Η «συνάντηση» στο δρόμο του ταυτόχρονου αγώνα, των αγροτών, των φοιτητών και των απεργών της 28ης Φεβρουαρίου, συνιστά ένα δυναμικό κοινωνικό φαινόμενο.
Η επέτειος του τραγικού εγκλήματος στα Τέμπη όπου η πολιτική της ιδιωτικοποίησης αποδείχθηκε κυριολεκτικά δολοφονική, συνέβαλε στην κατεύθυνση να αναγνωρίζει όλος αυτός ο κόσμος την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως έναν αντίπαλο που οφείλει να ανατρέψει.
Λίγους μόνο μήνες μετά την εκλογική νίκη του Μητσοτάκη τον Μάη-Ιούνη του ’23, η κυβέρνηση βρίσκεται απέναντι σε ένα μαζικό ρεύμα που επιχειρεί να συγκρουστεί με βασικά σημεία της κυβερνητικής πολιτικής, δηλαδή βρίσκεται μπροστά σε μια κοινωνική «αντιπολίτευση» από τα κάτω.
Πρόκειται για μια νέα συνθήκη ιδιαίτερα σημαντική, που θα έχει αναπόφευκτα πολιτικές συνέπειες. Τον κίνδυνο αναγνωρίζουν όλοι οι «σοβαροί» καθεστωτικοί παράγοντας. Ο καλός φίλος του πρωθυπουργού, Γ. Πρετεντέρης, έγραψε στο editorialτου «Βήματος» της 3ης Μάρτη: «Συγκροτούν αντικειμενικά ένα αντιπολιτευτικό μέτωπο. Του οποίου μπορεί η δράση να μην αποσταθεροποιεί την ηγεμονία της κυβέρνησης (προς το παρόν τουλάχιστον…), αλλά κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το μέλλον». Οι λέξεις-κλειδιά είναι προφανώς το «προς το παρόν τουλάχιστον». Η άμεσα μετεκλογική ευφορία όπου «προδικαζόταν το μέλλον», με την πρόβλεψη μιας μακράς ανεμπόδιστης πολιτικής ηγεμονίας του Μητσοτάκη, ανήκει ήδη στο παρελθόν.
Ποιες είναι οι προοπτικές αυτής της αντιπαράθεσης; Όλες οι σοβαρές παράμετροι οδηγούν στην εκτίμηση ότι θα κλιμακωθεί. Η κυβερνητική πολιτική είναι ένα σύνολο από αντιμεταρρυθμίσεις που αλλάζουν καίρια τις ισορροπίες σε βάρος των εργαζόμενων και των λαϊκών δυνάμεων. Η ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ και τα επί πληρωμή χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία είναι ενδεικτικά παραδείγματα. Παρά την κυβερνητική προπαγάνδα για τις αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, τα οικονομικά στοιχεία επιμένουν να αναδεικνύουν την εικόνα ότι περισσότερο από το 50% του πληθυσμού ζει με μηνιαίο εισόδημα μικρότερο των 1.000 ευρώ. Σε μια χώρα όπου η ακρίβεια στα τρόφιμα έχει αναδειχθεί σαν η κορυφαία μέσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Είναι ένα «πολεμικό» πρόγραμμα που στοχεύει στη μαζική μεταφορά πόρων από την εργαζόμενη πλειοψηφία προς την ενίσχυση της κυρίαρχης τάξης και των ανώτερων μεσοστρωμάτων.
Αυτό το πρόγραμμα εκπονήθηκε μέσα σε συνθήκες μιας οικονομικής ευφορίας και (έστω τεχνητής) αισιοδοξίας. Όμως το σύστημα διεθνώς και κατά συνέπεια και εδώ, βαδίζει στην καλύτερη περίπτωση προς την προοπτική «ομαλής προσγείωσης» σε οικονομική επιδείνωση, ενώ δεν λείπουν οι σοβαρές προειδοποιήσεις για «απότομη προσγείωση» σε ύφεση. Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η κυβερνητική πολιτική θα αντιδράσει στις διαδικασίες οικονομικής επιδείνωσης οξύνοντας τα χαρακτηριστικά ταξικής μεροληψίας, παίρνοντας πιο αιματηρά μέτρα απέναντι στους εργαζόμενους και τους φτωχούς. Γι’ αυτό ο Μητσοτάκης αποδείχθηκε ιδιαίτερα «τσιγκούνης» απέναντι σε αιτήματα των αγροτών, γι’ αυτό ο Χατζηδάκης επιμένει στη δήλωση «δεν προτίθεμαι να βάλω σε ρίσκο τη δημοσιονομική σταθερότητα».
Οι προκλήσεις δεν περιορίζονται στο πεδίο της οικονομίας. Οι εξοπλισμοί -με την ποιοτική κλιμάκωση της παραγωγής των F35- θα πληρωθούν από τους μισθούς, τις συντάξεις και τις πετσοκομμένες κοινωνικές δαπάνες. Η αποστολή της φρεγάτας «Ύδρα» στην Ερυθρά Θάλασσα είναι μια επικίνδυνα φιλοπόλεμη απόφαση που, όμως, υπόσχεται «δώρα» στην κυρίαρχη τάξη. Δώρα άμεσα, με την ένοπλη προστασία των Ελλήνων εφοπλιστών, όσο και έμμεσα, με τα ταξίματα γεωπολιτικής αναβάθμισης του ελληνικού κράτους και των Ελλήνων καπιταλιστών στην Ανατολική Μεσόγειο και τους ναυτικούς διαδρόμους σύνδεσης της Ανατολής με την Ευρώπη.
Είναι αλήθεια ότι το βασικό ατού του Μητσοτάκη είναι η κρίση της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης. Δεν αναφερόμαστε μόνο στην εικόνα αποσύνθεσης του πρόσφατου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ. Στις ψηφοφορίες στη Βουλή για την ισότητα στο γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, ο Κασσελάκης και ο Ανδρουλάκης παρείχαν κρίσιμη υπηρεσία στον Μητσοτάκη. Δεν ήταν υποχρεωτικό: ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαν να παρουσιάσουν δική τους πρόταση νόμου, που θα υπηρετούσε πιο ουσιαστικά τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών, και να αφήσουν αστήρικτο το Μητσοτάκη να ξεμπλέξει τους λογαριασμούς του με τους Σαμαροβορίδηδες. Η στάση τους στην πράξη ανέδειξε αυτό που η Ντόρα Μπακογιάννη εύστοχα χαρακτήρισε ως απόφαση «να δένουν καθημερινά τα κορδόνια στα παπούτσια του Μητσοτάκη». Στην ίδια ψηφοφορία το ΚΚΕ αποφάσισε να δώσει στην ακροδεξιά κρίσιμους πόντους στον ισχυρισμό ότι η ομοφοβική αντίθεσή τους, είναι κάποιας μορφής «λαϊκό ρεύμα».
Την ώρα των συγκλονιστικών εκδηλώσεων για τα Τέμπη, η στάση της αντιπολίτευσης συνέβαλε καίρια στο να συσκοτίζεται η θεμελιώδης ευθύνη -η ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ- και να απομακρύνεται το αναγκαίο βασικό αίτημα της επανακρατικοποίησης των σιδηροδρόμων. Ο ΣΥΡΙΖΑ γιατί υπερασπίζεται -ακόμα- τη σύμβαση της κυβέρνησης Τσίπρα με την HellenicTrain, το ΠΑΣΟΚ γιατί υποστηρίζει μια περιορισμένη «επαναδιαπραγμάτευση» της ίδιας σύμβασης και το ΚΚΕ γιατί, τάχα από τα «αριστερά», δηλώνει ότι είτε ιδιωτικοποιημένες, είτε υπό δημόσιο έλεγχο, οι μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις θα παραμένουν… καπιταλιστικές.
Αυτή η πραγματική κατάσταση της αντιπολίτευσης δίνει πολιτικές ευκαιρίες στον Μητσοτάκη. Όλες οι δημοσκοπήσεις συγκλίνουν στην πρόβλεψη ότι η ΝΔ θα καταγράψει απώλειες, αλλά και θα διατηρήσει μια ασφαλή απόσταση από το δεύτερο κόμμα. Είναι φανερό ότι σε αυτόν το συλλογισμό, το μέγεθος των απωλειών θα είναι σημαντική παράμετρος. Υπάρχουν απώλειες που είναι διαχειρίσιμες, αλλά και απώλειες που καθιστούν αναγκαίες σημαντικές «κινήσεις» ανάκτησης σταθερότητας. Σε αυτούς τους παράγοντες λογοδοτούν τα σενάρια που άρχισαν να φαίνονται στον συστημικό Τύπο, είτε ως πρόβλεψη ότι ο Μητσοτάκης θα πάει σε έκτακτες εθνικές εκλογές μέσα στο 2025, είτε με την ακόμα πιο προωθημένη μορφή που βλέπει το υπόλοιπο της κυβερνητικής θητείας ως μετάβαση στην «μετά Μητσοτάκη» εποχή της Δεξιάς και την μετακόμιση του Μητσοτάκη σε μια υψηλόβαθμη θέση στην ΕΕ.
Ο κρίσιμος παράγοντας ενόψει των ευρωεκλογών θα είναι η απογοήτευση πλατιών τμημάτων του κόσμου μας απέναντι στο πολιτικό/εκλογικό παιχνίδι, που οδηγεί στη διόγκωση της αποχής. Το φαινόμενο ήταν καθοριστικό στον εκλογικό κύκλο του ’23, τόσο στις εθνικές όσο και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Αυτό ερμηνεύει την απόσταση της ΝΔ από το δεύτερο κόμμα που, παρά την εξασθένιση, δίνει ακόμα στον Μητσοτάκη όλες τις ελπίδες της κυβερνησιμότητας.
Η απόσυρση μεγάλων τμημάτων των λαϊκών μαζών και της νεολαίας από την κάλπη έχει μια επικίνδυνη παρενέργεια. Η ακροδεξιά και τα δίκτυα που την στηρίζουν, κινητοποιώντας τα ακροατήριά της, έχει τη δυνατότητα να καταγράψει στην κάλπη μια ποσοστιαία ανάπτυξη μεγαλύτερη της πραγματικής. Δεν υπάρχει περιθώριο για εφησυχασμό. Όσοι σήμερα «παίζουν» με το ρατσισμό, με τον εθνικισμό, με το σεξισμό, παίζουν με τη φωτιά.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες η προσπάθεια για τη διατήρηση των αγώνων από τα κάτω στο προσκήνιο, παίρνει καθοριστικές πολιτικές διαστάσεις. Οι απεργοί, οι αγρότες, οι φοιτητές, είναι η πιο απειλητική αντιπολίτευση για τον Μητσοτάκη. Και, ταυτόχρονα, οι πρωτοβουλίες για μια σοβαρή και αποτελεσματική ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς γίνονται επείγουσες και αναγκαίες.