Οικονομία, περιβάλλον, εμπόριο γεωπολιτική

Η πραγματική κατάσταση του καπιταλισμού διεθνώς γίνεται τόσο σοβαρή, που δεν επιτρέπει επικοινωνιακούς τακτικισμούς ακόμα και με τις πιο πρόσφορες αφορμές.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρέθηκε μπροστά σε αυτή τη διαπίστωση, όταν προσπάθησε να οργανώσει τους πανηγυρισμούς για την «κατάργηση» των capital controls και προκάλεσε παγωμένα χαμόγελα ακόμα και στο φιλοκυβερνητικό «Βήμα».

Το υπόβαθρο αυτής της κατάστασης είναι ασφαλώς η επερχόμενη νέα «βουτιά» διεθνούς ύφεσης, που θα επιβεβαιώνει ότι το σύστημα δεν ανέκαμψε ουσιαστικά από την κρίση που ξέσπασε το 2008. Πλέον, ακόμα και τα πιο φιλο-νεοφιλελεύθερα έντυπα και think tanks συμφωνούν ότι το ερώτημα δεν είναι το εάν επέρχεται νέα κρίση, αλλά, κυρίως, το πότε αυτή θα ξεσπάσει. Με την πλειοψηφία των «αναλυτών» να εκτιμά ως πιθανότερο σημείο αρχής της νέας περιπέτειας το 2020. Και με δεδομένο το ότι τεράστιοι κρατικοί πόροι διατέθηκαν ως γιατροσόφια για την ενίσχυση των τραπεζών και του συστήματος μετά το 2008, το παραπάνω ερώτημα συνδυάζεται με την αγωνία για το αν υπάρχουν «εφεδρείες» που θα επιτρέψουν την αντιμετώπιση μιας νέας σοβαρής δοκιμασίας τόσο γρήγορα.

Σε αυτό το υπόβαθρο η πρόσφατη σύνοδος κορυφής των G7 παρουσίασε ανάγλυφα το πρόβλημα ηγεσίας και ενότητας στον προσανατολισμό των μεγάλων δυνάμεων του συστήματος. Δεν υπήρξε ούτε ένα σοβαρό ζήτημα όπου οι G7 να αποφάσισαν κάτι που να μπορεί να χαρακτηριστεί απόφαση.

Την ώρα που οι φωτιές στον Αμαζόνιο και η ρύπανση και αλλαγή της οξύτητας των ωκεανών έθεταν με τον πιο δραματικό τρόπο τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής, οι G7 αποφάσισαν να διαθέσουν… 20 εκατομμύρια δολάρια για την αναδάσωση της Αμαζονίας. Με τον Τραμπ να δηλώνει αμέσως μετά: «Δεν θα διακινδυνέψω τον αμερικανικό πλούτο (σσ: την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στον τομέα της ενέργειας) για όνειρα και ανεμόμυλους».

Σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής απλώς καταγράφηκε η απόσταση που χωρίζει πλέον την κυβέρνηση των ΗΠΑ με τους ευρωπαίους άσπονδους φίλους της. Η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιταλία ανακοίνωσαν ότι θα καλέσουν τη Ρωσία σε ανεξάρτητη συζήτηση για «ρυθμίσεις» σχετικά με την Ουκρανία, ενώ ο Τραμπ ανακοίνωσε μονομερώς ότι «σκέφτεται» να προσκαλέσει τον Πούτιν στην επόμενη σύνοδο των G7 στις ΗΠΑ. Για το ζήτημα του Ιράν, ο Μακρόν έκανε λόγο για μια απόφαση για διαπραγματεύσεις, ενώ ο Τραμπ έσπευσε να δηλώσει δημόσια ότι «δεν έχω εξουσιοδοτήσει κανένα για να στέλνει μηνύματα συμφιλίωσης στο Ιράν». Στο κρίσιμο ζήτημα των δασμών και του προστατευτισμού, των ανταγωνισμών και του εμπορικού πολέμου, η σύνοδος των G7 στο Μπιαρίτζ της Γαλλίας ήταν απλώς σαν να μην έγινε ποτέ. Ο Τραμπ και ο Τζόνσον δήλωσαν την υποστήριξή τους στη μετάβαση προς την υπεροχή των «διμερών» σχέσεων και συμφωνιών μετά το Brexit, ενώ ο Τουσκ ανταπάντησε ότι η ΕΕ «δεν θα συνεργαστεί σε ένα σχέδιο για έξοδο χωρίς συμφωνία». Και ο καθένας θα συνεχίσει να παίρνει τα μέτρα του, με βάση το συσχετισμό δύναμης και με κυρίαρχο κριτήριο να επωφεληθούν οι δικοί του καπιταλιστές από τις ευκαιρίες που, συνολικά, γίνονται όλο και λιγότερες.

Αυτός είναι ένας επικίνδυνος κόσμος.

Τα απίστευτα καιρικά φαινόμενα που έζησε η Ευρώπη και η Αμερική τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι ακόμα και στον «αναπτυγμένο» καπιταλισμό ο κίνδυνος από την κλιματική αλλαγή είναι άμεσος.

Αυτή τη στιγμή ένα ιρανικό δεξαμενόπλοιο, φορτωμένο με εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου, πλέει σχεδόν χωρίς καύσιμα στη Μεσόγειο, χωρίς να του επιτρέπεται να πιάσει πουθενά λιμάνι, έχοντας μετατραπεί σε μια περιφερόμενη βόμβα τεράστιας καταστρεπτικής επικινδυνότητας. Το στοιχειώδες επίπεδο διεθνούς συνεννόησης με βάση τη λογική, μοιάζει να έχει εξαντληθεί στον καπιταλισμό του 21ου αιώνα.

Απέναντι σ’ αυτό τον κόσμο της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, της αδικίας και του παραλογισμού, έξω από τη σύνοδο των G7 διαδήλωσαν ξανά οι αντικαπιταλιστές, οι αντιφασίστες, τα Κίτρινα Γιλέκα, οι ακτιβιστές για το περιβάλλον, οι αντιρατσιστές και οι αλληλέγγυοι στην Παλαιστίνη… 20 χρόνια μετά το Σιάτλ ήταν λιγότεροι και η φωνή τους δεν ακούστηκε δυνατά.

Έδειξαν όμως το δρόμο που όλοι έχουμε να ακολουθήσουμε, με πείσμα, αποφασιστικότητα και επιμονή.

Στην επερχόμενη οικονομική κρίση πολλά θα τεθούν ξανά σε άμεση δοκιμασία. Θυμίζουμε ότι στο υπόβαθρο της συμφωνίας μεταξύ του Τσίπρα και των δανειστών, στο υπόβαθρο των μέτρων που συνοδεύουν την ψευδεπίγραφη «έξοδο από τα μνημόνια», βρισκόταν το πιο αισιόδοξο σενάριο ενός παρατεταμένου διεθνούς φωτεινού οικονομικού κύκλου. Οι εκτιμήσεις αυτές σύντομα θα έχουν γίνει συντρίμμια και θρύψαλα. Όμως για να μη μετατραπεί αυτή η συντριβή σε ακόμα μεγαλύτερη συντριβή των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, θα χρειαστεί σοβαρός, μαζικός, αποφασιστικός αγώνας από τα κάτω.

Η ΝΔ ήδη έχει δείξει την πρόθεσή της να επιταχύνει στο δρόμο των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Όμως δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι αυτή η «αποφασιστικότητα» της κυβέρνησης ενάντια στον κόσμο της εργασίας θα είναι αρκετή για να οδηγήσει τον ελληνικό καπιταλισμό στο ξέφωτο της ανάπτυξης. Από τον χώρο των τραπεζών ακούγονται φωνές που απαιτούν νέα θηριώδη προγράμματα στήριξης. Η διακηρυγμένη πρόθεση του Άδωνι Γεωργιάδη να τα δώσει όλα στους «επενδυτές» θα έχει την πάγια παρενέργεια: οι «ριγμένοι» θα αντιδράσουν, προκαλώντας πρόσθετους πονοκεφάλους στο Μητσοτάκη, δίπλα σε αυτούς που προϋπάρχουν χρονίζοντας (Λάτσης και Ελληνικό, Κόκκαλης και καζίνα, Μαρινάκης και ΜΜΕ, Σαββίδης και λιμάνια στη Β. Ελλάδα κ.ο.κ.). Ο περιορισμός των «ευκαιριών» που θα επιφέρει η διεθνής επιδείνωση, θα σπρώχνει τον Μητσοτάκη σε διαρκώς κλιμακούμενη επιθετικότητα ενάντια στο εργατικό κίνημα και τις λαϊκές δυνάμεις. Προς το παρόν η κυβέρνηση της ΝΔ προσπάθησε να κινηθεί «προσεκτικά», να κρύβει το χαρακτήρα της πολιτικής της, αξιοποιώντας κυρίως την απογοήτευση του κόσμου από την πολιτική του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως αυτό δεν θα κρατήσει στο χρόνο: το πρόγραμμα του Μητσοτάκη έχει ως πυρήνα τη μετωπική επίθεση στον κόσμο της εργασίας. Και αυτό δεν θα αργήσει να φανεί.

Στη νέα εποχή που άρχισε στις 7 Ιούλη, η «αντιπολίτευση» θα έχει στο κέντρο της το κοινωνικό ζήτημα, τη θεματολογία και τις δυνάμεις της εργατικής αντίστασης.

Προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει όλοι να εργαστούμε.

Αρχίζοντας από τη διαδήλωση στη φετινή ΔΕΘ.

Ετικέτες