Οι παλιοί μνημονιακοί δεν έκρυβαν ποια ήταν η βασική τους πολιτική αγωνία: η «καταραμένη» πολιτική διαχωριστική γραμμή «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», η οποία κατ’ αυτούς «στρέβλωνε» την πολιτική αντιπαράθεση και δημιουργούσε «διχαστικό» κλίμα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα.

Τώρα είναι η σειρά του νεομνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ να κληρονομήσει, μαζί με τη μνημονιακή πολιτική, και το «άγχος» των παλαιομνημονιακών για τη διαχωριστική γραμμή μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Οι παλιοί μνημονιακοί «ξόρκιζαν» την «καταραμένη» διαχωριστική γραμμή γιατί «κατάπινε» με τρομακτική ταχύτητα αστικά-μνημονιακά πολιτικά κόμματα και την επιρροή τους στην κοινωνία, μετατρέποντας το πολιτικό σύστημα σε νεκροταφείο πολιτικών ελεφάντων και όχι μόνο. Οι νεομνημονιακοί του ΣΥΡΙΖΑ έχουν τον ίδιο ακριβώς φόβο: ότι το τρίτο μνημόνιο που ψήφισαν, κυρίως όμως οι οδυνηρές για την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία συνέπειες από την εφαρμογή του, θα διαβρώσουν σε μεγάλη έκταση τις βάσεις της κοινωνικής και πολιτικής τους επιρροής.

Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που, την επόμενη κιόλας μέρα της απόφασης του Eurogroup για το κλείσιμο της αξιολόγησης, άρχισαν να «βομβαρδίζουν» την πολιτική επικαιρότητα με σχέδια για «μείζονες πολιτικές πρωτοβουλίες» τις οποίες διατρέχει η ίδια πολιτική αγωνία: ο «εξορκισμός» του «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» και η προσπάθεια αλλαγής «εδάφους», η προσπάθεια μετατόπισης του άξονα των πολιτικών διεργασιών σε ζητήματα που αφορούν μια νέα «αρχιτεκτονική» του αστικού-μνημονιακού πολιτικού συστήματος: αναθεώρηση του Συντάγματος, εκλογικός νόμος κ.λπ.

Κίνηση αμυντική αλλά και επικίνδυνη

Μπορεί το στελεχικό δυναμικό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και του ΣΥΡΙΖΑ να έχει απολύτως συμβιβαστεί με το μνημόνιο και να έχει ξεπεράσει τις όποιες «ενοχές» λόγω αυτού του συμβιβασμού, μπορεί ο κομματικός και ο κυβερνητικός μηχανισμός να εκκρίνουν από όλους τους τους πόρους κυνισμό και αμοραλισμό, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν σοβαροί λόγοι ώστε το κομματικό και κυβερνητικό κέντρο να θέλει να λυτρωθεί από το βραχνά της πολιτικής του προδοσίας. Ο τρόπος που ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στην κυβέρνηση (ως πολιτικός εκφραστής των ριζοσπαστικών αντιμνημονιακών διαθέσεων ενός λαϊκού ρεύματος αντίστασης), η θεαματική απόσταση που διήνυσε ανάμεσα στο αντιμνημόνιο και το μνημόνιο και ο «ακαριαίος» τρόπος αυτής της μεταστροφής σε πρωτοφανώς «συμπυκνωμένο» πολιτικό χρόνο, έχουν εμπλέξει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ σε επικίνδυνες αντιφάσεις:

Πρώτον, γνωρίζουν πολύ καλά ότι η πολιτική τους επιρροή θα δεχτεί σοβαρό πλήγμα από την εφαρμογή των μέτρων. Στη μέχρι τώρα κυβερνητική του διαδρομή, ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από δύο φάσεις: Πρώτα, το εξάμηνο μέχρι και το δημοψήφισμα και τη μνημονιακή στροφή, οπότε και ψήφισε «επί της αρχής» το τρίτο μνημόνιο. Στο διάστημα αυτό, είχε ανασταλεί η ψήφιση και υλοποίηση νέων μνημονιακών πολιτικών. Ύστερα, το εξάμηνο της διαπραγμάτευσης για τα συγκεκριμένα μέτρα του τρίτου μνημονίου με αφορμή την πρώτη αξιολόγηση. Στο δεύτερο αυτό διάστημα, ανεστάλη η εφαρμογή οποιουδήποτε ίχνους «παράλληλου προγράμματος» και «αντισταθμιστικών» προς το μνημόνιο μέτρων. Έτσι, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μόλις τώρα περνάει στη φάση της «μαζικής» υλοποίησης μνημονιακών πολιτικών. Από εδώ και πέρα θα αναμετρηθεί πραγματικά με τις συνέπειες αυτών των πολιτικών, με τη δυσαρέσκεια, την εχθρότητα και την οργή που θα προκαλέσουν στην κοινωνία γενικά και στην κοινωνική βάση του ΣΥΡΙΖΑ ειδικά. Η ιστορική πολιτική καταστροφή που υπέστη το ΠΑΣΟΚ ανάμεσα στο 2009 και στο 2012 στέκει δικαιολογημένα ως φόβητρο για τα κυβερνητικά στελέχη.

Δεύτερον, η κυβέρνηση δεν έχει παρά μικρά διαλείμματα «ωφέλιμου πολιτικού χρόνου» ώστε να επιχειρήσει την υλοποίηση οποιουδήποτε πολιτικού σχεδίου που θα είναι στοιχειωδώς ή έστω θα μοιάζει ότι δεν απορρέει ή δεν είναι άμεση συνέπεια απαιτήσεων των δανειστών. Από τα τέλη Αυγούστου θα ξεκινήσει η διαδικασία της τελικής φάσης διαπραγμάτευσης για την επόμενη αξιολόγηση, η οποία θα πρέπει να γίνει το Σεπτέμβριο, αλλά όπως έχει δείξει η πείρα θα «συρθεί» μέχρι και το βαθύ φθινόπωρο αν όχι το χειμώνα... Και στο μεταξύ, θα έχουν αρχίσει να γίνονται προβολές για την απόδοση των μέτρων και για το αν επιτυγχάνονται οι στόχοι του προγράμματος, που σημαίνει ότι θα πλησιάζει το φάσμα της ενεργοποίησης του δημοσιονομικού «κόφτη»... Τα μνημονιακά «βάσανα» της κυβέρνησης όχι μόνο δεν τελειώνουν αλλά αντίθετα μόλις τώρα αρχίζουν πραγματικά.

Τρίτον, τα μέτρα του τρίτου μνημονίου εκτός από οδυνηρά για την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, είναι επίσης υφεσιακού χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό, σε συνάρτηση και με τα «αναπάντεχα» γεγονότα που γεννά η διεθνής κρίση και αστάθεια και το πέρασμα της ευρωπαϊκής κρίσης στο πολιτικό-θεσμικό επίπεδο, σημαίνει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός και ο νεομνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ που αποφάσισε να διαχειριστεί τις τύχες του κινδυνεύουν από μια νέα, συνολική υποτροπή της κρίσης, που αυτήν τη φορά μπορεί να αποδειχτεί μοιραία για τη συμμετοχή του στην Ευρωζώνη.

Τέταρτον, η προσπάθεια της κυβέρνησης να δημιουργήσει τα δικά της ερείσματα στους σκληρούς μηχανισμούς του «βαθέος» κράτους (στρατός, δυνάμεις καταστολής, δικαιοσύνη, ΜΜΕ, τράπεζες) και να κερδίσει «χώρο» επιρροής ενάντια στο παγιωμένο «βαθύ κράτος» των παλαιομνημονιακών, από τη μια δημιουργεί τους όρους νέων συναινέσεων και «ανασυνθέσεων», από την άλλη όμως δημιουργεί «έκρυθμες» καταστάσεις και εκτός ελέγχου ανταγωνισμούς στους κόλπους της πολιτικοεπιχειρηματικής αστικής ελίτ ‒άλλη μια πηγή αστάθειας δίπλα στις υπόλοιπες.

Με βάση τα προηγούμενα, στην πραγματικότητα η κυβέρνηση έχει στη διάθεσή της μόλις 2-3 μήνες για να προσποιηθεί ότι εφαρμόζει ένα «ανεξάρτητο» πολιτικό σχέδιο και ότι «γυρίζουμε σελίδα». Και αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει με τις πρωτοβουλίες για τη συνταγματική αναθεώρηση και τον εκλογικό νόμο.

Ωστόσο, πέρα από το υπόστρωμα των εκρηκτικών αντιφάσεων, αυτές καθαυτές οι πρωτοβουλίες της έχουν εξαιρετικά μικρά περιθώρια να αποδώσουν οτιδήποτε ουσιαστικό για την ίδια, πέρα από βραχυπρόθεσμα και αμφίβολης σημασίας και διάρκειας επικοινωνιακά οφέλη. Η συνταγματική αναθεώρηση είναι μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας και όσον αφορά την πρακτική της διάσταση παραπέμπει στην επόμενη Βουλή (δηλαδή ύστερα από το 2019, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ίδιας της κυβέρνησης), ο δε εκλογικός νόμος, για να ισχύσει από τις επόμενες εκλογές (που πάλι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ίδιας της κυβέρνησης, τοποθετούνται στο 2019), θα πρέπει να συγκεντρώσει τις ψήφους 200 βουλευτών ‒ενώ προς το παρόν συγκεντρώνει την άρνηση της αντιπολίτευσης να τον ψηφίσει αλλά και την αντίθεση κυβερνητικών βουλευτών.

ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ

Τούτων δοθέντων, ο διακαής πόθος παλαιών και νέων μνημονιακών να ξεμπερδέψουν με την «καταραμένη» διαχωριστική γραμμή μνημόνιο - αντιμνημόνιο προσκρούει σε τεράστια προβλήματα. Το μνημόνιο - αντιμνημόνιο «ζει» στην κοινωνία, στην οδύνη και την απελπισία εκατομμυρίων ανθρώπων, που θα ενταθεί στην πορεία της υλοποίησης των μνημονιακών μέτρων του νέου, τρίτου μνημονίου. Ταυτόχρονα, η διαχωριστική αυτή γραμμή αποδυναμώθηκε στο πολιτικό επίπεδο λόγω της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να κάνουν πολλά περισσότερα για να αποδυναμώσουν περαιτέρω την πολιτική της έκφραση: η μεγάλη τους προσφορά στο σύστημα ήταν η ίδια η μνημονιακή στροφή.

Το αποτέλεσμα είναι πως ενώ η πολιτική έκφραση της διαχωριστικής μνημόνιο-αντιμνημόνιο αποδυναμώθηκε σημαντικά λόγω της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ, ταυτόχρονα δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κάποια άλλη! Όλοι οι νέοι πειραματισμοί έχουν κοντά ποδάρια. Οι πειραματισμοί της κυβέρνησης πάνω στην αντίθεση νεοφιλελευθερισμού και αντινεοφιλελευθερισμού (η «προγραμματική» μετωνυμία της... διαχωριστικής Τσίπρας-Μητσοτάκης) δεν έχουν ίχνος αξιοπιστίας όταν εφαρμόζεται ένα τέτοιο θηριώδες μνημόνιο, πολύ πέρα από τα όρια του «κλασικού» νεοφιλελευθερισμού του παρελθόντος. Η φαεινή ιδέα του Σαμαρά να προτείνει ως νέα βασική διαχωριστική το «Μνημόνιο με την Αριστερά ή μνημόνιο με τη Δεξιά» δεν συγκίνησε κανέναν ‒και δικαίως, για προφανείς λόγους. Το «κίνημα» των «Παραιτηθείτε», ένας υπαινιγμός για μια ρεβανσιστική στρατηγική της Δεξιάς τύπου Βραζιλίας, δεν μπορεί να αναπτύξει δυναμική.

Είναι πάνω σε αυτά τα δεδομένα, σε αυτή την αντίφαση, που πρέπει να εστιάσει όλες της τις προσπάθειες η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, δουλεύοντας συστηματικά σε δύο παράλληλες και αλληλοσυμπληρούμενες κατευθύνσεις: Πρώτον, την ανασυγκρότηση, το συντονισμό και την κλιμάκωση των κινηματικών αντιστάσεων στην εφαρμογή του τρίτου μνημονίου. Δεύτερον, την ανασυγκρότηση μιας μαζικής ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ως πολιτικής έκφρασης των αντιμνημονιακών διαθέσεων που (εξακολουθούν να) διαπερνούν την εργαζόμενη λαϊκή πλειοψηφία.

Ασφαλώς, τίποτε πλέον δεν είναι εύκολο ούτε αυτονόητο. Ταυτόχρονα, όμως, ο ελληνικός καπιταλισμός δεν έχει ξεφύγει από το «δόκανο» της δομικής του κρίσης και της χρεοκοπίας και η κοινωνική «κινούμενη άμμος» δεν επιτρέπει στο πολιτικό του σύστημα να σταθεροποιηθεί. Οι αντικειμενικές προϋποθέσεις υπάρχουν, οι υποκειμενικές (κινηματικά και πολιτικά) πάσχουν: εκεί πρέπει να συγκεντρωθούν όλες οι προσπάθειες! Το τίμημα μιας αποτυχίας όσον αφορά αυτά τα καθήκοντα θα είναι να καλύψουν το «κενό» τα υποπροϊόντα της κρίσης, της κακοήθους εξαλλαγής και της μεταπολιτικής με προέλευση τον αστικό-μνημονιακό χώρο.