Με ενθουσιασμό και μεγάλη ανταπόκριση υποδέχθηκε ο κλάδος των ερευνητών/τριών και διδασκόντων/ουσών στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση την επίσημη, πλέον, ίδρυση του Πανελλαδικού Σωματείου.

Μέσα σε έναν μόλις μήνα, οι εγγραφές στο σωματείο ξεπέρασαν τις 600, ενώ μεγάλη ήταν και η συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες, καθώς πάνω από 400 ψήφισαν για το ΔΣ του σωματείου, τις διοικήσεις των Παραρτημάτων σε Πάτρα και Θεσσαλονίκη και τους αντιπροσώπους στα Εργατικά Κέντρα.

Συγκεκριμένα, από τρεις έδρες κατέλαβαν τόσο το Labour με 159 ψήφους (κυρίως ΝΑΡ)  όσο και η Αντίθεση με 125 ψήφους (Συνάντηση-Αναμέτρηση, ΔΕΑ, και ανένταχτες/οι αγωνίστριες/ες). Ακολούθησε το Δίκτυο με 77 ψήφους και δύο έδρες (ΣΥΡΙΖΑ) και η Ελευθεριακή Παρέμβαση με 53 ψήφους και μία έδρα (Αυτονομία και Αναρχία). Επιπλέον, δύο αντιπροσώπους θα έχει το Labour στο συνέδριο του Ε.Κ. Αθήνας, από έναν η Αντίθεση και το Δίκτυο, ενώ από έναν αντιπρόσωπο θα έχουν Labour και Αντίθεση στο συνέδριο του Ε.Κ. Πάτρας.

Η μεγάλη ανταπόκριση σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της πολύμηνης προετοιμασίας ή κάποιων τοπικών προσπαθειών τα προηγούμενα χρόνια. Συνδέεται γενικότερα με την διόγκωση του κλάδου την τελευταία δεκαετία αλλά και τη συσσώρευση των εμπειριών τόσο γύρω από τα κοινά προβλήματα (βλέπε άρθρο στην ΕΑ 476 και αφιέρωμα ΕΦΣΥΝ 19/12/21) όσο και από επιμέρους συλλογικές διεκδικήσεις.

Το κενό που υπήρχε στην συνδικαλιστική οργάνωση του κλάδου, έχει συσσωρεύσει μια μεγάλη ποικιλία ζητημάτων, από τις οικονομικές απολαβές και τις ασφαλιστικές εισφορές, μέχρι ασφυκτικές προθεσμίες και ζητήματα υγιεινής και ασφάλειας κάτι που ήδη έγινε αντιληπτό κατά τη διάρκεια εγγραφής μελών στο σωματείο, όταν δεκάδες συναδέλφισσες/οι απευθύνθηκαν τόσο στο σωματείο όσο και στην παράταξη Αντίθεση θέλοντας να μοιραστούν εμπειρίες επισφάλειας. Το επόμενο διάστημα ένα από τα κρίσιμα ζητήματα με τα οποία θα αναμετρηθεί το σωματείο είναι  αυτή ακριβώς η ετερογένεια στην εμπειρία των συναδέλφων/ισσών και η λεπτομερής καταγραφή της, προκειμένου η διεκδίκηση μιας ενιαίας συλλογικής σύμβασης να αγκαλιαστεί από τον κλάδο και να γίνει πλατιά υπόθεση για όλες και όλους.

Απαραίτητο εφόδιο σε αυτή την πάλη θα είναι ένα πνεύμα συντονισμού και συναδελφικότητας ανάμεσα τόσο στις δυνάμεις του σωματείου, όσο και με άλλες κινήσεις εντός του κλάδου. Παρά τη δυσάρεστη εξέλιξη με μια μικρή αλλά κρίσιμη μερίδα συναδέλφων και συναδελφισσών να έχει προχωρήσει σε κινήσεις ίδρυσης μικρών, τοπικών σωματείων με διαφορετική συνδικαλιστική λογική, δεν πρέπει να επιτρέψουμε αυτό να οδηγήσει στην απόρριψη του συντονισμού για την ανάδειξη των αιτημάτων μας. Η σχέση με τα υπόλοιπα σωματεία και τα δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα θα αποδειχθεί επίσης σημαντικό ζήτημα. Όχι μόνο για τις συνολικότερες μάχες που έρχονται, αλλά και για τον χαρακτήρα που θα πάρει το σωματείο στα πρώτα του βήματα. Αφενός, θα πρέπει να κρατήσουμε μια κριτική στάση απέναντι στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και το σαμποτάρισμα των αντιστάσεων των εργαζομένων. Αφετέρου, δεν θα πρέπει να ακολουθήσουμε ένα αποδεδειγμένα αναποτελεσματικό μοντέλο σωματείου που οχυρώνεται πίσω από δεκάδες αποφάσεις και εκτενείς αναλύσεις για να δικαιολογήσει την απόρριψη συντονισμού με άλλες δυνάμεις και την άρνηση παρέμβασης στο πλατύ εργατικό κίνημα. Η ενίσχυση συνολικά του εργατικού κινήματος και των κοινωνικών κινημάτων, θα πρέπει να περάσει πρώτα από την απόδειξη της χρησιμότητας του σωματείου στον κόσμο του κλάδου. Η υπογραφή του σωματείου σε κάθε κινητοποίηση και καταγγελία των κυβερνητικών πολιτικών, θα έχει νόημα και βάρος αφού πρώτα καταφέρουμε να συσπειρώσουμε τις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους και να συγκροτήσουμε μια πραγματική αγωνιστική πλειοψηφία. Επιπλέον η αντικυβερνητική πάλη πρέπει πρώτα και κύρια να περνά μέσα από τις καθημερινές μάχες που θα δίνει ο κλάδος παλεύοντας για την βελτίωση των συνθηκών ζωής και εργασίας. Οι υπαρκτές πολιτικές διαφορές ανάμεσα στις παρατάξεις και τα σχήματα που συμμετέχουν στο σωματείο πρέπει να περάσουν από την καθημερινή δοκιμασία του σχεδιασμού μαχητικής πολιτικής για τον κλάδο και όχι συγκροτώντας μαξιμαλιστικές προγραμματικές πλατφόρμες που αποκλείουν πολιτικές δυνάμεις. Μια τέτοια στενή πολιτική οδηγεί στη συρρίκνωση του σωματείου κάτι το οποίο πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί. 

Ακόμα ένα ζήτημα που αξίζει της προσοχής μας, είναι η διαδικασία οικοδόμησης συμμαχιών εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας. Ο κλάδος θα πρέπει να συμπορευτεί τόσο με τους φοιτητικούς συλλόγους προπτυχιακών, μεταπτυχιακών και διδακτορικών φοιτητριών/ων όσο και με τους συλλόγους ΔΕΠ και ιδιαίτερα τα πιο μαχητικά τμήματα καθηγητικού προσωπικού. Με αυτή την έννοια στις μεγάλες μάχες που έχουμε μπροστά μας, δεν βοηθάνε λογικές που αναφέρονται στα μέλη ΔΕΠ ως «καθηγητικό κατεστημένο» ή «ταξικούς αντιπάλους» και οι οποίες διαιωνίζουν τη διάσπαση και τους διαχωρισμούς.

Έχοντας επίγνωση των ιεραρχικών σχέσεων εξουσίας που προφανέστατα δημιουργούνται εντός του πανεπιστημίου, χρειάζεται να εντοπίσουμε εκείνα τα αιτήματα που θα μας φέρνουν πιο κοντά σε όσες/ους υπερασπίζονται το δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης και επιχειρώντας να πείσουμε όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας ότι η βελτίωση των συνθηκών εργασίας για τις εργαζόμενες/ους του κλάδου αποτελεί συμφέρον για όλες/ους.   

Τα αποτελέσματα των εκλογών, αλλά και οι διαδικασίες που μεσολάβησαν για τη συγκρότηση του σωματείου, ανέδειξαν ότι πράγματι, μια κουλτούρα διαλόγου είναι εφικτή, κουλτούρα που θα επιδιώκει την μέγιστη δυνατή συσπείρωση μαζί με ένα διεκδικητικό, αγωνιστικό πρόσημο στην κίνηση του σωματείου, με την συναδελφική αντιμετώπιση των πολιτικών δυνάμεων και άλλων αγωνιστριών/ων που συμμετέχουν σε αυτό. 

Ωστόσο η εμπειρία έδειξε ότι αυτό δεν είναι ακόμη κεκτημένο. Για τον λόγο αυτό, συντρόφισσες και σύντροφοι από τη ΔΕΑ συμμετείχαμε μαζί με άλλες συλλογικότητες και ανένταχτες/ους στην από κοινού παρέμβαση μέσω του σχήματος «Αντίθεση». Παρά τις επιμέρους πολιτικές τακτικές ή στρατηγικές  διαφορές, θεωρούμε ότι οφείλουμε να διαφυλάξουμε τη λογική ενός «πλειοψηφικού στην απεύθυνση» σωματείου, ως όρο για την επιτυχία του και την κατάκτηση των διεκδικήσεών μας. Ο δρόμος είναι μακρύς, αλλά τα πρώτα βήματα ήδη έχουν γίνει για να περάσουμε από την αορατότητα στην ορατότητα.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες