Στο προηγούμενο φύλλο της «Εργατικής Αριστεράς», παρουσιάσαμε την (ακρο)δεξιά μετατόπιση της πολιτικής σκηνής στη Γαλλία και την εκλογική έκφραση που παίρνει αυτή στο δρόμο για τις προεδρικές εκλογές του Απρίλη -μέσα από το διαγκωνισμό του Μακρόν, της Βαλερί Πεκρέζ (Ρεπουμπλικάνοι, παραδοσιακή Δεξιά) και των ακροδεξιών Μαρίν Λεπέν και Ερίκ Ζεμούρ.

[βλ. Προεδρικές εκλογές στη Γαλλία: Υπόθεση κεντρο(;)δεξιών και ακροδεξιών και Η πάλη ενάντια στο γαλλικό φασισμό σημαίνει περισσότερα από το «οποιοσδήποτε εκτός από τον Ζεμούρ»]

Η ζοφερή εικόνα συμπληρώνεται από την κατάσταση της γαλλικής Αριστεράς, ακόμα και με τη «γαλλική» χρήση του όρου, που περιλαμβάνει τους Σοσιαλιστές ή τους Πράσινους, δηλαδή όσες δυνάμεις γίνονται αντιληπτές ή αυτό-προσδιορίζονται ως «στα αριστερά του κέντρου». 

Αυτή η «πληθυντική» Αριστερά βρίσκεται στη γωνία. Δέκα χρόνια πριν, είχε αναδειχθεί πρώτος ο Σοσιαλιστής Ολάντ, χωρίς τη στήριξη άλλων δυνάμεων (πχ οι Πράσινοι δοκίμαζαν αυτοδύναμη παρουσία), ενώ αντιμετώπιζε και ισχυρό ανταγωνισμό από το καλό σκορ που είχε συγκεντρώσει ο Μελανσόν ως υποψήφιος του τότε Μετώπου της Αριστεράς. Σήμερα, θεωρείται αμφίβολο αν θα μπορούσε να περάσει στο δεύτερο γύρο ακόμα κι ένας κοινός υποψήφιος που θα στηριζόταν από όλες τις κεντροαριστερές και αριστερές δυνάμεις.

Σοσιαλιστές και Πράσινοι

Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, η μέχρι πρότινος κραταιά δύναμη της κεντροαριστεράς, παραμένει βυθισμένο σε μια υπαρξιακή κρίση. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές  του περασμένου καλοκαιριού, είχε διαφανεί μια τάση «ανασύνταξης» των δύο δυνάμεων του παλιού δικομματισμού. Στα δεξιά, οι Ρεπουμπλικάνοι πράγματι δείχνουν να διατηρούν μια σοβαρή παρουσία στην πανεθνική πολιτική. Αλλά στην περίπτωση των Σοσιαλιστών, μάλλον επρόκειτο αμιγώς για επιβίωση των ριζωμένων τοπικών μηχανισμών, χωρίς καμιά απολύτως κοινωνική/εκλογική δυναμική σε πανεθνικό πεδίο. Πέντε χρόνια μετά την ιστορική ισοπέδωση, όταν ο Ολάντ «παρέδωσε» στον Μπενουά Αμόν ένα Σοσιαλιστικό Κόμμα που μπόρεσε να κερδίσει μόλις 6,36%, τα πράγματα παραμένουν εξίσου τραγικά -ή και χειρότερα. 

Στις πιο άνευρες και περιορισμένης συμμετοχής εσωκομματικές προκριματικές, το ΣΚ επέλεξε τη δήμαρχο του Παρισιού, Ανί Ινταλγκό. Αλλά το να εκλέγεσαι και να επανεκλέγεσαι στο Παρίσι είναι διαφορετική υπόθεση από τη νεκρανάσταση ενός κόμματος που υπέστη στρατηγική συντριβή. Η Ινταλγκό δημοσκοπικά κινείται μεταξύ 2-4%. 

Την παρακμή του ιστορικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος συνοψίζει η εφήμερη υποψηφιότητα του Αρνό Μοντεμπούργκ. Αυτό το έμπειρο στέλεχος της πιο «αριστερής» πτέρυγας μέσα στο ΣΚ που είχε αποχωρήσει από το κόμμα το 2018 ανακοίνωσε την πρόθεσή του να συμμετέχει στις προεδρικές ως ανεξάρτητος εκφραστής μιας αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Ανέβασε στους λογαριασμούς του στα κοινωνικά δίκτυα διαδοχικά μικρά βίντεο στα οποία παίρνει τηλέφωνο τους άλλους υποψηφίους της Αριστεράς για να επιχειρήσει συνεννόηση αλλά δεν του το σηκώνει κανένας. Και μετά αποσύρθηκε από την κούρσα, δηλώνοντας ότι δεν στηρίζει καμία υποψηφιότητα αφού κανείς δεν αφουγκράστηκε τις προγραμματικές του ιδέες…

Στο φόντο της κατάρρευσης των Σοσιαλιστών, οι Πράσινοι ελπίζουν να επωφεληθούν, δίνοντας συνέχεια στα καλά αποτελέσματα που έχουν πετύχει σε άλλες αναμετρήσεις αλλά και στις επιτυχίες «αδελφών κομμάτων» σε άλλες χώρες (πχ Γερμανία). Οι προκριματικές εκλογές τους προσέλκυσαν περισσότερους ανθρώπους από εκείνες των Σοσιαλιστών, ενώ ο υποψήφιός τους, Γιανίκ Τζαντό, κινείται δημοσκοπικά στο 5-7%. Αυτά είναι αρκετά για να υπάρξει μια ειρωνική αντιστροφή στη σχέση μεταξύ των δύο κεντροαριστερών κομμάτων: Είναι οι Πράσινοι αυτοί που καλούν την Ινταλγκό να αποσυρθεί στο όνομα της «εκλογιμότητας», παρουσιάζοντας ως «χαμένη ψήφο» τη στήριξη στους πάλαι ποτέ κραταιούς Σοσιαλιστές. Αλλά απέχουν πολύ από τη συγκρότηση ενός ισχυρού ρεύματος, κινούμενοι αρκετά πιο χαμηλά από τις επιδόσεις τους σε ευρωεκλογές ή αυτοδιοικητικές εκλογές. Πολιτικά, η διαδικασία των προκριματικών αποκάλυψε τη διαίρεση ανάμεσα στις δύο ψυχές της οικολογίας: Η «οικοφεμινίστρια» Σαντρίν Ρουσό, επιχείρησε να εκφράσει τη «ριζοσπαστική οικολογία», κάνοντας λόγο για ανάγκες βαθιών κοινωνικών αλλαγών και υιοθετώντας μια ρητορική μερικής αμφισβήτησης του καπιταλισμού. Ηττήθηκε οριακά από τον Γιανίκ Τζαντό, τον «πραγματιστή», που συνδυάζει τις όψεις «πράσινου κεϊνσιανισμού» στο πρόγραμμά του με την πρόθεση να συνομιλήσει με τον επιχειρηματικό τομέα για να τον πείσει να γίνει πιο φιλικός στο περιβάλλον κ.ο.κ. Το γεγονός ότι ο Τζαντό είχε εξαρχής την προτίμηση της ιστορικής ηγεσίας, όπως και το γεγονός ότι πλέον το κόμμα «ενωμένο θα δώσει την εκλογική μάχη» με το πρόγραμμά του, είναι ένα μόνο δείγμα για τη φύση και τα όρια αυτού του κόμματος. 

Η Αριστερά της Αριστεράς

Δυστυχώς, σοβαρά προβλήματα ταλανίζουν και την «Αριστερά της Αριστεράς». Το τοπίο διαφέρει από εκείνο του 2017, όταν η κατάρρευση των Σοσιαλιστών συνδυάστηκε με μια πλατιά συσπείρωση γύρω από την υποψηφιότητα Μελανσόν που είχε αγγίξει το 20% και «φλέρταρε» με τον δεύτερο γύρο, στο κατακερματισμένο τοπίο που είχε διαμορφωθεί. 

Καταρχήν, υπήρξε ένα ρήγμα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα αποφάσισε να κατεβάσει δικό του υποψήφιο για πρώτη φορά μετά το 2007. Το 2012 υπήρχε το Μέτωπο της Αριστεράς (ΚΚΓ, Αριστερό Κόμμα, ομάδες της άκρας Αριστεράς). Το 2017, ενώ το Μέτωπο είχε διαλυθεί, επικράτησε τελικά στις διαδικασίες του κόμματος(ανατρέποντας την απόφαση της ηγεσίας) η γραμμή της κριτικής στήριξης στον Μελανσόν (συμμετοχή στην καμπάνια της Ανυπότακτης Γαλλίας, αλλά με αυτόνομο-διακριτό τρόπο). Φέτος, το κόμμα αποφάσισε την αυτοδύναμη κάθοδο. Τα νέα δεν είναι άσχημα μόνο από τη σκοπιά της διαίρεσης δυνάμεων. Πρόκειται για μια (ακόμα πιο) δεξιά στροφή στην πολιτική του ΚΚΓ.

Η υποψηφιότητα του Φαμπιάν Ρουσέλ (γενικού γραμματέα του κόμματος), που δημοσκοπικά συσπειρώνει ένα 2-4%, συνδυάζει τα πιο προβληματικά χαρακτηριστικά των «δύο ψυχών του ΚΚΓ» -την κεντροαριστερή πολιτική φαρδυπλατιάς «πληθυντικής Αριστεράς» και τις σταλινικές ρίζες του. 

Είναι γνωστό ότι η διάλυση του Μετώπου της Αριστεράς αφορούσε σε μεγάλο βαθμό τη διαφωνία του ΚΚΓ με την οικοδόμηση του Μετώπου ως ανταγωνιστική (και όχι σύμμαχη) δύναμη στους Σοσιαλιστές. Η φετινή ακόμα πιο πλήρης αποστασιοποίηση από τον Μελανσόν, με την άρνηση «κριτικής στήριξης» όπως το 2017, στέλνει καθαρό «σήμα» ενταφιασμού της προηγούμενης τακτικής συμμαχιών «στα αριστερά της Αριστεράς». 

Αυτή φέτος συνδέεται με την υιοθέτηση ενός προφίλ υπεράσπισης της «σκληρής» κομματικής ταυτότητας. Πρόκειται όμως για μια καταφυγή στις πιο συντηρητικές εκφράσεις της νεοσταλινικής παράδοσης όπως και μια υπόκλιση στην πίεση προσαρμογής της Αριστεράς στις ιδέες της ακροδεξιάς. Ο Ρουσέλ ισχυρίζεται ότι η Αριστερά πρέπει να «διεκδικήσει» τις «ανησυχίες» για τα θέματα της ασφάλειας και του φόβου για την ισλαμική τρομοκρατία -και το υπογράμμισε στηρίζοντας τις κινητοποιήσεις των διαβόητα αντιδραστικών συνδικάτων των αστυνομικών. Ένας γενικόλογος αντιρατσισμός συνδυάζεται με «ρεαλιστικές» απόψεις όπως το ότι «εφόσον κάποιος δεν δικαιούται άσυλο, πρέπει να φύγει από τη χώρα». Ο Ρουσέλ εκτιμά ότι το στρατηγικό λάθος των ηγεσιών της Αριστεράς ήταν ότι ερμήνευσαν το ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα ως «αντινεοφιλελεύθερο», ενώ κατά τη γνώμη του ήταν «ανακλαστική υπεράσπιση του έθνους». Αυτές οι θεματολογίες, που απασχολούν τον «απλό εργάτη» (βλ. λευκό ψηφοφόρο της Λεπέν), έχουν αφεθεί, λέει, να μονοπωλούνται από την ακροδεξιά. Για όλα αυτά, ο Ρουσέλ έχει κερδίσει τη συμπάθεια της δεξιάς «Λε Φιγκαρό»… Επιπλέον, το ΚΚΓ, «απελευθερωμένο» πλέον από τα οικολογικά δεσμά των πρώην συμμάχων του, υπερασπίζεται ανοιχτά τη θέση του υπέρ της πυρηνικής ενέργειας (την στροφή στην οποία καθοδηγεί με θέρμη ο Μακρόν), ως υπόθεση «εθνικής κυριαρχίας».

Η «Ανυπότακτη Γαλλία», που παρουσιάζεται με την καμπάνια «Λαϊκή Ενότητα», παραμένει η πιο μαζική-αναγνωρίσιμη εκλογική επιλογή στον κόσμο της Αριστεράς, συγκεντρώνοντας στις δημοσκοπήσεις ένα 10-11%. Η εμφάνιση ανταγωνιστών (αυτόνομη κάθοδος των Πρασίνων που το 2017 είχαν συμπλεύσει με τους βυθιζόμενους Σοσιαλιστές, αυτόνομη κάθοδος του ΚΚΓ που δεν ξαναστηρίζει Μελανσόν) αποτελεί μέρος της εξήγησης της υποχώρησης από το εντυπωσιακό 19,5% που είχε φέρει τον Μελανσόν μια ανάσα από το δεύτερο γύρο. Ωστόσο δεν είναι ο μοναδικός λόγος, με τις θερμές συζητήσεις για τα όρια αυτού του πολιτικού σχεδίου να έχουν απασχολήσει έντονα την Α.Γ. όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα (πχ με ιδιαίτερη ένταση μετά τις ευρωεκλογές).  

Πολιτικά, έχει υπάρξει βελτίωση σε κάποιες από τις πιο προβληματικές απόψεις που κυκλοφορούσαν στις γραμμές της (ως προς την ισλαμοφοβία και το ρατσισμό, ως προς την «εθνική κυριαρχία»), όπως συμβολίζεται από την αποχώρηση του Κουζμάνοβιτς, πρώην στενού συμβούλου του Μελανσόν σε αυτά τα θέματα. Για το πού οδηγούσε το φλερτ με αυτές τις απόψεις, είναι ενδεικτική η διαδρομή του ίδιου του Κουζμάνοβιτς. Ο οποίος μετά την αποχώρηση ίδρυσε το κόμμα που ονομάζεται «Κυρίαρχη Δημοκρατία», δηλώνει «ούτε αριστερό, ούτε δεξιό», εμπνέεται από το «Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης» (όπου το ΚΚ ενώθηκε με τις αστικές-πατριωτικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του εθνάρχη Ντε Γκωλ) και δεν έχει πρόβλημα να συμμετέχει σε «ακτιβισμούς» πανηγυρισμού του Brexitμαζί με τις διάφορες φυλές του σκληρού δεξιού «κυριαρχισμού» (Ασελινό, Φιλιπό, Ντιπόν-Ενιάν κ.ά.). Η υποψηφιότητά του στις προεδρικές δεν ανιχνεύεται δημοσκοπικά. 

Το πρόγραμμα του Μελανσόν αποτελεί την πιο προωθημένη εκδοχή μεταρρυθμιστικής αμφισβήτησης του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος, όπως συμπυκνώνεται στην υπόσχεση για ένα νέο σύνταγμα και μια 6η Δημοκρατία (ο Μελανσόν δηλώνει πως θα είναι «ο τελευταίος πρόεδρος της 5ης Δημοκρατίας»), που επιχειρεί να συνενώσει διάφορες όψεις του οικονομικού-οικολογικού-δημοκρατικού προγράμματος. Κατά τη γνώμη μας, το μεγαλύτερο πρόβλημα του πολιτικού σχεδίου της Α.Γ. δεν αφορά τόσο την αμφισημία του ίδιου του «στόχου», όσο τη θολή μέθοδο που προτείνει για την επίτευξή του, που σε μεγάλο βαθμό αρχίζει και τελειώνει σε ένα συνδυασμό εκλογής του Μελανσόν στην προεδρία και δημοψηφισματικών διαδικασιών των πολιτών. 

Πρόκειται για το μοντέλο του «αριστερού λαϊκισμού», που έχει δείξει μια προεκλογική αποτελεσματικότητα (ιδιαίτερα στις προσωποκεντρικές προεδρικές εκλογές της Γαλλίας και με δεδομένο το ρητορικό χάρισμα του Μελανσόν), διατηρεί ένα αφήγημα πιο «ρηξιακό» όταν συγκρίνεται με τις θλιβερές εναλλακτικές στη «θεσμική Αριστερά» της Γαλλίας, αλλά αναπαράγει όλα τα πολιτικά και οργανωτικά προβλήματα αυτής της στρατηγικής: Πολιτικά, η υποβάθμιση της ταξικής σύγκρουσης, όχι μόνο στη «γλώσσα» και στα σύμβολα, αλλά και ως τμήμα του πολιτικού σχεδίου. Οργανωτικά, η συνύπαρξη μιας «οριζοντιότητας» με μια αδιαμφισβήτητη ηγεσία, καθώς ο ηγέτης ενσαρκώνει το «λαό» στην αντιπαράθεσή του με τις «ελίτ».  

Η καμπάνια της Α.Γ. εξακολουθεί να προκαλεί ενθουσιώδη συμμετοχή σε κύκλους ανένταχτων ακτιβιστών και οι συγκεντρώσεις του Μελανσόν παραμένουν πιο μαζικά και ζωντανά γεγονότα σε σχέση με όλους τους ανταγωνιστές του. Μένει να φανεί αν αυτή η προεκλογική αύξηση της διαθεσιμότητας-συμμετοχικότητας, όπως και το γεγονός ότι ο Μελανσόν έχει κατακτήσει τον ρόλο της «χρήσιμης ψήφου» ως ανοιχτά προπορευόμενος στο «αριστερό ημισφαίριο» θα ωθήσουν στην τελική ευθεία τα ποσοστά της Α.Γ.

Οι υποψηφιότητες της άκρας Αριστεράς (Ναταλί Αρτό, Lutte Ouvriere και Φιλίπ Πουτού, NPA) δείχνουν καθηλωμένες στην «καταγραφή» πάνω-κάτω από το 1% η καθεμιά, απέχοντας πλέον πολύ από την εκλογική δυναμική που παρουσίαζαν στο παρελθόν. Στο NPA τα πράγματα φέτος είναι πολύ πιο δύσκολα. Στο NPA τα πράγματα φέτος είναι ακόμα πιο δύσκολα, καθώς έχει βρεθεί σε σκληρές εσωκομματικές περιπέτειες και κρίσεις συνοχής. Επιπλέον, ο σύντροφος Πουτού, ο απολυμένος εργάτης αυτοκινητοβιομηχανίας που «μιλά όπως εμείς», δυσκολεύεται να συγκεντρώσει τις αναγκαίες 500 υπογραφές εκλεγμένων αξιωματούχων για να συμμετέχει τελικά στις εκλογές και ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, απείχε αρκετά από το στόχο [Rp: τελικά έφτασε τις αναγκείες υπογραφές στις 4 Μάρτη]

Οι Προκριματικές του Λαού

Σε αυτό το τοπίο υπήρξε η παρέμβαση των «Προκριματικών του Λαού». Μια πρωτοβουλία ανένταχτων που οργάνωσαν μια δική τους προκριματική διαδικασία με στόχο να επιλέξει «ο λαός της Αριστεράς» την υποψηφιότητα που θεωρεί ικανότερη να τον «ενώσει». 

Η ανταπόκριση είχε τις πιο αγαθές προθέσεις. Οι 400.000 άνθρωποι που ανταποκρίθηκαν (περισσότεροι από όσους κλήθηκαν να δώσουν «χρίσμα» στον Μελανσόν, πολύ περισσότεροι από τις «ανοιχτές προκριματικές» των Πρασίνων και απείρως περισσότεροι από όσους διάλεξαν την Ινταλγκό στο Σοσιαλιστικό Κόμμα) διακατέχονται από ειλικρινή επιθυμία για ενότητα και ειλικρινή αγωνία απέναντι στην παρέλαση δεξιών και ακροδεξιών.   

Η μέθοδος υπήρξε -τουλάχιστον- αμφιλεγόμενη: Χωρίς σοβαρή προγραμματική βάση, χωρίς πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των υποψηφίων, χωρίς καν τη… σύμφωνη γνώμη των περισσότερων από αυτούς, οι διοργανωτές κάλεσαν τον κόσμο να «βαθμολογήσει» πρόσωπα.

Η έκβαση υπήρξε -σύμφωνα με τους πιο καχύποπτους-προδιαγεγραμμένη. Αναδείχθηκε ως πιο δημοφιλής (περισσότερες καλές/ λιγότερες κακές γνώμες) η Κριστιάν Τομπιρά, η μοναδική υποψήφια που καλωσόρισε εξαρχής με θέρμη την πρωτοβουλία και διατυμπάνιζε τη συμφωνία της με το εγχείρημα. 

Η Τομπιρά υπήρξε υπουργός του Ολάντ. Διατύπωσε χλιαρά τις ενστάσεις της στην οικονομική πολιτική, όταν «σκέφτηκε να παραιτηθεί» αλλά δεν το έκανε και παρέμεινε στη θέση της ακόμα και μετά το διορισμό του «σαρκοζικού» Μανουέλ Βαλς ως πρωθυπουργού. Παρόλα αυτά διατηρεί συμπάθειες για τη νομιμοποίηση του ομόφυλου γάμου επί των ημερών της, την τελική παραίτησή της όταν ο Ολάντ αποφάσισε την αφαίρεση υπηκοότητας των καταδικασμένων για τρομοκρατία, τις προοδευτικές της απόψεις στα ζητήματα ρατσισμού και των πρώην αποικιών της Γαλλίας και τη χυδαία στοχοποίησή της από τη μιντιακή ακροδεξιά (που την αποκαλούσε ανοιχτά «μαϊμού»). Εμφανίστηκε έτσι (συγκεντρώνοντας αρχικά ένα 3-5%), επικαλούμενη την ανάγκη ενότητας, μία επιπλέον υποψηφιότητα στο χάρτη της πλατιάς Αριστεράς… [Rp: Η Τομπιρά δυσκολεύτηκε να συγκεντρώσει τις 500 αναγκαίες υπογραφές και αποσύρθηκε στις 2 Μάρτη]

Μια κρίση που δεν λύνεται στις κάλπες 



Το πρόβλημα του κατακερματισμού είναι εμφανές. Η δημοσκοπική αριθμητική λέει ότι διάφορες παραλλαγές συμμαχιών θα είχαν τη πιθανότητα να διεκδικήσουν να στείλουν υποψήφιο στο δεύτερο γύρο. Στο σκληρό περιβάλλον πολιτικής ήττας, άλλοι αγωνιστές αισθάνονται την ανάγκη να «οχυρωθούν» στο κόμμα τους, ενώ άλλοι χάνουν το ενδιαφέρον τους στα υπαρκτά πολιτικά κόμματα και τις διαθέσιμες εκλογικές επιλογές, προτιμώντας να αφοσιωθούν στη δράση στα σωματεία τους ή σε κοινωνικά κινήματα. Ωστόσο, σωστά υπενθυμίζουν αρκετοί ότι πολλές φορές στην ιστορία η (ευρύτερη) Αριστερά σημείωνε εκλογικές επιτυχίες και διαιρεμένη, καθώς υπήρχε ένα διευρυμένο και πολιτικά ενεργοποιημένο κοινωνικό ακροατήριο στο «αριστερό ημισφαίριο». 

Ζωτικός χώρος

Το μεγάλο ζητούμενο είναι η αντιστροφή αυτής της πραγματικότητας –της συρρίκνωσης του ζωτικού χώρου για κάθε εκδοχή Αριστεράς τα τελευταία χρόνια. Αυτό δεν αντιμετωπίζεται στο δρόμο προς τις κάλπες. Χωρίς να υποτιμούμε τη σημασία όσων συμβαίνουν σε μια προεκλογική περίοδο (οι καμπάνιες, τα προγράμματα, οι προσπάθειες ανάπτυξης δυναμικής στην τελική ευθεία κλπ), οι εκλογικές αναμετρήσεις σε γενικές γραμμές είναι «στιγμές» που αποτυπώνουν (έστω στρεβλά) τον πολιτικό συσχετισμό που έχει ήδη διαμορφωθεί από όσα έγιναν ή δεν έγιναν στην ταξική πάλη και τον πολιτικό ανταγωνισμό όλα τα προηγούμενα χρόνια.    

Το πρώτο μισό της θητείας Μακρόν καθορίστηκε από την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων και από τη συγκλονιστική απεργιακή μάχη ενάντια στη μετωπική επίθεση στο ασφαλιστικό σύστημα. Ο Τζον Μάλεν, που ζει στο Παρίσι, προέβλεπε τότε ότι «ο Μακρόν θα επενδύσει στην ισλαμοφοβία για το δεύτερο μισό της θητείας του», γνωρίζοντας ότι αποτελεί δοκιμασμένο εργαλείο δεξιάς μετατόπισης του πολιτικού τοπίου και της δημόσιας συζήτησης. Δεν γνωρίζουμε αν περίμενε και ο ίδιος ο σύντροφος τον παροξυσμό που ακολούθησε από τις αρχές του 2020 μέχρι και σήμερα, με μια αντιδραστική επίθεση βγαλμένη από τα εγχειρίδια των «πολιτισμικών πολέμων» της Alt-Right, που μετέτρεψε τη Γαλλία στο ζοφερό μέρος όπου «ανθούν» οι Λεπέν και οι Ζεμούρ. Παράλληλα, η πανδημία σκέπασε το κοινωνικό ζήτημα: ο Μακρόν ευφυώς σεβάστηκε μια κάποια «κοινωνική ειρήνη», αναστέλλοντας επ’ αόριστον τις εμβληματικές επιθέσεις που είχε στα συρτάρια, ενώ τον τόνο έδωσε η αντιπαράθεση γύρω από το Green Pass, που ενίσχυε την ακροδεξιά εκδοχή «αντίστασης στις ελίτ».  

Σε αντίθεση πχ με τις εκλογές του 2017, όπου οι «τελευταίες πράξεις» της κρίσης του Ολάντ ήταν ο απεργιακός αγώνας ενάντια στον αντεργατικό νόμο Ελ Κομρί και το κίνημα Nuit Debout, τα οποία τροφοδότησαν την «ζήτηση» για αριστερή πολιτική και την εκτίναξη του Μελανσόν, σήμερα μια πολύ σκοτεινή συγκυρία ρίχνει τη «σκιά» της πάνω στις επερχόμενες κάλπες. 

Ένα άρθρο στα πλαίσια της απολογιστικής συζήτησης για την πορτογαλική ριζοσπαστική Αριστερά, έθιγε το ζήτημα της σχέσης εκλογικού συσχετισμού και κοινωνικών αγώνων:

«Τα αντικαπιταλιστικά κόμματα μπορούν να αναπτύξουν ένα σκληρό εκλογικό πυρήνα γύρω στο 5% αλλά μπορούν επίσης να φτάσουν σε διψήφια ποσοστά αν καταφέρουν να συνδεθούν με μαζικές ανησυχίες και αγώνες. Όταν οι εργαζόμενοι είναι σε υποχώρηση και οι δεξιές λαϊκιστικές ιδέες ενισχύονται, είναι δύσκολο να διατηρηθεί η υποστήριξη των λιγότερων ριζοσπαστικών τμημάτων που ίσως ψηφίσουν [την αντικαπιταλιστική Αριστερά] σε συγκεκριμένες περιόδους. Ένα από τα δύσκολα καθήκοντα μιας δύναμης της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι το πώς να συντηρήσει αυτό το ρεύμα μέσα σε δύσκολες περιόδους. Αυτό είναι ευκολότερο αν η πολιτική κουλτούρα της δεν είναι πολύ εκλογικίστικη και διατηρεί ως κυρίαρχο προσανατολισμό την ανάπτυξη της αυτό-οργάνωσης στους χώρους δουλειάς και στις κοινότητες». 

Αυτή η προσέγγιση –που θα μπορούσε να γραφτεί και για τις εκλογικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει η γαλλική Αριστερά φέτος σε σύγκριση με το 2017– παίρνει υπόψη τα όρια που δημιουργεί το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον (τι «αποτυπώνεται» στην κάλπη), αλλά δεν εισηγείται μοιρολατρία. Σκιαγραφεί την ανάγκη πιο «ανθεκτικών» μορφών πολιτικοποίησης και ριζωμένης οργάνωσης, για να αντέχουν στις στροφές της συγκυρίας. Πρόκειται για την καρδιά του (διεθνούς) προβλήματος, το οποίο είχε περιγράψει πολύ εύστοχα ο Ούγκο Παλέτα (NPA), σε κείμενο που αναδημοσιεύσαμε και στο προηγούμενο φύλλο της «Ε.Α.» και στο Rproject:

«Αλλά αυτές οι [εκλογικές] επιτυχίες ήταν εφήμερες και δεν αποκρυσταλλώθηκαν -για διάφορους λόγους- σε οργανώσεις ικανές να αναδημιουργήσουν οργανικούς, ανθεκτικούς δεσμούς με την εργατική τάξη…  οι περισσότερες μεγάλες στιγμές μαζικής κοινωνικής σύγκρουσης, όπου τέθηκε συγκεκριμένα το ζήτημα της επαναστατικής ρήξης, ήταν επίσης στιγμές όπου η πολιτική Αριστερά κατόρθωνε να συγκεντρώσει την εκλογική στήριξη μεγάλου τμήματος των εργαζόμενων τάξεων και να χτίσει μεγάλες και αγωνιστικές οργανώσεις ικανές να αναπλάθουν την “κοινή λογική” που επικρατεί στην εργατική τάξη από τα μέσα της. Είναι αυτή η αντι-ηγεμονική δυνατότητα –αυτός ο οργανικός δεσμός με την εργατική τάξη– που έχει χαθεί». 

Εκλογική τακτική

Δεν είναι τυχαίο ότι τα «λαϊκιστικά» πειράματα, ή και διαφορετικές απόπειρες που είχαν όμως στο επίκεντρο τον «ηγέτη» και την εκλογική αποτελεσματικότητα (κορμπινίστας, ρεύμα Σάντερς), που επιχειρούν να παρακάμψουν αυτή την απουσία οικοδομώντας «εκλογικές πολεμικές μηχανές» έχουν αποδειχθεί τα πιο ευάλωτα στις στροφές της συγκυρίας. 

Αυτό αποτελεί και το μεγαλύτερο ζήτημα με την «λαϊκιστική» στρατηγική της Ανυπότακτης Γαλλίας, που -6 χρόνια μετά την ίδρυσή της- δεν έχει κάνει τα βήματα που αντιστοιχούσαν στον αρχικό εκλογικό της θρίαμβο το 2017, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό κάτι μεταξύ χαλαρού «δικτύου εθελοντών» και εκλογικού μηχανισμού του Μελανσόν (κάτι που κοστίζει στη δράση της τον υπόλοιπο καιρό, αλλά αποτυπώνεται ακόμα και με εκλογικούς όρους, με την αναντιστοιχία που έχει παρουσιάσει η δύναμή της σε άλλες αναμετρήσεις, εκτός από τις προεδρικές).  

Ακόμα κι αν η ζωντάνια και η ευρηματικότητα που χαρακτηρίζει τους ακτιβιστές της Α.Γ. καταφέρει να εμπνεύσει κι ενεργοποιήσει ένα ευρύτερο εκλογικό ρεύμα, πράγμα που ασφαλώς το ευχόμαστε, τα προβλήματα θα παραμένουν. 

Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες του NPA έχουν ίσως την πιο καθαρή και πλήρη επίγνωση αυτών των ζητημάτων. Τονίζουν εύστοχα ότι οι γενικές εκκλήσεις για μια νέα «Ένωση της Αριστεράς» (με όσους θέλουν μια επανάληψη της εμπειρίας Ολάντ;) ή με τρικ όπως οι «προκριματικές του λαού» δεν θα ξεπεραστούν οι δυσκολίες και οι αδυναμίες της γαλλικής Αριστεράς, ενώ κάνουν συχνά λόγο για την ανάγκη οικοδόμησης σταθερής  ενότητας στους αγώνες, την ανάγκη πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, την ανάγκη συζήτησης κι αντιπαράθεσης για το αναγκαίο περιεχόμενο της ενότητας.

Η αλήθεια είναι ότι ακριβώς λόγω αυτής της ικανότητας των συντρόφων-φισσών να μην περιορίζουν τον ορίζοντά τους στις εκλογές, δείχνει ανεξήγητη η επιμονή σε μια εκλογική καμπάνια στενής κομματικής «καταγραφής», που -ιδιαίτερα στις σκληρές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί φέτος στα αριστερά της αριστεράς- έχει τον κίνδυνο ενός ιδιότυπου «αντικαπιταλιστικού» εκλογοκεντρισμού. Σεβόμαστε τη μακρά γαλλική παράδοση (όπου όλες οι δυνάμεις σχεδόν «υποχρεούνται» να παρουσιαστούν/δοκιμάσουν την τύχη τους στον πρώτο γύρο των προεδρικών) και τον θεμιτό στόχο να αξιοποιηθεί η αυξημένη προεκλογική ορατότητα για την ενίσχυση του κόμματος. Αλλά η διαπίστωση ότι τα μεγάλα και δύσκολα καθήκοντα ανασυγκρότησης δεν θα κριθούν σε αυτές τις εκλογές, αφορά και τους πόρους και την ενέργεια που απαιτεί (και έχει απαιτήσει ήδη) η στήριξη μιας πανεθνικής προεκλογικής εκστρατείας από μια αποδυναμωμένη οργάνωση. 

Ο συμβολισμός που έχει αποκτήσει στο κεντρικό πολιτικό τοπίο η υποψηφιότητα Μελανσόν (ως βασικός «δείκτης» της επιρροής του στρατοπέδου αριστερής αντιπολίτευσης στον Μακρόν), η χαλαρή συγκρότηση της Α.Γ. και η επίγνωση ότι η ψήφος δεν σημαίνει «λευκή επιταγή» ή πολιτικό «γάμο», θα επέτρεπε ένα ευρύ φάσμα τακτικών επιλογών απέναντί της (από απλή δήλωση εκλογικής προτίμησης, μέχρι αυτόνομη-διακριτή συμμετοχή στην καμπάνια, με ενδιάμεσες  παραλλαγές). Θεωρούμε ότι τέτοιες επιλογές θα συνέβαλλαν στη σύνδεση του NPA με έναν ευρύτερο κύκλο ακτιβιστών-στριών της Αριστεράς που αγωνιούν καλοπροαίρετα για τον κατακερματισμό, κάνοντας πιο πειστική την διακηρυγμένη προθυμία του να συζητήσει μαζί τους για το «ποια ενότητα χρειάζεται». 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες