Σημειώσεις για τη συνεπιμέλεια και το δημόσιο διάλογο
Εισαγωγή
Τους τελευταίους μήνες έχει απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη το θέμα της συνεπιμέλειας παιδιών με αφορμή τις νομοθετικές ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση της Ν.Δ στο οικογενειακό δίκαιο. Το νομοσχέδιο δεν προωθεί την ισότητα των φύλων ούτε «συνιστά μια παιδοκεντρική μεταρρύθμιση, η οποία διατηρεί και ενισχύει το αληθές και πραγματικό συμφέρον του παιδιού ως το βασικό κριτήριο για τη ρύθμιση των σχέσεων των τέκνων με τους γονείς τους» όπως ισχυρίζονται οι συντάκτες του νόμου. Δικαίως λοιπόν φεμινιστικές συλλογικότητες και δυνάμεις της αριστεράς έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους ζητώντας την απόσυρση του νομοσχεδίου. Την ίδια στιγμή σε αρκετές περιπτώσεις, ο τρόπος με τον οποίο έχει διεξαχθεί ο δημόσιος διάλογος -είτε συντεταγμένα μέσα από τα επίσημα ΜΜΕ είτε μέσω των κοινωνικών δικτύων- δεν επιτρέπει πάντα να γίνεται μια ουσιαστική συζήτηση για τις ευθύνες της κυβέρνησης και του κράτους απέναντι στις διαφορετικές μορφές οικογένειας και στις γυναίκες που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος της ανατροφής και της φροντίδας, ούτε να απαντηθούν οι σεξιστικές-μισογυνιστικές ιδέες που έχουν εκφραστεί από μερίδα ανθρώπων που θεωρούν ότι πλήττονται από το νομοσχέδιο. Όπως σημειώνει σε ανακοίνωσή της η Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων: «Η επιχειρούμενη νομοθετική αλλαγή έχει λάβει τον χαρακτήρα ρεβανσισμού "πατέρων" έναντι δήθεν "προνομιούχων μέχρι σήμερα μητέρων", στο όνομα του συμφέροντος του παιδιού που παραμένει ως άλλοθι στο επίκεντρο μιας στρεβλά παρουσιαζόμενης ως "διαμάχης μεταξύ των δύο φύλων"». Σημαντική είναι και η παρατήρηση της δικηγόρου Ιωάννας Στεντούμη που σε συνέντευξη της που δημοσιεύτηκε στις 3/4/21 στο Rproject σημειώνει: «Είναι πολύ απογοητευτική - αν και αναμενόμενη σε συνθήκες πλήρους απαξίωσης του δημοσίου τομέα και αναγωγή της ‘ατομικής ευθύνης’ σε κύριο ρυθμιστή της καθημερινότητάς μας, η πλήρης αφωνία για την ψυχοκοινωνική αλλά και οικονομική στήριξη της οικογένειας και ακόμα περισσότερο των ευάλωτων στρωμάτων, τις δημόσιες και δωρεάν δομές παιδικών σταθμών, τις δομές φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών και παιδιών, την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας.» Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση αποκαλύπτουν επίσης ότι ένας από τους βασικούς στόχους είναι η σταδιακή ιδιωτικοποίηση του οικογενειακού δικαίου και των νομικών υπηρεσιών. Οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να αφιερώνουν χρόνο και χρήμα προκειμένου να ρυθμίσουν τα ζητήματα επιμέλειας παιδιών. Όπως αναφέρει η Συνέλευση Γυναικών 8 Μάρτη στη Θεσσαλονίκη, σε ανακοίνωσή της : «Έτσι οι γυναίκες, φτωχότερες των φτωχών, χωρίς εξασφαλισμένο ένα μίνιμουμ διαβίωσης, είναι εξαρτημένες για την επιβίωση τη δική τους και των παιδιών τους από την οικογένεια. Το ν/σ Τσιάρα εγκλωβίζει τις γυναίκες και τα παιδιά τους σε ανεπιθύμητους γάμους αφού οι οικονομικές απαιτήσεις ακόμα και του διαζυγίου είναι απαγορευτικές για πάρα πολλές.» Η κυβέρνηση της Ν.Δ συνεπής στην εφαρμογή πολιτικών που στρέφονται ενάντια στα πολιτικά, κοινωνικά και εργατικά μας δικαιώματα, με την ψήφιση αυτού του ν/σ επιβεβαιώνει αυτή της την κατεύθυνση.
Με φόντο τις νομοθετικές αλλαγές και την έντονη αντιπαράθεση γύρω από αυτές κρίναμε απαραίτητο να παρουσιάσουμε κάποιες σκέψεις επί του περιεχόμενου αλλά και επί της μεθοδολογίας της συζήτησης.
Γιατί είμαστε ενάντια στο νομοσχέδιο
Από την 19η Μαρτίου του 2021 (μέχρι την 1η Απριλίου) τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο "Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου". Πρόκειται για το νομοσχέδιο αναμόρφωσης του οικογενειακού δικαίου που φέρνει προς ψήφιση η κυβέρνηση της Ν.Δ και συγκεκριμένα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, με περιεχόμενο τη ρύθμιση των ζητημάτων που αφορούν τα παιδιά γονέων που τελούν σε διάσταση ή έχουν λύσει τον γάμο ή το σύμφωνο συμβίωσής τους. Το τελικό κείμενο του σχεδίου νόμου αποκλίνει από αυτό που είχε αρχικά διαρρεύσει, παραμένει όμως εξαιρετικά προβληματικό και επικίνδυνο. Όπως σημειώνει η Εναλλακτική Παρέμβαση δικηγόρων: «Οι διατάξεις αυτές είναι βαθύτατα προβληματικές. Συγχέουν την μέριμνα (που σύμφωνα με την παρούσα νομοθετική και νομολογιακή πρακτική ασκείται από αμφότερους τους γονείς) με την επιμέλεια, με αποτέλεσμα να επέρχεται κίνδυνος απώλειας της μέριμνας στο όνομα δήθεν της ισότιμης άσκησής της. Καθιερώνουν τεκμήρια, όπως το δικαίωμα επικοινωνίας κατά το ένα τρίτο του χρόνου, που αφενός είναι αόριστα (ποιός είναι ο συνολικός χρόνος στη ζωή ενός παιδιού;), αφετέρου θα «δέσουν τα χέρια» του δικαστή στην προσπάθειά του να προβεί σε εξατομικευμένη κρίση ανάλογα με τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπόθεσης που δικάζει. Το σημαντικότερο, οι διατάξεις αυτές πλήττουν την παιδοκεντρική αντίληψη του οικογενειακού δικαίου, που θα έπρεπε να είναι κυρίαρχη κατά τη ρύθμιση των ζητημάτων που γεννώνται από τη διάσταση ή τη λύση του γάμου. Αντίθετα, το παιδί καθίσταται αντικείμενο και οι ανάγκες του υποτάσσονται στις διαθέσεις (και τις ορέξεις...) γονέων που αντιδικούν και που είναι γνωστό από την καθημερινή πρακτική ότι τείνουν να εργαλειοποιούν το παιδί. Είναι χαρακτηριστικό αυτής της γονεοκεντρικής αντίληψης ότι το νομοσχέδιο θωρακίζει το τεκμήριο επικοινωνίας ακόμα και για τον γονέα που έχει καταδικαστεί για ενδοοικογενειακή βία, μέχρι να καταστεί η δικαστική απόφαση αμετάκλητη! (…)Ο διακηρυγμένος σκοπός της επίτευξης της ισότητας των δύο φύλων και της εξάλειψης των έμφυλων διακρίσεων σε σχέση με την κατασκευή των ρόλων και την άσκηση των καθηκόντων τους ως γονέων, δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί «εν κενώ» και με μία νομοθετική μεταρρύθμιση, όσο παιδευτικό χαρακτήρα και εάν έχει ένα νομοθέτημα. Η μειονεκτική θέση των γυναικών από άποψη εισοδήματος, αποκλεισμού τους από την αγορά εργασίας, αντιμετώπισης του καθημερινού σεξισμού και της κακοποιητικής βίας, είναι μια πραγματικότητα που οι διατάξεις του νομοσχεδίου θα την επιτείνουν προς το χειρότερο. Πώς θα αποτραπεί, για παράδειγμα, η εργαλειοποίηση της πρόβλεψης για υποχρεωτική συναπόφαση (ή προηγούμενη ενημέρωση για κάθε καθημερινό ζήτημα) από τον θύτη ενδοοικογενειακής βίας (και μάλιστα ψυχολογικής για την οποία δεν θα υποβληθεί ποτέ μήνυση);»
Τι δεν περιλαμβάνει το νομοσχέδιο
Από το νομοσχέδιο που είχε διαρρεύσει τους προηγούμενους μήνες όσο και αυτό που τελικά τέθηκε για διαβούλευση «απουσιάζει εκκωφαντικά από τη δημόσια συζήτηση το προς ποια κατεύθυνση θέλουμε συνολικά να αναμορφωθεί το οικογενειακό δίκαιο. Πρόκειται για ένα ερώτημα που "ακουμπά" την ίδια τη φύση του θεσμού της οικογένειας και πώς την αντιλαμβανόμαστε. Το "προοδευτικό" νομοσχέδιο της Κυβέρνησης εισάγει μία "ανώδυνη" μεταρρύθμιση, η οποία όχι μόνο δεν αμφισβητεί την "καθεστηκυία τάξη" των οικογενειακών σχέσεων, αλλά αντίθετα τη διατηρεί ανέπαφη: τα βάρη και το κόστος της φροντίδας (νοικοκυριό, ανατροφή παιδιών, φροντίδα ηλικιωμένων) παραμένουν στα άτομα και συγκεκριμένα στις γυναίκες, ενώ το κράτος αποσύρεται όλο και περισσότερο. Έτσι, σε συνθήκες πανδημίας και ενώ συνεχίζεται επιθετικά η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η Κυβέρνηση εφευρίσκει ένα βολικό άλλοθι» όπως σημειώνει σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε στις 16/12/20 στο Rproject η φοιτήτρια νομικής και μέλος της Συνέλευσης 8 Μάρτη Χρύσα Τσικαλουδάκη (βλ. επίσης άρθρο της ίδιας στην εφημερίδα Εργατική Αριστερά στις 30/11/20) . Επιπλέον όπως αναφέρει στην ανακοίνωσή της η Συνέλευση 8 Μάρτη το ν/σ αγνοεί τα κοινωνικά ώριμα αιτήματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας για συμπερίληψη και ισότητα στις οικογενειακές σχέσεις. Πώς; Όλες οι ρυθμίσεις αφορούν μόνο το ετεροκανονικό μοντέλο πυρηνικής οικογένειας. Εξοβελίζεται από τον δημόσιο διάλογο κάθε αναφορά για συμπερίληψη και ισότητα στις οικογενειακές σχέσεις ομόφυλων ζευγαριών και εναλλακτικών μοντέλων οικογένειας (ενώσεις ομόφυλων προσώπων, τρανς γονεϊκότητα κ.ο.κ.)». Επομένως έχουμε να κάνουμε με ένα νομοσχέδιο το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μεριμνά για τα δικαιώματα των παιδιών, των γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ ατόμων.
O δημόσιος διάλογος
Τους τελευταίους μήνες με βασική ευθύνη της κυβέρνησης και του μπλοκ δυνάμεων που συσπειρώθηκαν γύρω από το αίτημα της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας (Ενεργοί Μπαμπάδες , ατομικές περιπτώσεις μπαμπάδων, συστημικά κόμματα και «προσωπικότητες») η συζήτηση απέκτησε «πολεμικά» χαρακτηριστικά και στράφηκε ενάντια στις φεμινιστικές συλλογικότητες. Εμφανίστηκαν περιστατικά στοχοποίησης φεμινιστριών-αγωνιστριών και βγήκαν στην επιφάνεια μισογυνιστικά-σεξιστικά επιχειρήματα για τη θέση των γυναικών στην κοινωνία καθώς και την έμφυλη βία που πέρα από θλιβερά, δεν είχαν και καμία σχέση με το ζήτημα της κοινής επιμέλειας. Ξεχνούν φαίνεται ότι η έμφυλη και ενδο-οικογενειακή βία στρέφεται ενάντια σε γυναίκες και παιδιά και ότι οι γυναικοκτονίες έχουν αυξηθεί σε ανησυχητικό βαθμό τα τελευταία χρόνια. Ξεχνούν ότι η φτώχεια είναι θηλυκού γένους. Όπως συμβαίνει συχνά σε συνθήκες κρίσης αντί η συζήτηση να επικεντρωθεί στα βάρη που φορτώνονται οι οικογένειες των φτωχότερων εργαζόμενων στρωμάτων και ιδιαίτερα οι γυναίκες που ανατρέφουν, φροντίζουν και εργάζονται πολλαπλά στο σπίτι και σε χώρους εργασίας, η συζήτηση στράφηκε ενάντια στις ίδιες της γυναίκες που πληρώνουν το τίμημα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του καπιταλισμού και των πατριαρχικών του δομών, θυσιάζοντας το χρόνο τους στο βωμό της οικιακής εργασίας. Αντί η συζήτηση να επικεντρωθεί στα αιτήματα και στις διεκδικήσεις των φεμινιστικών συλλογικοτήτων, του εργατικού κινήματος, της αριστεράς και αντιεξουσιαστικών δυνάμεων, αντί να επιχειρηθούν συμμαχίες ανάμεσα σε πληττόμενα στρώματα της κοινωνίας, η συζήτηση έμεινε σε χαρακτηρισμούς που έκαναν λόγο για ακροδεξιές απόψεις εντός των κινημάτων. Επιπλέον οι απόψεις των υποστηριχτών της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας στηρίχτηκαν από μεγάλους δημοσιογραφικούς ομίλους , ενώ ξοδεύτηκαν χιλιάδες ευρώ για τις διαφημιστικές καμπάνιες των Ενεργών Μπαμπάδων που κατέκλυσαν τους δρόμους της Αθήνας. Η στοχοποίηση των φεμινιστριών-αγωνιστριών που αντιστάθηκαν και αντιστέκονται στο νομοσχέδιο ΔΕΝ είναι ανεκτή. Στεκόμαστε στο πλάι τους «αμετάκλητα». Δεν ανεχόμαστε τη διάδοση των σεξιστικών και πατριαρχικών αντιλήψεων και η έκφραση τους θα μας βρίσκει σταθερά απέναντι. Μάλιστα, δυσάρεστη εντύπωση μας προκαλούν οι συμμαχίες που αναπτύσσονται ανάμεσα σε αριστερούς ανθρώπους και συστημικές δυνάμεις, γύρω από αντιδραστικές ιδέες. Αυτές οι συμμαχίες αποδεικνύουν ότι οι διακηρύξεις περί ισότητας και προοδευτικής μεταρρύθμισης που καταπολεμά την έμφυλη βία είναι κούφιες αφού η ρητορική τους όχι μόνο δεν λαμβάνει υπόψη της τον διαθεματικό χαρακτήρα της έμφυλης βίας και την σχέση τάξης , φύλου και καταγωγής αλλά στρέφεται τελικά ενάντια σε αυτές για τις οποίες υποτίθεται ότι μεριμνά.
Αυτές οι επιθέσεις μάλιστα συμβαίνουν σε μια εποχή που οι γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα δέχονται αλλεπάλληλες οικονομικές, ιδεολογικές και κοινωνικές επιθέσεις από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και τις πατριαρχικές δομές του και γι΄αυτό διεκδικούν η εργασία τους να γίνει ορατή , για αυτό βγαίνουν μαζικά στο δρόμο για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στα σώματά τους, για να μπει ένα τέλος στην έμφυλη βία. Έτσι εξηγείται και η άνθηση των φεμινιστικών κινημάτων παγκόσμια. Η Μακρυνίτσα, η Κωνσταντινούπολη, η Πολωνία είναι μερικοί μόνο από τους τόπους στους οποίους εντοπίζεται τόσο η οξύτητα των επιθέσεων όσο και η αντίσταση. Στην Ελλάδα μετά το ξέσπασμα του κινήματος #metoo εκατοντάδες γυναίκες έσπασαν τη σιωπή στα πανεπιστήμια, σε χώρους εργασίας όπως το θέατρο και ο αθλητισμός.
Η απάντηση στις σεξιστικές-μισογυνιστικές απόψεις και στις προκλήσεις που εμφανίστηκαν στα κοινωνικά δίκτυα υπήρξε μαζική και συλλογική, από αριστερές και φεμινιστικές συλλογικότητες. Ωστόσο οι φεμινιστικές συλλογικότητες αν και βρέθηκαν ενωμένες στο δρόμο ενάντια στο νομοσχέδιο εξέφρασαν διαφορετικές θέσεις για την εναλλακτική στο νομοσχέδιο, αλλά και για το οικογενειακό δίκαιο που ίσχυε μέχρι τώρα. Οι διαφορετικές απόψεις και χρωματισμοί αποτελούν απόδειξη του πλουραλισμού που επικρατεί στους κόλπους των κινημάτων. Στεκόμαστε κριτικά αλλά και με συντροφικότητα απέναντι σε απόψεις που θεωρούν ότι προτεραιότητα στη φροντίδα των παιδιών έχουν a priori οι γυναίκες λόγω συγκεκριμένων βιολογικών χαρακτηριστικών ή σε απόψεις που θεωρούν ότι η πλειοψηφία των ανδρών είναι εν δυνάμει κακοποιητικοί. Δεν μπορούμε όμως να μην υπενθυμίζουμε ότι είναι οι γυναίκες, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα και τα παιδιά τα πρώτα θύματα της έμφυλης και σεξιστικής βίας.
Δεν πιστεύουμε ότι η τεκνοποίηση ή η φροντίδα των παιδιών αποτελεί κάποιου είδους ιερό δικαίωμα ή προνόμιο για κανέναν, πολύ περισσότερο για τις γυναίκες. Αγωνιζόμαστε για μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας όπου οι διαζευγμένοι γονείς ανεξαρτήτως φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου θα μοιράζονται τις ευθύνες φροντίδας, ανατροφής και κοινωνικής αναπαραγωγής, στοχεύοντας όμως τελικά στο να κοινωνικοποιηθούν τα βάρη της φροντίδας. Γνωρίζουμε όμως καλά ότι το καπιταλιστικό σύστημα και οι πατριαρχικές αντιλήψεις σπέρνουν τη διχόνοια ανάμεσα σε εργαζόμενες-ους, και καταπιεσμένες-ους ανεξαρτήτου καταγωγής, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου. Επιμένουμε ότι οι γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα που βιώνουν με διαθεματικό τρόπο τις πολλαπλές καταπιέσεις, εξαρχής δεν μπορούν να δώσουν τη μάχη του δημόσιου διαλόγου με ισότιμο τρόπο. Αυτό συμβαίνει είτε γιατί δεν διαθέτουν τα απαραίτητα μέσα για να ακουστεί η φωνή τους, είτε γιατί εγκαλούνται συχνά για την οργή που τους προκαλούν οι άδικοι νόμοι.
Στεκόμαστε κριτικά απέναντι σε συμμαχίες με ομαδοποιήσεις και κόμματα που δεν έχουν σχέση με τους φεμινιστικούς σκοπούς και τις αριστερές ιδέες. Θεωρούμε ότι οι διεκδικήσεις και τα αιτήματά μας χρειάζεται να στραφούν όχι μόνο ενάντια σε ένα νομοσχέδιο ή σε ατομικούς εκφραστές των σεξιστικών ιδεών, αλλά κυρίως, ενάντια στον καπιταλισμό και τις πατριαρχικές του δομές και αντιλήψεις που δημιουργεί και αναπαράγει τις ανισότητες και διαιωνίζει το σεξισμό.
Σε αυτές τις συνθήκες νιώθουμε την ανάγκη να δηλώσουμε την προσήλωση μας στον αγώνα για την απελευθέρωση από κάθε είδους καταπίεση και σεξισμό, στον αγώνα για μια κοινωνία με πραγματική ισότητα και ελευθερία.
Για αυτούς τους λόγους τα αιτήματα που διεκδικεί η Συνέλευση 8 Μάρτη ζητώντας την απόσυρση του νομοσχεδίου στοχεύουν στην καρδιά του προβλήματος αναδεικνύοντας ότι το ζήτημα της ρύθμισης του οικογενειακού δικαίου δεν είναι ένα ατομικό ζήτημα αλλά ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να αποκοπεί από τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής αναπαραγωγής. Την ίδια στιγμή επικεντρώνουν στην κοινωνικοποίηση της φροντίδας και της κοινωνικής αναπαραγωγής. Αναφέρουμε κάποιες από τις διεκδικήσεις όπως αποτυπώνονται στην ανακοίνωση της:
*Δημιουργία εξειδικευμένων οικογενειακών δικαστηρίων, με λειτουργία εντός τους ειδικών ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών με εξειδικευμένες/-ους λειτουργούς και εμπειρογνώμονες σε ζητήματα παιδικής κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας
*Δημόσια και δωρεάν διαμεσολάβηση για την επίλυση των οικογενειακών διαφορών στις περιπτώσεις που μπορούν να επιτευχθούν συναινετικές λύσεις
*Δημόσια και δωρεάν συμβουλευτική γονέων, παρακολούθηση των παιδιών από παιδοψυχολόγους, παιδοψυχιάτρους, κοινωνικές/-ούς λειτουργούς
*Παροχή μηνιαίας οικονομικής ενίσχυσης σε όλους τους χαμηλού εισοδήματος ή άνεργους χωρισμένους γονείς - Η ενίσχυση να εξασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση γονιού και παιδιών. Όχι στα επιδόματα πείνας και εξαθλίωσης
*Δημόσιες και δωρεάν δομές φιλοξενίας-στήριξης θυμάτων κακοποίησης/ενδοοικογενειακής βίας
*Άμεση αναγνώριση στα ομόφυλα ζευγάρια του δικαιώματος στον γάμο και την τεκνοθεσία, καθώς και των αυτονόητων γονεϊκών δικαιωμάτων στα τρανς άτομα
*Ανάληψη από το κράτος μεγάλου μέρους των δαπανών και των βαρών ανατροφής με δημόσιους και δωρεάν παιδικούς σταθμούς, κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, δομές φροντίδας για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, ειδικές αναπτυξιακές ανάγκες κ.ο.κ.