Βρισκόμαστε στο ημερολογιακό τέλος ενός έτους πυκνού σε πολιτικά γεγονότα κι εξελίξεις.

Το 2023 ξεκίνησε με «στενάχωρο» τρόπο , καθώς τον Μάρτη βιώθηκε η τραγική εμπειρία του εγκλήματος των Τεμπών. Πρόκειται για ένα γεγονός που ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά σημαντικών τμημάτων της κοινωνίας και κατάφερε να κινητοποιήσει και να κατεβάσει στον δρόμο χιλιάδες λαού σ’ όλη τη χώρα (με μεγαλύτερη μαζικότητα ακόμα και σε σχέση με τις αντιμνημονιακές μεγάλες απεργίες και διαδηλώσεις). Οι κινητοποιήσεις αυτές δυστυχώς δεν πέτυχαν να προσλάβουν ευρύτερα χαρακτηριστικά που θα διαμόρφωναν ένα πλαίσιο ρήξης και ανατροπής αυτών των πολιτικών. Δυστυχώς, ακόμα και συνδικαλιστικές δυνάμεις της αριστεράς ακολούθησαν την «πεπατημένη» της απόσυρσης των κινητοποιήσεων από τους δρόμους, για να επικεντρωθούν στις εκλογές…

Έτσι, αφέθηκαν οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν, αφενός να  διαμορφώσουν ένα σκηνικό κινηματικής αδράνειας και αφωνίας (κατά τη διάρκεια των δύο προεκλογικών περιόδων) και, αφετέρου το αποτέλεσμά τους να είναι ισχυροποίηση της Ν.Δ. και του Μητσοτάκη, και η πρόκληση δυνατών κλυδωνισμών στον ΣΥΡΙΖΑ, που έφτασαν μέχρι την κατάρρευση και μια ακόμα διάσπασή του.

Οι φωτιές του καλοκαιριού και οι πλημμύρες που ακολούθησαν, παρά το γεγονός ότι κατέδειξαν για μια ακόμη φορά τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης, δεν κατάφεραν να κινητοποιήσουν κρίσιμες μάζες, κυρίως γιατί δεν υπάρχει κάποιο μεγάλο ή αποφασισμένο τμήμα συνδικαλιστικών δυνάμεων που να αναλαμβάνει την ευθύνη για οργανωμένη και ενωτική αντεπίθεση, που να «κάνει τη διαφορά» και να δείχνει ικανή να επιφέρει την προοπτική των εργατικών νικών. 

Επομένως, το κλίμα συνδικαλιστικής και κινηματικής άπνοιας δεν ανατράπηκε ούτε αμέσως μετά τις εκλογές, όταν η κυβέρνηση προχώρησε στη χορήγηση οριζόντιου επιδόματος 40-45 ευρώ καθαρά στους εργαζόμενους στο δημόσιο, ούτε όταν αργότερα ψηφίστηκε ο νόμος Γεωργιάδη, ο οποίος ήρθε να ισοπεδώσει ό,τι απέμενε ακόμη όρθιο από τον νόμο Χατζηδάκη και κυρίως να ποινικοποιήσει το δικαίωμα της απεργίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι δυνάμεις της πλειοψηφίας στην Ε.Ε. της ΑΔΕΔΥ (ΔΑΚΕ, ΔΗΣΥΠ, ΕΑΕΚ, ΣΥΝΑΝ) έχουν σοβαρές ευθύνες καθώς καταψήφισαν τις προτάσεις των ΕΑΣ-ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ και ΔΑΣ για απεργίες τις μέρες της κατάθεσης και της ψήφισης του νομοσχεδίου για τις απολαβές των δημοσίων υπαλλήλων και αποφάσισαν στάσεις εργασίας, υποβαθμίζοντας από την αρχή το επίπεδο της κινηματικής αντίδρασης. Ανάλογη στάση υπήρξε και στο νόμο Γεωργιάδη, όπου με διάφορες μεθοδεύσεις των ίδιων δυνάμεων καθυστέρησε η λήψη της απόφασης για απεργία, με αποτέλεσμα να υπάρξει ελάχιστος χρόνος για προετοιμασία και η κινητοποίηση να μην έχει την αναμενόμενη επιτυχία. Οι ελάχιστες κινητοποιήσεις υπονομεύονται ακόμα περισσότερο από την παντελή έλλειψη προετοιμασίας και προπαγάνδισής τους, χωρίς καμία καμπάνια τεκμηρίωσης και χωρίς προώθηση  συνελεύσεων στους χώρους δουλειάς, ώστε οι εργαζόμενες-οι να αισθάνονται και να είναι συμμέτοχες-οι και κομμάτι της οργάνωσης των αγώνων, κάτι που θα αύξανε τη μαζικότητα και την προοπτική συνέχειας και κλιμάκωσης. Είναι περιττό να τονιστεί, ότι η κατάσταση είναι χειρότερη στη ΓΣΕΕ, η οποία δεν προκήρυξε καν απεργία για τον νόμο Γεωργιάδη. Σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα τα προσχήματα «σώζονται» από τα Ε.Κ. Αθήνας και Πειραιά και κάποια ακόμη που «ελέγχονται» από τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ. 

Απεργία ενάντια στη λιτότητα

Το συνδικαλιστικό τοπίο που περιγράφηκε στις προηγούμενες παραγράφους δεν έχει διαφοροποιηθεί στους τελευταίους μήνες της χρονιάς που φεύγει. Με τους μισθούς να είναι καθηλωμένοι από το 2011, τα εισοδήματα των δημοσίων υπαλλήλων να έχουν υποστεί μειώσεις ως και 40%, και την ακρίβεια της άπληστης κερδοσκοπίας να καλπάζει θυμίζοντας εμπόλεμη περίοδο, είναι ακόμη υπό συζήτηση μια απεργία –που θα έπρεπε να είχε γίνει χτες– η οποία θα βάζει αυτά τα ζητήματα και θα διεκδικεί το αυτονόητο: πραγματικές αυξήσεις και έλεγχο της αγοράς, ώστε οι εργαζόμενοι να ζουν με αξιοπρέπεια από τον μισθό τους. Μια απεργία που θα αναδεικνύει, επίσης, την κατάρρευση του Δημοσίου υπέρ των ιδιωτών επιχειρηματιών, που εκφράζεται με τραγική υποστελέχωση, με χιλιάδες κενά σε υγεία, παιδεία, ΟΤΑ και αλλού, με το αίσχος των συμβασιούχων, και θα θέτει ως βασικό στόχο την ανάγκη μαζικών μόνιμων διορισμών. Ωστόσο ακόμη και στην τελευταία για το 2023 συνεδρίαση της Ε.Ε. της ΑΔΕΔΥ, δεν κατάφερε να επιτευχθεί συμφωνία για τον χρονικό προσδιορισμό της.

 Αυτή η κατάσταση δημιουργεί εύλογο προβληματισμό για το μέλλον. Τα συνδικαλιστικά επίδικα είναι παρόντα και αργά ή γρήγορα πρέπει να απαντηθούν και να αντιμετωπιστούν. Δίπλα στα μεγάλα και γενικά που προαναφέρθηκαν, έρχονται να προστεθούν και σημαντικά ζητήματα από διάφορους χώρους του Δημοσίου. 

Η εκπαίδευση αναμένεται να είναι για μια ακόμη φορά η «ατμομηχανή», καθώς δύο επερχόμενα νομοσχέδια αναμένεται να πυροδοτήσουν ευρύτερες κινητοποιήσεις στον εκπαιδευτικό και φοιτητικό χώρο: το νομοσχέδιο για τη λειτουργία ιδιωτικών ΑΕΙ και αυτό για την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση. Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη ο αγώνας κατά της αξιολόγησης με την απεργία-αποχή να πετυχαίνει μικρές ή μεγάλες νίκες. 

Κοντά σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθεί κι ο αγώνας κατά της αξιολόγησης στο ευρύτερο Δημόσιο, που δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί, αλλά και η αναμενόμενη επίθεση της κυβέρνησης στο δημόσιο χαρακτήρα των ΔΕΥΑ, που θα ξαναφέρει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον αγώνα για να παραμείνει δημόσιο αγαθό το νερό. 

Σωματεία και Αριστερά

Απέναντι σ’ αυτήν τη λαίλαπα ο χώρος της Αριστεράς επιβάλλεται να επιδείξει αντανακλαστικά. Ο συνδικαλισμός οφείλει να ξαναγίνει ελκυστικός. Οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής Αριστεράς χρειάζεται να αποδείξουν στους εργαζόμενους ότι η συσπείρωση γύρω από τα σωματεία είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Σεχταρισμοί και ηγεμονισμοί δεν έχουν θέση σε μια τόσο δύσκολη περίσταση. 

Η ενότητα των δυνάμεων πρέπει να πάρει πολλές μορφές. Ήρθε, πλέον, η ώρα να εγκαταλειφθούν οι λογικές κεφαλαιοποίησης της όποιας συνδικαλιστικής ή κινηματικής δράσης στις κάθε τύπου εκλογές και οι πολύωρες συζητήσεις για την επιλογή της πλατείας ή του δρόμου που θα συγκεντρωθούμε, για να εξασφαλίσουμε την ιδεολογική μας καθαρότητα. 

Είναι ώρα η κινηματική ατζέντα να καθορίζεται και να αποφασίζεται ισότιμα απ’ όλες τις δυνάμεις με μοναδικό γνώμονα την επίτευξη της μέγιστης δυνατής συσπείρωσης και μαζικότητας. 

Πρόκειται, ίσως, για την τελευταία μεγάλη ευκαιρία και θα είναι κρίμα να χαθεί.

Με «όπλο» την ενωτική διάθεση, ακόμα και μικρότερες συνδικαλιστικές δυνάμεις θα χρειαστεί να προσπαθήσουμε να επιβάλουμε την οργανωμένη απεργία για όλα τα ανοιχτά ζητήματα του κόσμου της δουλειάς και να την προπαγανδίσουμε-προετοιμάσουμε ακόμα και πριν ανακοινωθεί επίσημα. Για να σπάσουμε τη συνδικαλιστική αδράνεια και για να επιτευχθεί η συγκέντρωση δυνάμεων και η μέγιστη δυνατή μαζικότητα!

*Ο Άκης Σωτηρόπουλος είναι εκπαιδευτικός, μέλος της Ε.Ε. της ΑΔΕΔΥ

**Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Εργατική Αριστερά στις αρχές Γενάρη

Ετικέτες