Διαδηλώσεις και βίαια επεισόδια έχουν εξαπλωθεί σε όλο το Ιράν μετά τη δολοφονία μιας 22χρονης Κούρδισσας, της Μαχσά Αμινί, από την αστυνομία ηθών. Η Αμινί βρισκόταν σε επίσκεψη στην πρωτεύουσα, την Τεχεράνη, στις 13 Σεπτεμβρίου, όταν συνελήφθη για φερόμενη παραβίαση της νομοθεσίας περί υποχρεωτικής κάλυψης της κεφαλής. Η αστυνομία την ξυλοκόπησε, η Αμινί έπεσε σε κώμα και πέθανε τρεις μέρες αργότερα. Κηδεύτηκε στη γενέτειρά της, το Σακέζ.
Αυτό που ξεκίνησε ως κηδεία μετατράπηκε γρήγορα σε διαδήλωση. Εκατοντάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας συνθήματα κατά του καθεστώτος και οι γυναίκες αντιμετώπισαν τις δυνάμεις ασφαλείας κρατώντας τις μαντίλες τους στα χέρια. Έκτοτε, οι διαδηλώσεις έχουν εξαπλωθεί σε 100 πόλεις και 30 επαρχίες. Από την Τεχεράνη μέχρι το μικρό νησί Κις, εργαζόμενοι, φοιτήτριες, νεολαία και ηλικιωμένοι διαδηλώνουν κατά χιλιάδες. Παντού, οι άνθρωποι φωνάζουν «Είμαστε όλοι η Μαχσά!» και «Θάνατος στην Ισλαμική Δημοκρατία!».
Η ιρανική κυβέρνηση αντιμετωπίζει μια κρίση λαϊκής νομιμοποίησης καθώς η οικονομία συνεχίζει να επιδεινώνεται υπό το βάρος του αυξανόμενου πληθωρισμού, των δυτικών κυρώσεων και των επιπτώσεων του COVID-19. Η επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών έχει οδηγήσει σε άνοδο των απεργιακών αγώνων και των διαδηλώσεων τα τελευταία χρόνια, αλλά κάθε κύμα αντίστασης καταπνίγηκε βίαια από τις αρχές.
Ενώ το ποσοστό ανεργίας συνεχίζει να αυξάνεται και σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού ζει σε απόλυτη φτώχεια, η άρχουσα τάξη συνεχίζει να ξοδεύει δισεκατομμύρια δολάρια για τις ένοπλες δυνάμεις. Όταν ο σκληροπυρηνικός συντηρητικός Ιμπραήμ Ραϊζί κέρδισε την προεδρία στις εκλογές του 2021, η προσέλευση των ψηφοφόρων ήταν η χαμηλότερη εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια. Έκτοτε, η κυβέρνηση έγινε ακόμα πιο αντιδημοφιλής καθώς ο Ραϊζί εφάρμοσε μέτρα λιτότητας, εξαπέλυσε καταστολή ενάντια στο οργανωμένο εργατικό κίνημα και περιόρισε τα δικαιώματα των γυναικών.
Στο Ιράν, οι γυναίκες είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Από γυναίκες αποτελείται το φτωχότερο 10% της κοινωνίας, ενώ υφίστανται βία από την «αστυνομία των ηθών», η οποία δημιουργήθηκε το 2005 για να επιβάλει τους υποχρεωτικούς νόμους για το χιτζάμπ και τη δημόσια σεμνότητα. Κάθε χρόνο, η αστυνομία των ηθών διώκει περισσότερες από 16.000 γυναίκες και συχνά τις κακοποιεί λεκτικά, σωματικά και σεξουαλικά.
Ως συντηρητικός σκληροπυρηνικός, ο Ραϊζί ήρθε στην εξουσία υποσχόμενος σταθερότητα για την καπιταλιστική τάξη. Κλιμάκωσε την προϋπάρχουσα ιδεολογική επίθεση κατά των γυναικών και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Το καθεστώς απαγόρευσε την πρόσβαση σε βασικά μέσα αντισύλληψης, ενώ ένας νέος νόμος για το χιτζάμπ και την αγνότητα έδωσε στα αφεντικά το δικαίωμα να απολύουν εργαζόμενες επειδή ντύθηκαν «ακατάλληλα». Το κράτος αύξησε επίσης τη δημόσια επιτήρηση των γυναικών, χρησιμοποιώντας τεχνολογίες αναγνώρισης προσώπου για να εντοπίζει και να διώκει όσες παραβαίνουν τους νόμους της σεμνότητας.
Οι διαδηλώσεις για τη δολοφονία της Αμινί ξεκίνησαν στην κουρδική επαρχία. Η κουρδική εθνική μειονότητα διώκεται στο Ιράν και οι Κούρδισες γυναίκες αντιμετωπίζουν φρικτή σεξουαλική κακοποίηση στα χέρια των στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα, αυτή η επαρχία υπήρξε παραδοσιακά εστία αντίστασης στο κράτος.
Όταν η αστυνομία όρμησε πάνω στους διαδηλωτές στην κηδεία της Αμινί, χρησιμοποιώντας δακρυγόνα και πραγματικά πυρά, γυναίκες και άνδρες άρχισαν να αντεπιτίθενται. Καταστάλθηκαν βίαια, αλλά συνέχισαν να διαδηλώνουν όταν μια ομάδα κουρδικών κομμάτων της αντιπολίτευσης κήρυξε απεργία στο εμπόριο που έκλεισε επιχειρήσεις σε όλη την επαρχία τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου.
Οι σκηνές θαρραλέας ανυπακοής στο Σακέζ πυροδότησαν διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Στην Τεχεράνη, χιλιάδες φοιτήτριες-ες βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Γυναίκες, ζωή, ελευθερία!», απηχώντας το δημοφιλές σύνθημα από τις διαδηλώσεις του 2018: «Ψωμί, δουλειές, ελευθερία!». Το καθεστώς κινητοποίησε τους Μπασιτζί -την παραστρατιωτική εθελοντική μονάδα των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης- για να συντρίψει τις φοιτητικές διαδηλώσεις, αλλά αυτό τελικά φούντωσε κι άλλο την οργή. Οι φωνές «Θάνατος στους Μπασιτζί!» κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων της Δευτέρας, μετατράπηκαν σε κάψιμο της εθνικής σημαίας την Τρίτη και πυρπόληση αστυνομικών οχημάτων την Τετάρτη.
Χιλιάδες άνθρωποι σε όλη τη χώρα διαδηλώνουν μέρα και νύχτα. Στο Χαμεντάν και στο Μασάντ, διαδηλώτριες/ες πυρπόλησαν αστυνομικά κτίρια, κατέλαβαν διασταυρώσεις κεντρικών δρόμων και έχτισαν οδοφράγματα. Οι γυναίκες σε πολλές πόλεις έκαψαν τα χιτζάμπ τους μπροστά σε πλήθη χιλιάδων, τραγουδώντας: «Αν δεν σταθούμε ενωμένοι, θα πεθάνουμε η καθεμιά χωριστά!».
Η κυβέρνηση κινητοποίησε τις δυνάμεις καταστολής και τον στρατό για να συντρίψει τις διαδηλώσεις. Σύμφωνα με αναφορές, υπολογίζεται ότι έχουν σκοτωθεί μέχρι στιγμής περισσότεροι από 30 άνθρωποι.
Το κίνημα έχει δημιουργήσει τη μαζικότερη κινητοποίηση μετά από την πανεθνική εξέγερση του 2019. Καθώς εξαπλώνονται σε όλες σχεδόν τις επαρχίες της χώρας, οι διαδηλώσεις είναι μεγαλύτερες και από εκείνες του κινήματος «Κορίτσια της Λεωφόρου Επανάστασης» το 2018 και από το κίνημα #MeToo το 2020. Επίσης σε αυτόν τον αγώνα συμμετέχουν νέοι άνδρες φοιτητές σε κλίμακα που δεν είχαμε ξαναδεί. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει viral οι σκηνές όπου εκατοντάδες άνδρες σχηματίζουν ανθρώπινες αλυσίδες για να υπερασπιστούν τις γυναίκες που καίνε τα χιτζάμπ τους.
Οι φοιτήτριες/ες έχουν αναδειχθεί ως ηγετικό στρώμα στο κίνημα, με 14 φοιτητικές οργανώσεις να διατυπώνουν από κοινού μια λίστα αιτημάτων προς την κυβέρνηση. Αυτά περιλαμβάνουν τη διάλυση της αστυνομίας ηθών, νομοθεσία για το δικαίωμα στην άμβλωση, νομοθέτηση της ίσης αμοιβής για τις γυναίκες και την κατάργηση των σεξιστικών οικογενειακών νόμων που αλυσοδένουν τις γυναίκες στο σπίτι. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι φοιτητές/τριες κάλεσαν τους εργαζόμενους να συμμετάσχουν στο κίνημα, υποστηρίζοντας ότι η καταπίεση των γυναικών πρέπει να καταπολεμηθεί από «τους χώρους εργασίας... [μέχρι] τα νοσοκομεία και τα πανεπιστήμια... ως τις κουζίνες των σπιτιών μας».
Τμήματα του εργατικού κινήματος καλωσόρισαν την έκκληση των φοιτητών για δράση. Το συνδικάτο των μαχητικών εργαζομένων στο ζαχαροκάλαμο, Haft Tappeh, όπως και εκπαιδευτικοί και συνταξιούχοι στο Κουζεκστάν στα νοτιοδυτικά, έχουν οργανώσει διαδηλώσεις σε όλη την επαρχία. Τα μέλη του συνδικάτου Haft Tappeh σημείωσαν σε μια δήλωση αλληλεγγύης: «Οι Μπασιτζί είναι αυτοί που τσακίζουν και τις απεργίες μας... Φοιτητές και εργάτες πρέπει να αντιδράσουμε με δύναμη... η νίκη είναι δική μας γιατί είμαστε ενωμένοι».
Οι εργαζόμενοι/ες του ζαχαροκάλαμου υποστηρίζουν ότι το κίνημα πρέπει να ξεπεράσει τη στρατηγική «διαίρει και βασίλευε» που εφαρμόζει η άρχουσα τάξη και να ενωθεί στον αγώνα ενάντια στον ιρανικό καπιταλισμό. Για να αρχίσει το κίνημα να προκαλεί στα σοβαρά το κράτος, η εργατική τάξη πρέπει να καθοδηγήσει συντονισμένη απεργιακή δράση.
Η δολοφονία της Μαχσά Αμινί πυροδότησε άλλη μια πανεθνική εξέγερση ενάντια στο δεσποτικό ιρανικό καθεστώς. Μένει να φανεί αν οι διαδηλώσεις θα επιβιώσουν από την τρέχουσα μετωπική επίθεση της κρατικής καταστολής. Αλλά η δυνατότητα του αγώνα να μετασχηματίζει τους ανθρώπους είναι ξεκάθαρη. Όπως παρατήρησε μια φοιτήτρια, «Παρά τα ρόπαλα, τις σφαίρες και τις συλλήψεις, οι δρόμοι έχουν γίνει πιο χαρούμενοι».