*Τοποθέτηση της Αντικαπιταλιστικής Πολιτικής Ομάδας στην εκδήλωση του rproject στις 11/7/2023, στην Αθήνα

1. Με αυτοπεποίθηση και αλαζονεία εμφανίστηκε στις προγραμματικές δηλώσεις  ο Μητσοτάκης. Η κυβέρνηση αισθάνεται ισχυρή και είναι έναντι των πολιτικών της αντιπάλων. Όμως η πορεία της δεν θα είναι ανέφελη αλλά μέσα σε ναρκοπέδιο, τόσο λόγω εθνικών όσο και ευρωπαϊκών και διεθνών συνθηκών. Η απουσία ισχυρού πολιτικού αντιπάλου ευνοεί την κλιμάκωση του κυβερνητικού, κρατικού αυταρχισμού αλλά και της αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.

2. Στις εκλογές κατέρρευσε ο δικομματισμός. Αποτελεί την πάγια μέθοδο συγκρότησης  κοινωνικών και πολιτικών συναινέσεων την οποία όμως καταστρέφει η ίδια η νεοφιλελεύθερη στρατηγική και πολύ περισσότερο μέσα στις συνθήκες της πολυεπίπεδης κρίσης της. Αυξάνοντας ταυτόχρονα τις «ανισότητες» αλλά και τον αυταρχισμό και την κρατική τρομοκρατία (πχ Γαλλία). Ο Μητσοτάκης επιδιώκει να αντιμετωπίσει επικοινωνιακά το πρόβλημα αυξάνοντας την υπουργοποίηση στελεχών προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ και μειώνοντας τους ακροδεξιούς στην κυβέρνηση. Ταυτόχρονα προβάλει το «νεοφιλελεύθερο δίχτυ» για τα κατώτερα και απολύτως εκτεθειμένα κοινωνικά τμήματα (pass, «καλάθι» κ.α.) ως πολιτική κοινωνικής προστασίας με ταυτόχρονες «νότες» υποκριτικού δικαιωματισμού. Επιχειρεί μια εκδοχή μεταξύ Μελόνι/Ορμπάν και Μακρόν, ενσωματώνοντας στοιχεία και από τα δύο «υποδείγματα».

Παρά ταύτα η χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας λόγω πανδημίας, ακρίβειας και πληθωρισμού τελειώνει και επανέρχεται η «δημοσιονομική πειθαρχία» που βρίσκει την Ελλάδα (και όχι μόνο) με δυσθεώρητο χρέος. Πίσω από αυτές τις εξελίξεις κρύβονται νέα «μνημόνια» με ή χωρίς εισαγωγικά.  

Αυτή η κυβερνητική θητεία της ΝΔ είναι κρίσιμη καθώς εάν στην προηγούμενη κατέρρευσε η αντιπολίτευση σε αυτήν θα κριθεί το βάθος της κοινωνικής ανοχής στις επιθέσεις, τόσο στους όρους εργασίας και διαβίωσης και στα δημοκρατικά δικαιώματα όσο και στο πεδίο των ιδεών.

3. Ο κίνδυνος της ακροδεξιάς είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Το ποσοστό των ακροδεξιών κομμάτων στην Βουλή (Σπαρτιάτες/Χρυσή Αυγή, Λύση, Νίκη) ξεπερνά το 13%.

4. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ συγκλίνουν αντικειμενικά στην ανάγκη κάλυψης του χώρου της (νεοφιλελεύθερης) σοσιαλδημοκρατίας. Υποκειμενικά υπάρχουν δυσκολίες. Η εκκίνηση του σημερινού ΠΑΣΟΚ είναι το πρώτο μνημόνιο και η «πασοκοποίηση» ενώ του ΣΥΡΙΖΑ η ριζοσπαστική αριστερά. Παρότι η εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα μείωσε πολύ τις διαφορές, τα ακροατήρια των δύο κομμάτων δεν αθροίζονται. Το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 μέχρι σήμερα είναι αριστερόστροφο/ ριζοσπαστικό και παρά τις όποιες εκλογικές μετακινήσεις, ουσιαστικά είναι πολιτικά «ανέστιο». Χρωματίζει τα χαρακτηριστικά της πολύ μεγάλης αποχής. Σε κάθε περίπτωση και πέρα από τις αντιφάσεις και τους ανταγωνισμούς του πολιτικού προσωπικού των δύο κομμάτων του σοσιαλφιλελευθερισμού, η ανοικοδόμηση του χώρου της σοσιαλδημοκρατίας ως αντιπάλου της δεξιάς απαιτεί «αριστερή στροφή» τόσο όσο να την αντιληφθεί η κοινωνία ως τέτοια, πράγμα που είναι πολύ δύσκολο ακόμη και συμβολικά.

5. Για τις πολιτικές εξελίξεις δεν ευθύνεται γενικά ο κόσμος, ο «λαός» αλλά τα πολιτικά υποκείμενα και φυσικά της αριστεράς. Η κατάρρευση  του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί πλήγμα για όλη την αριστερά. Η σχετική αύξηση του ΚΚΕ δεν αλλάζει την εικόνα καθώς είναι πολύ μικρή σε σχέση με τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ. Στις δεύτερες εκλογές όλα τα αριστερά κόμματα (πλην πολύ μικρών εξαιρέσεων) έχασαν αντικειμενικές ψήφους. Ο κανόνας της αποχής λόγω προδιαγεγραμμένου αποτελέσματος που έπληξε και τη ΝΔ δεν ισχύει στα κόμματα στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Εδώ η ψήφος δόθηκε ως επικρότηση της ιδεολογικοπολιτικής «σημαίας» και όχι ως «ρεαλιστική» τακτική. Ως εκ τούτου το συμπέρασμα είναι οδυνηρό συνολικά και υπογραμμίζεται τόσο από την αποτυχία του ΜΕΡΑ25 όσο και από την εκλογική κατάρρευση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Κανένας σχηματισμός της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής, κομμουνιστικής αριστεράς δεν διεκδίκησε το πολιτικό κενό της δεξιάς κατρακύλας της σ/δ και ιδιαίτερα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά συνέβη το αντίθετο.

6. Σήμερα το ΚΚΕ εμφανίζεται ως ο πρώτος αν όχι ο μοναδικός παραλήπτης της ιστορικής πρόκλησης πλην είναι τουλάχιστον αμφίβολο τί συμπεράσματα και συνακόλουθα επιλογές θα προκρίνει. Τα πανηγύρια για το αποτέλεσμα, η επιβεβαίωση της πολιτικής του 10 – 15 στην ανακοίνωση της ΚΕ, η επίθεση στην αριστερά αντί στην δεξιά στον προεκλογικό των δεύτερων εκλογών και βέβαια η απόρριψη της προφανούς μεταβατικής θέσης για την κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων δεν προϊδεάζει μεγάλες αλλαγές στην πολιτική του. Ωστόσο η πρόκληση/ πίεση για ανάληψη ευθυνών μαζικής αριστερής πολιτικής είναι κι αυτή οφθαλμοφανής και θα χρειαστεί να την διαχειριστεί. Απαιτεί παρακολούθηση και τακτική πέρα από συναισθηματισμούς και ιδεολογικές εμμονές.

7. Η απάντηση του κινήματος είναι η πρώτη προφανής ανάγκη και μάλιστα ιδιαίτερα επιβεβλημένη σε κάθε πρόκληση, σε αυτές τις συνθήκες. Εν τούτοις πρώτον δεν διασφαλίζεται από τις καλές προθέσεις και την προπαγάνδα και δεύτερον δεν αρκεί! Το κρίσιμο ζήτημα είναι η διεκδίκηση της μαζικής, πολιτικής αριστεράς!

Παλαιότερα, όταν το κίνημα και η ταξική πάλη οξυνόταν πολύ και καθοριζόταν από πολύ μαζικές κινητοποιήσεις/ απεργίες έφερνε πολιτικά αποτελέσματα, νίκες ή/και συμβιβασμούς. Στις μέρες μας βλέπουμε μαζικότατες και μαχητικότατες κινητοποιήσεις να μην κάμπτουν την αδιαλλαξία της κυβέρνησης, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην Γαλλία. Διαμορφώνεται μια συνθήκη όπου το μαζικό κίνημα μπορεί να φτάσει σε μαζικότατα επίπεδα χωρίς ωστόσο να αναφύονται στοιχεία προεπαναστατικής περιόδου και ταυτόχρονα να απουσιάζει ή να υστερεί η πολιτική του εκπροσώπηση. Η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας ως «μαζική αριστερά» στα χρόνια του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου δημιουργεί κενό εκπροσώπησης των «από κάτω» το οποίο δεν έχει γίνει δυνατό μέχρι σήμερα να διεκδικηθεί αποτελεσματικά και να καλυφθεί από την ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά. Η πρώτη περίοδος των «πλατιών κομμάτων» στην Ευρώπη που συγκροτήθηκαν ακριβώς πάνω σε αυτό τον στόχο έκλεισε άδοξα από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ που έφτασε στην κυβέρνηση χωρίς να αποτελεί συμπλήρωμα του υπάρχοντος σοσιαλφιλελευθερισμού (ΠΑΣΟΚ) και οδηγήθηκε στην μετάλλαξή του σε σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα και στην ίδια την κατάρρευσή του.

Σήμερα είμαστε στο χαμηλό σημείο αυτής της διαδικασίας, στην φάση της ήττας, όμως ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του πολιτικού πλαισίου παραμένουν. Η ν/φ στρατηγική βρίσκεται σε κρίση, το πολιτικό σύστημα σε βαθιά αναξιοπιστία (πρόσφατο παράδειγμα η άνοδος της ακροδεξιάς στην Γερμανία) και το πολιτικό κενό στ’ αριστερά εξακολουθεί να χάσκει.

8. Κλειδί στην ελληνική (και όχι μόνο) συζήτηση αποτελεί το 2015! Το πριν και το μετά. Το πριν αφορά στην διαδικασία της συγκέντρωσης δύναμης διάφορων και διαφορετικών αριστερών σχηματισμών και της, ορισμένου βαθμού, συνύπαρξής τους σε κοινό οργανωτικό σχήμα. Επίσης αφορά στη διαπίστωση ότι η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβέρνηση και την κορύφωση των προκλήσεων καθορίστηκε από την πολύ ριζοσπαστική προπαγάνδα. Εάν δεν υποσχόταν ρήξη με τα μνημόνια δεν θα έφτανε ποτέ σε θέση διεκδίκησης της κυβέρνησης. Το ερώτημα που στοιχειώνει αυτή την συζήτηση είναι αν υπήρχε άλλος δρόμος από αυτόν που ακολούθησε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με την υπογραφή του 3ου μνημονίου. Η θετική απάντηση σε αυτό το ερώτημα φέρνει μαζί της και την αποδοχή του κυβερνητικού στόχου γιατί προφανώς διαφορετικά, δεν θα ετίθετο καν το ζήτημα.  

Η συζήτηση αυτή περιέχει όλα τα σημαντικά ζητήματα που τίθενται στην αριστερά της εποχής μας ξεκινώντας από το κρίσιμο ζήτημα ύπαρξης μαζικής αριστεράς που τίθεται με όρους επείγοντος. Το ζήτημα της ανταπόκρισης από την αντικαπιταλιστική σκοπιά, στον αυθόρμητο ρεφορμισμό των μαζών σε μη επαναστατικές συνθήκες και ταυτόχρονα με την ουσιαστική απουσία ισχυρού, κυβερνητικού πολιτικού ρεφορμισμού. Δηλαδή το ζήτημα της μεταβατικής πολιτικής στην πράξη (χωρίς ωστόσο ιδιαίτερη σχετική εμπειρία από το παρελθόν). Το ζήτημα της «κυβέρνησης της αριστεράς» (και οι αντίστοιχοι αυστηροί όροι και προϋποθέσεις) ως κορυφαίο μεταβατικό σύνθημα και στόχο και ως προϋπόθεση για την διεκδίκηση της μαζικής πολιτικής με τη συγκρότηση «κυβερνητικού προγράμματος». Η κληρονομιά από τα πρώτα χρόνια της Γ’ Διεθνούς, της τακτικής του «ενιαίου μετώπου», είναι η βάση γι αυτές τις προσεγγίσεις αλλά χρειάζονται σύγχρονες επεξεργασίες και συγκεκριμενοποίηση σε πολιτικές συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Το ζήτημα του πολιτικού υποκειμένου, του κόμματος που να μπορεί να εξασφαλίσει αυτούς του στόχους. Με δημοκρατία ως λειτουργία που εξασφαλίζει την αποτελεσματικότητα με μέτρο την οργάνωση της συλλογικότητας και το ρίζωμα στην κοινωνία ως έμπρακτη περιγραφή του ταξικού/ κοινωνικού ακροατηρίου.

Το ερώτημα «κόμμα ιδεολογικής καθαρότητας» ή «πλατύ κόμμα» συνύπαρξης ρευμάτων και απόψεων σε ριζοσπαστική βάση, διακηρυγμένο αντικαπιταλισμό και αδιάλλακτα αντινεοφιλελεύθερη πολιτική, είναι ανεπίκαιρο καθώς η συγκέντρωση της δύναμης και η διεκδίκηση της μαζικής πολιτικής επείγει.

Στο υπόβαθρο αυτών των κατευθύνσεων ωστόσο βρίσκεται το ζήτημα της «επικαιρότητας του σοσιαλισμού» ως άρνηση και αντίθεση σε κάθε θεωρία και προσέγγιση «σταδίων». Αυτό σημαίνει το άνοιγμα της συζήτησης για το σύγχρονο καπιταλισμό και μάλιστα για τις θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό που συχνά περιέχουν την αντίληψη της «μεταβατικής» καπιταλιστικής κοινωνίας με πυρήνα έναν ορισμένο εθνικισμό παρά και εναντίον της μεταβατικής προσέγγιση της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.

9. Βέβαια όλα αυτά μπορεί σήμερα να μοιάζουν προθύστερα ή και συζήτηση «πολυτελείας» καθώς η ήττα της αριστεράς και η δεξιά επέλαση βαραίνει τόσο το στελεχιακό δυναμικό των οργανώσεων όσο και κυρίως τον πλατύ κόσμο της αριστεράς. Ωστόσο η πάλη δεν σταματά και το πετυχημένο αντιρατσιστικό φεστιβάλ της Αθήνας έδειξε πως παρά την πολιτική αποστοίχιση ο αριστερός κόσμος διψά για συσπείρωση και δηλώνει ετοιμότητα πρώτα και κύρια ενάντια στο ρατσισμό/ φασισμό της ακροδεξιάς, της κυβέρνησης και του κράτους! Χρειαζόμαστε μια γραμμή «μαζικής αριστεράς» για την κοινωνία που θα αποτελεί την βάση της συσπείρωσης των προθύμων δυνάμεων παρά μια γραμμή για την συσπείρωση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής αριστεράς γενικά.   

Οι συμμετέχοντες στην συζήτηση αυτή οφείλουμε να κάνουμε ένα βήμα περισσότερο από το σημείο που βρισκόμαστε. Οι μάχες είναι μπροστά μας με πρώτη τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Το φθινόπωρο θα πρέπει να επανέλθουμε με συνδιοργανωμένη εκδήλωση/ δήλωση της αποφασιστικότητάς μας να πετύχουμε την εκκίνηση μιας νέας πρωτοβουλίας για την συγκέντρωση της δύναμης και την διεκδίκηση της μαζικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής πολιτικής!

Ετικέτες