Με τις διπλές εκλογές του Οκτωβρίου για τους δήμους και τις περιφέρειες, έκλεισε ο εκλογικός κύκλος που άνοιξε με τις βουλευτικές εκλογές του Μάη-Ιούνη.

Το μεγάλο ποσοστό αποχής και ιδιαίτερα τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, θόλωσαν την εικόνα πολιτικής παντοδυναμίας της ΝΔ και την όποια συνθήκη πολιτικής σταθερότητας. 

Η δυσαρέσκεια για την καταστροφική πολιτική της κυβέρνησης (πλημμύρες, πυρκαγιές, ακρίβεια, στάση στο Παλαιστινιακό κλπ) βρήκε έκφραση είτε στην ηχηρή αποδοκιμασία της μη συμμετοχής, είτε στην επιλογή υπερψήφισης στον δεύτερο γύρο, όποιου/ας υποψηφίου/ας βρισκόταν απέναντι σε αυτόν/η που είχε το επίσημο κυβερνητικό χρίσμα. Είναι μια από τις ελάχιστες φορές που η Δεξιά δεν έχει τον έλεγχο σε κανέναν από τους δήμους της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, του Πειραιά και της Πάτρας. Από τους μεγάλους δήμους, κέρδισε μόνο το Βόλο, με τον δήθεν «ανεξάρτητο» ομοφοβικό-τραμπούκο Μπέο. 

Νέα Δημοκρατία

Είναι βέβαιο ότι η υπέρμετρη αλαζονεία και οι αντιδημοκρατικοί εκβιασμοί των κυβερνητικών στελεχών, ανάμεσα στους δύο γύρους των τοπικών εκλογών, συνέβαλαν καθοριστικά στην εντυπωσιακή ανατροπή Δούκα στην Αθήνα και στις ήττες των εκλεκτών της ΝΔ, στη Θεσσαλονίκη, τη Θεσσαλία κ.α. Το αποτέλεσμα είναι σίγουρα μια βαθιά «ρωγμή» στην αυτάρεσκη επίκληση του «40%» των εθνικών εκλογών. Στο απολύτως δικαιολογημένο κλίμα ευφορίας για τις ήττες του Μητσοτάκη, δεν μπορούμε όμως να ξεχνάμε τα υπόλοιπα αποτελέσματα. Ούτε τη νίκη του στις κοινοβουλευτικές εκλογές, ούτε το γεγονός ότι οι 12 από τις 13 Περιφέρειες της χώρας έχουν περάσει στα χέρια της Δεξιάς, με τη ΝΔ να χάνει σε 4 Περιφέρειες από δικούς της «αντάρτες», που σε κάποιες περιπτώσεις κινούνται πολιτικά δεξιότερα της ΝΔ.

Η σημαντική αποχή που καταγράφηκε πανελλαδικά (στην Αθήνα 7 στους 10 δεν πήγαν να ψηφίσουν), αφενός αναδεικνύει τα επίπεδα πολιτικής απογοήτευσης ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού. Αφετέρου, είναι μια έμμεση αποδυνάμωση της συστημικής σταθερότητας. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που λέμε «πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων» είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο ρευστός και η έκβαση της διπλής εκλογικής αναμέτρησης, υπενθυμίζει ότι άλλο εκλογική πρωτιά και άλλο πολιτική κυριαρχία, πόσο μάλλον ηγεμονία. Διαπίστωση που χρειάζεται να ληφθεί υπόψη εκεί στο Μαξίμου, που ίσως θεωρούν ότι η ανεπάρκεια της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, θα αποσοβήσει το ενδεχόμενο εμφάνισης νέων κύκλων αγώνων διαμαρτυρίας και διεκδίκησης. Οι μαζικές κινητοποιήσεις αλληλεγγύης στον λαό της Παλαιστίνης, κόντρα στη χυδαία στάση του ελληνικού κράτους, είναι μια πρώτη τέτοια εκδήλωση κοινωνικής κίνησης.  

Κεντροαριστερά

Οι χαμηλές επιδόσεις της Κεντροαριστεράς αντανακλούν πλήρως τη βαθιά κρίση που διέρχονται τα κόμματα που την εκφράζουν. Ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ μιλάμε πλέον για διαλυτική κρίση. Το σκορ του ήταν χειρότερο των εθνικών εκλογών, με αποτέλεσμα να επιταχυνθούν τα φαινόμενα σφοδρής εσωκομματικής σύγκρουσης και εκφυλισμού, μετά την άτυπη ανακωχή των τάσεων λόγω αυτοδιοικητικών εκλογών. 

Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός νέου κόμματος από τους διαφωνούντες του ΣΥΡΙΖΑ (μετά και το κείμενο που δημοσιοποίησε η «Ομπρέλα»), είναι πλέον το πιθανότερο σενάριο, καθώς η αντιπαράθεση στο εσωτερικό του παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, με αποκορύφωμα την απόφαση Κασσελάκη να στείλει προς διαγραφή, μετά τον Στ. Τζουμάκα και τα ιστορικά στελέχη Φίλη, Σκουρλέτη και Βίτσα (πρώην υπουργοί, οι δύο και πρώην γραμματείς της ΚΕ, ο ένας και για χρόνια διευθυντής της Αυγής). Η πολυδιαφημισμένη νέα ηγεσία (της αδιαμεσολάβητης εκλογής από το λαό) έφερε ισχνά αποτελέσματα, παρά την μιντιακή υπερπροβολή. Η «κυβερνώσα αριστερά» που θα νικούσε τον Μητσοτάκη άμεσα, έγινε πλάνο τετραετίας και βλέπουμε. Όπως και η ταχεία μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα του νεοφιλελεύθερου δικαιωματισμού και της συμφιλίωσης με το «από-δαιμονοποιημένο» κεφάλαιο που «μειώνει τις ανισότητες (!!)», αναδεικνύει το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η αξιωματική αντιπολίτευση. Και όταν υπάρχει αδιέξοδο, εμφανίζονται και τα διοικητικά μέτρα. Και μάλιστα όχι μέσα από τη λειτουργία των κομματικών οργάνων, αλλά με διαγραφές μέσω facebook και την καρικατούρα παπανδρεϊκής πυγμής: «Έθεσε εαυτόν εκτός κόμματος». 

Φαίνεται πώς το σχέδιο της ηγετικής ομάδας Κασσελάκη για συμμαχία με το ΠΑΣΟΚ, ξεκίνησε με τα «χούγια» της πλήρους αυτονόμησης του προέδρου, που στέκει πάνω από τα όργανα και στα οποία σπανίως λογοδοτεί. Στάση που βέβαια εγκαθιδρύθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ επί Α. Τσίπρα, με τη συναίνεση και της σημερινής εσωκομματικής αντιπολίτευσης, που τώρα κάνει λόγο για αρχηγοκεντρικό κόμμα. Γιατί αν κάτι πυροδότησε περισσότερο από όλα το αποτέλεσμα της δεύτερης Κυριακής των εκλογών, ήταν η αναθέρμανση των σεναρίων συμπόρευσης ΠΑΣΟΚ-ΣΥΡΙΖΑ και συγκρότησης ενός αντιδεξιού μετώπου των «προοδευτικών δυνάμεων», ως μεθοδολογία νίκης απέναντι στη ΝΔ του Μητσοτάκη. Ήδη στελέχη και των δύο χώρων (ΓΑΠ, Σπίρτζης κλπ) προτείνουν ανοιχτά μια τέτοια προοπτική. Επιλογή που σκοντάφτει κυρίως στην άρνηση του Ν. Ανδρουλάκη, που εκτιμά ότι μέχρι τις ευρωεκλογές το ΠΑΣΟΚ θα είναι δεύτερο κόμμα, άρα θα μπει από θέση ισχύος στην όποια συζήτηση ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς.  

Η συγκυρία των εσωκομματικών συγκρούσεων στον ΣΥΡΙΖΑ επιτρέπει στην Χαριλάου Τρικούπη να προβάλει ως η δύναμη που θα ηγηθεί αυτής της διαδικασίας. Τακτική που ενισχύεται και από την επικράτηση Δούκα στην Αθήνα και Αγγελούδη στη Θεσσαλονίκη, με τον ΣΥΡΙΖΑ (που κέρδισε μόνο το Χαλάνδρι και του Ζωγράφου και μισή Περιφέρεια με τον Κουρέτα στη Θεσσαλία) να πανηγυρίζει για την πρωτιά των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ, αθροίζοντας την επιτυχία αυτή στη «δημοκρατική παράταξη». 

Πέρα από το γεγονός ότι τα πρώτα δείγματα γραφής και οι θέσεις των «πράσινων» δημάρχων δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας, η βίαιη δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το μόνο που εξυπηρετεί είναι την επιτάχυνση των διεργασιών συγκρότησης του «προοδευτικού» πόλου, που απαιτεί η συστημική σταθερότητα. Η «δημοκρατική ενότητα» απέναντι στη Δεξιά, έκανε πρόβα στην Αθήνα και ήδη διάφορα κέντρα εξουσίας πριμοδοτούν τη γενίκευση του παραδείγματος, ως «αντίβαρο» και αστική εναλλακτική στον «ανεξέλεγκτο» Μητσοτάκη. Απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες, έχει μεγάλη σημασία η ανασύνταξη του μαζικού κινήματος και της Αριστεράς, που είχε θετική παρουσία σε αυτή την εκλογική μάχη. 

Αριστερά

Η νίκη των ψηφοδελτίων της «Λαϊκής Συσπείρωσης», των δυνάμεων του ΚΚΕ, στους έξι δήμους που διεκδίκησε (με τον Πελετίδη να κερδίζει τρίτη θητεία στην Πάτρα), αποτελεί επιτυχία. Επίσης, η «Λαϊκή Συσπείρωση» καταγράφει άνοδο και στις 13 Περιφέρειες, με συνολικό ποσοστό 10,03%, δηλαδή αύξηση 3,2% σε σχέση με το 2019 (6,86%). Ποσοστό που -πέρα από τα οφέλη λόγω της φθοράς του ΣΥΡΙΖΑ και της «ζήτησης» για αριστερή εναλλακτική- αναδεικνύει την ανθεκτικότητα ενός αριστερού δυναμικού, καθώς και την αύξηση της επιρροής του Περισσού στις λαϊκές γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων. Στοιχεία χρήσιμα στους αγώνες που έρχονται. Αυτή η εξέλιξη βάζει στο ΚΚΕ πιο επιτακτικά και προωθημένα πολιτικά καθήκοντα, κυρίως στο πεδίο της ενωτικής δράσης. 

Οι ανάγκες των κατοίκων για φτηνή στέγη, για ελεύθερους χώρους πρασίνου, για στελεχωμένες κοινωνικές και όχι μόνο υπηρεσίες, κόντρα στη λογική του κέρδους, αποτέλεσε το στίγμα των σχημάτων της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που πέτυχε μια καλή εκλογική επίδοση, επιχειρώντας να εκφράσει τις ανάγκες των πολλών, μέσα και έξω από τα δημοτικά συμβούλια. Ο καλπονοθευτικός νόμος Βορίδη, στέρησε έδρες ακόμα και από αριστερά σχήματα που έπιασαν το εκλογικό μέτρο, όπως πχ στου Ζωγράφου. 

Στην Αθήνα, όπου η «Ανατρεπτική Συμμαχία» συγκέντρωσε 8.516 ψήφους, καταγράφοντας 6,1% και στη Θεσσαλονίκη, όπου η «Πόλη Ανάποδα» εκλέγει και πάλι δημοτική σύμβουλο, στο Μαρούσι, στη Νέα Σμύρνη, στον Δήμο Νεάπολης-Συκεών κ.α., η μέθοδος της ενωτικής συμπόρευσης απέδειξε ότι δεν είναι ασύμβατη με την επεξεργασία ενός ικανοποιητικού πλαισίου παρέμβασης (με εξωστρέφεια και έμφαση στη συλλογική λειτουργία/εκπροσώπηση), οδηγώντας σε ποσοστά διακριτής πολιτικής ορατότητας. Πρόκειται για παρεμβάσεις που πρέπει να θεωρηθούν οδηγός για την αναγκαία τακτική συγκέντρωσης δύναμης και αντεπίθεσης των «από κάτω». Επιπλέον, ως προωθητικές της προσπάθειας κάλυψης του πολιτικού κενού στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, για αυτό και χρειάζεται να επεκταθούν σε όλα τα μέτωπα των καθημερινών αγώνων του κινήματος και στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Αντίθετα, όπου επιλέχθηκε η σεχταριστική αντιπαράθεση ή ο φετιχισμός μιας (τάχα) καθαρότητας των «πλαισίων», τα αποτελέσματα περιορίστηκαν στα αδιέξοδα της «καταγραφής». Στις περιφέρειες κανένα ψηφοδέλτιο της μαχητικής Αριστεράς δεν ξεπέρασε το όριο του 3% (κυμάνθηκαν μεταξύ 1,5% και 2,6%).

Το τέλος του εκλογικού κύκλου του 2023, δίνει τη σκυτάλη στους πραγματικούς, στους εργατικούς-λαϊκούς αγώνες, που είναι πιο αναγκαίοι από ποτέ. Τα προβλήματα του αντιπάλου, που εμφανίστηκαν στρεβλά και διαθλασμένα ακόμα και στο ξερό «γήπεδο» των αυτοδιοικητικών εκλογών, θα επιδεινωθούν στις δύσκολες συνθήκες που έρχονται. Με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του κόσμου μας και του κινήματος, εκεί θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας. Με ενωτική τακτική, με αυθεντικά ριζοσπαστική πολιτική, με διαρκή προσπάθεια οργάνωσης των αντιστάσεων και ενίσχυσης του δικού μας στρατοπέδου. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες