Ο Μητσοτάκης, βγαίνοντας ενισχυμένος από τα αποτελέσματα του εκλογικού κύκλου του 2023, από τη στιγμή των προγραμματικών δηλώσεών του υποσχέθηκε μια πολιτική «πολυδύναμου εκσυγχρονισμού», συμπληρώνοντας ότι θα πρόκειται για έναν πόλεμο ενάντια «στις στρεβλώσεις της Μεταπολίτευσης».

Το νόημα είναι σαφές. Η κυβέρνηση της ΝΔ θα προχωρήσει σε μια ολομέτωπη επίθεση με στόχο μια συνολικότερη ανατροπή του κοινωνικού συσχετισμού δύναμης, σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών και υπέρ του κεφαλαίου και των ανώτερων μεσοστρωμάτων που στοιχίζονται στην ουρά της κυρίαρχης τάξης.

Το μπαράζ των αντιμεταρρυθμιστικών νομοσχεδίων της κυβέρνησης δείχνει ότι αυτός ο «πόλεμος» έχει αρχίσει και απλώνεται σε όλο το φάσμα της κοινωνικο-οικονομικής πολιτικής.

Το ασφαλιστικό νομοσχέδιο βάζει τα θεμέλια για τη μαζική ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλισης, αρχίζοντας από τον τομέα της Επικούρησης.

Το φορολογικό, οργανώνει την επίθεση στους αυταπασχολούμενους επαγγελματίες, επιταχύνοντας με ορμή τις τάσεις για συγκεντροποίηση των δραστηριοτήτων (υπέρ του μεγάλου «επιχειρείν») σε κρίσιμους τομείς εργασιών.

Ο προϋπολογισμός δείχνει ότι η κυβέρνηση που μείωσε δραστικά την φορολόγηση της κυρίαρχης τάξης σε όλες τις δραστηριότητές της (κέρδη Α.Ε., μερίσματα, μεταβιβάσεις μεγάλων περιουσιών, εργοδοτικές εισφορές κ.ο.κ.) σκοπεύει απαρέγκλιτα να στηρίξει τις αναβαθμισμένες δημοσιονομικές απαιτήσεις μέσα στο 2024 αποκλειστικά στην υπερφορολόγηση της λαϊκής κατανάλωσης, με την πολιτική της διατήρησης στα ύψη των πιο άδικων και αντικοινωνικών έμμεσων φόρων, του ΦΠΑ και των άλλων ειδικών φόρων κατανάλωσης. Οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες θα συνεχιστούν με αμείωτους ρυθμούς, οδηγώντας σε κυριολεκτικά απελπιστικές συνθήκες τα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία.

Οι τροποποιήσεις στους Ποινικούς Κώδικες οργανώνουν μια στροφή προς την ένταση των κατασταλτικών πολιτικών και μια απειλητικά «τιμωρητική» νοοτροπία. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι οι εμπνεύσεις από το οπλοστάσιο της Alt Right ιδεοληψίας μπορούν κάλλιστα να βαδίζουν «χέρι-χέρι» με τους ακραιφνείς νεοφιλελεύθερους.

Στα πανεπιστήμια έχει αρχίσει στην πράξη η επιχείρηση παράκαμψης των συνταγματικών περιορισμών του Άρθρου 16, για να ανοίξει ο δρόμος για τα ιδιωτικά ΑΕΙ.

Και βέβαια στο υπουργείο Εργασίας, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Άδωνις Γεωργιάδης έχει αναλάβει τον καλπασμό για την ανεμπόδιστη επέκταση των εργασιακών σχέσεων, για τη μείωση του πραγματικού μέσου μισθού των εργαζομένων, για τη διάβρωση όλων των κρίσιμων εργατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Αυτό άλλωστε είναι το νόημα του πολέμου κατά των «στρεβλώσεων της Μεταπολίτευσης».

Η κυβερνητική επιθετικότητα επεκτείνεται και σε άλλους τομείς. Ο Μητσοτάκης έχει σταθεί στο δεξιό άκρο του ευρωατλαντισμού μπροστά στη φοβερή σφαγή που έχει εξαπολύσει το Κράτος του Ισραήλ ενάντια στους Παλαιστίνιους, μην τολμώντας να ψελλίσει ούτε τα στοιχειώδη ανθρωπιστικά «φύλλα συκής» που χρησιμοποίησαν άλλοι Ευρωπαίοι ή και Αμερικανοί πολιτικοί.

Όχι τυχαία: Επί των ημερών του, ο ελλαδικός γεωγραφικός χώρος έχει μετατραπεί σε ένα νατοϊκό εργοτάξιο αναβάθμισης των παλιών και οικοδόμησης καινούργιων πολεμικών βάσεων. Και το εξοπλιστικό πρόγραμμά του παίρνει προκλητικές διαστάσεις: στα 11 δισ. ευρώ του κόστους των προηγούμενων εξοπλισμών (αναβάθμιση F16, Ραφάλ, Μπελχάρα) θα προστεθούν τώρα τα 4 δισ. ευρώ για τα F35 και το (άγνωστο) κόστος της αγοράς αντι-υποβρυχιακών ελικοπτέρων και πρόσθετων πυραυλικών συστημάτων για τα νησιά. Αυτά τα ιλιγγιώδη ποσά (συγκρίσιμα μόνο με το κόστος των μεγάλων μνημονιακών επιθέσεων) δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι, τελικά, θα πληρωθούν από τους μισθούς, τις συντάξεις και τον περιορισμό των κοινωνικών δαπανών.

Αυτή η πολιτική στη Βουλή (με την εξαίρεση του ΚΚΕ) δεν έχει αντίπαλο. Αρκεί μια ματιά στις προτεραιότητες που βάζει ο Κασσελάκης, για να καταλάβει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα σε αποδρομή. Και το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη δεν διαθέτει ούτε ίχνη από την αντιπολιτευτική δυναμική που είχαν κάποτε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Όμως δεν ισχύει το ίδιο μέσα στην κοινωνία. Ακόμα και η χρήση της στρατιωτικής ορολογίας («πόλεμος κατά των στρεβλώσεων…») από τα στελέχη του μητσοτακισμού, δείχνει ότι έχουν επίγνωση ότι θα χρειαστεί να δώσουν μάχη για την επιβολή της πολιτικής τους.

Στο διεθνές πεδίο, παρά τη ζοφερή γενική εικόνα, υπάρχουν εξελίξεις που προειδοποιούν για την πιθανή αλλαγή σελίδας. Στις ΗΠΑ, το «μικρόβιο» της απεργιακής δράσης πέρασε από τους χώρους της ελαστικότητας στην «παραδοσιακή» εργατική τάξη: η νίκη του κοινού και σκληρού αγώνα στις 3 μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες είναι ρήξη με μια παράδοση δεκαετιών. Και δεν ήταν απομονωμένη: σε πολλές χώρες του «κέντρου» του συστήματος εμφανίζεται μια νέα απειλητική εργατική αγωνιστικότητα (Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο, Γερμανία κλπ).

Στην Ελλάδα το εργατικό κίνημα έχει τα πάνω και τα κάτω του, έχει αποφύγει μάχες, αλλά δεν έχει υποστεί στρατηγική ήττα. Γι’ αυτό μπόρεσε, μέσα στην πανδημία, να παρουσιάσει σημαντικούς αγώνες. Γι’ αυτό μετά το έγκλημα στα Τέμπη έγινε εφικτή μια άμεση μαζική απάντηση με τις απεργίες και τα μεγάλα συλλαλητήρια. Γι’ αυτό άντεξαν και νίκησαν αγώνες σε «δύσκολους» χώρους, όπως στην E-Fodd και στην Cosco. Γι’ αυτό σήμερα οι νοσηλευτικοί παρουσιάζουν στον αγώνα μια δύναμη που υποχρεώνει τους πάντες να την συνυπολογίζουν.

Οι εκλογικές ήττες του 2023 δεν οφείλονται στο ότι αυτός ο κόσμος έχει ηττηθεί. Οφείλονται στη διαλυτική κρίση της αντιπολίτευσης, και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν μπόρεσε να ενοποιήσει, να εμπνεύσει, να εκφράσει πολιτικά τον κόσμο της εργασίας. Τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά της αποχής, πάνω στα οποία πάτησε η νίκη του Μητσοτάκη, έχουν μια ακόμα σημαντική συνέπεια: τη μεγάλη αστάθεια της σημερινής κυβερνητικής/πολιτικής εξουσίας, εάν και όταν αυτή βρεθεί μπροστά σε έναν ανοδικό κύκλο αγώνων.

Η οργάνωση, ο συντονισμός και η κλιμάκωση της εργατικής αντίστασης, είναι το βασικό καθήκον της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην περίοδο που έρχεται.

Παρόλα αυτά, τα κενά της πολιτικής έκφρασης του κοινωνικού στρατοπέδου των από κάτω παραμένουν σημαντικά.

Μέσα στη διαλυτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ έχει μεγαλύτερες ευκαιρίες για μια (έστω σταδιακή) ενίσχυση των δυνάμεών του. Όμως δεν δείχνει τη διάθεση και την πρόθεση να πάρει τις πολιτικές πρωτοβουλίες που αντιστοιχούν σε μια γενικότερη πολιτική αντεπίθεση της Αριστεράς. Ο πολιτικά παθητικός ρόλος που επέλεξε το 2008, το 2011-13, το 2015 δεν φαίνεται να έχει ξεπεραστεί.

Στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ο χώρος της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, όπου επέλεξε το δρόμο της ενωτικής και συνάμα ριζοσπαστικής συγκρότησης, πέτυχε επιδόσεις που ξεπερνούν την απλή καταγραφή και κατοχυρώνουν πολιτική παρουσία.

Αυτή η εμπειρία πρέπει να αναπαραχθεί στις πιο σύνθετες συνθήκες της σημερινής περιόδου και μέχρι τον πρώτο ερχόμενο σταθμό μέτρησης, τη δοκιμασία των ευρωεκλογών.

Η ενότητα στη δράση πρέπει, καταρχήν, να παρουσιαστεί στο κίνημα και στο δρόμο. Ο ριζοσπαστισμός στις πολιτικές επιλογές πρέπει να τεθεί στη δοκιμασία της κοινής πολιτικής συζήτησης που πρέπει να οργανωθεί με σοβαρότητα και συνέπεια. Στις οργανώσεις που κινούνται στο φάσμα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέχρι τη ΛΑΕ και το ΜΕΡΑ25 πέφτει ιδιαίτερο βάρος.

Όμως προσοχή και βάρος πρέπει να δοθεί στην έκφραση ανένταχτων αγωνιστριών/ών, όπως και στην εκπροσώπηση ομάδων και συλλογικοτήτων των κινηματικών αντιστάσεων. Τα καθήκοντα θα πρέπει να αφορούν το εδώ και τώρα, την άμεση αντίσταση στην κυβερνητική πολιτική, να διερευνούν -και γι’ αυτό να προετοιμάζουν- τους όρους για μια ενωτική παρέμβαση στις ευρωεκλογές, αλλά κυρίως να προσανατολίζονται στην «επόμενη ημέρα», στον κρίσιμο και παρατεταμένο αγώνα της μακράς περιόδου που θα αντιμετωπίσουμε.

Ο κόσμος μας θα χρειαστεί μια μαζική ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Ετικέτες