Μία θεμελιώδης «κόκκινη γραμμή» που προβλήθηκε από την κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας» του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, παράλληλα με εκείνες των εργασιακών δικαιωμάτων, του ασφαλιστικού συστήματος και της ταπείνωσης της έμμεσης φορολογίας, η αποτροπή των αποκρατικοποιήσεων δημόσιων και κοινωφελών επιχειρήσεων, καθώς και περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού κράτους.

Άλλωστε ιστορική προγραμματική κατεύθυνση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στάθηκε συνέχεια ο τερματισμός των ιδιωτικοποιήσεων, η ανάκτηση της δημόσιας κυριότητας σε επιχειρήσεις και δραστηριότητες που έχουν παραχωρηθεί στο ιδιωτικό κεφάλαιο, η κατάργηση των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, η λειτουργία ενός δημόσιου τομέα της οικονομίας με κοινωνικά χαρακτηριστικά, αποτελεσματική παραγωγική λειτουργία και δραστικό εργατικό έλεγχο. Ένας τέτοιος κοινωνικός οικονομικός τομέας θεωρούνταν, και είναι, ένα σημαντικό πλεονέκτημα για μια αριστερή κυβερνητική πολιτική, ένας είδος «ατμομηχανής» της όποιας οικονομικής ανάταξης, παράλληλα με μέτρα που αφορούν τις μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.

Εντούτοις διαπιστώνεται ότι, παρόλες αυτές τις δεσμεύσεις, η «κόκκινη αυτή γραμμή» έχει εξαφανισθεί από το προσκήνιο των διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τα νεοφιλελεύθερα ευρωπαϊκά πολιτικά, οικονομικά και νομισματικά κέντρα. Ο ρόλος του ΤΑΙΠΕΔ έχει αναβαπτισθεί και αναβαθμιστεί και οι διαδικασίες υλοποίησης των διαγωνισμών για την παραχώρηση των πλειοψηφικών πακέτων των μετοχών σημαντικών δημόσιων επιχειρήσεων προωθούνται κανονικά από τα αντίστοιχα υπουργεία, κατά έναν τρόπο απροσχημάτιστο, ωμό και αναιτιολόγητο. Οι διεθνείς οικονομικοί κολοσσοί αδημονούν να πραγματοποιήσουν τις επενδύσεις τους προκειμένου να περιέλθει στην κυριότητά και διαχείρισή τους  η εκμετάλλευση των δημόσιων επιχειρήσεων που είχαν αποφύγει μέχρι σήμερα την αποκρατικοποίηση.

Αν τα προηγούμενα κύματα αποκρατικοποιήσεων που πραγματοποιήθηκαν στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 και εξίσου στην μνημονιακή εποχή της καπιταλιστικής κρίσης (2008 – 14), οδήγησαν στην ιδιωτικοποίηση ενός μέρους των δημόσιων επιχειρήσεων (ΟΤΕ, Αγροτική Τράπεζα, Δωδώνη, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, μέρους του κεφαλαίου της ΔΕΗ, Αγνό, τραπεζικό σύστημα, αυτοκινητόδρομοι κλπ.), εφόσον στην σημερινή περίοδο προωθηθούν οι προγραμματιζόμενες παραχωρήσεις κοινωφελών επιχειρήσεων και δημόσιων ακινήτων στο ιδιωτικό επιχειρηματικό κεφάλαιο, τότε ο τομέας της δημόσιας οικονομίας θα έχει αποψιλωθεί ολοκληρωτικά, και δεν θα έχουν μείνει παρά ελάχιστες επιχειρήσεις υπό τον έλεγχο του δημοσίου (ΕΥΑΘ, ΕΥΔΑΠ, ΔΕΗ).

Στη σημερινή περίοδο, και παρά τις περί του αντιθέτου προγραμματικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε διαδικασία αποκρατικοποίησης, μεταξύ των άλλων : Τα περιφερειακά αεροδρόμια από την γερμανική εταιρία Fraport, συμπεριλαμβανομένου του αερολιμένα Ελευθέριος Βενιζέλος και του μεγάλου αεροδρομίου του Ηρακλείου στην Κρήτη. – Ο Οργανισμός Λιμένα Πειραιά με την παραχώρηση της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου και της διαχείρισης στον κινεζικό κολοσσό της Cosco. – Αντίστοιχα ο Οργανισμός Λιμένα Θεσσαλονίκης καθώς και άλλες λιμενικές πύλες της χώρας μικρότερης εμπορικής εμβέλειας. – Οι μεγάλοι οδικοί άξονες Κεντρικής Ελλάδας, Αιγαίου, Ολυμπίας και Ιονίας Οδού, παράλληλα με την παραχώρηση της εκμετάλλευσης της Αττικής Οδού ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. – Το Θριάσιο Εμπορευματικό Κέντρο καθώς και το ίδιο το σιδηροδρομικό δίκτυο της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και η Rosco, που αποτελούν πεδίο έκφρασης ενδιαφέροντος κινεζικών και ρωσικών κρατικομονοπωλιακών επιχειρήσεων κλπ.

Ως αιτιολογία για αυτή την συνολική πλέον παραχώρηση των δημόσιων παραγωγικών μονάδων στο διεθνές επιχειρηματικό κεφάλαιο, προβάλλεται σήμερα, όπως και προηγούμενα με την μνημονιακή διακυβέρνηση της χώρας, η είσπραξη πόρων για την καταβολή δόσεων τοκοχρεωλυσίων του δημόσιου χρέους. Και πράγματι οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συνέλεξαν στην περίοδο 2010 – 14 περί τα 5,5 δισεκατ. ευρώ από τις αποκρατικοποιήσεις, ενώ σήμερα υπολογίζεται ότι οι τρέχουσες ιδιωτικοποιήσεις θα αποφέρουν περί τα 7 δισεκατ. ευρώ, που και αυτά κατά κύριο μέρος θα πάρουν τον δρόμο για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Και στην περίπτωση δηλαδή αυτή, όπως και στον εταιρικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, το δημόσιο χρέος χρησιμοποιείται ως όχημα για την θέση του δημόσιου τομέα της οικονομίας κάτω από την κυριαρχία του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Οι συνέπειες και η νοηματοδότηση της άσκησης μιας τέτοιας πολιτικής και από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι περισσότερο από εμφανείς :

1)Κατ’ αυτό τον τρόπο μια κυβέρνηση της Αριστεράς στερείται πλέον ενός από τα θεμελιώδη παραγωγικά εργαλεία για την άσκηση μιας λαϊκής οικονομικής πολιτικής, δηλαδή του δημόσιου τομέα της οικονομίας. Η ένταξη του συνολικού φάσματος των κοινωφελών επιχειρήσεων (επικοινωνιών, ενέργειας, μεταφορών, πίστης κλπ.) σε ένα συνολικό δημόσιο οικονομικό τομέα, με παραγωγική αποτελεσματικότητα (απαλλαγμένο από τα γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού), με κοινωνικά κριτήρια λειτουργίας, και δραστικό εργατικό έλεγχο, στα σίγουρα αντιπροσωπεύει ένα ασφαλές εργαλείο οικονομικής ανάταξης της χώρας. Κι’ ακόμη περισσότερο αυτή η λειτουργία με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (δημόσια κυριότητα, κριτήρια κοινωνικής ωφελιμότητας, λαϊκός και εργατικός έλεγχος), μπορεί να λειτουργήσει «πιλοτικά» ως υπόδειγμα για τον κοινωνικό μετασχηματισμό της ίδιας της πλειοψηφικής καπιταλιστικής οικονομίας. Διαφορετικά η αριστερή πολιτική στο κυβερνητικό επίπεδο γίνεται έρμαιο του επιχειρηματικού κεφαλαίου που ασκεί την κυριαρχία του στο σύνολο των παραγωγικών δραστηριοτήτων της οικονομίας.

2)Προάγεται βέβαια η λογική ότι οι προωθούμενες αυτές αποκρατικοποιήσεις αντιπροσωπεύουν το πεδίο προσέλκυσης και επένδυσης ξένων κεφαλαίων, και άρα οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη, στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης κλπ. Κάθε άλλο παρά περί αυτού πρόκειται. Η όλη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων δεν αφορά στην επένδυση νέων κεφαλαίων σε μια καινούρια παραγωγική δραστηριότητα, δηλαδή στη δημιουργία παγίων κεφαλαίων και στην πρόσληψη εργατικού δυναμικού, καθώς και στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας και την αύξηση του επιχειρηματικού κύκλου εργασιών. Εδώ πρόκειται απλά για την μεταβίβαση ήδη υπαρκτών παγίων κεφαλαίων (που έχουν χρηματοδοτηθεί στη διάρκεια δεκαετιών από την  λαϊκή φορολόγηση) των δημόσιων επιχειρήσεων, την ύπαρξη ενός ήδη εξειδικευμένου προσωπικού που απασχολείται, την καπιταλιστική «νομή» μιας ήδη διασφαλισμένης αγοράς, χωρίς άρα κανένα απολύτως επιχειρηματικό ρίσκο. Στην καλύτερη των περιπτώσεων πρόκειται μόνον για ορισμένες επενδύσεις αναβάθμισης οι οποίες και συμπεριλαμβάνονται στο τίμημα της παραχώρησης, χωρίς ιδιαίτερες επιπτώσεις στην απασχόληση και στον επιχειρηματικό τζίρο.

3)Είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση εκείνη όπου διεθνή επιχειρηματικά κεφάλαια αποφασίζουν να επενδύσουν στο εσωτερικό μιας οικονομίας, κατά έναν τρόπο αυτοτελή (δηλαδή τη δημιουργία εντελώς καινούριων παραγωγικών μονάδων), με την απόκτηση γηπέδων, μηχανολογικού εξοπλισμού, νέου εργαζόμενου προσωπικού, με προσανατολισμό την εγχώρια ή διεθνή αγορά. Σ’ αυτή την περίπτωση διευρύνεται η παραγωγή προστιθέμενης αξίας καθώς και ο επιχειρηματικός κύκλος εργασιών. Αυτή η κίνηση κεφαλαίων που γίνεται συνήθως μεταξύ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, συμβαίνει όταν επιχειρήσεις που λειτουργούν σε μία επιμέρους οικονομία αναπτύσσουν έντονη εξαγωγική δραστηριότητα προς άλλες χώρες. Σ’ αυτή την περίπτωση αποφασίζουν την ίδρυση νέων παραγωγικών μονάδων στις χώρες εξαγωγής των προϊόντων τους προκειμένου να ανταποκριθούν αποτελεσματικότερα στην διάθεση της παραγωγής των προϊόντων τους. Έτσι λειτουργούν ως «εσωτερικά» κεφάλαια για τις χώρες εξαγωγής και παραγωγής των προϊόντων τους, υπόκεινται στην φορολογία αυτών των χωρών και στην εφαρμογή της αντίστοιχης εργατικής νομοθεσίας. Η περίπτωση των αποκρατικοποιήσεων, όπου το μόνο που συμβαίνει είναι η αλλαγή χεριών στην κυριότητα του μετοχικού κεφαλαίου, δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτή την παραγωγική οικονομική δραστηριότητα της διεθνούς κίνησης των κεφαλαίων.

4)Επιπρόσθετα, επειδή στις δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούσε μέχρι πρόσφατα ένα «κοινωνικό εργασιακό καθεστώς» (απρόσκοπτη λειτουργία συνδικαλιστικών ελευθεριών, σύναψη συλλογικών συμβάσεων, σχετική σταθερότητα απασχόλησης κλπ.), αυτό έρχεται να «ιδιωτικοποιηθεί» μαζί με την αποκρατικοποίηση της επιχείρησης (χαρακτηριστικότατη η περίπτωση της λειτουργίας του ΟΛΠ υπό την διαχείριση της Cosco). Μ’ αυτό τον τρόπο γενικεύεται το καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας και στον δημόσιο οικονομικό τομέα, με τον παραγκωνισμό των εργατικών δικαιωμάτων, τη σοβαρή απομείωση των μισθών, τις αυθαίρετες απολύσεις κ.ά. Έτσι η κατάργηση αυτού του «κοινωνικού εργασιακού καθεστώτος» με τις ιδιωτικοποιήσεις, αποτελεί πλήγμα στο συνολικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, στο μέτρο που αυτό λειτουργούσε ως μοντέλο μετασχηματισμού για τις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Κατά συνέπεια η αντιπαλότητα του ΣΥΡΙΖΑ προς τις σημερινές ιδιωτικοποιήσεις, από κοινού με τις σχετικές αντιδράσεις των εργαζομένων, είναι στοιχειωδώς πρακτική ανταπόκρισης στον πυρήνα των προγραμματικών θέσεων και δεσμεύσεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.