ΜΕ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΝΑ ΟΡΘΩΣΟΥΜΕ ΑΝΤΙΣΤΑΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΓΟΔΟΣΙΑ

ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

ΤΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΕΣ, ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ, ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ, ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΙΣΤΙΚΕΣ ΛΟΓΙΚΕΣ

Το 37ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ συγκαλείται σε μια συγκυρία, όπου τόσο το πολιτικό, όσο και το εργασιακό περιβάλλον, δεν χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, παρά τα αντιθέτως θρυλούμενα. Η οκταετία των Μνημονίων έχει αφήσει ανοιχτά τραύματα στην κοινωνία και τα εργασιακά δικαιώματα, καθώς η εργοδοσία κατάφερε να συμπιέσει το “εργατικό κόστος”, μεταφέροντας στις πλάτες των εργαζόμενων το βάρος των συνεχιζόμενων περιοριστικών πολιτικών. Σε αυτό το περιβάλλον, η ηγεσία της ΓΣΕΕ παραμένει απούσα στην ουσία του ρόλου της, αμήχανη και εγκλωβισμένη σε μια αντίληψη που υποκρύπτει την ουσιαστική αποδοχή του “μνημονιακού μονόδρομου” και την αναγκαιότητα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής σταθεροποίησης, σε βάρος της προάσπισης των δικαιωμάτων μας. Έχοντας υποστείλει προ πολλού την όποια αγωνιστική διάθεση. Κι επιδιώκοντας απλά να βρει τις όποιες λύσεις “από κοινού” με την εργοδοσία, λες και πρόκειται για “κοινά” προβλήματα. Απομακρυνόμενη, με τον τρόπο αυτό, ακόμη περισσότερο από την οργανωμένη βάση των εργαζομένων και τις πραγματικές ανάγκες και αγωνίες τους.

Από το “τέλος” των Μνημονίων στην μόνιμη ασφυκτική εποπτεία. Μέσα στα 8 χρόνια των τριών Μνημονίων συντελέστηκε μια τεράστια επίθεση στην κοινωνία και την εργατική τάξη. Οι βασικές επιδιώξεις του κεφαλαίου για ξήλωμα του θεσμικού πλαισίου προστασίας της εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης, ικανοποιήθηκαν και με το παραπάνω. Η λιτότητα διαρκείας συνδυάστηκε με την σημαντική υποβάθμιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων και την άνοδο της ανεργίας σε δυσθεώρητα ύψη, με συνακόλουθο την δημιουργία ενός “εφεδρικού στρατού ανέργων”, που λειτουργεί ως μοχλός περαιτέρω συμπίεσης των εργασιακών σχέσεων και ανακύκλωσης των εργαζομένων σε ελαστικές μορφές απασχόλησης. Καταστροφική επίθεση δέχτηκε και η δημόσια περιουσία, με βίαιη εκποίηση στρατηγικών επιχειρήσεων, και ξεπούλημα όλων των ασημικών μέσω του ΤΑΙΠΕΔ.

Τα ψευδεπίγραφα πανηγύρια από το καλοκαίρι του 2018 μέχρι σήμερα, στα οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί ανεπιτυχώς να προπαγανδίσει το δήθεν “τέλος” των Μνημονίων, δεν μπορούν να διαστρέψουν την πραγματικότητα. Στον βωμό της λήξης των προγραμμάτων στήριξης, η χώρα προσδέθηκε σε ένα μόνιμο καθεστώς αυστηρής επιτήρησης, που ουσιαστικά επιβάλει την απαρέγκλιτη εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών για τις επόμενες δεκαετίες. Διασφαλίζοντας έτσι, ότι θα υπάρχουν σημαντικά πλεονάσματα κάθε χρόνο, σε βάρος των κοινωνικών και παραγωγικών αναγκών, ώστε να αποπληρώνονται οι πιστωτές της χώρας.

Αποτελεί πολιτική αγυρτεία η θέση, ότι μπορεί δήθεν να εφαρμοστεί διαφορετικό μείγμα πολιτικής εν μέσω επιτήρησης. Η ανατροπή του παγιωμένου μνημονιακού καθεστώτος παραμένει για μας βασικός στόχος της συνδικαλιστικής δράσης, που πρέπει να συνενώνει όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Στην κατεύθυνση αυτή, υποστηρίζουμε τη λύση του ζητήματος του δημόσιου χρέους με το μοναδικό τρόπο που είναι προς όφελος των εργατικών συμφερόντων, δηλαδή τη μονομερή διαγραφή του, εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Όπως επίσης, και τις συνέπειες που αυτή η λύση επιφέρει, όπως την εθνικοποίηση και τον εργατικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να τελεσφορήσει όσο η χώρα βρίσκεται προσδεδεμένη στην ευρωζώνη και το ευρωενωσιακό πλαίσιο, αλλά και ενταγμένη σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, που κινδυνεύουν να την εμπλέξουν ακόμη και σε πολεμικές περιπέτειες.

Οι ευφάνταστες αφηγήσεις δεν κρύβουν την οδυνηρή πραγματικότητα. Όλα τα παραπάνω γίνονται αντιληπτά με οδυνηρό τρόπο από την πλειοψηφία των εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Η έννοια της εργασιακής ασφάλειας υπάρχει μόνο σε όρους φαντασιακού στην συντριπτική πλειοψηφία της παραγωγής, ενώ και στα μέχρι πρότινος “κάστρα” των θεσμικών “κεκτημένων”, η ασφάλεια έχει δώσει την θέση της στην ανησυχία.

Κυρίαρχο μοντέλο εργασίας είναι πλέον οι ελαστικές μορφές, ενώ σε καθεστώς μηδενικού ελέγχου, η εργοδοτική αυθαιρεσία καλπάζει, με “μαύρη”, αδήλωτη και ανασφάλιστη εργασία, με συνεχή ανακύκλωση εργαζομένων, με καταπάτηση κάθε έννοιας ωραρίου, υπερωριών και συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας, με διακρίσεις σε βάρος γυναικών και καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, με εργοδοτική τρομοκρατία, έξαρση των εργατικών ατυχημάτων και με κατάργηση στην πράξη θεμελιωδών δικαιωμάτων, όπως τα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα.

Στην κατάσταση αυτή συνεπικουρεί και η καθηλωμένη σε υψηλά επίπεδα ανεργία. Όσο κι αν η κυβέρνηση προπαγανδίζει την μείωσή της σε ποσοστά κάτω του 20%, η τεχνητή αυτή αριθμητική αναφορά δεν μπορεί να κρύψει το γεγονός, ότι σε συντριπτικό βαθμό οι νέες θέσεις εργασίας αφορούν ελαστική απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή οιονεί αυτοαπασχόληση (“μπλοκάκι”). Ενώ μεγάλος αριθμός νέων επιλέγει ως λύση την μετανάστευση, γεγονός που και αυτό βελτιώνει τεχνητά τους δείκτες ανεργίας. Καμία κοινωνική ανάκαμψη, όμως, δεν μπορεί να βασιστεί σε δουλειές 6μήνου ή 8μήνου, με τους παραπάνω μάλιστα όρους.

Όπως επίσης, καμία κοινωνική ανάκαμψη δεν μπορεί να βασιστεί σε όρους φτώχειας των εργαζόμενων. Μπορεί εν μέσω προεκλογικής περιόδου η κυβέρνηση να νομοθέτησε την αύξηση του βασικού μισθού στα 650 ευρώ, δεν παύει, ωστόσο, το όλο ζήτημα να παραμένει εντός του μνημονιακού πλαισίου. Ο βασικός μισθός συνεχίζει να καθορίζεται με υπουργική απόφαση και όχι με συλλογική διαπραγμάτευση και υπογραφή ΕΓΣΣΕ, ενώ και το ύψος του δεν επέστρεψε στα προ μνημονίων επίπεδα, δηλαδή στα 751 ευρώ.

Ενώ και στο επίπεδο των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, οι κυβερνητικές εξαγγελίες απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Δεν επανέρχονται οι διατάξεις που κατάργησαν τις κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, μηδενίζοντας το κοντέρ των κατακτήσεων και των δικαιωμάτων των προηγούμενων 40 χρόνων και κυρίως, δεν επανέρχονται, η υπογραφή νέων ΣΣΕ και η υποχρεωτική εφαρμογή και επεκτασιμότητά τους οι οποίες πλέον ουσιαστικά κρίνονται από τις διαθέσεις των εργοδοτών.

Η κατάσταση αυτή ουδεμία σχέση έχει με “σταθερότητα” ή “κανονικότητα”. Ή μάλλον, περιγράφει επακριβώς την κανονικότητα που οραματίζεται το κεφάλαιο. Μια κανονικότητα, που στον έναν ή άλλο βαθμό υπηρετείται από τις κυβερνήσεις της διαχείρισης. Την ίδια στιγμή, η ηγεσία της ΓΣΕΕ αδυνατεί ή αποφεύγει να αντιδράσει, θεωρώντας την συγκεκριμένη κατάσταση ως ένα αποδεκτό επίπεδο βάσης, πάνω στο οποίο επιδιώκει να συνεννοηθεί με την εργοδοσία για μια ειρηνική συνδιαχείριση, που υπηρετεί πλήρως τα συμφέροντα του κεφαλαίου για άμεση και φτηνή κερδοφορία, την ίδια ώρα που βουλιάζει τους εργαζόμενους όλο και περισσότερο στην απόγνωση. Χαρακτηρίζοντας οποιαδήποτε πρόταση για την διεκδίκηση μιας άλλης κατάστασης, ως “ουτοπίες” και “εκτός πραγματικότητας κουβέντες”.

Η ηγεσία της ΓΣΕΕ επιλέγει “συμμάχους” αντί των εργαζομένων. Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ εγκατέλειψε πλέον και τα προσχήματα. Άφησε στην άκρη ακόμη και τις προσχηματικές κακοσχεδιασμένες απεργίες, ισχυρίζεται ότι οι κινητοποιήσεις δεν έχουν νόημα, ενώ συντάχθηκε ανοιχτά με τις μνημονιακές δυνάμεις και το μπλοκ του “ΝΑΙ” στο δημοσψήφισμα τον Ιούλη του 2015.

Η εξαγγελία και η συγκρότηση της λεγόμενης “κοινωνικής συμμαχίας” από κοινού με την εργοδοσία για το δήθεν “καλό της πατρίδας”, δείχνει ότι η συνδικαλιστική ηγεσία δεν βρίσκεται απλά εγκλωβισμένη στις ιδεολογικές της αντιλήψεις, αλλά επιχειρεί πλέον να δώσει στρατηγικά χαρακτηριστικά στην υπηρέτηση του σχεδιασμού του κεφαλαίου, όσο και την απαρέγκλιτη εφαρμογή των απαιτήσεων των πιστωτών της χώρας.

Ο σχεδιασμός της αυτός, έχει οδηγήσει την ηγεσία της ΓΣΕΕ στην ολοκληρωτική πια απομάκρυνση από το σώμα της εργατικής τάξης που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί. Το μόνο που φαίνεται να την ενδιαφέρει, είναι η αναπαραγωγή των συσχετισμών, ώστε απρόσκοπτα η στενή γραφειοκρατική κορυφή να εξακολουθήσει να λειτουργεί ως κύριος παράγοντας της λογικής της “συνδιαχείρισης”, από κοινού με κυβερνήσεις και εργοδοσία.

Η ηγεσία της ΓΣΕΕ βρίσκεται ενθουσιωδώς παρούσα στα διάφορα συστημικά “φόρα” ως συνομιλητής, συνδιαμορφωτής και άλλοτε απολογητής της κυρίαρχης πολιτικής. Ταυτόχρονα, βρίσκεται εκκωφαντικά απούσα από τον οποιονδήποτε αγώνα. Φροντίζει, φυσικά, να ρίξει 1-2 “τουφεκιές” στον αέρα, για να διατηρήσει ένα φύλο συκής, αν και τις υπονομεύει ακόμα και αυτές όσο μπορεί. Η –ουσιαστικά απεργοσπαστική - επιλογή της να κηρύξει απεργία σε άλλη ημερομηνία από αυτήν που είχαν εξαγγείλει η ΑΔΕΔΥ και ομοσπονδίες του ιδιωτικού τομέα, και την πρότεινε και το Εργατικό Κέντρο Αθήνας, το Δεκέμβρη του 2018, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές. Απουσιάζει, ωστόσο, στη λογική της, ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός, που θα συντόνιζε δυναμικό κλάδων, που θα έθετε με ισχυρούς όρους ενοποιητικά για την τάξη αιτήματα, που θα απαντούσε με αποφασιστικό τρόπο στις πολιτικές εξόντωσης της εργασίας και της κοινωνίας. Απεναντίας, επιδιώκει να επιβάλλει ένα “αγωνιστικό σιωπητήριο”, αποφεύγοντας ακόμη και να στηρίξει ζωντανές κινητοποιήσεις που ξεπηδούν σποραδικά σε τοπικό ή κλαδικό επίπεδο.

Η επιλογή αυτή εξηγεί εν μέρει το αγωνιστικό έλλειμμα που εμφανίζεται τα τελευταία χρόνια. Δεν μπορεί, ακόμη, να παραγραφεί το γεγονός, ότι η γραφειοκρατικοποίηση και η μόνιμη εγκατάσταση “παραγόντων” στις ηγεσίες των συνδικάτων έχει δημιουργήσει τεράστια απόσταση με την οργανωμένη βάση τους, με αποτέλεσμα τα κινηματικά αντανακλαστικά να υποχωρούν. Ενώ, επιπρόσθετα, οι ελπίδες που μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης εναπόθεσε στην πολιτική αλλαγή του 2015, διαψεύστηκαν με ωμό και απόλυτο τρόπο, συντελώντας έτσι σε μια γενικευμένη αίσθηση απογοήτευσης, και τελικά μη αγώνα.

Αντί, λοιπόν, η ηγεσία της ΓΣΕΕ να περάσει σε μια συνδικαλιστική αντεπίθεση, ενώνοντας επιμέρους αγώνες, παράγοντας αιτήματα και φτιάχνοντας πλατύ πανεργατικό μέτωπο, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Επιμένει να εκπροσωπεί μια μικρή μειοψηφία της μισθωτής εργασίας, αφήνοντας στο περιθώριο τους “εκτός των τειχών” εργαζόμενους και τους ανέργους, αρκούμενη σε μια μίζερη συνδικαλιστική πυκνότητα που στον ιδιωτικό τομέα μετά βίας φτάνει στο 10%. Αποφεύγει όσο μπορεί τον αγωνιστικό συντονισμό ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Και εσχάτως μπαίνει μπροστάρης σε βασικές επιλογές του κεφαλαίου, όπως για παράδειγμα στο θέμα της ίδρυσης επαγγελματικών ταμείων.

Να απαντήσουμε με σχέδιο υπέρ των δικών μας συμφερόντων. Για το ΜΕΤΑ είναι καθαρό, ότι η στρατηγική κατεύθυνση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ λειτουργεί βλαπτικά για τα συμφέροντα των εργαζομένων. Η ανατροπή της κατεύθυνσης αυτής αποτελεί την βασική προϋπόθεση, ώστε σε κεντρικό συνδικαλιστικό επίπεδο να μπορέσει να στηριχτεί μια νέα, δυναμική, προωθητική διεκδικητική ατζέντα, που θα βάζει ως πρώτα τα δικαιώματα και τις ανάγκες των εργαζόμενων.

Ως κεντρικά αιτήματα στην κατεύθυνση αυτή θέτουμε τα εξής:

  • Άμεση αύξηση του βασικού μισθού στα €751 και αντίστοιχα αυξήσεις στους μισθούς, τα μεροκάματα και τις συντάξεις που να καλύπτουν ένα μέρος των απωλειών των προηγούμενων χρόνων.
  • Διαμόρφωσή του βασικού μισθού από δω και πέρα μέσα από ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των εργατικών και των εργοδοτικών οργανώσεων για  την υπογραφή ΕΓΣΣΕ.
  • Αύξηση του επιδόματος ανεργίας στο 80% του βασικού μισθού των €751, δηλαδή στα €600. Καταβολή του σε όλους τους ανέργους και για όλο το διάστημα της ανεργίας,.
  • Σταδιακή αποκατάσταση όλων των συντάξεων, κατάργηση του νόμου Κατρούγκαλου και όλων των αντιασφαλιστικών νόμων, επαναφορά του κοινωνικού και αλληλέγγυου συστήματος των καθορισμένων εισφορών και παροχών και μείωση των χρόνων και της ηλικίας συνταξιοδότησης. Άρνηση του νεοφιλελεύθερου πλαισίου για ιδιωτικό πυλώνα στην κοινωνική ασφάλιση. Άρνηση, επίσης, των επαγγελματικών ταμείων, τα οποία δεν λειτουργούν αναδιανεμητικά και δεν είναι κοινωνική ασφάλιση.
  • Κατάργηση της διάταξης για τη μείωση του αφορολόγητου και άμεση επαναφορά του στα €12.000. Άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ.
  • Σταθερή και μόνιμη εργασία με αντιμετώπιση της ελαστικοποίησης της εργασίας. Να μπει φραγμός στην ενοικίαση εργαζομένων, τις εξωτερικές εργολαβίες, την stand by, την εκ περιτροπής, την “κοινωφελή” εργασία και την οιονεί αυτοαπασχόληση.
  • Μείωση του ωραρίου εργασίας– αρχικά στις 37,50 με προοπτική τις 35 ως και 30 ώρες την εβδομάδα – χωρίς μείωση αποδοχών και δικαιωμάτων, για να μειωθεί η ανεργία και να ωφεληθεί και η Εργατική Τάξη από την γενικευμένη εφαρμογή των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής σ’ όλη την αλυσίδα της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά και για να αντιμετωπιστεί έμπρακτα η προοπτική απώλειας χιλιάδων θέσεων εργασίας λόγω της επέκτασης ψηφιοποιημένων και ρομποτικών μοντέλων.
  • Υποχρέωση της εργοδοσίας για εφαρμογή προγραμμάτων επανεκπαίδευσης και απορρόφησης των εργαζομένων σε κλάδους τεχνολογικής αιχμής, ώστε να μην χάνονται θέσεις εργασίας.
  • Ένταση της συνδικαλιστικής παρέμβασης και των θεσμικών ελέγχων σε κλάδους όπου εγνωσμένα υπάρχει συνεχής καταστρατήγηση της εργατικής νομοθεσίας και συνθήκες υπερεντατικοποίησης, όπως ο επισιτισμός και τουρισμός, τα τηλεφωνικά κέντρα, το λιανεμπόριο, τα αεροδρόμια κ.α.
  • Αντιμετώπιση της αύξησης των εργατικών ατυχημάτων με αύξηση ελέγχων, θέσπιση της υποχρέωσης του εργοδότη για παροχή Μέσων Ατομικής Προστασίας και συντήρηση του μηχανολογικού εξοπλισμού. Πύκνωση των ελέγχων από γιατρούς και μηχανικούς εργασίας.
  • Αγωνιζόμαστε ενάντια στη γυναικεία καταπίεση και εκμετάλλευση, στη δουλειά και στο σπίτι, ενάντια στον υπαρκτό σεξισμό. Αντιμετώπιση των αισχρών πρακτικών διάκρισης σε βάρος των γυναικών, είτε μισθολογικά, είτε σε όρους προσωπικής ζωής, μητρότητας κλπ.
  • Περιφρούρηση των δικαιωμάτων και προστασία από την εκμετάλλευση για κάθε καταπιεσμένη ομάδα στα πλαίσια της εργατικής τάξης, όπως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.
  • Αντιστεκόμαστε στον πόλεμο, τον εθνικισμό και τον φασισμό. Κοινοί αγώνες των εργαζομένων, με αλληλεγγύη ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, εθνικότητας και θρησκείας.

Για την αλλαγή προτύπου στην ΓΣΕΕ και τα συνδικάτα. Μια τέτοια προωθητική διεκδικητική ατζέντα δεν μπορεί, προφανώς, να υπηρετηθεί από την υπάρχουσα κατάσταση στην ΓΣΕΕ. Πέρα από τα ζητήματα στρατηγικής, τα οποία ήδη αναλύθηκαν, η ηγεσία της ΓΣΕΕ χαρακτηρίζεται από προσκόλληση στο παρωχημένο και αντιδραστικό μοντέλο του εργοδοτικού, κυβερνητικού, κομματικού, γραφειοκρατικού και παραγοντικού συνδικαλισμού. Το οποίο, αν μη τι άλλο, λειτουργεί στενά για την αναπαραγωγή του, απονευρώνοντας στην πράξη την οποιαδήποτε συνδικαλιστική λειτουργία, αποτρέποντας την ανάπτυξη ισχυρού κοινωνικού δυναμικού και αποτελεσματικού αγωνιστικού σχεδιασμού.

Χωρίς κινηματικό και αγωνιστικό δυναμικό, ωστόσο, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να προωθήσουν αποτελεσματικά τις διεκδικήσεις τους. Για το λόγο αυτό, είναι ζήτημα κομβικής σημασίας να υπάρξει ένα νέο συνεκτικό σχέδιο για την αναζωπύρωση του δυναμικού αυτού. Αντί για σπασμωδικές κινήσεις - “τουφεκιές”, χρειαζόμαστε έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό σε βάθος χρόνου, με ποικίλες αγωνιστικές μορφές, με ενεργοποίηση όλων των δυνάμεων σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο, με στοχευμένη έμφαση σε συγκεκριμένες διεκδικήσεις, αλλά και με σύνδεση με ευρύτερα ζητήματα – προβλήματα. Η λογική της εργασιακής ειρήνης έχει πια ξοφλήσει. Είναι στα χέρια μας, και ταυτόχρονα καθήκον μας, να χτίσουμε τις νέες αντιστάσεις.

Για να συμβεί αυτό, το πρώτο που χρειάζεται είναι να αποκτήσουμε μια ΓΣΕΕ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ. Κι εδώ, το 37ο Συνέδριο καλείται απαιτήσει την απογραφειοκρατικοποίηση της συνδικαλιστικής λειτουργίας στο κορυφαίο επίπεδο, όσο και παντού. Να ζητήσει τον εκδημοκρατισμό των συνδικάτων, την εκκαθάριση και ψηφιοποίηση των μητρώων, την διαφάνεια στην λειτουργία και την ενίσχυση των διαδικασιών βάσης. Να θέσει ως στόχο την οργάνωση μαζικών σχεδιασμένων αγώνων με συντονισμούς σε κλαδικού και τοπικό επίπεδο, ιδιαίτερα εκεί όπου εμφανίζεται δυναμική από τους εργαζόμενους, ή έξαρση της αυθαιρεσίας και της εκμετάλλευσης από την εργοδοσία. Να αποφασίσει ότι το μέτωπο της εργατικής τάξης είναι ένα και ξεκάθαρο, κόντρα σε κάθε λογική αναζήτησης διαταξικών “συμμάχων”. Απέναντί μας έχουμε τις κυβερνήσεις, τους εργοδότες και το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο. Απέναντί τους στοιχίζουμε τους αγώνες μας για τα δικαιώματα και τα συμφέροντά μας.

Ως ΜΕΤΑ θεωρούμε, ότι όλα τα παραπάνω υπηρετούνται μέσα από ενωτικές λογικές στην βάση της εργατικής τάξης. Για τον λόγο αυτό απαιτείται η άμεση ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος σε ταξική βάση. Με άρση του αναχρονιστικού οργανωτικού διαχωρισμού ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, και συγκρότηση συνδικάτων σε κλαδική ή/και τοπική βάση. Ο περιορισμός του κατακερματισμού και η ενοποίηση της οργάνωσης της εργατικής τάξης μπορεί να αναδείξει ένα δυναμικό τέτοιο, που θα αποτελέσει πραγματικό φόβητρο για τους αντίπαλούς της. Θέτοντας τα αιτήματα και τα δικαιώματά μας σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο διεκδίκησης. Και οδηγώντας, τελικά, την πύκνωση του εργατικού αγώνα σε μία προοπτική επιτέλους δικαίωσης των αιτημάτων και των αναγκών της εργατικής τάξης.

Μάρτης 2019

Ετικέτες