Ο σύντροφος Ομάρ Χασάν βρέθηκε στη Συρία για να καταγράψει την πραγματικότητα μετά την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ για λογαριασμό της εφημερίδας Red Flag. Θα αναδημοσιεύουμε τις διαδοχικές ανταποκρίσεις του, αυτές που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά από το elaliberta.gr, αλλά και επόμενες. Τα πρώτα δύο κείμενα αφορούν τις πρώτες εντυπώσεις κατά την είσοδο στη Συρία και την επίσκεψή του στην Χαράστα, μια πόλη που ρημάχτηκε από το καθεστώς Άσαντ.
Η είσοδος στην ελεύθερη Συρία
Υπό το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ, η διέλευση των συριακών συνόρων από τον Λίβανο ήταν μια απρόβλεπτη διαδικασία, που απαιτούσε λίγη δωροδοκία και πολλή τύχη. Αυτό ίσχυε διπλά για τους Σύριους, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν με μόνιμη καχυποψία από την κυβέρνηση. Ωστόσο, καθώς πλησιάζουμε τα σύνορα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο ταξιτζής επιμένει ότι τα πράγματα θα είναι ομαλά: «Το νέο σύστημα είναι διαφορετικό – η ελεύθερη Συρία είναι ανοιχτή σε όλους». Δυστυχώς, αυτό δεν εμποδίζει αυτό που θα έπρεπε να είναι ένα ταξίδι 45 λεπτών από την Στούρα, μια λιβανέζικη συνοριακή πόλη, μέχρι τη Δαμασκό να διαρκέσει πάνω από τρεις ώρες, οι περισσότερες από τις οποίες αναλώνονται σε αναμονή στην ουρά για τον έλεγχο των αυτοκινήτων και τον έλεγχο της ταυτότητας.
Αλλά οι ουρές μας δίνουν την ευκαιρία να μιλήσουμε. Τρεις άλλοι επιβάτες στο ταξί είναι Σύριοι, οι οποίοι μας εξηγούν την κάπως κουραστική διαδικασία. «Συνήθιζαν να σε ανακρίνουν μέχρι που ένιωθες σαν εγκληματίας. Μόνο τα χρήματα τους έκαναν να σταματήσουν», λέει ένας από αυτούς. «Συνήθως κόστιζε 300.000 λίρες μόνο για να λαδώσουμε τους συνοριοφύλακες για να μας αφήσουν να περάσουμε – πριν καν σκεφτείς να πληρώσεις για βίζα», προσθέτει ο οδηγός.
Ο νεότερος από τους άλλους επιβάτες είναι ο πιο πολιτικά στρατευμένος και εύγλωττος. Ως μέλος της θρησκευτικής αίρεσης των Αλάουι, την οποία το καθεστώς Άσαντ χειραγώγησε και χρησιμοποίησε ως δυνάμεις κρούσης κατά της επανάστασης του 2011, ήταν καταδικασμένος να καταταγεί στον στρατό.
«Πώς θα μπορούσα να δεχθώ να σκοτώσω Σύριους για χάρη αυτού του καθεστώτος;», ρωτάει. Σπούδασε όσο το δυνατόν περισσότερο για να το αποφύγει αυτό, επειδή οι φοιτητές συνήθως έπαιρναν αναβολή. Αλλά όταν αυτό δεν λειτουργούσε πλέον, πλήρωσε χιλιάδες λίρες σε δωροδοκίες για να φτάσει στον Λίβανο. Δεν μπόρεσε να επισκεφθεί την οικογένειά του εδώ και εννέα χρόνια. «Δεν μπορείτε να φανταστείτε το συναίσθημα της επιστροφής σε μια ελεύθερη χώρα, να σου φέρονται με σεβασμό οι υπάλληλοι», λέει.
Αν και έχει σχεδόν σκοτεινιάσει όταν φτάνουμε στη συριακή πλευρά των συνόρων, υπάρχει αρκετό φως για να δούμε βανδαλισμένες αφίσες και σύμβολα του πρώην καθεστώτος που κοσμούν τον αυτοκινητόδρομο. Όταν προσπαθώ να κατέβω για να βγάλω μια φωτογραφία, ο οδηγός αντιδρά, αν και με χαμόγελο: «Θα δείτε πολλά τέτοια στη Δαμασκό!». (Κάποια πράγματα δεν καταστρέφονται τόσο εύκολα: Το δολοφονικό πρόσωπο του Μπασάρ βρίσκεται σε κάθε χαρτονόμισμα των 2.000 λιρών, ενώ το χαρτονόμισμα των 1.000 έχει την κατάρα της εικόνας του πατέρα του Χάφεζ, ο οποίος κυβέρνησε για 30 χρόνια πριν από αυτόν).
Όταν φτάνουμε στην πρωτεύουσα, οι εορτασμοί της Πρωτοχρονιάς βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη και πλήθος κόσμου βρίσκεται στους δρόμους. Η νέα κυβέρνηση φέρεται να έχει αποθαρρύνει τα πυροτεχνήματα, αλλά το διάταγμα δεν έχει ορατό αντίκτυπο∙ οι ήχοι αυτών των φιλικών εκρήξεων γεμίζουν τον νυχτερινό αέρα για ώρες. Το κέφι βρίσκεται στα ύψη και στη σχετικά μοντέρνα γειτονιά Μπαμπ Τούμα, οι λιγοστοί ένοπλοι φρουροί φαίνονται χαλαροί.
Ωστόσο, τα παράπονα ακούγονται επανειλημμένα. Όλοι αυτοί με τους οποίους μιλάω λένε ότι η σχέση τους με την προηγούμενη κυβέρνηση καθορίστηκε από δύο πράγματα: την καταστολή και την οικονομική καταπίεση. «Η κυβέρνηση μας έκλεβε συνεχώς», λέει ένας άνδρας σε μια αγορά της Δαμασκού.
«Αν κοιτούσες έναν στρατιώτη στραβά ή αν είχες κακή διάθεση, θα μπορούσαν να απαιτήσουν να πληρώσεις μια δωροδοκία επί τόπου, αλλιώς να σε συλλάβουν για ένα έγκλημα που δεν διέπραξες», εξηγεί μια νεαρή γυναίκα. «Κάθε σημείο ελέγχου ήταν μια ευκαιρία να αποσπάσουν χρήματα από τον κόσμο. Και υπήρχαν σημεία ελέγχου παντού».
Τα τελευταία χρόνια, ο Άσαντ και οι συνεργάτες του βασίζονταν όλο και περισσότερο στο εμπόριο ναρκωτικών για την οικονομική τους επιβίωση, πουλώντας χόρτο για εγχώρια κατανάλωση και Captagon, ένα είδος αμφεταμίνης, στις αγορές του Κόλπου. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση ακολούθησε μια επιθετική πολιτική «πολέμου κατά των ναρκωτικών» στους δρόμους των μεγάλων πόλεων, που τη βοηθούσε να αυξήσει τα έσοδά της συλλαμβάνοντας και επιβάλλοντας πρόστιμα σε μικροδιακινητές και χρήστες.
Περιπλανώμενος σε μια από τις πολλές αγορές της Παλιάς Δαμασκού το επόμενο πρωί, με πλησιάζουν τρεις άνθρωποι με φωτογραφικές μηχανές. Οι δύο είναι ταξιδιωτικοί bloggers∙ ο άλλος είναι ο Νάγαμ, ένας παλιός επαναστάτης από την Νταράα, μια επαναστατική πόλη στα νότια της Συρίας. Θέλοντας να ακούσω περισσότερα για την Νταράα, τους συνοδεύω για γεύμα σε ένα τοπικό εστιατόριο.
Στον τοίχο καθώς μπαίνουμε υπάρχει μια μεγάλη σημαία της Ελεύθερης Συρίας και μια φωτογραφία ενός από τους πολλούς μάρτυρες της επανάστασης - μια μικρή υπενθύμιση του τι έχει χαθεί και τι έχει κερδηθεί τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Πριν προλάβουμε να καθίσουμε, μας χαιρετάει ένα νεαρό ζευγάρι, το οποίο επιμένει να καθίσουμε μαζί τους. Καθώς παραγγέλνουμε, ακούγεται στο ραδιόφωνο ένα επαναστατικό τραγούδι και όλοι αρχίζουν να τραγουδούν.
Το ζευγάρι αποδεικνύεται ότι είναι νέοι γιατροί από οικογένειες της μεσαίας τάξης. Η Νουρ εργάζεται σε ένα δημόσιο νοσοκομείο, κερδίζοντας 15 δολάρια το μήνα. «Δεν είχαμε ποτέ φάρμακα, σύριγγες, τίποτα. Δεν μπορούσαμε καν να δώσουμε στους ασθενείς μας Panadol. Έπρεπε να το αγοράσουν μόνοι τους και οι άνθρωποι δεν είχαν τα χρήματα», λέει.
Το νοσοκομείο της είχε μια ειδική πτέρυγα, η αραβική μετάφραση της οποίας είναι «δωμάτιο των φίλων». Σε αυτήν, οι μαχητές από το Ιράν, το Ιράκ και τον Λίβανο (Χεζμπολάχ) –οι οποίοι βρίσκονταν στη Συρία για να συντρίψουν την επανάσταση και να προστατεύσουν το καθεστώς Άσαντ– απολάμβαναν δωρεάν θεραπεία. Η Νουρ λέει ότι μια φορά μπήκε μέσα και ανακάλυψε ότι όλα τα ιατρικά είδη που έλειπαν από το υπόλοιπο νοσοκομείο υπήρχαν εκεί σε αφθονία. Τώρα, λέει, «όλο το νοσοκομείο έχει προμήθειες».
Υπάρχουν παντού απόηχοι αυτής της ιστορίας. Ενώ εξακολουθεί να υπάρχει τεράστια φτώχεια, στο κέντρο της Δαμασκού οι αγορές σφύζουν από ζωή. Ένας άνδρας προσπαθεί να εξηγήσει τη διαφορά στην παροχή ψωμιού: «Επί Άσαντ, έπρεπε να κάνουμε ουρά για ώρες, και το ψωμί ήταν μπαγιάτικο ... Τώρα είναι πιο διαθέσιμο και πολύ καλύτερης ποιότητας». Λέει ότι το βιοτικό επίπεδο στα μέρη της χώρας που ελέγχονται από το καθεστώς ήταν πολύ φτωχότερο από εκείνα που είχαν περισσότερες ελευθερίες.
Μοιράζονται περισσότερες τέτοιες ιστορίες. Όταν άνοιξε η φοβερή φυλακή Σεντνάγια, πολλοί κρατούμενοι ήρθαν στο νοσοκομείο της για περίθαλψη μετά από χρόνια βασανιστηρίων και κακοποίησης. Οι γιατροί έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν, αλλά τα προβλήματα ορισμένων ασθενών ξεπερνούσαν τις δυνατότητές τους. «Ένας άνδρας ήρθε και δεν μπορούσε να μιλήσει. Μας λέει ότι επαναλάμβανε συνεχώς το όνομα, «Μπασάρ Αλ-Άσαντ» κι ύστερα έλεγε «υπάρχουν 44 πτώματα στον καταψύκτη».
Ποιο είναι το όραμά τους για το μέλλον; Μετά από μια παύση, μιλάει ένας νεαρός άνδρας, ο Αμπντουλλάχ. «Κατά την άποψή μου, πρέπει να επιστρέψουμε στις παλαιότερες συνήθειες. Έχουμε τόσες πολλές διαφορετικές θρησκείες εδώ∙ όλες πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό. Ο μόνος τρόπος είναι μέσω ενός χαλιφάτου, όπως είχε γράψει ο προφήτης». Επιμένει ότι αυτό θα εξακολουθούσε να επιτρέπει στις γυναίκες τα δικαιώματά τους και οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πίνουν, να καπνίζουν κ.λπ. όπως επιλέγουν. Η Νουρ, μια μοντέρνα νεαρή γυναίκα που δεν φοράει χιτζάμπ, φαίνεται να διστάζει σε αυτό, αλλά συμφωνεί ότι η θρησκεία θα πρέπει να παίξει κάποιο ρόλο στο νέο κράτος. Ο Νάγαμ φαίνεται να έχει άλλες ιδέες, αλλά η συζήτηση συνεχίζεται.
Το Ισλάμ είναι σαφώς ένα σημαντικό μέρος της ταυτότητας των ανθρώπων. Ίσως περισσότερο τώρα απ’ ό,τι πριν η επανάσταση μετατραπεί σε εμφύλιο όπου οι κύριοι παράγοντες επηρεάζονται σταδιακά περισσότερο από τον ισλαμισμό, για διάφορους λόγους. Αλλά οι αντιφάσεις είναι πολλές. Η Νουρ λέει ότι το καλοκαίρι φοράει crop tops, παρόλο που σε κάποιους δεν αρέσει. Ο Αμπντουλλάχ ψιθυρίζει ότι δεν συνιστά να πάμε στο Ίντλιμπ επειδή τα πράγματα είναι λίγο ακραία εκεί πάνω.
Αργότερα, περιμένω στην ουρά για να επαναφορτίσω την κάρτα sim μου. Τι σκέφτονται οι άνθρωποι στην ουρά για την οικονομία και πώς πρέπει να αλλάξουν τα πράγματα; Οι μισθοί πρέπει να αυξηθούν – σε αυτό συμφωνούν όλοι. Αλλά μετά από χρόνια κυβερνητικής κλοπής, πολλοί είναι ευχαριστημένοι, προς το παρόν τουλάχιστον, με την απαλλαγή από ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από δωροδοκία και αυθαίρετη φορολόγηση. Μπορώ να καταλάβω γιατί αυτό θα φαινόταν ένα βήμα προς τα εμπρός μετά τη ζωή κάτω από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που, παρά το γεγονός ότι απαιτούσε ατελείωτες εισφορές, προσέφερε ελάχιστες δημόσιες υπηρεσίες.
Όλα αυτά είναι απλώς οι πρώτες εντυπώσεις και οι πρώτες συζητήσεις. Θα ήταν ανόητο σε αυτό το σημείο να βγάλουμε συμπεράσματα για το «τι σκέφτεται ο συριακός λαός» ή να κάνουμε γενικεύσεις σχετικά με την ταξική συνείδηση. Εκτός από τον Νάγαμ, ο οποίος υπόσχεται να μας μιλήσει πιο σοβαρά στη Νταράα (τις επόμενες ημέρες), κανένας από τους ανθρώπους με τους οποίους μίλησα δεν ήταν πολιτικά ενεργός τα τελευταία χρόνια.
Από μια χούφτα κατοίκους της Δαμασκού, έχω την αίσθηση ότι η πτώση του Άσαντ ήταν κάτι που συνέβη γύρω τους και όχι κάτι που έκαναν οι ίδιοι. Εξάλλου, έχει περάσει πάνω από μια δεκαετία από το αποκορύφωμα των επαναστατικών κινητοποιήσεων, οι οποίες καταπνίγηκαν τόσο βάναυσα από τον Άσαντ και τους Ιρανούς και Ρώσους συμμάχους του. Η λαϊκή διαμαρτυρία και η δημοκρατική αντίσταση επιβίωσαν σε ορισμένα μέρη, αλλά στη Δαμασκό, την οποία κατείχε το καθεστώς, κάτι τέτοιο ήταν σχεδόν αδύνατο.
Παρ’ όλα αυτά, και προς το παρόν, ο κόσμος απολαμβάνει την κατάρρευση του Άσαντ. Ποιος θα μπορούσε να τους κατηγορήσει; Μετά από 54 χρόνια δυναστικής δικτατορίας, ο συριακός λαός απολαμβάνει την πρώτη γεύση της ελευθερίας. Παντού υπάρχουν εκφράσεις χαράς. Ένα τέρας έχει σκοτωθεί. Ή, όπως λέει ο λαός, ένας γάιδαρος έφυγε. (Άσαντ σημαίνει «λιοντάρι». Οπότε, «γάιδαρος» ... το καταλαβαίνετε).
«Επιτέλους, μπορούμε να αναπνεύσουμε», είπε ο νεαρός συνεπιβάτης μου στο ταξί. «Ό,τι κι αν έρθει μετά, τίποτα δεν μπορεί να είναι χειρότερο από τον Άσαντ».
«Πόσο τυχεροί είστε – πόσο υπέροχο είναι να έχετε μια απελευθερωμένη χώρα», απάντησε η Λιβανέζα στο μπροστινό κάθισμα, που κατευθυνόταν προς τη Συρία για ένα πρωτοχρονιάτικο πάρτι.
«Ινσαλλάχ, μια μέρα θα έρθει και η δική μας σειρά».
Χαράστα: Μια πόλη-φάντασμα στη Συρία
Το να βρίσκεται κανείς στα ερείπια του συριακού προαστίου Χαράστα είναι μια εμπειρία που δεν μοιάζει με καμία άλλη. Πρόκειται για μια πόλη δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, κέντρο ζωής και εμπορίου σε μια περιοχή γνωστή ως το καλάθι με τα ψωμιά της Δαμασκού. Τώρα είναι στο μεγαλύτερο μέρος της ερείπια.
Πολλές από τις πολυκατοικίες είναι εντελώς κατεδαφισμένες, καταρρεύσανε από μόνες τους κάτω από το βάρος των πολυετών βομβαρδισμών από τις συριακές και ρωσικές δυνάμεις. Όσες παραμένουν όρθιες είναι απλά κελύφη – κατεστραμμένες προσόψεις από σκυρόδεμα, όλα τα παράθυρα και οι πόρτες έχουν διαλυθεί, οι χαλύβδινες ράβδοι που χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση του σκυροδέματος είναι παντού ακάλυπτες. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι είναι έτσι, κτίρια που στέκονται με δυσκολία και σωροί από συντρίμμια και σκουπίδια.
Η Χαράστα μοιάζει με πόλη-φάντασμα, με τα περισσότερα κτίρια να έχουν αδειάσει από κάθε ζωή. Κάθε τόσο βλέπεις ένα περίεργο σημάδι ζωής, μια οικογένεια που δεν έχει πού αλλού να πάει. Η αποφασιστικότητά τους να συνεχίσουν να ζουν είναι εμφανής στην προσπάθειά τους να μετατρέψουν αυτά τα κατεστραμμένα κτίρια σε κατοικία, κλείνοντας τρύπες με χαρτόνια και τούβλα. Περνώντας από αυτή την περιοχή κάτι συμβαίνει στην ψυχή σου∙ όταν στέκομαι στους κατεστραμμένους δρόμους νιώθω οργή, δυσπιστία και δάκρυα να ξεχειλίζουν διαδοχικά.
Ωστόσο, για εκείνους που αναγκάστηκαν να ζήσουν εδώ, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Γι’ αυτούς, αυτό δεν είναι απλώς ένα τοπίο ανώνυμης καταστροφής. Είναι ο τόπος όπου μεγάλωσαν, έπαιξαν ποδόσφαιρο στους δρόμους, έκαναν φασαρία στο σχολείο. Εκεί όπου γνώρισαν για πρώτη φορά τον έρωτα, επισκέφτηκαν τα ξαδέρφια τους τα Σαββατοκύριακα και μεγάλωσαν τα παιδιά τους. Ζουν μέσα στις στάχτες μιας ζωής και μιας κοινότητας που έχει εξαλειφθεί και διασκορπιστεί στους τέσσερις ανέμους. Λυπάμαι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε αυτό το μέρος, τα οποία θα νομίζουν ότι αυτή η καταστροφή είναι κατά κάποιο τρόπο φυσιολογική.
Παρκάρουμε το αυτοκίνητο και πλησιάζουμε μερικούς ντόπιους για να μιλήσουμε. Μας προειδοποιούν για μια μη εκραγείσα ρωσική βόμβα σε απόσταση μικρότερη των δύο μέτρων από το σημείο που στεκόμαστε. «Ισοπέδωσαν όλη αυτή την περιοχή», λέει ένας άνδρας με πικρία, «αλλά μερικές από τις βόμβες τους δεν εξερράγησαν. Αργότερα, ήρθαν Ρώσοι στρατιώτες και αντί να τις απομακρύνουν, απλά τοποθέτησαν αφίσες που μας προειδοποιούσαν να μην πατάμε εκεί. Αλλά αυτά ήταν τα σπίτια μας και τα σπίτια των γειτόνων μας». Το μίσος που είναι χαραγμένο στο πρόσωπο αυτού του ανθρώπου είναι συγκλονιστικό στην αγνότητά του.
Στο βάθος, βλέπουμε μερικούς ηλικιωμένους άνδρες να μαζεύουν κάτι από το έδαφος, κουβαλώντας τεράστια σακιά στην πλάτη τους. «Καυσόξυλα», εξηγεί ο οδηγός μας. «Τα χρησιμοποιούν είτε για να ζεσταθούν οι ίδιοι είτε τα πουλάνε για να αγοράσουν τρόφιμα». Δεν λέει περισσότερα, αλλά τα λόγια του δεν μπορούν να κρύψουν την ντροπή του να ζεις σε μια χώρα όπου άνδρες αρκετά μεγάλοι για να είναι παππούδες πρέπει να κάνουν τέτοια πράγματα για να επιβιώσουν.
Ένας από τους συντρόφους μου επισημαίνει ότι έτσι πρέπει να αισθάνονται στη Γάζα. Η σύγκριση είναι εύστοχη. Πράγματι, ο Άσαντ δολοφόνησε τουλάχιστον 500.000 ανθρώπους, περισσότερους από όσους έχει καταφέρει να δολοφονήσει το Ισραήλ. Αυτές οι σκηνές επαναλαμβάνονται σε όλη τη χώρα, συνήθως σε εργατικές και φτωχές περιοχές.
Η ίδια η Χαράστα είναι μόνο ένα μικρό μέρος μιας ευρύτερης ζώνης εξόντωσης που εκτείνεται για χιλιόμετρα γύρω από τα ανατολικά προάστια της Δαμασκού. Αυτές ήταν μερικές από τις εστίες της επανάστασης, ένα μέρος όπου άνθισαν οι μαζικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, όπου οι στρατιώτες της βάσης, που επιστρατεύτηκαν βίαια σύμφωνα με τους νόμους της χώρας, αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να πυροβολήσουν τους φίλους και τις οικογένειές τους, και έτσι στασίασαν για να σχηματίσουν ένα τμήμα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού.
Η κυβέρνηση χρειάστηκε περίπου επτά χρόνια για να αποσπάσει τελικά αυτή τη γη από τους ανθρώπους που την αγάπησαν και την υπερασπίστηκαν. Για ορισμένες περιοχές δόθηκαν πολλές φορές μάχες, με το καθεστώς να τις καταλαμβάνει, για να τις χάσει και πάλι, και ούτω καθεξής. Τελικά, η κυβέρνηση επέβαλε μια σκληρή πολιορκία που διήρκεσε σχεδόν πέντε χρόνια.
Μέχρι το 2016, περίπου 400.000 άνθρωποι είχαν παγιδευτεί στην περιοχή από τον στρατό του Άσαντ, χωρίς τροφή και νερό. Όταν αυτό δεν πέτυχε, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν χημικά όπλα, σκοτώνοντας 70 ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων πολλών παιδιών, και στέλνοντας εκατοντάδες άλλους στο νοσοκομείο.
Τελικά, επιτεύχθηκε μια συμφωνία το 2018 και πάνω από 100.000 άνθρωποι μεταφέρθηκαν μέχρι το Ίντλιμπ με λεωφορεία που χρησιμοποιούνται συνήθως για τις δημόσιες μεταφορές. (Μέχρι σήμερα, ορισμένοι Δαμασκηνοί μποϊκοτάρουν αυτά τα λεωφορεία σε ένδειξη αλληλεγγύης.) Ήταν μια τρομερή ήττα, που συμβολίζει μια στιγμή που σηματοδότησε το ναδίρ του ηρωικού αγώνα για την απελευθέρωση της Συρίας.
Η επιστροφή στην κυβερνητική επικράτεια δεν είχε κανένα όφελος. Οι προσπάθειες ανασυγκρότησης απαγορεύτηκαν στην περιοχή, ως υπενθύμιση του τι συμβαίνει όταν δεν αποδέχεσαι τη θέση σου ως σκλάβος. Τα τρόφιμα παρέμεναν ελάχιστα, οι υποδομές ανύπαρκτες.
Σε μια λωρίδα του δρόμου, υπάρχουν τεράστιες τρύπες στο δρόμο, αρκετά μεγάλες για να χωρέσει ένα αυτοκίνητο. Ένας ντόπιος, ο οποίος δεν επιθυμεί να δηλώσει την ταυτότητά του για το φόβο αντιποίνων, εξηγεί ότι η κυβέρνηση ήθελε να ανακατευθύνει την παροχή νερού. Όταν δεν βρήκαν αυτό που έψαχναν, απλά προχώρησαν και άφησαν αυτές τις σπηλαιώδεις τρύπες στο δρόμο. Αλλά δεν υπάρχουν φώτα ή ηλεκτρικό ρεύμα εδώ, οπότε τα αυτοκίνητα και τα ποδήλατα έπεφταν συνεχώς μέσα. Βρήκαν μια παλιά βιβλιοθήκη και τη χρησιμοποίησαν για να καλύψουν την τρύπα. «Δεν νοιάζονταν για εμάς», λέει. «Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν ο εαυτός τους. Έτσι έπρεπε να διορθώσουμε εμείς τα προβλήματα».
Είναι αισιόδοξος για το μέλλον, αλλά επιφυλακτικός. «Οι νέοι τύποι φαίνεται να είναι διαφορετικοί, να συμπεριφέρονται στους ανθρώπους με σεβασμό», λέει. «Ίνσαλλαχ».
Είναι πλέον σκοτεινά και κάνει παγωνιά, οπότε αποφασίζουμε να επιστρέψουμε στη Δαμασκό. Ενώ οι άλλοι συνομιλούν μεταξύ τους, εγώ είμαι πραγματικά ανίκανος να παρακολουθήσω, συγκινημένος μέχρι σιωπής από την απόλυτη βαρβαρότητα του καπιταλιστικού συστήματος και εκείνων που το υπερασπίζονται.
Φωτιές κατασκήνωσης βρίσκονται διάσπαρτες στον αυτοκινητόδρομο, οικογένειες στριμωγμένες κοντά η μία στην άλλη, προσπαθώντας μάταια να ζεσταθούν σε μια τρομερή χειμωνιάτικη νύχτα.
*Μετάφραση elaliberta.gr
Τα πρωτότυπα άρθρα στα αγγλικά: