Ο  κόσμος γύρω μας μετασχηματίζεται προς το χειρότερο με μεγάλη ταχύτητα.

Οι καπιταλιστές «χτίζουν» την απάντησή τους στην οικονομική και υγειονομική κρίση με το μόνο τρόπο που γνωρίζουν ως κυρίαρχη τάξη: την αύξηση της εκμετάλλευσης όλων όσοι είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται για να ζουν. Και είναι η ώρα να θυμηθούμε ότι η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης των εργαζομένων, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αύξηση της καταπίεσης. Αυτή είναι η βάση του πολλαπλασιασμού των φαινομένων αγριανθρωπισμού, που παίρνουν διαστάσεις επιδημίας. 

Ο νόμος Χατζηδάκη είναι τομή. Επιδιώκει να υποχρεώσει την εργατική τάξη να εργαστεί περισσότερο, με μικρότερη αμοιβή και με αισθητά μικρότερες δυνατότητες αντίστασης. Αν το πετύχει, δεν θα αλλάξει μόνο το εργατικό κίνημα όπως το γνωρίσαμε μετά τις «μεγάλες» δεκαετίες του 1960 και της Μεταπολίτευσης, αλλά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί, είτε είναι κατανοητό είτε όχι, το εργατικό κίνημα ήταν, είναι και θα είναι ο «κορμός» όλων των δυνατοτήτων και των κινημάτων κοινωνικών αντιστάσεων. Η υποχρέωση να ανατρέψουμε στην πράξη αυτή την κομβική επίθεση του κεφαλαίου, είναι ένα καθήκον ιστορικών διαστάσεων. 

Ο χειρισμός της κρίσης από την κυρίαρχη τάξη, αλλά και το κυβερνητικό και κρατικό δυναμικό που την υπηρετεί, διασπείρει τα φαινόμενα έντασης της καταπίεσης προς κάθε κατεύθυνση. 

Η γυναικοκτονία στα Γλυκά Νερά και ο άγριος βιασμός στα Πετράλωνα, έφεραν στην επιφάνεια την ένταση της σεξιστικής αντεπίθεσης. Φανέρωσαν την υποκρισία όσων υποσχέθηκαν μια βελτίωση στη θέση των γυναικών και των ομοφυλόφιλων, μέσα από «ρυθμίσεις» μιας εξατομικοποιημένης (τάχα) «ισότητας απέναντι στο νόμο» (θυμάστε τη συνεπιμέλεια;). Η συστηματική επιδίωξη θετικών κατακτήσεων ενάντια στο σεξισμό στους χώρους εργασίας, η διεκδίκηση θετικών διακρίσεων υπέρ των γυναικών στο «οικογενειακό δίκαιο» και γενικότερα, αλλά και η διεκδίκηση αυξημένων κοινωνικών δαπανών για να μεταφερθεί τμήμα του βάρους των διευρυμένων καθηκόντων αναπαραγωγής από την οικογένεια και το σπίτι σε συλλογικούς και κοινωνικούς θεσμούς και τομείς, είναι κατεπείγουσα ανάγκη. Η κατάρρευση των δημόσιων βρεφονηπιακών σταθμών, των σχολείων και των νοσοκομείων, των γηροκομείων (τι απέγινε άραγε εκείνο το θανατηφόρο «ίδρυμα» στην Κρήτη;) οδηγεί σε δραματική επιδείνωση της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων. 

Οι διεθνείς οργανισμοί επιβεβαιώνουν πλέον ένα βασικό ισχυρισμό του αντιρατσιστικού κινήματος. Οι «απωθήσεις» προσφύγων και μεταναστών, τα άγρια «push back», είναι μια δολοφονική πρακτική που αναλαμβάνουν οργανωμένα τα κρατικά και ένοπλα «σώματα» στο Αιγαίο και στον Έβρο. Και αυτές οι ομαδικές δολοφονίες απελπισμένων φτωχών ανθρώπων, δεν φτάνουν πλέον ούτε στα «ψιλά» των εφημερίδων. Την ώρα που τα κράτη και οι κυβερνήσεις φτάνουν σε αυτό το όριο αγριότητας, προκειμένου να κρατήσουν εκατομμύρια ανθρώπων έξω από τα ιερά ευρωπαϊκά σύνορα, οι καλοπληρωμένοι κονδυλοφόροι θρηνούν για το δημογραφικό στο εσωτερικό των «αναπτυγμένων» κοινωνιών, και καλούν τις γυναίκες να επιστρέψουν τάχιστα στο «ρόλο της μάνας», ρόλο που πάντα ταύτιζαν και ταυτίζουν με εκείνον της υποταγμένης και υποτακτικής συζύγου. Ο ρατσισμός και ο σεξισμός συνδέονται άρρηκτα και όχι μόνο στα καμένα μυαλά των ακροδεξιών μπράβων. 

Σε μια τέτοια περίοδο, που η πίεση της στέρησης πάνω σε όλους τους απλούς ανθρώπους έχει φτάσει στο ζενίθ, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχωρά σε ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα εξοπλισμών. Η κυβέρνηση που αρνείται τη στοιχειώδη χρηματοδότηση των σχολείων και των νοσοκομείων, δηλώνει ότι θα διαθέσει περισσότερα από 10 δισ. ευρώ για αγορές φρεγατών, πολεμικών αεροπλάνων, βλημάτων και πυραύλων. Αυτή η προκλητική αντιστροφή των προτεραιοτήτων επιχειρείται να νομιμοποιηθεί με την εθνικιστική ρητορική στα ζητήματα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού για τους υδρογονάνθρακες της ανατολικής Μεσογείου. Και η εθνικιστική ρητορική «αυτονομείται», ενισχύει τις πολεμοκάπηλες φωνές, κάνει πιθανό το ενδεχόμενο μιας ένοπλης αντιπαράθεσης, παρόλο που όλοι γνωρίζουν ότι αυτό το ενδεχόμενο είναι καταστρεπτικός παραλογισμός. Ο εθνικισμός –δίπλα στο ρατσισμό και το σεξισμό– αναδεικνύεται σαν μια τρίτη, βασική συνιστώσα της κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτικής. 

Τι αντιπολίτευση υπάρχει απέναντι σε αυτή την κατρακύλα; Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα διάλεξε να ψηφίσει υπέρ μερικών δεκάδων άρθρων του νόμου Χατζηδάκη στη Βουλή, για να στείλει μήνυμα στην κυρίαρχη τάξη ότι, ακόμα και μπροστά σε μια τόσο μεγάλη πρόκληση, παραμένει «υπεύθυνο» κόμμα, πρόθυμο και ικανό να συνδιαλέγεται, να διακρίνει θετικά και αρνητικά σημεία σε ένα νόμο που επιχειρεί να τσακίσει τη ραχοκοκαλιά του εργατικού κινήματος. Μετά την έγκριση της σύμβασης για το Ελληνικό, μετά την έγκριση της σύμβασης αγοράς των Ραφάλ, ήταν μια τρίτη, ακόμα πιο ασύστολη, προειδοποίηση. Η νεομνημονιακή «πρώτη φορά» δεν ήταν μια στιγμιαία παρεκτροπή, η σημερινή «προγραμματική» αντιπολίτευση προειδοποιεί ότι αν υπάρξει «δεύτερη φορά» θα ακολουθήσει μια δεύτερη κωλοτούμπα. Και αυτή η διαπίστωση αναπαράγει το πρόβλημα «εμπιστοσύνης» των εργατικών και λαϊκών μαζών, που δημιούργησε η διάψευση των ελπίδων του 2015, και που βρίσκεται σήμερα στη βάση της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει ορμητικό εναλλακτικό ρεύμα, παρόλη την απόδειξη της σκληρότητας της πολιτικής Μητσοτάκη. 

Σε αυτή την περίοδο το ΚΚΕ βαδίζει προς το 21ό συνέδριό του. Παρόλη τη συγκράτηση των δυνάμεών του, παρά κάποια σποραδικά «ανοίγματα», από την προσυνεδριακή συζήτηση απουσιάζει κάθε ίχνος μεγάλης πρωτοβουλίας, κάθε προβληματισμός για ενιαιομετωπική πολιτική, κάθε ενδεχόμενο για σχεδιασμένη προσπάθεια αλλαγής της κατάστασης των πραγμάτων μέσα στον παρόντα πολιτικό χρόνο. Ενας τέτοιος αυτοπεριορισμός στα καθήκοντα αναπαραγωγής των υπαρκτών δυνάμεων, δεν μπορεί να αποδοθεί, νέτα σκέτα, στο πράγματι δύσκολο αντικειμενικό πλαίσιο. Οι δυνατότητες για ανατροπή, πάντα στην ιστορία, υπήρξαν συνδεδεμένες με «δύσκολες» συνθήκες, με κρίσεις, με δοκιμασίες κ.ο.κ., όπου πάνω στις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις αναπτύσσονταν πρωτοφανείς πιέσεις. 

Στη συγκυρία, διεθνώς, υπάρχουν προειδοποιήσεις για μια πιθανή αντιστροφή της τάσης. Το 2020 ήταν μια χρονιά κλιμάκωσης των μαζικών αγώνων σε πολλές χώρες του κόσμου, σε κάποιες από αυτές μέσα σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες. Το 2021 στη Λατινική Αμερική –σε αυτό το «εργαστήριο» όπου εκκολάπτονται εξελίξεις παγκόσμιας σημασίας– ήταν μια χρονιά επιστροφής της ελπίδας προς τα αριστερά. Αυτό το στοιχείο θα πρέπει να το κρατήσουμε μέσα στο πώς θα συζητήσουμε για τις προοπτικές. 

Ο ρόλος των δυνάμεων της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς θα είναι στο επόμενο διάστημα σημαντικός. Η δράση μέσα στους εργατικούς χώρους θα πρέπει να ιεραρχηθεί με στόχο την ανατροπή στην πράξη του νόμου Χατζηδάκη. Προς αυτό το καθήκον θα χρειαστεί ενοποίηση προσπαθειών, ακόμα και ενοποίηση συνδικαλιστικών δυνάμεων σε συγκεκριμένους χώρους. 

Στα ζητήματα του ρατσισμού και του σεξισμού θα χρειαστεί ιδιαίτερη έμφαση. Στις σχετικές πρωτοβουλίες, αλλά και στα νεολαιίστικα και στα αυτοδιοικητικά σχήματα, θα πρέπει να μπει μια γραμμή που να διεκδικεί τους ανθρώπους, να διεκδικεί να αντιγυρίσει τα χτυπήματα, να επιχειρεί να ανατρέψει τη ρατσιστική και σεξιστική επίθεση.

Μέσα από μια τέτοια πορεία, είναι εφικτή μια προγραμματική ωρίμανση και ένας πολιτικός συντονισμός σε ανώτερο επίπεδο. Η ενότητα δράσης στο πολιτικό πεδίο, με ένα σχεδιασμένο και συστηματικό τρόπο, χρειάζεται, αλλά πρέπει να προετοιμαστεί. Στην κοινή δράση στους αγώνες δοκιμάζονται οι δεσμεύσεις και χτίζεται η εμπιστοσύνη. Σε αυτή τη δοκιμασία των δυνάμεών μας θα πρέπει να μπούμε, προσδοκώντας στην ώθηση που μπορεί να δώσει ο κόσμος που δοκιμάζεται άγρια από την πολιτική Μητσοτάκη.     

Ετικέτες