Στο σημερινό σημείωμα δεν θα αναφερθώ καθόλου σε οικονομικά ζητήματα. Τράπεζες, που μάλλον σύντομα θα ξαναζητήσουν σωτηρία, αξιολογήσεις, ένεκα των οποίων σχεδόν «καήκαμε» ήδη και μνημόνια, που θα συνεχίσουν, ως φαίνεται, την περαιτέρω αρίθμησή τους –τέταρτο, πέμπτο,…- δεν είναι το θέμα του σχολίου αυτού.

Ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι το μπού­χτι­σμα μετά από μήνες συ­νε­χούς ενα­σχό­λη­σης, αλλά η αντα­πό­κρι­ση σε ένα αί­τη­μα. Φίλοι πα­λιοί, μέλη της κυ­βέρ­νη­σης σή­με­ρα, μου επι­σή­μα­ναν πως με χα­ρα­κτη­ρί­ζει μια μα­νια­κή εμ­μο­νή σε πράγ­μα­τα, για τα οποία η κρι­τι­κή έχει εξα­ντλη­θεί και τα συ­μπε­ρά­σμα­τα –δια­φο­ρε­τι­κά για τον κα­θέ­να μας- έχουν βγει.

Το θέμα, λοι­πόν, λένε, είναι «τώρα τι λες». Δε­δο­μέ­νων των συν­θη­κών και των εκ­βά­σε­ων, ακόμη κι αν δε­χτού­με πως η συν­θη­κο­λό­γη­ση του κα­λο­και­ριού ήταν εγκλη­μα­τι­κή επι­λο­γή, λένε, πρέ­πει τώρα «επί της εφαρ­μο­σμέ­νης πο­λι­τι­κής» να δούμε τι μπο­ρεί να γίνει «προς όφε­λος του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας».

Θα μπο­ρού­σα, φυ­σι­κά, να απα­ντή­σω λα­κω­νι­κά λέ­γο­ντας πως αυτό που πρέ­πει να γίνει είναι εξαι­ρε­τι­κά σαφές και ευ­κρι­νές: να ητ­τη­θεί η ασκού­με­νη, η μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, «από όπου κι αν προ­έρ­χε­ται». Ό,τι συμ­βάλ­λει σ’ αυτό είναι «προ­λε­τα­ρια­κώς θε­ά­ρε­στο», ό,τι το εμπο­δί­ζει δεν μπο­ρεί παρά να αντι­με­τω­πί­ζε­ται ως εχθρι­κό. Πρό­κει­ται για το­πο­θέ­τη­ση που απα­ντά­ει κα­θα­ρά στις απαι­τή­σεις της επο­χής και διευ­κρι­νί­ζει με πάσα συ­νέ­πεια την στάση απέ­να­ντι στην ση­με­ρι­νή συ­γκυ­βέρ­νη­ση. Είναι γε­νι­κή; Πράγ­μα­τι. Αλλά κα­νείς λο­γι­κός άν­θρω­πος δεν μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τή­σει πως δίνει τον γνώ­μο­να για τα κα­θή­κο­ντα του κι­νή­μα­τος και της αρι­στε­ράς: να ητ­τη­θεί ολο­κλη­ρω­τι­κά η ασκού­με­νη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή.

Δεν θα αρ­κε­στώ, όμως, σε αυτήν την έντι­μη και συ­νο­πτι­κή απά­ντη­ση. Θα μπω στον κόπο των πα­λιών φίλων και θα σχο­λιά­σω επί του απο­λύ­τως συ­γκε­κρι­μέ­νου και άμε­σου.

Όπως, π.χ., το νόμο για τα κα­νά­λια. Για τον οποίο θα πω δυό λόγια, θέ­το­ντας εντός πα­ρεν­θέ­σε­ως το γε­γο­νός πως δεν έχω καμιά απο­λύ­τως εμπι­στο­σύ­νη στον υπουρ­γό Επι­κρα­τεί­ας (sic), που τον χει­ρί­ζε­ται και την ανη­συ­χία μου σχε­τι­κά με το ποιοι τε­λι­κά θα πά­ρουν τις άδειες και πόσο δια­φο­ρε­τι­κοί θα είναι από τα κου­μά­σια, που τις κα­τέ­χουν σή­με­ρα. Θα πω, λοι­πόν, πως μου κάνει εντύ­πω­ση ότι δεν έχει γίνει κε­ντρι­κό θέμα της συ­ζή­τη­σης το γε­γο­νός πως η συ­γκε­κρι­μέ­νη νο­μο­θε­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση, συ­νε­χί­ζο­ντας την πρα­κτι­κή που εγκαι­νιά­στη­κε με το νόμο για την ΕΡΤ, αδια­φο­ρεί ολο­κλη­ρω­τι­κά –δη­λα­δή εχθρεύ­ε­ται- κάθε ιδέα πως οι συ­χνό­τη­τες θα έπρε­πε να ανοί­ξουν και για κοι­νό­τη­τες, αυ­το­δια­χει­ρι­στι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα και αλ­λη­λέγ­γυ­ες, με την ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια, δομές του πο­λι­τι­σμού, της ενη­μέ­ρω­σης και της ψυ­χα­γω­γί­ας. Χωρίς αυτό δεν νο­εί­ται, κατά τη γνώμη μου, αρι­στε­ρή πα­ρέμ­βα­ση στο χώρο. Ο υπουρ­γός Επι­κρα­τεί­ας χει­ρί­ζε­ται το ζή­τη­μα ως κάτι που, από την πλευ­ρά της προ­σφο­ράς, αφορά απο­κλει­στι­κά ιδιώ­τες επι­χει­ρη­μα­τί­ες, κα­πι­τα­λι­στές, που, για τους δι­κούς τους, ο κα­θέ­νας, λό­γους, εν­δια­φέ­ρο­νται να «επεν­δύ­σουν» στο τη­λε­ο­πτι­κό θέαμα. Συ­νε­χί­ζει, έτσι, μια πα­ρά­δο­ση της οί­κα­δε αρι­στε­ράς, όταν με την αλή­στου μνή­μης προη­γού­με­νη συ­γκυ­βέρ­νη­ση του 1989-1990 συ­νέρ­γη­σε πρω­τα­γω­νι­στι­κά στην ιδιω­τι­κή τη­λε­ο­πτι­κή αθλιό­τη­τα ενός τέ­ταρ­του του αιώνα. Και «δίνει έναν αγώνα», που, ό,τι κι αν ισχυ­ρί­ζε­ται, είναι αλ­λό­τριος σε ό,τι αφορά τα πραγ­μα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα της κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας της ελ­λη­νι­κής «Επι­κρα­τεί­ας»1.

Να πάμε και στο προ­σφυ­γι­κό; Σύμ­φω­νοι, κα­τα­λα­βαί­νω. Ο ρη­μά­δης ο συ­σχε­τι­σμός φταί­ει. Αλ­λιώς και τον φρά­χτη θα εί­χα­με γκρε­μί­σει και την Φρό­ντεξ θα εί­χα­με ξα­πο­στεί­λει. Αλλά ο συ­σχε­τι­σμός και οι απει­λές από θεούς και δαί­μο­νες δεν αφή­νει. Τα εί­πα­με, βέ­βαια, και κα­ταγ­γεί­λα­με για δο­λο­φό­νους όσους τα απο­δέ­χο­νταν. Δεν εί­μα­σταν υπο­κρι­τές. Τον συ­σχε­τι­σμό δεν υπο­λο­γί­σα­με καλά. Σύμ­φω­νοι, σύ­ντρο­φοι. Αλλά το ΝΑΤΟ δια­χει­ρι­στής της προ­σφυ­γι­κής ροής; Η πιο ρητή, δη­λα­δή, απο­δο­χή της στρα­τιω­τι­κο­ποί­η­σης του προ­σφυ­γι­κού; Και με το γε­λοίο «σύμ­μα­χο» και υπουρ­γό Άμυ­νας να επι­χαί­ρει για τη με­γά­λη επι­τυ­χία, χωρίς το πα­ρα­μι­κρό σχό­λιο από τα κυ­βερ­νη­τι­κά «αρι­στε­ρά». Να το πω κα­θα­ρά: αυτό που συμ­βαί­νει «απο­τε­λεί εμπαιγ­μό και δια­κω­μώ­δη­ση του πλαι­σί­ου διε­θνούς προ­στα­σί­ας των προ­σφύ­γων [και] ση­μα­το­δο­τεί την κα­τάρ­ρευ­ση του κρά­τους δι­καί­ου και το τέλος του κοι­νο­τι­κού κε­κτη­μέ­νου για το άσυλο που κα­το­χυ­ρώ­θη­κε την επαύ­ριο του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου από τη Διε­θνή Σύμ­βα­ση για το Κα­θε­στώς των Προ­σφύ­γων, το Ευ­ρω­παϊ­κό Δί­καιο και τη νο­μο­λο­γία του Ευ­ρω­παϊ­κού Δι­κα­στη­ρί­ου των Δι­καιω­μά­των του Αν­θρώ­που, οδη­γώ­ντας σε νέες ανώ­φε­λες αν­θρω­πο­θυ­σί­ες στα σύ­νο­ρα της Ευ­ρώ­πης»2. Μετά από αυτό είναι με­γά­λος αρι­στε­ρι­σμός να πω «χέ­στη­κα για το συ­σχε­τι­σμό»; Ή να μην με εν­δια­φέ­ρει ποιος θα είναι ο πρω­θυ­πουρ­γός που θα υλο­ποι­ή­σει αυτόν τον εμπαιγ­μό; Απο­τε­λεί αρι­στε­ρι­σμό να είμαι έξω φρε­νών με τον υπουρ­γό Εσω­τε­ρι­κών, όταν δη­λώ­νει πως η πο­λι­τι­κή αυτή απο­τε­λεί «μια με­γά­λη υπέρ­βα­ση της Ελ­λά­δας, ακρι­βώς για να κα­τα­δεί­ξει τη διά­θε­σή της να υπάρ­ξει μια συ­νο­λι­κή αντι­με­τώ­πι­ση του προ­βλή­μα­τος»;

Ο συ­γκε­κρι­μέ­νος, βέ­βαια, συμ­βάλ­λει και σε άλ­λους το­μείς –ύστε­ρα από «εντο­λή πρω­θυ­πουρ­γού», φα­ντά­ζο­μαι. Λέω για τον εκλο­γι­κό νόμο, που μας βε­βαιώ­νουν πως είναι έτοι­μος και θα έρθει οσο­νού­πω. Δεν μας λένε, όμως, ακόμη τις σκέ­ψεις τους, προ­φα­νώς για να νιώ­σου­με μια ακόμη ευ­χά­ρι­στη έκ­πλη­ξη. Στο μέτρο που, με­τα­ξύ άλλων, θα υπο­βοη­θή­σει ο νέος νόμος στην εθνι­κή ευ­θύ­νη και στη συ­γκρό­τη­ση κυ­βερ­νή­σε­ων με­γά­λης πα­τριω­τι­κής ενό­τη­τας, μόλις κάτι τέ­τοιο κα­τα­στεί ανα­γκαίο. Άλλος ένας στί­βος αυτός άσκη­σης εφαρ­μο­σμέ­νης αρι­στε­ρής πο­λι­τι­κής. Η οποία, βέ­βαια, είναι και πάλι πο­λυ­σύν­θε­τη, εξαρ­τώ­με­νη από τον «συ­σχε­τι­σμό» και τις ανά­γκες τις πε­ριό­δου και όχι εκ­πο­ρευό­με­νη από «με­τα­φυ­σι­κές αρχές», όπως η δη­μο­κρα­τία γε­νι­κώς. Γι’ αυτό και είναι ανό­η­τοι, προ­φα­νώς, όσοι θε­ω­ρούν πως η απλή ανα­λο­γι­κή είναι η μόνη νό­μι­μη, με όρους αρι­στε­ράς, ανε­ξαρ­τή­τως «συ­σχε­τι­σμών», πρό­τα­ση. Όχι! Και το κα­τώ­φλι χρειά­ζε­ται, και ένα κά­ποιο μπό­νους καλό είναι, και ό,τι νο­μί­ζου­με πως μας συμ­φέ­ρει κι αυτό θε­μι­τό είναι.

Ει­λι­κρι­νά, υπάρ­χει αρι­στε­ρός άν­θρω­πος, ρε­φορ­μι­στής ή επα­να­στά­της, σα­λε­μέ­νος ή με­τριο­πα­θής, απο­χω­ρή­σας ή κυ­βερ­νη­τι­κός, που μπο­ρεί να θε­ω­ρεί υπε­ρα­σπί­σι­μα τα πα­ρα­πά­νω δείγ­μα­τα εφαρ­μο­σμέ­νης πο­λι­τι­κής; Υπάρ­χει;

ΥΓ. Και δυό λόγια για την εκ­παί­δευ­ση, που είναι, νο­μί­ζω, εξί­σου εν­δει­κτι­κά. Έστει­λε το Υπουρ­γείο Παι­δεί­ας ρα­πόρ­το, όπου καλεί τους αρ­μο­δί­ους να προ­στρέ­ξουν προ­κει­μέ­νου να επι­λυ­θεί το ζή­τη­μα των «πλε­ο­να­σμά­των» στα σχο­λεία. Θέλει, δη­λα­δή, να πει ο ποι­η­τής ό,τι, ενώ τον κα­τη­γο­ρούν πως έχει αφή­σει, ακόμη και σή­με­ρα, μήνα Μάρ­τιο σχε­δόν, σχο­λεία με κενά εκ­παι­δευ­τι­κών, υπάρ­χουν πλε­ο­νά­ζο­ντες, που προ­φα­νώς «ξύ­νο­νται». 36500 ώρες, εβδο­μα­διαί­ως «πλε­ο­νά­ζουν», λέει το Υπουρ­γείο. Πόσες, όμως, είναι οι εβδο­μα­διαί­ες ώρες των εκ­παι­δευ­τι­κών μας; 150000 δά­σκα­λοι και κα­θη­γη­τές, επί 20 ώρες την εβδο­μά­δα κά­νουν 3 εκα­τομ­μύ­ρια ώρες. «Πλε­ο­νά­ζει», λοι­πόν, το 1%! Που δεν πλε­ο­νά­ζει, βέ­βαια, αν σκε­φτεί κα­νείς τις απο­κλί­σεις που έχου­με λόγω σχο­λεί­ων σε νη­σά­κια ή βουνά σε όλη τη χώρα, όπου ο «ισο­σκε­λι­σμός» των ωρών εμπο­δί­ζε­ται από τα πράγ­μα­τα.

Αν δεν συ­νι­στά αθλιό­τη­τα αυτή η επί­κλη­ση του 1%, αν δεν επω­ά­ζει συ­νει­δη­τά κοι­νω­νι­κό αυ­το­μα­τι­σμό, τι άλλο κάνει; Για έναν κλάδο ερ­γα­ζο­μέ­νων, που έχει πολ­λα­πλα­σια­στεί απε­ριό­ρι­στα το διοι­κη­τι­κό του έργο, το οποίο πα­ντού στον κόσμο το κά­νουν γραμ­μα­τείς και ένας με­γά­λος αριθ­μός τρέ­χει σε πέντε και έξι δια­φο­ρε­τι­κά σχο­λεία, για να μην «πλε­ο­νά­ζει», ενώ κα­λεί­ται να ξε­κι­νή­σει να δου­λεύ­ει με 680 ευρώ εκα­το­ντά­δες χι­λιό­με­τρα μα­κριά από το σπίτι του.

Θα έλεγα ντρο­πή, αν είχε νόημα.

1 Το sic μετά από το «υπουρ­γός Επι­κρα­τεί­ας» επι­βάλ­λε­ται, νο­μί­ζω, στο μέτρο που πολ­λοί θα γε­λού­σα­με όλοι μαζί με έναν τέ­τοιο τίτλο, όταν επί πέντε χρό­νια αγω­νι­ζό­μα­σταν για «τη ρήξη και την ανα­τρο­πή». Δεν λέω πως θα χρί­ζα­με λαϊ­κούς επι­τρό­πους. Αλλά, σί­γου­ρα, θα φρο­ντί­ζα­με οι θε­σμι­κοί όροι να ση­μαί­νουν κάτι εύ­λη­πτο, έστω κι αν δεν θα ήταν πά­ντο­τε πολύ ρι­ζο­σπα­στι­κό.

Άκου «υπουρ­γός Επι­κρα­τεί­ας»! Ούτε καν Επι­κρά­τειας, όπως λέμε Βαγ­γε­λί­στρα την Ευαγ­γε­λί­στρια και Γιού­λη τον Ιού­λιο!

2 Κα­μπά­νια για την πρό­σβα­ση στο Άσυλο (ΑΙ­ΤΗ­ΜΑ, ΑΡΣΙΣ, Δί­κτυο Κοι­νω­νι­κής Υπο­στή­ρι­ξης Προ­σφύ­γων και Με­τα­να­στών, Ελ­λη­νι­κό Πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο των Συμ­φω­νιών του Ελ­σίν­κι, Ελ­λη­νι­κό Συμ­βού­λιο για τους Πρό­σφυ­γες, Ελ­λη­νι­κό Φό­ρουμ Προ­σφύ­γων, PRAKSIS).