σχετική απόφαση παίρνεται με το πιστόλι στο κρόταφο ή δένει τις τύχες της με την «προστασία» του ενός ή τον άλλου ιμπεριαλισμού.

Σήμερα η υποκρισία ξεχειλίζει. Ο Πούτιν, δικαιολογεί την ιμπεριαλιστική του επέμβαση αντιγράφοντας σε βαθμό «τρολαρίσματος» τη φρασεολογία που επιστράτευσαν οι ευρωατλαντικές κυβερνήσεις στο Κόσοβο (αποτροπή εθνοκάθαρσης, υπεράσπιση της «αυτοδιάθεσης»), στο Ιράκ (γκρέμισμα αυταρχικού καθεστώτος, που κάνει εγκλήματα κατά των Κούρδων ή εισβάλει στο Κουβέιτ), στη Λιβύη (ο εμφύλιος πόλεμος προϋπήρχε, παρεμβαίνουμε για να σταματήσουμε τη σφαγή). Όλα αυτά τα προηγούμενα πρέπει να τρίψουμε στη μούρη των δυτικών όψιμων υπερασπιστών της «εδαφικής ακεραιότητας», της «διεθνούς νομιμότητας» και του «σεβασμού στην κυρίαρχη κυβέρνηση». Αλλά για να το κάνει κανείς αυτό πειστικά, οφείλει να αναγνωρίσει ότι οι ισχυρισμοί του Πούτιν σήμερα είναι εξίσου προσχηματικά φύλλα συκής για μια εξίσου αντιδραστική πολιτική. Όσα λέγαμε -για το Κόσοβο, το Ιράκ, τη Λιβύη- συνεχίζουν να ισχύουν -και για την Ουκρανία.

Δυστυχώς, η επαναστατική Αριστερά βρίσκεται σε πολύ αδύναμη κι άσχημη θέση διεθνώς, όπως και το εργατικό-σοσιαλιστικό κίνημα συνολικά. Αυτά αυξάνουν τις «στρατοπεδικές» πιέσεις, μιας και φθείρουν την παλιά αισιοδοξία των «κλασσικών», ότι απέναντι και στην φρίκη του πολέμου και στην προοπτική μιας άδικης(και υπονομευμένης) ειρήνης, την απάντηση θα δώσει «η τρίτη δύναμη», ο σοσιαλισμός. Αλλά αυτή η «ουτοπική» απάντηση, παραμένει η μόνη δίκαιη, καθώς κάθε άλλη «άμεση λύση» (στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, στις εθνικές αντιπαλότητες) που προτείνεται είναι υπονομευμένη στον κόσμο που ζούμε. Όταν ο πόλεμος έρχεται στην ημερήσια διάταξη, το «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα» γίνεται πολύ πιο χειροπιαστό. Το γεγονός ότι δείχνουμε να απέχουμε από το σοσιαλισμό, δεν αποτελεί λόγο να διαλέξουμε εκδοχή βαρβαρότητας. Αν το κάνουμε, μπορούμε μετά κάλλιστα να αυτοκαταργηθούμε, αυτό το «έργο» το επιτελούν άλλοι καλύτερα από την Αριστερά. 

Η ανεξάρτητη δράση της υπάρχουσας Αριστεράς και η πιο θερμή εμπλοκή στην οικοδόμηση ενός πλατιού κινήματος αντίστασης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την κούρσα εξοπλισμών, τους ανταγωνισμούς, παραμένει ο μόνος δρόμος να ανατραπεί και ο σημερινός αρνητικός συσχετισμός. Άλλωστε και στο λαμπρό παρελθόν, δεν ήταν (όπως αποδείχθηκε τραγικά) η έτοιμη από τα πριν σοσιαλιστική απάντηση που σταμάτησε στον πόλεμο, αλλά η γενίκευση της αντιπολεμικής διάθεσης και δράσης που άνοιξε το δρόμο για το σοσιαλισμό…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες