Έκανε ο Σύριζα κωλοτούμπα ή δεν έκανε; Αν η ερώτηση διατυπωνόταν κάπως αλλιώς, ας πούμε αν έκανε στροφή 180 μοιρών, ίσως θα μπορούσε να απαντηθεί πιο εύκολα.
Γιατί μια στροφή την έχει κάνει, αλλά 180 μοιρών για την ώρα, δεν τη λες. Αν θα επιλέξει να την ολοκληρώσει ή αν θα επιστρέψει στις θέσεις του, μένει να το δούμε στο επόμενο διάστημα. Το σίγουρο είναι -έτσι όπως τρέχει ο πολιτικός χρόνος τελευταία- πως θα το διαπιστώσουμε πολύ σύντομα.
Προς το παρόν, δεν μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι έκανε κανονική κωλοτούμπα, αλλά ας δούμε τι έκανε και πόσο έχει στρίψει.
Ο πρώτος προγραμματικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν: «Ακυρώνουμε τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους». Με την απόφαση της 20ης Φεβρουαρίου του Eurogroup όμως, η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να τα σεβαστεί και να μην τα ακυρώσει. Στο εσωτερικό ακροατήριο υποστηρίζει ότι δεσμεύτηκε μόνο για τέσσερις μήνες, ερμηνεία που δεν τεκμηριώνεται ωστόσο από τη συμφωνία . Μένει να διαπιστώσουμε αν στην πορεία η κυβέρνηση αποφασίσει να μην τηρήσει όσα υπέγραψε.
Ο άλλος βασικός προγραμματικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ηεπαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης και η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Αντί για επαναδιαπραγμάτευση όμως, κατέληξε να ζητήσει την παράτασή της για τέσσερις μήνες (και για την ώρα επαναδιαπραγματεύεται μόνο τα μέτρα του μνημονίου για να κλείσει η αξιολόγηση και να πάρει τη δόση) ενώ η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, ούτε καν διατυπώνεται ως αίτημα μετά τις 25 Ιανουαρίου μέχρι και σήμερα από την ηγεσία της κυβέρνησης.
Ο προεκλογικός ΣΥΡΙΖΑ ήταν κατά των πλεονασμάτων και έλεγε ότι «Τα δημόσια έσοδα θα προέλθουν από τη φορολόγηση του πλούτου, των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδημάτων, της μεγάλης ακίνητης και της εκκλησιαστικής περιουσίας, από την ακύρωση των προνομίων της ολιγαρχίας και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την ανάσχεση της ύφεσης της οικονομίας».
Σήμερα αποδέχεται την λογική των πλεονασμάτων, παρότι αυτά ενισχύουν την λιτότητα που θα καταργούσε. Όσο για τη φορολόγηση του πλούτου, της ολιγαρχίας και της εκκλησιαστικής περιουσίας, δεν έχει προβεί για την ώρα ούτε καν σε μία συμβολική κίνηση, ή έστω σε μία πρόταση πιο συγκεκριμένη που να δείχνει πως θα κινηθεί. Αντιθέτως, στα μέηλ Βαρουφάκη που έχουμε δει μέχρι τώρα, δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο που θα υποδήλωνε τη βούληση αυτή , πέρα από γενικές ρητορικές διατυπώσεις.
Άλλος προγραμματικός στόχος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν: «Θέτουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου, με ριζική τροποποίηση του τρόπου λειτουργίας του και των στόχων που σήμερα υπηρετεί». Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι ως τώρα τίποτα δεν άλλαξε στο τραπεζικό σύστημα και ότι εξακολουθούν να το διαχειρίζονται οι ίδιοι τραπεζίτες, στους οποίους ο προηγούμενος ΣΥΡΙΖΑ έριχνε βαριές ευθύνες.
Βασική προεκλογική θέση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν και η ακύρωση των ιδιωτικοποιήσεων. Αντί για αυτήν όμως, ο Γ. Βαρουφάκης συμφώνησε για λογαριασμό της κυβέρνησης να μην ακυρώσει καμία.
Στροφή αποτελεί φυσικά και το γεγονός ότι ενώ μιλούσαν για κατάργηση της τρόικας, αυτό που έκαναν ήταν να της αλλάξουν το όνομα της και το μέρος της συνάντησης, καθώς και να ζητήσουν να έχουν μια πιο διακριτική παρουσία. Ο ρόλος της για την ώρα δεν έχει ακυρωθεί.
Όσο για το μνημόνιο, η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το διαχώρισε από τη δανειακή σύμβαση, της οποίας ζήτησε την παράταση, κάτι τέτοιο όμως -πέρα από το ότι διαψεύδεται από όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη- δεν προκύπτει ούτε από τα ντοκουμέντα της παράτασης που είναι δημόσια.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν σαφή υποχώρηση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ από τις προγραμματικές θέσεις. Είχε φροντίσει ωστόσο, λίγο πριν από τις εκλογές, να παρουσιάσει το «μινιμαλιστικό» (σε σχέση με το κανονικό) πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, το οποίο δεσμεύτηκε ότι θα υλοποιήσει άμεσα, ανεξάρτητα και πριν από τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Τελικά όμως ούτε αυτό για την ώρα μπορεί να υλοποιήσει, αφού συμφώνησε να μην προχωρήσει σε καμία «μονομερή ενέργεια», χωρίς την έγκριση δηλαδή των δανειστών. Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης είχε κοστολογηθεί στα 12 δισεκατομμύρια ευρώ και τώρα αντ’αυτού προωθείται ένα μικρό τμήμα του μόνο, που κοστολογείται μόλις στα 200 εκατομμύρια.
Ο Αλέξης Τσίπρας και το επιτελείο του παρουσιάζουν τις υποχωρήσεις αυτές ως κινήσεις τακτικής για να κερδίσουν χρόνο και επιμένουν ότι παρά τις δεσμεύσεις Βαρουφάκη προς τους δανειστές, αυτοί θα εφαρμόσουν κανονικά το πρόγραμμά τους και θα ψηφίσουν άμεσα όλα τα νομοσχέδια που έχουν υποσχεθεί.
Αυτό που τώρα γίνεται φανερό, είναι πως τελικά δεν υπήρχε καμία ουσιαστική και σοβαρή προετοιμασία για την περίφημη εναλλακτική πρόταση, για ένα δικό τους σχέδιο μελετημένο, πλήρες και επεξεργασμένο. Η στρατηγική της ηγετικής ομάδας στηρίχθηκε κυρίως στην … «καλοσύνη των ξένων» .
Δηλαδή στην υποστήριξη που περίμεναν ότι θα έβρισκαν από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Ιταλία, τον Ντράγκι και τον Γιούνκερ, οι οποίοι για τους δικούς τους λόγους επιθυμούν να πιεστεί η Γερμανία και να χαλαρώσει την άτεγκτη πολιτική της. Οι δυνατότητες βοήθειας των «συμμάχων» όμως, φαίνεται να έχουν όρια για την ώρα. Οι ΗΠΑ είχαν προσπαθήσει ξανά και στο παρελθόν, επί Γιώργου Παπανδρέου, αλλά με μηδαμινά αποτελέσματα. Όσο για τους Ευρωπαίους «συμμάχους», πέρα από κάποιες κινήσεις αμφιβόλου αποτελέσματος ως τώρα, στο Eurogroup συντάσσονται στο τέλος πάντα με τη Γερμανία και οι συσχετισμοί που μας αφορούν καταλήγουν 18-1.
Οι πιέσεις, οι εκβιασμοί, οι απειλές χρεοκοπίας και η διαπόμπευση ήταν απολύτως αναμενόμενοι, καθώς είχαν επαναληφθεί με τον ίδιο τρόπο και επί Γιώργου Παπανδρέου (ο οποίος σύμφωνα με μαρτυρίες που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας αργότερα, είχε υποστεί άγριο μπούλινγκ). Στενός συνεργάτης του Αλέξη Τσίπρα δήλωσε πρόσφατα σε τηλεοπτική του εμφάνιση ότι όλα ήταν αναμενόμενα. Άρα καμία έλλειψη προετοιμασίας δεν μπορεί να αποτελεί βάσιμη δικαιολογία.
Σε έναν πόλεμο -πραγματικό, διπλωματικό ή οικονομικό- τόσο η νίκη, όσο και η ήττα αποτελούν πάντα ένα ενδεχόμενο. Είναι όμως πολύ διαφορετικό όταν πηγαίνεις σε πόλεμο και έχεις προετοιμαστεί για εκδρομή.
Επειδή για την ώρα τίποτα δεν έχει κριθεί οριστικά, παρά τις υποχωρήσεις της κυβέρνησης , όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά. Για να διατηρηθεί η ελπίδα όμως, χρειάζεται -εκτός από σοβαρότητα και υπευθυνότητα- να επιστρέψει η πολιτική και να παραμερίσει η επικοινωνία.