Το αλληγορικό μυθιστόρημα του Πορτογάλου κομμουνιστή είναι το πλέον κατάλληλο ανάγνωσμα, για την εκφυλιστική θεσμών, αξιών και συστημάτων πανδημία, για τους ανθρώπους σε ηθελημένη άγνοια, σε ένθεο τρόμο και στρατοκρατική καραντίνα, για τον νεοφιλελευθερισμό.

Καραντίνα, απομόνωση, καναπές, δημιουργική μοναξιά, απομάκρυνση από τις πολλές-πολλές κοινωνικότητες. Για κάποιους εξ ημών, δεν είναι ακριβώς κάτι καινούργιο. Είναι μια, ας την πούμε, στάση ζωής- ειδικά, όταν τα λεφτά, έπαψαν να υπάρχουν... Και περισυλλογής, κυρίως. Για τον εαυτό. Και για τους άλλους. Για τα ορατά και τα… αόρατα – όχι θεούς και πνεύματα, αλίμονο. Τις ιδέες και τα πράγματα.

Στο ίντερνετ και το ελλαδικό και το ξένο, κυκλοφορούν προτάσεις, για βιβλία, για ταινίες, για τηλεοπτικές ή διαδικτυακές σειρές. Για τους τρόπους που η ώρα στο σπίτι καταναλώνεται δημιουργικά. Ή απλώς, την «σκοτώνουμε».

Τη μερίδα του λέοντος στις προτάσεις που κυκλοφορούν και σε ό,τι αφορά τα βιβλία κερδίζει η Πανούκλα, του Αλμπέρ Καμύ (η έκδοση paperbackέχει εξαντληθεί στην Ολλανδία και τη Γερμανία). Δεν λέω, σπουδαίο βιβλίο, σπουδαίος συγγραφέας, σπουδαία υπόθεση και γραφή, σπουδαία, σίγουρα και η πανεπικαιρότητα της, αλλά δεν νομίζω ότι είναι το καταλληλότερο ανάγνωσμα για όσα σήμερα ζούμε.

Η δική μου πρόταση και συμβολή σε αυτόν τον δημιουργικό και πολιτιστικό διάλογο είναι το μυθιστόρημα Περί Τυφλότητος, του πραγματικά μεγάλου Ζοζέ Σαραμάγκου.

Πρώτα από όλα επειδή είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και αποτελεί μια καταπληκτική αλληγορία για την επέλαση όχι ενός ιού, αλλά του νεοφιλελευθερισμού και της μαζικής τύφλωσης που προκάλεσε σε κοινωνίες και εκλογικά σώματα η… υπόσχεση πως όλοι θα γίνουμε πλούσιοι αφενός κλεισμένοι στο ατομικιστικό μας καβούκι και αφετέρου πεθαίνοντας στη δουλειά και στον ανταγωνισμό του homohominislupusestή ότι όλοι θα έχουμε γενναίο μερίδιο από την «ανάπτυξη», τον «εκσυγχρονισμό» ή την Ενωμένη Ευρώπη και την ΕΚΤ. Όταν γράφτηκε το Περί Τυφλότητος, βέβαια, όλα αυτά δεν είχαν μπει στη φάση της οριστικής εφαρμογής τους. Ήταν περισσότερο γράμμα και πνεύμα του Μάαστριχτ και όχι ντιρεκτίβες και προβλέψεις μνημονίων στον ευρωπαϊκό Νότο  και ατζέντας Σρέντερ ή οδηγίας Μπολκεστάιν στον Βορρά.

Αλλά ο Σαραμάγκου μιλώντας για την επιδημία της μαζικής τύφλωσης των ανώνυμων ηρώων του που αποδιοργανώνει το απροσδιόριστο κράτος της αφήγησης και αποκαθηλώνει φιλελευθερισμούς, αστικοδημοκρατική οργάνωση του πολιτεύματος και δημόσιες λογοδοσίες των ηγεσιών, δεν χρειαζόταν να έχει μπροστά στα μάτια του, ολόκληρη την γκάμα της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας. Υπήρξε διορατικός, υπήρξε οξυδερκής, υπήρξε καίριος στη γραφή του, επειδή ήταν ένας από τους καλύτερα καταρτισμένους μαρξιστές της Πορτογαλίας, και φυσικά, αμετανόητος κομμουνιστής, έως το φυσικό τέλος της πολυτάραχης ζωής του.

Αυτή η στράτευση του Σαραμάγκου, αυτή η κατάρτιση, αυτή η ασυμβίβαστη πολιτική του στάση, τον έφερε σε μείζονες συγκρούσεις από πολύ νωρίς στην προσωπική, επαγγελματική και συγγραφική του ζωή – πρώτα, σε σύγκρουση με τη γραφειοκρατία του Κομμουνιστικού Κόμματος Πορτογαλίας, ειδικά μάλιστα μετά τη γνωστή πτώση του Τείχους (δεν θα γίνουμε όλοι καθάρματα, είχε πει ο Ζοζέ, όταν είδε τους συντρόφους του να εγκαταλείπουν τον μαρξισμό για να ασπαστούν τον Τρίτο Δρόμο του Άντονι Γκίντενς).

Κατόπιν ή και νωρίτερα και διαρκέστερα με τις σκοταδιστικές και οπισθοδρομικές απόψεις της πορτογαλικής Καθολικής Εκκλησίας. Ειδικά, όταν έγραψε το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιο, μια πολύ ανθρώπινη, πολύ ταξική και πολύ επιθετική εκδοχή της ζωής του μεσσία (η καλύτερη δικαιοσύνη είναι αυτή που αποδίδουν τα ίδια μας τα χέρια, η φράση από το βιβλίο – γιατί, δεν καταδικάζουμε τη βία, από όπου και αν προέρχεται και κυρίως προς όποιον και αν στρέφεται).

Και ύστερα, με το κράτος του Ισραήλ και τις ΗΠΑ επειδή ο Σαραμάγκου υπήρξε ένας από τους συνεπέστερους υπερασπιστές των Παλαιστινίων και του δικαιώματος τους για εθνική αποκατάσταση στη γη τους. Το τι είχε ακούσει στη διάρκεια της ζωής του για αυτήν την επιλογή του, δεν περιγράφεται και δεν… γράφεται.

Κάποια στιγμή, ο Σαραμάγκου συγκρούστηκε και με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Βλέπετε, ο Ιταλός επιχειρηματίας και πρωθυπουργός είχε αποσπάσει τα δικαιώματα έκδοσης και πώλησης των μυθιστορημάτων και διηγημάτων του στην ιταλική αγορά. Και ταυτόχρονα παραδεχόταν ότι «έχω πάνω από είκοσι χρόνια να διαβάσω ένα βιβλίο. Εγώ πουλάω βιβλία, δεν τα διαβάζω». Η απάντηση του Σαραμάγκου ήταν ακαριαία : «Δεν θέλω να εκδίδει και να πουλάει τα βιβλία μου, ένας τέτοιος αγράμματος και αγροίκος μαλάκας!». Η… συνεργασία τερματίστηκε αμέσως.

Το Περί Τυφλότητος, που το ακολούθησε δυο χρόνια μετά, το Όλα τα Ονόματα, έδωσε στον Σαραμάγκου το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998. Παρά τις περί του αντιθέτου πιέσεις της Καθολικής Εκκλησίας. Η υπόθεση είναι απλή στη σύλληψη και ιδιοφυής στην αφήγηση.

Τι θα συνέβαινε σε μια χώρα, όταν οι κάτοικοι της άρχιζαν να χάνουν την όραση τους, ο ένας, μετά τον άλλον; Πώς θα αντιδρούσε η κυβέρνηση; Θα επενέβαινε ο στρατός; Σε πόσα στρατόπεδα συγκέντρωσης και καραντίνας θα εγκλείονταν οι τυφλοί; Θα εκτελούνταν, για να μην μεταδώσουν την νόσο; Τι θα έκανε η Εκκλησία; Πότε θα κατέρρεαν οι επίγειες, θαλάσσιες και αεροπορικές μεταφορές; Θα ξεσπούσαν η πείνα και η βία, θα οξύνονταν η εκμετάλλευση και η αισχροκέρδεια; Πώς θα οργανώνονταν οι τυφλοί έγκλειστοι στην καραντίνα και τα στρατόπεδα; Θα επιζούσε η ανθρωπότητα; Θα ερχόταν η ώρα της λύτρωσης; Και αν ναι, πώς και πότε;

Το μυθιστόρημα είναι ασύγκριτο και αδικήθηκε στην ομώνυμη ταινία του Φερνάντο Μεϊρέγιες. Δυστυχώς, το φιλμ ήταν κατώτερο του βιβλίου και των χυμών του. Συμβαίνει. Προσοχή, δεν λέω ότι η ταινία είναι κακή. Λέω ότι δεν κατάφερε να αποδώσει όλα όσα ο Σαραμάγκου τοποθέτησε με αριστοτεχνική μαεστρία ως καυτά ερωτήματα και αδυσώπητες απαντήσεις στο μυθιστόρημα του, που λειτουργεί σαν βραδυφλεγής βόμβα πολιτικών μεγατόνων. Αλλά, αν βαριέστε να διαβάσετε (πολύ κρίμα!), δείτε την ταινία. Αξίζει.

Προσωπικά, συστήνω να διαβάσετε και το Περί Φωτίσεως, το οποίο συνιστά τον καθρέπτη του Περί Τυφλότητος, μια δεκαετία μετά, στα μέσα του 2000 – άλλο ένα αλληγορικό μυθιστόρημα – μαστίγιο για τις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες, με καμβά, τις εθνικές εκλογές μιας απροσδιόριστης χώρας, όπου ο λαός προσέρχεται και ψηφίζει μαζικά και ασυντόνιστα, αποκλειστικά λευκό, προκαλώντας ψυχικό κλονισμό και παράκρουση στις ηγεσίες και τις εξουσίες κάθε μορφής – πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές. Επιχειρηματικές. Δημοσιογραφικές…

Τέλος, και εκφράζοντας την προσωπική μου προτίμηση και αγάπη, αξίζει μια προσοχή στη σύντομη νουβέλα Κάιν – αν θέλετε να αμφισβητήσετε και να κατακρεουργήσετε τη Βίβλο και τις διδαχές της εκκλησίας, δείτε και διαβάστε τον Κάιν ως τον πρώτο αντάρτη και ανυπότακτο, και όχι φονιά και αποστάτη. Αυτά. Καλή, ταξική ανάγνωση.

Ετικέτες