Το σχέδιο για επέκταση του ΝΑΤΟ (και της ΕΕ) στα Δυτικά Βαλκάνια υπέστη μια σαφή πολιτική ήττα στο δημοψήφισμα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΔτΜ).

Παρά την πρωτοφανή κινητοποίηση ανώτατων πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων (η Μέρκελ, ο δεξιός πρωθυπουργός της Αυστρίας Σ. Κουρτς, ο γγ του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζιμ Μάτις επισκέφθηκαν παραμονές του κρίσιμου δημοψηφίσματος τη χώρα και σχεδόν απαίτησαν από το λαό πρώτον να συμμετάσχει και δεύτερον να ψηφίσει «ναι») τελικά σχεδόν τα 2/3 των ψηφοφόρων έκαναν μια εντυπωσιακή αποχή.

Ψήφισαν λίγο περισσότεροι από το 1/3 του εκλογικού σώματος, πολύ πιο κάτω από το απαιτούμενο 50%+1 που απαιτείτο για να είχε το αποτέλεσμα πολιτική εγκυρότητα. Ο Όλιβερ Ντέρκοσκι, ο πρόεδρος της εκλογικής επιτροπής της ΔτΜ, είπε απευθυνόμενος σε δημοσιογράφους ότι στο δημοψήφισμα της Κυριακής «είναι καθαρό ότι δεν πάρθηκε απόφαση». Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο Σέρβος επαναστάτης σοσιαλιστής Βλαντίμιρ Ουνκόβσκι-Κόριτσα το ποσοστό αποχής ήταν μεγάλο ακόμη και στο αλβανικό κομμάτι του πληθυσμού, που στις δημοσκοπήσεις εμφανιζόταν κατά 90% περίπου υπέρ του «ναι». 

Ο αντιπρόεδρος της ελληνικής Βουλής Νικήτας Κακλαμάνης και στέλεχος της ΝΔ παραδέχθηκε αφοπλιστικά τα εξής: «Το ουσιαστικό συμπέρασμα από το δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ είναι ότι ο μέσος Σκοπιανός γύρισε την πλάτη στον παράδεισο που του υπόσχονταν οι ηγέτες της ΕΕ και οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ […] Δεν παίρνουν κανένα μήνυμα δυστυχώς οι ηγεσίες της ΕΕ. Και στο δημοψήφισμα του 2015 στη χώρα μας είχε γίνει βάναυση εισβολή με σκοπό την επιρροή»!



Επιμονή

Βέβαια η ανώτατη ιεραρχία της Ευρώπης και της ατλαντικής συμμαχίας παριστάνει κατά τα ειωθότα ότι δεν υπέστησαν καμία ήττα, ότι οι πολίτες της ΔτΜ είπαν «ναι» στο εκβιαστικό ερώτημα που τους είχε τεθεί στο δημοψήφισμα («υποστηρίζετε την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ αποδεχόμενοι της συμφωνία της Δημοκρατίας της Μακεδονίας με την Ελληνική Δημοκρατία;»).

Ο πρωθυπουργός Ζ. Ζάεφ γνωρίζει τη συμπάθεια και την κατανόηση όλων των Δυτικών, από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, μέχρι το τοπικό μεγαλοεκπρόσωπό τους στην περιοχή Αλ. Τσίπρα. 

Κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνδιάλεξης των δύο ηγετών, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας χαιρέτισε την «αποφασιστικότητα» του ομολόγου του να «συνεχίσει να επιδιώκει την εφαρμογή» της συμφωνίας των Πρεσπών. Ο γγ του NATO Γενς Στόλτενμπεργκ προέτρεψε «όλους τους πολιτικούς ηγέτες και τα κόμματα να αδράξουν αυτή την ιστορική ευκαιρία», ενώ ο επίτροπος της ΕΕ αρμόδιος για τη διεύρυνση Γιοχάνες Χαν κάλεσε τα πολιτικά κόμματα της ΔτΜ να «σεβαστούν» το αποτέλεσμα. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν η τοποθέτηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Τα ίδια τόνισε και ο Γερμανός κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ, παραδεχόμενος ωστόσο τη μεγάλη αποχή. Βρήκε όμως… δικαιολογία: το όριο του 50% ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, υπογράμμισε, καθώς στους εκλογικούς καταλόγους της ΔτΜ «περιλαμβάνονται 400.000 άνθρωποι οι οποίοι εδώ και καιρό δεν ζουν πλέον στην χώρα». Αν βέβαια τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα (91,4% υπέρ του «ναι») με την ίδια ακριβώς συμμετοχή (36,5%) αφορούσαν δημοψήφισμα για συνεργασία, π.χ. με τη Ρωσία, τόσο ο Ζάιμπερτ όσο και υπόλοιποι Δυτικοί, του Τσίπρα περιλαμβανομένου, θα χοροπηδούσαν από οργή και ιερή αγανάκτηση για το… φαιδρό δημοψήφισμα. 



Αναντιστοιχία



Δεν είναι η μοναδική περίπτωση που αποκαλύπτεται ότι οι άρχουσες τάξεις της Δύσης βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με τη θέληση του λαού από κάτω. Η αναντιστοιχία είναι διαρκής, ογκούμενη και θεμελιώδης. Απλώς αποκαλύπτεται μόνον όταν οι άρχουσες ελίτ κάνουν το λάθος –ή αναγκάζονται– να «ρωτήσουν» το λαό. Το μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος για ένταξη της Σλοβακίας στο ΝΑΤΟ το 1997, το «όχι» του γαλλικού και του ιρλανδικού λαού στο Ευρωσύνταγμα το 2005, το «όχι» του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα για το μνημόνιο το 2015, η ψήφος υπέρ του Brexit το 2016 και το δημοψήφισμα στις 30/9 στη ΔτΜ επιβεβαιώνουν αυτό το θεμελιώδες χάος μεταξύ των από τα πάνω και των από τα κάτω. Επιβεβαιώνουν όμως επίσης ότι οι άρχουσες τάξεις και οι εκπρόσωποί τους είναι συχνά αποφασισμένοι να αγνοήσουν εντελώς τη θέληση του λαού γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τα αποτελέσματα δημοψηφισμάτων και προχωρώντας στα σχέδιά τους παρά τη θέληση των ψηφοφόρων. Ο Ζάεφ σε αυτό το επίπεδο έχει διδαχθεί από τον Τσίπρα: μη σε νοιάζει τι ψήφισε ο λαός, να σε νοιάζει τι θέλουν οι από τα πάνω. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που ο πρωθυπουργός της γειτονικής χώρας δήλωσε, μετά το δημοψήφισμα-σφαλιάρα, ότι θα επιμείνει να επιδιώκει την εφαρμογή της συμφωνίας των Πρεσπών, ότι είναι «αποφασισμένος» η πΓΔΜ να «ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο NATO». Τώρα στοχεύει πλέον στην υπερψήφιση της συμφωνίας στο κοινοβούλιο, όμως η εξέλιξη εκεί είναι αμφίβολη καθώς μάλλον δύσκολα θα βρεθούν 10 βουλευτές από την αντιπολίτευση που θα αποσκιρτήσουν προς την κυβερνητική πλευρά ώστε να υπάρξει η απαιτούμενη ενισχυμένη πλειοψηφία).



Η αντιπολίτευση



Πολλοί κυβερνητικοί αναλυτές στην Ελλάδα, στο ίδιο μήκος κύματος με τους ατλαντικούς και ευρωπαϊκούς κύκλους, ισχυρίζονται ότι η κοινωνική αντιπολίτευση στον Ζάεφ είναι από τα δεξιά του. Είναι αλήθεια ότι το δεξιό VMRO-DPMNE δεν υποστήριξε την συμφωνία. Όμως δεν τόλμησε να ταχθεί επισήμως υπέρ της αποχής (πώς να το κάνει άλλωστε αφού είναι αναφανδόν υπέρ του ΝΑΤΟ) ειδικά μετά τις νουθεσίες της Μέρκελ. Από την άλλη το «ναι» δεν υποστηριζόταν μόνον από τους σοσιαλδημοκράτες του Ζάεφ αλλά και από τα δεξιά εθνικιστικά αλβανικά κόμματα της χώρας. Άρα η κατηγορία περί… δεξιάς και εθνικισμού αντιγυρίζει εύκολα.

Επίσης το αποτέλεσμα δεν σημαίνει καθόλου στροφή στα δεξιά. Αν ήταν έτσι το VMRO θα ζητούσε εκλογές. Όμως δεν το κάνει γιατί ξέρει ότι θα χάσει. Ο πολύς κόσμος δηλαδή αντιτάχθηκε στη συμφωνία τόσο γιατί του επιβάλλεται να ονοματίσει τη χώρα του με ένα όνομα που δεν έχει επιλέξει αυτός αλλά και γιατί δεν θέλει ένταξη στο ΝΑΤΟ. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θέλει επιστροφή του VMRO στην κυβέρνηση.

Είναι χαρακτηριστικό της απόστασης μεταξύ των πάνω και των κάτω ότι κανένα μεγάλο κόμμα δεν έκανε κάποια εκστρατεία υπέρ της αποχής. Μόνο μικρά κόμματα ηγήθηκαν των διαφόρων κινημάτων για μποϊκοτάζ του δημοψηφίσματος. Πολλά από αυτά είναι εθνικιστικά κόμματα, αλλά υπήρχε και η καμπάνια του κόμματος Λέβιτσα (Αριστερά) που έκανε μια ακούραστη καμπάνια για μποϊκοτάζ από σκοπιά διεθνιστική. Ήταν μια σημαντική πρωτοβουλία γιατί δεν άφηνε το μονοπώλιο των αντιμπεριαλιστικών διαθέσεων του κόσμου στα χέρια των εθνικιστών.

Πρόκειται για μια τακτική που στοχεύει στο να προσανατολίσει την διάχυτη δυσαρέσκεια προς την κυβέρνηση -τόσο για τα αντιλαϊκά της μέτρα όσο και για τη συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές- στην κατεύθυνση της συνεργασίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων αλλά και στην κατεύθυνση της αντίστασης ενάντια στην άρχουσα τάξη, όπως λέει ο Βλ. Ουνκόβσκι-Κόριτσα ο οποίος προσθέτει:

«Η στάση του Λέβιτσα κατά τη διάρκεια της πορείας προς το δημοψήφισμα το θέτει ενώπιον μια σημαντικής ευκαιρίας. Και θα είναι υποχρεωτικό για την Αριστερά στην περιοχή και διεθνώς να το υποστηρίξει και να το υποβοηθήσει στα καθήκοντά του. Αν αποτύχει μια τέτοια προσπάθεια, υπάρχει η πιθανότητα να αναβιώσει και πάλι μια κατάσταση σχεδόν εμφυλιοπολεμικής σύγκρουσης στη χώρα».

 

Ετικέτες