Έκθεση που εγκρίθηκε από τη Διεθνή επιτροπή της 4ης Διεθνούς. Δημοσιεύθηκε στο International Viewpoint 9 Μάρτη 2011.
Οι επαναστάσεις στην Τυνησία και την Αίγυπτο συνιστούν ένα ιστορικό σημείο στροφής στη διεθνή κατάσταση. Αυτές οι επαναστάσεις αλλάζουν τους κανόνες του παιγνιδιού. Θα υπάρχει ένα πριν και ένα μετά τις επαναστάσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου. Είναι πολύ νωρίς να εκτιμήσουμε το βάθος και όλες τις συνέπειες αυτής της αλλαγής, αλλά είμαστε αντιμέτωποι με ιστορικές ανατροπές. Είναι οι πρώτες επαναστάσεις αυτού του 21ου αιώνα, ακριβέστερα – επειδή υπήρξαν επίσης επαναστάσεις στη Βολιβία το 2003 και το 2005 – οι πρώτες επαναστάσεις στον αραβικό κόσμο αλλά επίσης οι πρώτες επαναστάσεις που προκύπτουν από την κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.
Έχουν εκραγεί στους αδύναμους κρίκους της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Αφορούν μια διπλή διαδικασία, μια πολιτική διαδικασία απόρριψης των δικτατοριών αλλά επίσης μια κοινωνική διαδικασία, όπου εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορούν πια να υπομείνουν τις συνέπειες των κρίσεων τροφίμων με την εκτίναξη στις τιμές των βασικών προϊόντων τροφής ή πιο γενικά ένα σύστημα που δίνει μόνο ανεργία και αθλιότητα ως προοπτική σε εκατομμύρια νέων ανθρώπων. Αυτές οι επαναστάσεις – επειδή είναι επαναστάσεις με την έννοια ότι υπήρξε μια έκρηξη του μαζικού κινήματος στην κοινωνική και πολιτική σκηνή και μια ανοικτή κρίση του καθεστώτος – συνδυάζουν δημοκρατικά ζητήματα, εθνικά ζητήματα εθνικής κυριαρχίας ενάντια στον ιμπεριαλισμό, και κοινωνικά ζητήματα.
Είναι ένα καίριο σημείο στροφής στον αραβικό κόσμο, με ένα κρουστικό κύμα, στη Λιβύη, το Μπαχρέιν, την Υεμένη, την Ιορδανία, την Παλαιστίνη, αλλά επίσης αποκαλύπτουν την κοινωνική αστάθεια και τις επερχόμενες αναστατώσεις. Αυτά είναι τα πρώτα στάδια μιας γιγάντιας μάχης ανάμεσα στις δικτατορίες και τις λαϊκές κινητοποιήσεις, μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δυνάμεις οι οποίες, κάτω από όλες τις μορφές, επιδιώκουν να διασφαλίσουν τη συνέχεια της εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων και εκείνων της ρήξης που αποβλέπουν στη δημοκρατία και την ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών αναγκών των λαϊκών τάξεων.
Οι σφαγές στη Λιβύη επίσης δείχνουν ότι η καταπίεση εξαπολύεται ενάντια σε αυτά τα επαναστατικά κινήματα. Αυτό το κύμα είναι αισθητό μακριά ως την Κίνα. Θα έχει, κατά συγκεκριμένους τρόπους, επιπτώσεις σε ολόκληρο τον κόσμο.
Με αυτή την έννοια, και αν και πρέπει να πάρουμε υπόψη τις συγκεκριμένες διαστάσεις αυτών των κινημάτων – κινητοποίηση ενάντια στις δικτατορίες, ο τύπος των ταξικών αντιφάσεων, οι διαιρέσεις μέσα σε αυτά τα κράτη – αυτά τα κινήματα εντάσσονται σε μια νέα ιστορική περίοδο που σηματοδοτείται από την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος.
Η κρίση σήμερα και το κρίσιμο σημείο της
Η παγκόσμια κρίση συνεχίζεται. Έχει μπει στον τέταρτο χρόνο της. Το ξετύλιγμά της παίρνει τη μορφή χρηματιστικών κρίσεων, κρίσεων στις αγορές τροφίμων ή πρώτων υλών και κρίσεων δημοσίου χρέους, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Ο συνδυασμένος χαρακτήρας της – οικονομικός, χρηματιστικός και κλιματικός – επιβεβαιώνεται. Η έννοια της “κρίσης του πολιτισμού” αντανακλά επαρκώς το βάθος της κρίσης. Στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας, μερικοί, όπως ο Πολ Κρούγκμαν (ένας οικονομολόγος που ταυτίζεται με την αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ), υποδεικνύουν ότι αυτή η Τρίτη Ύφεση μοιάζει τόσο με την ύφεση που ξεκίνησε στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του 1870 – την αποκαλεί η Μακριά Ύφεση – και την αποτελμάτωση της δεκαετίας του 1930, την οποία αποκαλεί η Μεγάλη Ύφεση.
ΟΙ τωρινοί ρυθμοί ανάπτυξης και εκείνοι που προβλέπονται μακροχρόνια είναι ασθενικοί: 3% το 2001 και 3,5% το 2012. Αυτό αναλύεται ως εξής στις διάφορες ζώνες: 1 ως 2% στην Ευρώπη, 2 ως 3% στις ΗΠΑ και 6 ως 7% στις λεγόμενες αναδυόμενες χώρες. Τα ποσοστά ανεργίας στις κύριες καπιταλιστικές χώρες παραμένουν υψηλά, γύρω στο 10% σε επίσημους αριθμούς, στην πραγματικότητα πολύ υψηλότερα. Η αθλιότητα αυξάνει, χτυπώντας ιδιαίτερα τις γυναίκες, τους νέους και τους μετανάστες.
Το μοντέλο συσσώρευσης που καθιερώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βρίσκεται σε κρίση. Η γενικευμένη υπερχρέωση που κυριάρχησε την οικονομική πολιτική στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη στις δεκαετίες του 1980, του 1990 και του 2000 δεν μπορεί πλέον να αντισταθμίσει τον κορεσμό της παραγωγής στους τομείς κλειδιά της οικονομίας και δεν μπορεί πλέον να αντισταθμίσει τους περιορισμούς στις δυνατότητες πρόσκτησης με όρους της αγοραστικής δύναμης των οικονομιών των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Από την άλλη μεριά, δεν υπάρχει καμιά αναζωογόνηση της παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης. Όλη η κουβέντα για έξοδο από την κρίση ή οι ισχυρισμοί ότι «το χειρότερο είναι πίσω μας» δεν κρύβουν το κατρακύλισμα στην κρίση και την απουσία μιας ανοδικής στροφής στην παγκόσμια οικονομία, κυρίως στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Η κρίση οξύνεται στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αλλά επίσης οξύνει τα κρίσιμα σημεία παγκόσμια.
Ενώ η κρίση χτυπά τις χώρες του κέντρου, η Κίνα έχει για τα τελευταία πέντε χρόνια διατηρήσει ρυθμούς αύξησης της τάξης του 10%, η Ινδία και η Βραζιλία, σε μια μικρότερη έκταση, περνούν παρόμοιες διαδικασίες ανάπτυξης. Θα μπορούσε να πούμε ότι η κρίση είναι πάνω απ’ όλα κρίση του Δυτικού Κόσμου και ότι η Κίνα, η Ινδία και μια σειρά χωρών στην Ασία και τη Λατινική Αμερική έχουν αποφύγει την κρίση και αναπτυχθεί παρά την κρίση. Η Κίνα είναι ήδη η δεύτερη μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη. Έχει μάλιστα κατακτήσει την πρώτη θέση σε τέτοιους τομείς κλειδιά όπως οι υπολογιστές. Η στρατιωτική ισχύς της και οι δαπάνες εξοπλισμών της έχουν αυξηθεί σημαντικά, με την επιδίωξη να την κάνουν μια δύναμη πρώτης τάξης τα επόμενα χρόνια.
Η παρουσία της Κίνας στον κόσμο περνά μια αληθινή επέκταση: μεγάλα κατασκευαστικά εγχειρήματα στην Αφρική και τη Λατινική Αμερική, μεγάλης κλίμακας εκμετάλλευση των γαιών για την παραγωγή πρώτων υλών και τροφίμων, αγορά χρέους σε χώρες ευρισκόμενες “σε δυσκολία” στην Ευρώπη – Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία.
Ασφαλώς, δεν υπάρχει “αποσύνδεση” των αναδυόμενων χωρών στην πορεία της κρίσης. Η Κίνα και οι αναδυόμενες χώρες δεν είναι σε θέση να επανεκκινήσουν την παγκόσμια οικονομία. Η δομή της παρεμβολής αυτών των χωρών στης παγκόσμια οικονομία είναι εύθραυστη. Μην ξεχνάτε ότι το 42% του ΑΕΠ της Κίνας προέρχεται από τις εξαγωγές της και ότι μεσοπρόθεσμα η σταθερότητα της κινεζικής ανάπτυξης θα εξαρτηθεί από τις ικανότητές της να οικοδομήσει μια εσωτερική αγορά, με νέες υποδομές, αυξήσεις μισθών και κοινωνική ασφάλιση.
Ο οικονομικός δυναμισμός αυτών των χωρών θέτει το ερώτημα αν η παγκόσμια οικονομία σήμερα δεν είναι μια μοναδική ατμομηχανή με τις ΗΠΑ αλλά αρκετές, με την Κίνα, την Ινδία και άλλες αναδυόμενες χώρες. Ο δυναμισμός της Κίνας είναι τέτοιος που μπορεί να προσελκύει άλλες εξαγωγικές οικονομίες, είτε σε πρώτες ύλες όπως η Βραζιλία και η Αργεντινή, είτε σε κεφαλαιουχικά αγαθά όπως η Γερμανία. Είναι ένα ζήτημα, αλλά κλειδί για την κατανόηση αυτού του κρίσιμου παγκόσμιου σημείου.
Οι ΗΠΑ είναι σε παρακμή αλλά διατηρούν μια θέση ισχύος χάρη στο πλάτος και την ενοποιημένη φύση της οικονομικής και χρηματιστικής αγοράς τους, χάρη στη δύναμη του δολαρίου, αλλά πάνω απ’ όλα χάρη στην πολιτικο-στρατιωτική ηγεμονία τους, ακόμη αισθητή παρά τις αντιφάσεις στις δρομολογημένες διαδικασίες στην Τυνησία και την Αίγυπτο. Αλλά δεν πρόκειται πια για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό των χρόνων του Μπους. Πρέπει να κάνει διευθετήσεις με άλλους – στην περιοχή των εξοπλισμών με τους Ρώσους και αύριο με την Κίνα ή άλλα κράτη, όπως η Βραζιλία στη Λατινική Αμερική, ή με την πίεση των λαών.
Στη νέα παγκόσμια ισορροπία, οι ΗΠΑ εξασθενούν αλλά διατηρούν την πολιτικο-στρατιωτική ισχύ τους, την τεράστια αγορά και το “δολάριό τους”, είναι η Ευρώπη που μένει πίσω. Μερικοί μιλούν ακόμη για την κρίση του ευρωκεντρισμού που κυριαρχούσε τον κόσμο από το 1492, τη χρονολογία ανακάλυψης της Αμερικής. Ένα από χτυπητά στοιχεία της παρούσας ιστορικής περιόδου και της κρίσης είναι η δομική εξασθένιση της Ευρώπης.
Μια νέα καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη επίθεση
Σε αυτή την κρίση υπάρχουν αδύναμοι κρίκοι της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Το βλέπουμε σήμερα με τις αντιφάσεις που εκρήγνυνται στις αραβικές χώρες, αλλά επίσης στην Ευρώπη όπου, για τις κυρίαρχες τάξεις, στη μάχη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, η κρίση είναι ένας μοχλός τον οποίο χρησιμοποιούν για να καταστρέψουν μια σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Αφού τα ποσοστά κέρδους δεν μπορούν να αποκατασταθούν με την παραγωγή και τη μαζική κατανάλωση, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός απαιτεί παραπέρα κατέβασμα του κόστους της εργασίας στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Είναι αναγκαίο να επιτεθούν, να απορρυθμίσουν, να ιδιωτικοποιήσουν. Αυτή η καπιταλιστική επίθεση αποφασίζει τις διαμάχες και τα ερωτήματα για την εκλογή μιας κεϋνσιανής στροφής για τις κυρίαρχες τάξεις.
Πρόκειται για επίθεση, μετωπική επίθεση, όχι κοινωνικό συμβιβασμό. Λίγη αναθέρμανση, λίγη ανοικοδόμηση, όχι πολιτικές “ζήτησης”, όχι κοινωνική και δημόσια ανασύνταξη του κράτους, απώλεια ταχύτητας επίσης όλων των εγχειρημάτων του “πράσινου καπιταλισμού”. Αυτά τα κεϋνσιανά όρια περιορίζουν ακόμη περισσότερο τα περιθώρια ελιγμών της σοσιαλδημοκρατίας. Μετά από μερικές εβδομάδες πανικού, η χρηματιστικοποίηση της οικονομίας και η ισχύς των χρηματιστικών αγορών έχουν αποκατασταθεί.
Μπορεί κανείς να μιλά ακόμη και για ένα δεύτερο κύμα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης μετά από εκείνο της δεκαετίας του 1980. Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνική καταστροφή που διεξάγουν οι εργοδότες και οι κυβερνήσεις είναι πραγματικά ισχυρότερες από ό,τι σε εκείνες της μέρες. Αυτή η νέα επίθεση έχει παγκόσμιο χαρακτήρα. Τίποτα δεν ξεφεύγει από την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, τις άνισες ανταλλαγές της, τη μετάπλασή της της εργατικής δύναμης, την πρόκληση σε μια ολόκληρη σειρά κοινωνικών δικαιωμάτων.
Αυτό έχει επίσης φέρει πίεση στις προοδευτικές εμπειρίες των πρόσφατων χρόνων στη Λατινική Αμερική. Τα μέτρα της κυβέρνησης Μοράλες που επιδιώκουν να αυξήσουν τις τιμές του πετρελαίου, είναι, σε ορισμένο βαθμό, μια από τις συνέπειες της αυξανόμενης πίεσης της παγκόσμιας αγοράς. Χτυπά ακόμη στην καρδιά της κουβανικής οικονομίας. Ποιες θα ήταν οι συνέπειες της “ιδιωτικοποίησης” ενός ολόκληρου τομέα της κουβανικής εργατικής δύναμης – σχεδόν 10% των υπαλλήλων – στη σχέση των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων στην Κούβα και τη Λατινική Αμερική; Αλλά δεν υπάρχει κάτι μοιραίο. Η στάση των προοδευτικών κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής και της κουβανικής ηγεσίας σε σχέση με την κρίση συνιστούν μια κομβική δοκιμασία της ανάπτυξης σε αυτές τις χώρες.
Η κρίση στην Ευρώπη
Παρά την τεχνολογική, κοινωνική, οικονομική ισχύ και το συσσωρευμένο πλούτο της, η Ευρώπη είναι ο αδύναμος κρίκος της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, με την έννοια ότι εκεί πιάνεται στη λαβίδα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την άνοδο των αναδυόμενων χωρών. Η αγορά ενός μέρους του ελληνικού, πορτογαλικού και ισπανικού δημόσιου χρέους από την Κίνα είναι, πρακτικά, περισσότερο από συμβολική. Από την άποψη της συγκυρίας, η κρίση εκδηλώνεται με τη μορφή μιας κρίσης “χρέους”. Έχει περάσει από τις τράπεζες στα κράτη με μια κρίση δημόσιου χρέους που προκύπτει από δεκαετίες άνισων φορολογικών πολιτικών και τη δημόσια παρέμβαση στη χρηματιστική και τραπεζική κρίση.
Το δημόσιο έλλειμμα πήγε από 2 σε 6,5% στην ευρωζώνη και από 2,8 σε 11% στις ΗΠΑ. Τα δημόσια χρέη ανάμεσα στο 2008 και το 2009 ανέβηκαν από 69,4 σε 78,7% του ΑΕΠ στην ευρωζώνη και από 62 σε 83%, από το 2007 στο 2009 στις ΗΠΑ. Οι ΗΠΑ είναι τώρα στην πρώτη γραμμή της κρίσης και ακόμη και αν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ – οι τελευταίες έχοντας σημαντικά πιο αναθερμαντικές πολιτικές – οι κυρίαρχες τάξεις και κυβερνήσεις των δυο κέντρων ασκούν πολιτικές λιτότητας που ιδιαίτερα φέρνουν σε ασφυξία τις δημόσιες πολιτικές.
Η ιδιαιτερότητα της κρίσης στην Ευρώπη προκύπτει από τον τύπο οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μια οντότητα κυριαρχούμενη από τις αγορές, ημιτελούς πολιτικού περιεχόμενου, χωρίς δημοκρατία, χωρίς λαϊκή συμμετοχή, χωρίς πολιτική και οικονομική ενότητα. Αυτή η νεοφιλελεύθερη κατασκευή, μακριά από το να συντονίζει τις οικονομικές πολιτικές, ενθαρρύνει τις “αποκλίνουσες δυναμικές” της ευρωπαϊκής οικονομίας, αποκλίσεις ανάμεσα στις βιομηχανικές (Γερμανία) και χρηματιστικές (Βρετανία) δυναμικές των υψηλά ανεπτυγμένων οικονομιών – της παλιάς κοινής αγοράς – και των μεσαία αναπτυγμένων, της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης.
Το Ευρώ πρακτικά καλύπτει χώρες σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης και παραγωγικότητας. Και μακριά από το να συνιστά ένα εργαλείο για τον οικονομικό συντονισμό της αποκαλούμενης “Ευρωζώνης”, λειτουργεί τώρα σαν ένα εργαλείο για να πειθαρχηθούν οικονομίες και λαοί στην υπηρεσία των ισχυρότερων. Αυτό οδηγεί σε εντάσεις ανάμεσα στη Γερμανία ή παρόμοιες χώρες και τους άλλους, με μια πίεση που έχει γίνει ανυπόφορη για την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. Σε αυτό το στάδιο, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης έχουν δημιουργήσει μηχανισμούς βοήθειας σε αντάλλαγμα για ριζικές νεοφιλελεύθερες δομικές μεταρρυθμίσεις, κυρίως με τη δημιουργία ενός “Ευρωπαϊκού Ταμείου Σταθεροποίησης” το 2013 για τις χώρες που περνούν δυσκολίες, με ένα ποσό 750 δις ευρώ. Υπάρχει ήδη μια διαμάχη για το αν θα επαρκέσει. Μια διαμάχη που υποκινεί την κερδοσκοπία.
Αλλά πέρα από αυτό το ζήτημα του χρέους, υπάρχει ένα άλλο κεντρικό ζήτημα: στον τωρινό παγκόσμιο ανταγωνισμό, οι κυρίαρχες τάξεις στην Ευρώπη είναι πεπεισμένες ότι το “ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο” είναι ένα καίριο μειονέκτημα στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Είναι αναγκαίο να καταστρέψουν τα κοινωνικά οφέλη και τις κατακτήσεις που κερδήθηκαν τις πρόσφατες δεκαετίες. Υπάρχει ένας πραγματικός “κοινωνικός πόλεμος” στην Ευρώπη σήμερα: το πάγωμα – πραγματικά, η ονομαστική μείωση – των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων, ο δραστικός περιορισμός των κοινωνικών και δημόσιων προϋπολογισμών, η καταστροφή ολόκληρων στρωμάτων του κοινωνικού κράτους, η επέκταση της εργάσιμης μέρας – οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, η καταστρατήγηση της 35ώρης εργάσιμης βδομάδας, η καταστροφή εκατομμυρίων δημόσιων θέσεων εργασίας, οι επιθέσεις και ιδιωτικοποιήσεις στη δημόσια ασφάλιση, την υγεία, τα σχολεία (η έκρηξη των σπουδαστικών διδάκτρων στη Βρετανία).
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτών των επιθέσεων είναι το δημοψήφισμα στο εργοστάσιο της FIAT Mirafiori στο Τορίνο, όπου τα αποτελέσματα αποδοχής των προτάσεων της διεύθυνσης ανοίγουν το δρόμο για την εξάλειψη των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όχι μόνο στο μηχανικό, αλλά και στους επαγγελματικούς κλάδους και τομείς. Οι εθνικές συλλογικές συμφωνίες κλάδων ή τομέων υπονομεύονται πλήρως. Καταρρέουν απέναντι στο συμβόλαιο απασχόλησης που “διαπραγματεύονται” ο υπάλληλος και ο εργοδότης. Η πολιτική της διεύθυνσης της FIAT επιβάλλει επίσης μια επιδείνωση των συνθηκών εργασίας: ομαδική δουλειά, νυχτερινή δουλειά, περιορισμούς απουσιών, πάγωμα αποδοχών κοκ.
Επιθέσεις αυτού του τύπου τείνουν να γενικευτούν στην Ευρώπη. Συνδυασμένες με την πολιτική περιορισμού των ελλειμμάτων, δεν επιδεινώνουν μόνο τις συνθήκες ζωής και εργασίας εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά αυξανόμενα περιορίζουν τη ζήτηση, με τη συνέπεια της κατάπνιξης της ανάπτυξης και της πρόκλησης νέων υφέσεων. Αυτό δεν είναι μόνο ένα ακόμη σχέδιο λιτότητας· ο στόχος είναι να περιοριστεί στα ερχόμενα χρόνια η αγοραστική δύναμη των μισθωτών κατά 15-20%. Η διάλυση του κράτους πρόνοιας ή όσων παραμένουν από αυτό θα λάβει μια χωρίς προηγούμενο ώθηση.
Η δεξιά και η νεοφιλελεύθερη επίθεση
Η διαφορά ανάμεσα σε αυτή την επίθεση, συνδεόμενη με την ιστορική και συστημική κρίση που περνά ο καπιταλισμός, και σε εκείνη του 1980, βρίσκεται στις αποσταθεροποιητικές συνέπειες για όλο το σύστημα, τις κυρίαρχες τάξεις του, τα κόμματα, τους θεσμούς του. Όλα τα κυρίαρχα μέρη αλλά και άλλα αποσταθεροποιούνται από δεκαετίες νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων και την κρίση του συστήματος. Οι κρίσεις πολιτικής αντιπροσώπευσης, η ιστορική κρίση του σοσιαλισμού, τα φαινόμενα λαϊκής απάθειας, το αίσθημα διαφθοράς των πολιτικών ελίτ: όλα αυτά θρέφουν τη γενική κρίση της πολιτικής.
Στη δεξιά, οι νεοφιλελεύθερες κοινωνικές αντιμεταρρυθμίσεις υπονομεύουν τις κοινωνικές βάσεις των παραδοσιακών κομμάτων, έτσι τα τελευταία επιδιώκουν αυτή τη βάση εφαρμόζοντας αυταρχικά, ρατσιστικά, λαϊκιστικά, αστυνομικά μέτρα, επιθέσεις στους μετανάστες, τους Ρομά και τους μουσουλμάνους. Επιτείνουν την αντιδραστική πορεία τους όπως το Ρεπουμπλικάνικο Κόμμα στις ΗΠΑ. Τάσεις προς το “λαϊκιστικό βοναπαρτισμό” με τον Σαρκοζί ή τον Μπερλουσκόνι αντανακλούν μια ορισμένη αστάθεια. Λαϊκιστικά ή νεοφασιστικά κινήματα κερδίζουν έδαφος, ιδιαίτερα στη Σουηδία, την Ολλανδία, τη Γαλλία ή την Ουγγαρία. Σε όλες τις πρόσφατες εκλογές στην Ευρώπη η δεξιά και άκρα δεξιά αύξησαν τις ψήφους τους.
Η σοσιαλδημοκρατία και η κρίση
Στην αριστερά, η κρίση δεν έχει οδηγήσει σε κάποια “κεϋνσιανή στροφή”. Η παρουσία ενός σοσιαλιστή προέδρου επικεφαλής του ΔΝΤ εκφράζει το βαθμό ενσωμάτωσης της σοσιαλδημοκρατίας στους θεσμούς της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Ανόμοια προς τη δεκαετία του 1930, δεν υπάρχει καμιά στροφή αριστερά από τη σοσιαλδημοκρατία. Η κοινωνική φιλελεύθερη επιλογή επιβεβαιώνεται. Οι πολιτικές των Παπανδρέου, Θαπατέρο και Σόκρατες το δείχνουν αυτό. Η πλατιά κατεύθυνση του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών στο ευρωπαϊκό επίπεδο τους ενθαρρύνει και δείχνει ότι πέρα από την τακτική οριοθέτηση κάθε Σοσιαλιστικού Κόμματος στην αντιπολίτευση προς τη δεξιά, η σοσιαλδημοκρατία έχει μετατραπεί σε σοσιαλφιλελευθερισμό.
Ακόμη και αν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, διαφορές κοινωνικής βάσης, ιστορίας, πολιτικών σχέσεων με τους εργαζόμενους, τα συνδικάτα, το συνεταιριστικό κίνημα – οι κορυφές της σοσιαλδημοκρατίας, υποστηριζόμενες από τους μηχανισμούς των συνδικάτων, έχουν οικειοθελώς επιλέξει την προσαρμογή στους κυρίαρχους τρόπους διεύθυνσης της κρίσης. Θα έπρεπε επίσης να επισημάνουμε την εξέλιξη των μεγάλων σχηματισμών των Πράσινων σε προσανατολισμούς αυξανόμενα διακρινόμενους από την κεντροαριστερά.
Η δυναμική της κοινωνικής αντίστασης
Είναι πολύ νωρίς για να αναλύσουμε και να προβλέψουμε τις συνέπειες των αραβικών επαναστάσεων στην κοινωνική αντίσταση στη διεθνή κλίμακα. Αλλά αυτές οι επαναστάσεις θα πρέπει να τεθούν στην προοπτική όχι μόνο της κρίσης αλλά επίσης των αναταραχών στον αραβικό κόσμο με την εμφάνιση αγώνων και νέων οργανώσεων ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους λαούς στην Κίνα, την Ασία και την Αφρική, αλλά επίσης σε αυτή τη διαμόρφωση στην Ευρώπη.
Το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο των πρόσφατων μηνών ήταν οι αγώνες αντίστασης στα σχέδια λιτότητας. Μέρες γενικών απεργιών έλαβαν χώρα στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Γαλλία. Στη Γαλλία, σχεδόν 3 εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν και συμμετείχαν στα απεργιακά κινήματα οχτώ φορές σε δυο μήνες. Οι ισπανικές και πορτογαλικές απεργίες είχαν ιστορικό πλάτος. Ένα από τα καθήκοντά μας είναι να αναλύσουμε τις μορφές, το περιεχόμενο και τη δυναμική αυτών των συγκρούσεων. Στη Βρετανία και την Ιταλία, οι σπουδαστικές διαδηλώσεις δείχνουν το βαθμό εκρηκτικότητας των κοινωνικών αγώνων. Στη Γερμανία υπήρξαν εντυπωσιακές αντιπυρηνικές κινητοποιήσεις. Η κρίση θα συνεχιστεί. Οι επιθέσεις θα διπλασιαστούν.
Αν υπάρχει μια νέα κοινωνική κατάσταση στην Ευρώπη όπου ακούγεται η αντίσταση των λαών, θα πρέπει να επισημάνουμε δυο καίρια πολιτικά γεγονότα:
Α) Οι αγώνες, ακόμη και οι πιο μεγάλοι, δεν οδηγούν σε αυτό το στάδιο σε μερικές ήττες για τις κυρίαρχες τάξεις ή νίκες για τους εργάτες και την οργάνωσή τους. Δεν έχουμε μπλοκάρει την καπιταλιστική επίθεση και ακόμη λιγότερο δεν την έχουμε αντιστρέψει. Αυτό που μπορούμε να επισημάνουμε είναι ότι, αν η νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση συνεχίζει να προωθείται, οι εργαζόμενοι που απέργησαν και διαδήλωσαν στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Πορτογαλία ή την Ισπανία, και οι σπουδαστές που διαδήλωσαν στη Βρετανία, δεν έχουν το αίσθημα ότι υπέστησαν καίριες ήττες. Αισθάνονται με ένα συγχυσμένο τρόπο ότι θα υπάρξουν παραπέρα μάχες.
Β) Το δεύτερο πολιτικό γεγονός προς επισήμανση είναι ότι στις χώρες που υπάρχει κοινωνική πάλη ενός ορισμένου πλάτους, υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στην κοινωνική μαχητικότητα και την πολιτική έκφρασή της. Πρέπει να εξετάσουμε τις ιδιαιτερότητες της κατάστασης σε κάθε χώρα. Σε μερικές χώρες το επίπεδο της κοινωνικής πάλης είναι αδύναμο. Αλλά ακόμη και σε χώρες όπου υπάρχει μια κοινωνική κινητοποίηση, δεν υπάρχει ισοδύναμο στο συνδικαλιστικό ή πολιτικό επίπεδο: δεν υπάρχει οργανική αύξηση των συνδικάτων, κομμάτων ή αριστερών ρευμάτων στα κοινωνικά κινήματα. Πόσα μέλη ή υποστηρικτές; Μπορεί να υπάρχει εδώ κι εκεί ένα κίνημα μελών στα συνδικάτα και το κόμματα αλλά υπάρχει, π.χ., μια διαφορά ανάμεσα στη δεκαετία του 1930 και την τωρινή κατάσταση. Στη δεκαετία του 1930 η κρίση και η κοινωνική αντίσταση οδήγησαν, π.χ., στην αύξηση κατά εκατοντάδες χιλιάδες των μελών των συνδικάτων, σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, αριστερών κινήσεων μέσα στη σοσιαλδημοκρατία. Η κοινωνική φιλελεύθερη εξέλιξη καθιστά αυτά τα κόμματα αυξανόμενα “αδιαπέραστα” στις ανόδους της ταξικής πάλης.
Αλλά ούτε έχουμε δει οποιαδήποτε ποιοτική αύξηση των συνδικάτων. Θα μπορούσε λοιπόν να έχουμε αναμείνει την ανάπτυξη ρευμάτων ή κομμάτων έξω από τις παραδοσιακές αριστερές οργανώσεις. Σε αυτό το στάδιο δεν παρατηρούμε καμιά αξιοσημείωτη πρόοδο. Σήμερα στη Γαλλία, μετά από μια εξαιρετική κοινωνική κινητοποίηση, θα μπορούσε να περιμένουμε ότι υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος για την προεδρική εκλογή του 2012 θα μπορούσε να είναι κάποιος με ένα πιο “σοσιαλδημοκρατικό προφίλ”. Λοιπόν, όχι, ο υποψήφιός τους για τις προεδρικές εκλογές του 2012 είναι πιθανό να είναι ο πρόεδρος του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος-Καν, ένας από τους πιο δεξιούς εκπροσώπους της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας!!!
Τα αποτελέσματα της ιστορικής κρίσης του εργατικού κινήματος του τελευταίου αιώνα είναι ακόμη αισθητά. Η οικοδόμηση μιας επαναστατικής σοσιαλιστικής συνείδησης απαιτεί να διαμορφωθούν νέες εμπειρίες. Πρέπει να επισημάνουμε ότι το επίπεδο των τωρινών αγώνων ακόμη και αν αυξάνει σε αντιδράσεις προς τις επιθέσεις των κυρίαρχων τάξεων και κυβερνήσεων δεν έχει αποκτήσει μια επαρκή πολιτική δυναμική για να γυρίσει πίσω τις δεκαετίες νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων και να βάλει τις βάσεις μιας συνολικής αντεπίθεσης για ένα νέο επαναστατικό σοσιαλιστικό εγχείρημα. Οι διαδικασίες οικοδόμησης ριζοσπαστικών αριστερών ή αντικαπιταλιστικών κομμάτων, στην Ευρώπη, συναντούν έτσι μια σειρά δυσκολιών.
Πρώτες συνέπειες της Τυνησιακής και Αιγυπτιακής Επανάστασης
Οι συνέπειες είναι πρώτα και κύρια για τον Αραβικό Κόσμο. Αυτές είναι οι πρώτες επαναστάσεις για μισό αιώνα: μετά το νασερισμό, την άνοδο του αραβικού εθνικισμού και την αλγερινή επανάσταση. Είναι ένα δημοκρατικό και κοινωνικό κύμα που διασχίζει τον αραβικό κόσμο, με κινητοποιήσεις στις Ιορδανία, Υεμένη, Αλγερία και αυξανόμενες εντάσεις σε Συρία, Λίβανο και Παλαιστίνη.
Αυτά είναι κινήματα ή κινητοποιήσεις που είναι δημοκρατικά, ριζοσπαστικά δημοκρατικά και κοινωνικά. Ένας καταρτισμένος ιστορικός του αραβικού κόσμου τις χαρακτηρίζει ως “μετα-ισλαμικές επαναστάσεις”. Η αναφορά δεν είναι πλέον το Ιράν. Αυτές είναι νέες γενιές, νεολαίων και εργατών με τις οργανώσεις και τις απεργίες τους που θέλουν να βρουν το δρόμο τους στον αυτοκαθορισμό. Θα υπάρξει, πάνω στη βάση αυτών των επαναστάσεων, μια ανακατανομή και αναδιοργάνωση δυνάμεων: η ανάδυση νέων οργανώσεων συνδεόμενων με το ριζοσπαστισμό της νεολαίας – ριζοσπαστικά κοινωνικά και δημοκρατικά κινήματα, διαφοροποιήσεις μέσα στα ισλαμικά κινήματα – όπως τώρα στην Αίγυπτο ανάμεσα στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, η αναζωογόνηση και αναδιοργάνωση του κινήματος των εργατών και των συνδικάτων. Θα πρέπει να τονίσουμε το ρόλο του UGTT, και ιδιαίτερα των μάχιμων τμημάτων του, στην Τυνησία, και τη σπουδαιότητα του κινήματος που επιδιώκει να αντικαταστήσει τα συνδεόμενα με το καθεστώς Μουμπάρακ συνδικάτα από ανεξάρτητα συνδικάτα.
Στις διεξαγόμενες επαναστάσεις, δημοκρατικά, εθνικά και κοινωνικά αιτήματα θα πρέπει να συνδυάζονται με την αυτό-οργάνωση. Στη Λιβύη ή το Μπαχρέιν απαιτούμε ένα τέλος στις σφαγές και σε όλη την καταπίεση. Στην Τυνησία και την Αίγυπτο υποστηρίζουμε τα δημοκρατικά αιτήματα, η απελευθέρωση όλων των πολιτικών φυλακισμένων, η διάλυση της δικτατορίας και όλων των θεσμών της, η διάλυση των RCD και PND και όλων των καταπιεστικών μηχανισμών, η δημιουργία μας προσωρινής κυβέρνησης χωρίς κανένα αντιπρόσωπο του καθεστώτος, που θα αντιπροσωπεύει τη λαϊκή εξέγερση και σύγκληση μιας συντακτικής συνέλευσης.
Σε αυτή τη συνάφεια οι τυνήσιοι σύντροφοι συζητούν την πρόταση ενάντια σε όλες τις φόρμουλες “συνέχειας”, μιας κυβέρνησης του UGTT που εφαρμόζει ένα ριζοσπαστικό δημοκρατικό πρόγραμμα και ικανοποιεί τις λαϊκές κοινωνικές ανάγκες. Το πρόβλημα κλειδί είναι να μετακινηθούμε από το “να απαλλαγούμε από τον Μπεν Αλί και τον Μουμπάρακ” στη ρήξη με τη δικτατορία. Ταυτόχρονα, οι αντικαπιταλιστές θα πρέπει να υποστηρίζουν όλες τις απεργίες, όλα τα δημοκρατικά κινήματα των νέων και των γυναικών, τα έμβρυα της καθ’ οδόν αυτό-οργάνωσης στον αγώνα ενάντια στις υψηλές τιμές και για την προστασία του πληθυσμού.
Αυτή η επαναστατική άνοδος στον αραβικό κόσμο θα έχει επίσης μεσοπρόθεσμες και μακροχρόνιες επιπτώσεις στην κρίση της Μέσης Ανατολής, την πολιτική κατάσταση στην Παλαιστίνη, και τις σχέσεις με το Ισραήλ. Πέρα από τις μανούβρες του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, η γενική δυναμική αυτής της λαϊκής κινητοποίησης αδυνατίζει την ιμπεριαλιστική επιρροή στην περιοχή. Εξασθενεί τη σιωνιστική ηγεσία που δεν μπορεί πλέον να υπολογίζει σε έναν από τους κύριους συμμάχους της, τον Μουμπάρακ. Αλλά αυτή η ηγεσία πάνω απ’ όλα αποσταθεροποιείται πλήρως από το αραβικό δημοκρατικό κύμα. Η παρουσίασή της του αραβικού κόσμου ως ενός μη δημοκρατικού όλου – αυταρχικών ή ισλαμιστικών καθεστώτων – αμφισβητείται πλήρως από τη δυναμική αυτών των επαναστάσεων. Τέλος, η Τυνησιακή, Αιγυπτιακή και Λιβυκή Επανάσταση μπορεί να ενθαρρύνουν την ανάδυση ριζοσπαστικών ή ριζοσπαστικών εθνικιστικών δημοκρατικών ρευμάτων αντιπαρατιθέμενων στην παλαιστινιακή εξουσία του Μαχμούντ Αμπάς και τη Χαμάς.
Για τους λαούς του κόσμου, αυτές οι επαναστάσεις θα συνιστούν παραδείγματα. Ασφαλώς, χωρίς μηχανικά επακόλουθα, αλλά θα υποκινήσουν τη σκέψη για την απόρριψη των δικτατοριών, τις δημοκρατικές βλέψεις, τις μορφές αγώνα. Το κρουστικό κύμα διαδίδεται ως το Πεκίνο, ακόμη και αν για την ώρα με συμβολική μορφή. Είναι αναγκαίο να δούμε το φόβο των κινεζικών αρχών για τα διαδιδόμενα αποτελέσματα αυτών των επαναστάσεων. Στον υπόλοιπο κόσμο, αυτές οι επαναστάσεις σπάνε τον καταχθόνιο κύκλο που περιόριζε τις αραβικές κοινωνίες – δικτατορία ή ισλαμικό κράτος. Σπάνε τον τοίχο όλων των θεωριών για τη “σύγκρουση των πολιτισμών”. Δημιουργούν τους όρους για τη δημοκρατική και κοινωνική συμμαχία του εργατικού κινήματος με τις νεαρές αραβικές γενιές, ιδιαίτερα στις χώρες με μεγάλους πληθυσμούς αράβων μεταναστών. Είναι ένα σημείο στήριξης για να ενδυναμωθούν οι αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις.
Στοιχεία συζήτησης για τα καθήκοντα των επαναστατών
Σε αυτές τις συνθήκες ποια είναι τα καθήκοντά μας; Εξαρτάται η απάντηση από τη διάγνωση της κρίσης που ξέσπασε το 2007; Είναι ένα χρηματιστικό επεισόδιο ανάλογο με όλα εκείνα που έχει γνωρίσει ο καπιταλισμός στο παρελθόν, ακολουθούμενα από προσωρινές υφέσεις; Ή είναι μια συστημική κρίση σε δυο επίπεδα: επειδή το καθεστώς της χρηματιστικής συσσώρευσης που αναπτύχθηκε για πάνω από 30 χρόνια έχει εξαντληθεί και επειδή ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει φτάσει ένα όριο συνδεόμενο με την πεπερασμένη φύση του πλανήτη και των φυσικών πόρων του. Αν πάρουμε τη δεύτερη υπόθεση δεν μπορεί να ικανοποιηθούμε με τις πολιτικές της αναθέρμανσης μέσω της ζήτησης και της περισσότερης ρύθμισης στο χρηματιστικό σύστημα. Αυτό που χρειάζεται είναι μια ριζική αναδιοργάνωση της οικονομίας με στροφή στις κοινωνικές ανάγκες, μια οικολογική μετατροπή της βιομηχανίας και της γεωργίας, ποιοτικές, μη εμπορευματοποιημένες δημόσιες υπηρεσίες, κοντολογίς μια ρήξη με την καπιταλιστική λογική, την ατομική ιδιοκτησία του κεφαλαίου και το τρέχον σύστημα κατανομής του πλούτου.
Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα σχέδιο που να συνδυάζει τα άμεσα αιτήματα με τα αντικαπιταλιστικά αιτήματα ενάντια στην κρίση. Δεν είναι οι εργάτες που θα πρέπει να πληρώσουν για την κρίση αλλά οι καπιταλιστές: υπεράσπιση των κοινωνικών κατακτήσεων, αιτημάτων, δικαιωμάτων, φορολογία των χρηματιστικών συναλλαγών, και ακύρωση του δημόσιου χρέους. Αυτό το σχέδιο μπορεί να χρηματοδοτηθεί από τα τραπεζικά και χρηματιστικά κέρδη και εκείνα των μεγάλων καπιταλιστικών ομάδων. Αυτό το πρόγραμμα θα έπρεπε να συνοδεύεται από την εθνικοποίηση ή τη δημόσια κοινωνικοποίηση όλου του τραπεζικού συστήματος, θέτοντας το ζήτημα των εισβολών στην ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Αυτό το ζήτημα ιδιοκτησίας θα πρέπει να τίθεται επίσης μέσω του αγώνα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και τη δημιουργία μεγάλων δημόσιων τομέων κάτω από εργατικό και καταναλωτικό έλεγχο στους τομείς κλειδιά της οικονομίας.
Τίθεται επίσης μέσω του οικολογικού ζητήματος και της αναγκαίας αναδιοργάνωσης και οικολογικού σχεδιασμού μεσοπρόθεσμα και μακροχρόνια. Η οικολογική διάσταση έχει μια αυξανόμενα σημαντική θέση, δεδομένων των φυσικών καταστροφών που λαβαίνουν χώρα γύρω στον πλανήτη, και με την αυξανόμενη συχνότητα των πλημυρών, του κλιματικού χάους, των κατολισθήσεων, και θα έπρεπε να αποκτά μια αυξανόμενη θέση στη δραστηριότητά μας. Όλες οι προτάσεις κοινωνικής και οργανωτικής αναδιοργάνωσης της παραγωγής, αναδιοργάνωσης του αστικού χώρου, των μεταφορών, της ενέργειας που υπηρετεί τις ανάγκες των εργαζομένων και των λαών θα πρέπει να τονίζονται στην προπαγάνδα μας.
Στην Ευρώπη, αυτό το σχέδιο θα έπρεπε να έχει μια ηπειρωτική διάσταση. Στην Ευρώπη, η απόκριση στην κρίση δεν είναι ο εθνικιστικός προστατευτισμός και η έξοδος από το ευρώ. Αυτό θα οδηγούσε σε επιδεινωμένο ανταγωνισμό μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και νέες επιθέσεις ενάντια στους λαούς ώστε οι χώρες με τις μεγαλύτερες δυσκολίες να δεχτούν τα κτυπήματα· για να μην μιλήσουμε για την ανάπτυξη σοβινιστικών και ξενοφοβικών κινήσεων. Μια απόκριση χρειάζεται που θα είναι ευρωπαϊκή, κοινωνική, δημοκρατική, και οικολογική, αλλά η οποία έρχεται σε ρήξη με τις ευρωπαϊκές πολιτικές και τους θεσμούς. Με αυτή την έννοια, η σωτηρία του ευρώ ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορεί να χρησιμεύσει σαν ένα άλλοθι για να διπλασιαστούν οι επιθέσεις και τα σχέδια λιτότητας ενάντια στους λαούς.
Η απόκρισή μας θα πρέπει να ξεκινά από την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και απαιτήσεων των εργατών και των λαών σε κάθε χώρα και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό σημαίνει την απόρριψη κάθε πολιτικής λιτότητας, ακόμη και αν υπάρχει ο εκβιασμός της εκδίωξης από την ΕΕ. Έτσι αυτό που χρειάζεται είναι ένας συντονισμός των πολιτικών και αγώνων των λαών της Ευρώπης για να οικοδομηθεί μια ευρωπαϊκή, διεθνιστική απόκριση που δίνει προτεραιότητα στην εναρμόνιση προς τα πάνω, το συντονισμό και τη συνεργασία για να βοηθηθούν οι λαοί που χτυπιούνται ισχυρότερα από την κρίση, μια πολιτική που κάνει τους καπιταλιστές και τους τραπεζίτες να πληρώσουν μέσα από μια δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική που ευεργετεί τους λαούς και τις ευρωπαϊκές πλατιάς κλίμακας δημόσιες υπηρεσίες, ιδιαίτερα τις τραπεζικές.
Σε ένα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα δράσης, το ζήτημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων και αιτημάτων αποκτά ένα σημαντικό χαρακτήρα, κυρίως στην υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών και την υπεράσπιση των μεταναστών και των ανθρώπων χωρίς χαρτιά.
Αυτοί οι στόχοι μπορεί να κατακτηθούν μόνο από την κοινωνική και πολιτική κινητοποίηση εκατομμυρίων εργατών και πολιτών και μια αντιπαράθεση με τις κυρίαρχες τάξεις και τις κυβερνήσεις.
Πιο γενικά, ο προσανατολισμός θα πρέπει να υποκινεί και να προσανατολίζει αυτή την κινητοποίηση που θα έπρεπε να συνδυάζει τους κοινωνικούς, συνδικαλιστικούς και οικολογικούς αγώνες, την ενότητα της κοινωνικής, συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης όλων των αριστερών δυνάμεων, εκκλήσεις για μια καθοδήγηση των εμπειριών της κοινωνικής αυτό-οργάνωσης. Προτάσεις για μια ευρωπαϊκή καμπάνια για την ακύρωση του χρέους ή για την απασχόληση μέσω του συντονισμού των ενώσεων και των συνδικάτων. Είναι αναγκαίο να μεταβιβάσουμε τις εμπειρίες της συνδιάσκεψης του Ντακάρ.
Στο πολιτικό επίπεδο, οι ενωτικοί αγώνες θα πρέπει να συμβαδίζουν με τη συστηματική αναζήτηση ανεξαρτησίας σε σχέση με τη σοσιαλδημοκρατία, ιδιαίτερα μέσω των εκλογικών πρακτικών στις μεγάλες πόλεις, περιοχές, κοινοβούλιο και κυβέρνηση. Η κρίση επιβεβαιώνει τον αναντικατάστατο χαρακτήρα μιας παγκόσμιας πολιτικής εναλλακτικής επιλογής στον σοσιαλφιλελευθερισμό και τα κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς. Τέλος, θα πρέπει να ενθαρρύνουμε την ενότητα και τις αντικαπιταλιστικές συμμαχίες ενθαρρύνοντας όλες τις πρωτοβουλίες αντικαπιταλιστικού συντονισμού στο επίπεδο των τμημάτων, αγώνων των κομμάτων, ευρωπαϊκών ή μεσογειακών συνδιασκέψεων.
*Ο Φρανσουά Σαμπαντό είναι ηγετικό στέλεχος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία.