Την ώρα που η κυβέρνηση έμπαινε στον τρίτο χρόνο της θητείας της, ο Μητσοτάκης βυθιζόταν στον λάκκο των προβλημάτων της πολιτικής του.

Οι καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου έφεραν με δραματικό τρόπο στην επιφάνεια τις συνέπειες της πολιτικής των δραστικών και πολύχρονων περικοπών σε πόρους και προσωπικό στον δημόσιο τομέα και ειδικότερα στο τμήμα του που αφορά το επίπεδο ζωής του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού. Οι τεράστιες αδυναμίες των δυνάμεων πυρόσβεσης συνδυάστηκαν ως σοκαριστική εμπειρία στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας με την πικρή γνώση που έχει αποκτηθεί με τις περικοπές στην περίθαλψη και την εκπαίδευση. Ακόμα και οι καθαρά φιλοκυβερνητικές εφημερίδες δεν κατόρθωσαν να περιοριστούν στη γενικόλογη και υποκριτική αναφορά στην κλιματική κρίση (οποία έγκαιρος διάγνωσις…) και υποχρεώθηκαν –για να μπορούν να συνεχίζουν να «συνομιλούν» με τους αναγνώστες τους– να αναφερθούν εκτενώς στις σοκαριστικές ελλείψεις στις δυνάμεις πυρόσβεσης, που επέτρεψαν στις πυρκαγιές να πάρουν πρωτοφανείς καταστροφικές διαστάσεις. Όπως το συνόψισε το «Βήμα», ιδιοκτησίας του πρωθυπουργικού φίλου Β. Μαρινάκη, «το πολιτικό πλήγμα είναι μέγα και οι συνέπειες βέβαιες»…

Οι πυρκαγιές δεν ήταν μια «στιγμιαία» δοκιμασία για τον Μητσοτάκη. Πριν ακόμα σβήσουν οι τελευταίες φωτιές, οι επιστήμονες προειδοποιούν για τη μεγάλη επικινδυνότητα του τέταρτου κύματος της πανδημίας που αναμένεται να κορυφωθεί μέσα στο Σεπτέμβρη, με προβλέψεις που μιλούν για περισσότερα από 7-8 χιλιάδες κρούσματα ημερησίως, μέσα σε 3-4 εβδομάδες. Και ο τυφώνας Κεραμέως ισοπεδώνει τη δημόσια εκπαίδευση, ενώ έρχεται στη Βουλή σε λίγες μέρες το νομοσχέδιο για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. 

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αποσύρθηκε από τη δημόσια συζήτηση κάθε σενάριο για πρόωρες εκλογές. Ο Μητσοτάκης στρέφεται (θέλοντας και μη) προς την αμυντική τακτική του ανασχηματισμού, τον οποίο μάλιστα η ίδια η ΝΔ προσδιορίζει ως ανασχηματισμό «επανεκκίνησης». Τα κυβερνητικά επιτελεία αναζητούν υποσχέσεις και δημαγωγικές κορώνες για να εκτοξευτούν στη ΔΕΘ και να βοηθήσουν τον Μητσοτάκη να ξεκολλήσει από το λάκκο και «να ανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία» ενόψει μιας περιόδου που θα είναι εν γένει ναρκοθετημένη. 

Από τη σκοπιά των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων, το κέντρο της προσοχής πρέπει να συγκεντρωθεί στο περιεχόμενο της πολιτικής του Μητσοτάκη. 

Τα αιτήματα για αύξηση των κοινωνικών δαπανών και για μαζικές προσλήψεις προσωπικού στις κοινωνικές υπηρεσίες είναι επίκαιρα, επείγοντα και απολύτως δικαιωμένα τόσο από τις εξελίξεις όσο και από τις επικίνδυνες προοπτικές. Ένα σχετικά καινούργιο ζήτημα είναι ο κυβερνητικός ελιγμός περί της «πράσινης ανάπτυξης». Μιλώντας την επομένη της καταστροφής στη βόρεια Εύβοια, ο Μητσοτάκης δεν περιορίστηκε στη διαπίστωση της κλιματικής κρίσης. Κάλεσε τις μεγάλες επιχειρήσεις να αναλάβουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανασυγκρότηση των καμένων περιοχών και προανήγγειλε μια πολιτική που λέει ότι η μοναδική ρεαλιστική και αξιόπιστη απάντηση στις απειλές της κλιματικής κρίσης είναι η πλήρης απελευθέρωση των δραστηριοτήτων του κεφαλαίου από τους «γραφειοκρατικούς» περιορισμούς σε επιχειρήσεις στο έδαφος, στα νερά, στον αέρα… Είναι το πολιτικό ισοδύναμο των κραυγών του Ανδριανόπουλου κ.ά. –επί των κυβερνήσεων του Μητσοτάκη πατρός– που έλεγαν ότι η μοναδική ρεαλιστική και αξιόπιστη απάντηση στην ανεργία και στη διαρκή λιτότητα ήταν η «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας, που θα έδινε στο κεφάλαιο τάχα τη δυνατότητα να καθοδηγήσει μια πορεία προς διαρκή και δίκαιη ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα της τότε νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι πλέον γνωστά και αυτό είναι μια ισχυρή προειδοποίηση για το τι θα συμβεί αν αφήσουμε τα αρπακτικά της αγοράς να επεκτείνουν σήμερα ανεξέλεγκτα τη δράση τους στα βουνά, στις παραλίες, στις λίμνες και στα ποτάμια, στον αέρα κ.ο.κ.

Η κατεύθυνση αυτή, της εμβάθυνσης και επέκτασης του νεοφιλελευθερισμού, έχει περιορισμένη πειστικότητα απέναντι στις μεγάλες λαϊκές μάζες. Γι’ αυτό η κυβέρνηση χρειάζεται ιδεολογικές καμπάνιες, όπως η παλαιότερη σταυροφορία «κατά του λαϊκισμού», με μεγάλη παραπειστική και αποπροσανατολιστική ισχύ. 

Αν πιστέψει κανείς τους «διανοούμενους» του κυβερνητικού στρατοπέδου θα καταλήξει στη διαπίστωση ότι ο Μητσοτάκης πολιορκείται από ένα δαιμόνιο εχθρό: το… αντιεμβολιαστικό κίνημα. Είναι εξοργιστικό το γεγονός ότι η ΝΔ προσπαθεί συνειδητά να στρέψει αυτή την καμπάνια κατά των εκπαιδευτικών και των νοσηλευτικών, δηλαδή κατά των συνδικαλισμένων κλάδων που στάθηκαν στην πρώτη γραμμή της αντιμετώπισης του Covid και που έχουν υψηλότατα ποσοστά εμβολιασμού (75% και 85-90% αντίστοιχα), που είναι αισθητά πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Πρόκειται για φοβερή υποκρισία. Γιατί το μοναδικό τμήμα που στέκεται κατά του εμβολισμού για ιδεολογικοπολιτικούς λόγους, είναι σαρξ εκ της σαρκός της «βαθιάς» Δεξιάς: ένα σκοταδιστικό τμήμα της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, κάποιες υπερσυντηρητικές χριστιανικές αιρέσεις, ένα τμήμα της ρατσιστικής ακροδεξιάς.

Ο κόσμος που δεν έχει (ή δεν έχει ακόμα) εμβολιαστεί δεν πρέπει να τσουβαλιάζεται όλος στην ουρά αυτού του συρφετού. Μέσα στο 35-40% του πληθυσμού που παραμένει μη-εμβολιασμένο, σε όλες τις έρευνες, μόνο μια μειοψηφία του 9-10% εξ αυτών δηλώνει ότι δεν προτίθεται να εμβολιαστεί από δική του επιλογή. Η καθυστέρηση στην επίτευξη του αναγκαίου ποσοστού εμβολιασμού για την ανάσχεση του Covid (που αρχικά ορίστηκε στο 70-75% του πληθυσμού, για να αυξηθεί στο 85-90% μετά την επικράτηση της μετάλλαξης Δέλτα) πρέπει να αποδοθεί ως ευθύνη στο οργανωμένο κράτος και ειδικότερα στην κυβέρνηση. Ο εμβολιασμός στην Ελλάδα άρχισε με σημαντική καθυστέρηση σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στα πρώτα στάδια προχωρούσε με ταχύτητα σαλιγκαριού. Ο εμβολιασμός των νέων, άνω των 18, άρχισε πριν 3 μήνες, ενώ των παιδιών, άνω των 12 χρόνων, πριν ελάχιστες εβδομάδες. Στον ανεμβολίαστο κόσμο υπάρχουν άγνοιες, φοβίες, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις αντικειμενικές δυσκολίες, που η απάντησή τους είναι ευθύνη της οργανωμένης κρατικής μηχανής υπό την κυβερνητική ηγεσία. 

Όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς και του οργανωμένου λαϊκού κινήματος πήραν από την αρχή καθαρή θέση υπέρ του εμβολιασμού και πρωτοστάτησαν στην κριτική απέναντι στην κυβέρνηση για τις απαράδεκτες καθυστερήσεις της στον εμβολιασμό, αλλά επίσης και στα φοβερά κενά της πολιτικής της σε όλα τα άλλα αναγκαία μέτρα κατά του Covid (ενίσχυση του ΕΣΥ, πρωτοβάθμια περίθαλψη, μέτρα προστασίας στα μέσα μεταφοράς και στους χώρους εργασίας κ.ο.κ.). 

Αυτές τις ευθύνες θέλει να αποκρύψει το κυβερνητικό στρατόπεδο όταν εκτοξεύει τους μύδρους περί «αντιεμβολιαστικού λαϊκισμού» κατά των συνδικαλισμένων νοσηλευτικών και εκπαιδευτικών, ενώ συμπεριφέρεται με το γάντι απέναντι σε κλάδους που είναι προνομιακά ακροατήρια της Δεξιάς, όπως οι ένστολοι και το παπαδαριό. 

Απέναντι σε αυτή την καμπάνια πρέπει να σταθούμε με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα. Σταθερά και καθαρά υπέρ του εμβολιασμού. Σταθερά και καθαρά, όχι στον υποχρεωτικό εμβολιασμό και κυρίως όχι σε μέτρα καταστολής με πρόσχημα των εμβολιασμό (απολύσεις κλπ). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μέτρα που εισάγονται στις κοινωνίες μέσα σε έκτακτες συνθήκες, έχουν την τάση να μονιμοποιηθούν. Και οι διαδικασίες πρωτοφανούς καταγραφής δεδομένων των ανθρώπων από τις κρατικές υπηρεσίες, που κατέστησαν αναγκαίες κατά την περίοδο της πανδημίας, θα είναι την επόμενη μέρα ένα τεράστιο κοινωνικοπολιτικό ζήτημα. Γιατί το ιατρικό απόρρητο υπήρξε, μετά το 1945, μια έννοια συνδεδεμένη στενά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες, ενώ μια οριστική κατάργησή του θα έχει επικινδυνότητες (εργασιακές, ασφαλιστικές κ.ά.) για χιλιάδες ανθρώπους που θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες. 

Η καμπάνια κατά του «αντιεμβολιαστικού κινήματος» δεν είναι η μόνη. Πριν καν αποχωρήσουν οι Αμερικανοί από την Καμπούλ, ο Μητσοτάκης άρχισε να προπαγανδίζει ότι η χώρα κινδυνεύει από ένα νέο κύμα Αφγανών προσφύγων. Εδώ η υποκρισία ξεχειλίζει: Πέραν του γεγονός ότι για την ώρα δεν υπάρχουν Αφγανοί πρόσφυγες που να έχουν καταφτάσει στην περιοχή, η προσπάθεια της Δεξιάς να αναζωπυρώσει ρατσιστικές προκαταλήψεις και να αποπροσανατολίσει τον κόσμο από τα πραγματικά προβλήματα εξυπηρετεί και τον στόχο να αποκρύψει την πρωτοφανή οικονομική/διπλωματική/στρατιωτική σύσφιξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Την ώρα που οι Ταλιμπάν έμπαιναν στην Καμπούλ, στην Αθήνα κατέφτανε ο γερουσιαστής Μενέντεζ, ο γκουρού της γεωπολιτικής στρατηγικής των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ και εμπνευστής του νόμου (!) που σφραγίζει τη «στρατηγική αναβάθμιση» των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Το μενού της επίσκεψης περιλάμβανε τη δέσμευση του Μενέντεζ για μια διαρκή ροή όπλων από τα αποθέματα του αμερικανικού στρατού προς την Ελλάδα, την προώθηση των διαπραγματεύσεων για αγορά F35 και άλλων «στρατηγικών» όπλων τελευταίας γενιάς, τη συζήτηση για αναβάθμιση των αμερικανικών βάσεων και τη δημιουργία πρόσθετων στρατιωτικών εγκαταστάσεων στον ελλαδικό χώρο και, τέλος, την επαναβεβαίωση από τον Μενέντεζ ότι οι ΗΠΑ θεωρούν την Ελλάδα προνομιακό «στρατηγικό» στήριγμα του νατοϊκού τόξου ανάσχεσης από την Πολωνία ως το Ισραήλ, ενώ στην Ανατολική Μεσόγειο θα ενισχύσουν τη στήριξη του «άξονα» Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ. Είναι μια σημαντική πρόκληση: την ώρα που στη χώρα καταρρέουν τα σχολεία και τα νοσοκομεία, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται πανάκριβα καταστροφικά όπλα όπως τα F35 και επιλέγει να γίνει πιστό πιόνι της στρατιωτικής υπερδύναμης που ανασυντάσσει τις γραμμές της μετά από μια στρατηγική ήττα στην Ανατολή. Αυτός ο προσανατολισμός είναι τυφλός: τα σχέδια της κυριαρχίας στην Ανατολική Μεσόγειο, όπως τα αποτύπωνε ο αγωγός East Med, έχουν ήδη καταρρεύσει, η εξορυκτική στρατηγική έχει ήδη μπει σε κρίση και αμφισβήτηση σε πολλές χώρες και μεγάλα τμήματα των «αγορών», ενώ πολλοί έμπειροι διπλωμάτες και ειδικοί των διαπραγματεύσεων του ελληνικού κράτους στους κορυφαίους διεθνείς θεσμούς δηλώνουν δημόσια ότι έχει φτάσει η ώρα «να ξανασκεφτούμε τις σχέσεις μας με την Τουρκία». Και σε αυτό το πεδίο ωριμάζουν οι συνθήκες για μια βαθιά κρίση της κυβερνητικής πολιτικής. 

Οι προοπτικές του Μητσοτάκη είναι κατά πολύ περισσότερο να βυθιστεί στην κινούμενη άμμο της κρίσης της πολιτικής του, παρά να ανακτήσει την πολιτική πρωτοβουλία με κάποιες υποσχέσεις στη ΔΕΘ και με την εντατικοποίηση του επικοινωνιακού πολέμου. 

Σε όλες τις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται καθαρά η προοπτική της κατάτμησης και της απόσυρσης της εμπιστοσύνης από σημαντικό τμήμα της επιρροής της. Στη ΝΔ θεωρούν αυτά τα ευρήματα «διαχειρίσιμα», γιατί δεν ενισχύεται κανείς άλλος από τους αντιπάλους τους και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως η κατάτμηση, η ενίσχυσης της απάντησης «κανένας!» είναι πάντα μια ηχηρή προειδοποίηση πολιτικής κρίσης. 

Σήμερα έχουμε απέναντί μας μια κυβέρνηση πολύ πιο αδύναμη απ’ ό,τι ήταν στο καλοκαίρι του 2020. Αυτήν τη πραγματικότητα γνωρίζουν καλά ο βαθιές συστημικές δυνάμεις. Γι’ αυτό παραμένουν ισχυρές οι φωνές για οργάνωση των «συναινέσεων» και ενεργοποιείται η πίεση πάνω σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις και ιδίως στον ΣΥΡΙΖΑ για να ευθυγραμμιστούν με αυτή την προοπτική. Η επίθεση που δέχτηκε η Φώφη Γεννηματά όταν, για τους δικούς της πολιτικούς υπολογισμούς, έκανε το ελάχιστο (δηλαδή να ζητήσει την παραίτηση υπουργών μετά την καταστροφή των πυρκαγιών), ήταν μια ένδειξη αυτής της επίγνωσης της κρισιμότητας της κατάστασης, που μετατρέπεται σε αίτημα της κυρίαρχης τάξης προς τις πολιτικές ηγεσίες για αυτοπειθάρχιση και αυτοπεριορισμό. 

Όμως η πρωτογενής λαϊκή αγανάκτηση, το ρεύμα «κανένας!», για να γίνει πολιτική δύναμη προϋποθέτει την ενεργή παρέμβαση της οργανωμένης Αριστεράς και μια γενικευμένη κινηματική ανάταση. 

Στην Αριστερά η κατάσταση είναι κατώτερη των αναγκών. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την επομένη των πυρκαγιών για να δώσει δείγμα υπευθυνότητα και δημιουργικής αντιπολίτευσης. Περά από τις ανέξοδες ρητορείες, δεν έθεσε κανένα απολύτως συγκεκριμένο αίτημα και δήλωσε «έτοιμος» για συνεννόηση και συναίνεση ως προς το σχέδιο ανασυγκρότησης των καμένων περιοχών. Ο Τσίπρας στην πραγματικότητα ζήτησε να συνδιαμορφωθεί από τα δύο «μεγάλα κόμματα» η πολιτική για την λεγόμενη Πράσινη Ανάπτυξη. Στη συνέχεια, οι κομματικές αποφάσεις για την αντιπολιτευτική τακτική είναι βγαλμένες κατευθείαν από την παράδοση του… Φώτη Κουβέλη: Στοχοποίηση του Μητσοτάκη προσωπικά και έμφαση στα προβλήματα της «καθημερινότητας». Μόνο που έτσι μένει στο απυρόβλητο η κυβερνητική στρατηγική, το πρόγραμμα της ΝΔ, που –άλλωστε– βαδίζει πάνω στις ράγες του μνημονίου 3 και της συμφωνίας του 2018 με τους δανειστές, που υπέγραψε τότε ο… Αλέξης Τσίπρας. Αυτή η σύγχρονη εκδοχή αντιπολίτευσης που περιμένει την κυβερνητική προοπτική ως «ώριμο φρούτο», είναι στην πράξη πολύ πίσω από την αντιπολιτευτική τακτική του Ανδρέα Παπανδρέου απέναντι στον Κ. Μητσοτάκη στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Γι’ αυτό στον ΣΥΡΙΖΑ ανεβαίνει η ένταση στο εσωτερικό, οξύνονται οι σχέσεις, ανοίγουν ερωτήματα «επόμενης ημέρας», εμφανίζεται και εδώ η προοπτική της κατάτμησης. 

Το ΚΚΕ κινείται πολύ διαφορετικά. Βάζει γραμμή και παίρνει πρωτοβουλίες (πχ Β. Εύβοια) που επιτρέπουν σε έναν κόσμο να δρα ως αριστερός. Αυτό του δίνει τη δύναμη συσπείρωσης και αναπαραγωγής. Όμως στα σημερινά του επίπεδα. Στο ΚΚΕ γνωρίζουν καλά την τέχνη της αναπαραγωγής μιας συσπείρωσης και εξίσου καλά το πού αυτή διαφέρει από μια γραμμή πραγματικής αντιπαράθεσης και πρόκλησης του συστήματος. Γνωρίζουν ότι το δεύτερο απαιτεί κεντρικοποιημένες πρωτοβουλίες και ότι αυτές συνήθως προϋποθέτουν συσπείρωση ευρύτερων δυνάμεων. Προς το παρόν απέχει προσεκτικά από κάθε τέτοιου είδους «περιπέτεια». Με κέρδος να έχει το απυρόβλητο ή και το σεβασμό από σοβαρές συστημικές δυνάμεις, αλλά και με αντίτιμο το να γνωρίζει ότι με αυτή την τακτική δεν είναι εφικτά «άλματα» προς τα πάνω, παρότι οι συνθήκες (πολιτικές και κοινωνικές) τα κάνουν αναγκαία και εφικτά. 

Είναι μια περίοδος όπου θα χρειαστεί να δοθεί έμφαση στην κινηματική ανάταση. Παράλληλα, θα πρέπει να χτιστούν οι βάσεις για μια γενικότερη αντισυστημική πολιτική, που θα επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα μεγάλα μέτωπα που ανοίγουν συνδυασμένα, όπως αυτά της κλιματικής κρίσης, της έντασης του ρατσισμού και του σεξισμού, της οικονομικοκοινωνικής κρίσης. Σε αυτήν τη προσπάθεια είναι αναγκαία μια τακτική ευρύτερης συσπείρωσης δυνάμεων, όπως αυτή που επιχειρεί η «Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Κοινής Δράσης».  

Με επίγνωση ότι οι απαντήσεις δεν είναι «έτοιμες», ότι τα «πλαίσια» δεν είναι δεδομένα, ότι ένας αριστερός κόσμος έχει τραυματιστεί από εμπειρίες του παρελθόντος. Μια τέτοια προσεκτική πορεία ανασυγκρότησης μπορεί να δώσει καρπούς. 

Η απόσυρση του σεναρίου άμεσης εκλογικής αναμέτρησης δίνει πολιτικό χρόνο. Το «βαρύ πλήγμα» στο Μητσοτάκη θα δώσει στις μάχες που έρχονται πολιτικές ευκαιρίες. Εκεί θα μετρηθούμε. 

Ετικέτες